0
Your Καλαθι
Σωκράτης και Ιησούς - Όλα τους χωρίζουν, όλα τους ενώνουν
Περιγραφή
Κριτική
Σωκράτης και Ιησούς, όλα τους χωρίζουν και όλα τους ενώνουν, θα υποστηρίξει η διακεκριμένη συγγραφέας Ανν Μπωντάρ. Δύο μορφές-σύμβολα που ήρθαν σε ρήξη με την εποχή τους, αλλά τι περίεργο: η διαφωνία τους συνοδευόταν πάντα από τον σεβασμό των νόμων και οι προκλήσεις τους δεν αποτελούσαν ανοιχτή ανταρσία. Αντιφατικοί και παράδοξοι δάσκαλοι, ο Σωκράτης και ο Ιησούς, δεν σταματούν, δια μέσου των αιώνων, να μας προβληματίζουν.
Ο ένας ονομάζεται Υιός του Θεού, Μεσσίας και Σωτήρας του κόσμου· ο άλλος διακυρύσσει ότι δεν γνωρίζει τίποτε και ότι δεν έχει κανέναν μαθητή.
Εντούτοις, η ζωή τους, η σοφία τους, η ηθική τους, η διδασκαλία τους και τελικά ο θάνατός τους, όλα μοιάζουν να τους ενώνουν!
Ποιός είναι ο Σωκράτης και ποιός είναι ο Ιησούς; Ποιό μήνυμα σοφίας μεταφέρουν; Ποιά ηθική αλήθεια;
Η συγγραφέας δεν προτίθεται να φιμώσει τα ερωτήματα. Αντίθετα τα καλλιεργεί μέσα από τη μελέτη της ιστορίας, των πηγών, την έρευνα των μύθων, τη θρησκειολογική και φιλοσοφική προσέγγιση και, προπάντων, μέσα άπό ένα προσωπικό στοχασμό που αψηφά όλα τα ταμπού.
Η Ανν Μπωντάρ, αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας και υπεύθυνη διαλέξεων στο Ινστιτούτο Πολιτικών Μελετών του Παρισιού, αναγνωρίζει εξαρχής ότι η σύγκρισή της είναι τολμηρή. Σωκράτης και Ιησούς συνδέονται με πολιτισμούς των Αθηνών και της Ιερουσαλήμ οι οποίοι αποκλίνουν ο ένας από τον άλλον. Η απόκλισή τους ερμηνεύθηκε διαφορετικά κατά εποχές μέχρι του σημείου να βρίσκουμε κάποτε έναν εκχριστιανισμένο Σωκράτη και έναν εξελληνισμένο Ιησού. Ο Ιησούς από την πλευρά του αυτοαποκαλέστηκε Υιός του Θεού, Σωτήρας του Κόσμου, ο Σωκράτης από την άλλη έλεγε ότι δεν γνωρίζει τίποτε. Αλλά και οι δύο στην εποχή τους κατηγορήθηκαν για ασέβεια, για διαφθορά των νέων ή του λαού, για διαστρέβλωση της επίσημης αλήθειας. Και οι δύο αποκλήθηκαν μάγοι, τσαρλατάνοι, απατεώνες. Και οι δύο προκαλούν ζυμώσεις και προβληματισμούς ως σήμερα. Και οι δύο δεν άφησαν πίσω τους καμία μαρτυρία, οι ίδιοι. Και οι δύο, με τη σιωπή τους, σημάδεψαν τη δυτική φιλοσοφία.
Με ποιον τρόπο οι μεγάλοι φιλόσοφοι κατά εποχές αντιμετώπισαν τον μεν και τον δε; Για τον Νίτσε, λόγου χάρη, ήταν και οι δύο «γίγαντες»: «Οι γίγαντες καλούν ο ένας τον άλλον στα κενά μεσοδιαστήματα των εποχών αδιάφοροι για τους ανυπότακτους και θορυβώδεις νάνους που κλαψουρίζουν από κάτω τους, συνεχίζουν τον υπέροχο πνευματικό διάλογό τους. Είναι από αυτόν τον υψηλό πνευματικό διάλογο που σκοπεύω να αφηγηθώ εκείνο που η μοντέρνα κουφότητά μας μπορεί να ακούσει και να κατανοήσει, αναμφίβολα το πιο μικρό μέρος». Ο Κίρκεγκορ, πάλι, είχε γράψει: «Η ομοιότητα μεταξύ Χριστού και Σωκράτη έγκειται ουσιαστικά στην ανομοιότητά τους». Αρκετά χρόνια νωρίτερα, ο Ρουσσώ σάρκαζε εκείνους που επιχειρούσαν μια τέτοια σύγκριση. Αρκετούς αιώνες νωρίτερα, ο Τερτυλλιανός προειδοποιούσε επίσης ότι το φιλοσοφικό δεν είναι θεολογικό. Η Ανν Μπωντάρ δίνει την ιστορία των διαφορών και των ομοιοτήτων, όπως καταγράφηκαν μέχρι στιγμής, γνωρίζοντας ότι η συζήτηση δεν έχει τελειώσει.
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 14-04-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κάθε συζήτηση πάνω σε φιγούρες τόσο πολύχρηστες, τόσο φορτωμένες με συμβολισμούς και ιδεολογικές επενδύσεις, τόσο εξαντλημένες από αλληγοριοποιήσεις και ερμηνείες όσο αυτές του Ιησού και του Σωκράτη, κινδυνεύει να καταποντιστεί σε κοινούς τόπους και αυτονόητα ή να κολακεύσει τα πιο ευτελή στερεότυπα που ένα ορισμένο κοινό εκλαμβάνει ως «φιλοσοφία». Γα να το πούμε ακόμη πιο συγκεκριμένα: διατρέχει τον κίνδυνο του φτηνού ηθικισμού. Η πρόσφατη κυκλοφορία μιας μελέτης της Αν Μποντάρ, αναπληρώτριας καθηγήτριας Φιλοσοφίας στο Παρίσι, με θέμα μία ακόμα σύγκριση ανάμεσα στον Ιησού και τον Σωκράτη, μας δίνει αφορμή για μια σειρά σκέψεων εν μέρει σχετικών κι εν μέρει ανεξάρτητων από το ίδιο το βιβλίο.
Στην εποχή μας το νέο, το καινοφανές είναι κάπως αυτονόητα αξία. Πρέπει ωστόσο να θυμόμαστε ότι στο μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας εκείνο που είχε αξία -καλύτερα: που ήταν η πηγή κάθε αξίας- ήταν το παλαιό, το καθιερωμένο, το ήδη επικυρωμένο από την παράδοση. Έτσι, κάθε καινούργιο ρεύμα, κάθε νέο κίνημα στον πολιτισμό ή στη σκέψη έπρεπε να πείσει ότι έρχεται ως συνέχεια κάποιου ήδη υπάρχοντος και παραδοσιακά καταξιωμένου. Για να το κάνει αυτό, ήταν απαραίτητο να αναπτύξει μια ορισμένη στρατηγική της ερμηνείας: ερμηνεία τού παλαιού κατά τέτοιον τρόπο ώστε να φαίνεται πως το παλαιό ήδη προανήγγελλε μέσα του το νέο, ήδη είχε την ανάγκη μιας συνέχειας κι ενός συμπληρώματος, και πως το καινούργιο έρχεται ακριβώς για να συμπληρώσει, να εμπλουτίσει και να διευρύνει εκείνη την παλαιά παράδοση σύμφωνα με ένα αίτημα που είχε η ίδια εκφράσει (ή που η ερμηνεία μας την υποχρεώνει να εκφράσει). Σε αυτή τη συγκεκριμένη ρητορική τής ερμηνείας ένας σύγχρονος λόγιος ιουδαϊκής καταγωγής (Auerbach) έδωσε το όνομα figura, το οποίο κάπως ελεύθερα θα μπορούσαμε να αποδώσουμε ως «σχέση προαπεικόνισης». Ένα κλασικό παράδειγμα τέτοιου ερμηνευτικού στρατηγήματος είναι εκείνο που συνέδεσε Παλαιά και Καινή Διαθήκη μέσα στη ρητορική που ανέπτυξε ο Χριστανισμός.
Στον όψιμο αρχαίο κόσμο μέσα στον οποίο πάσχιζε ο Χριστιανισμός να επικρατήσει, ωστόσο, υπήρχε εκτός από την ιουδαϊκή μία άλλη μεγάλη και καταξιωμένη πνευματική παράδοση: αυτή της ελληνικής φιλοσοφίας. Το πώς θα όριζε τη σχέση του με αυτή την παράδοση ήταν ολοφάνερα ζήτημα τεράστιας πολιτικής σπουδαιότητας, και απέναντι στον ελληνικό Λόγο ο Χριστιανισμός στάθηκε πολύ πιο αμφίθυμος απ' ό,τι απέναντι στον Ιουδαϊκό Νόμο. Οι φιγούρες του Σωκράτη και του Ιησού ήταν από την αρχή, και συνειδητά μέσα στη ρητορική των πρώτων Χριστιανών Πατέρων, εμβλήματα αυτών των δύο μεγάλων παραδόσεων, της «Αθήνας και της Ιερουσαλήμ», όπως θα το έθετε ο Τερτυλλιανός. Έτσι, καταλαβαίνουμε ποια πολιτική σκοπιμότητα ήταν εκείνη που έκανε ένα μεγάλο μέρος των Χριστιανών απολογητών, και κυρίως από τον ανατολικό, ελληνόφωνο Χριστιανισμό, να προσπαθούν να διαβάσουν τον Σωκράτη, ή ακριβέστερα τον Πλάτωνα, ως προάγγελο τού Χριστιανισμού. Ένας τέτοιος συσχετισμός όμως δεν ήταν πάντοτε εύκολος ούτε απαλλαγμένος από εσωτερικές αντιφάσεις, και αυτό έκανε μια άλλη μερίδα απολογητών να βλέπει με καχυποψία τούτη τη σχέση. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στους Λατίνους Πατέρες: ο Τερτυλλιανός (και λιγότερο ο Αυγουστίνος), ο Αρνόβιος, ο Λακτάντιος επρόκειτο να διαχωρίσουν με όλο και μεγαλύτερη έμφαση τον ελληνικό Λόγο από την αποκεκαλυμμένη Αλήθεια, τον Σωκράτη από τον Ιησού, σε αντίθεση με μια παράδοση σύνθεσής τους η οποία είχε καθιερωθεί από τον Ιουστίνο, τον ανώνυμο συγγραφέα της Επιστολής προς Διόγνητον, τον Κλήμεντα κι εν συνεχεία, με διάφορες παραλλαγές στην έμφαση, από τους περισσότερους Έλληνες Πατέρες.
Αυτές είναι, με λίγα λόγια, οι ιστορικές προκείμενες τούτης της συζήτησης. Σε αυτές πρέπει να προσθέσουμε μία δεύτερη σειρά, περισσότερο μεθοδολογικών παρατηρήσεων. Ο «Ιησούς» και ο «Σωκράτης», ανεξαρτήτως του αν υπήρξαν κάποια ιστορικά πρόσωπα με τα ονόματα και τα χαρακτηριστικά τους (περισσότερο βέβαιο για τον δεύτερο, διαμφισβητούμενο συχνά στην περίπτωση του πρώτου), είναι πάνω απ' όλα και καθοριστικά κειμενικές κατασκευές. Οι ίδιοι δεν έγραψαν ποτέ τίποτα, ούτε άφησαν πίσω τους άλλο ασφαλές ιστορικό τεκμήριο. Έχουν «κατασκευαστεί» ως νομιμοποιητικοί μύθοι μιας υποτιθέμενα προφορικής απαρχής εντός και για χάρη συγκεκριμένων κειμενικών παραδόσεων: των Συνοπτικών Ευαγγελιστών και του Ιωάννη ο πρώτος, του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα (κι εξ αντιθέτου, του Αριστοφάνη) ο δεύτερος. Τέτοιες κειμενικές παραδόσεις όμως δεν είναι ιστορικά ουδέτερες, εντάσσονται σε μεγάλες ιστορικές και πολιτικές διαμάχες και γίνονται αποτελεσματικά όπλα για την εδραίωση συγκεκριμένων εξουσιών. Μια πραγματικά κριτική μελέτη θα πρέπει να έχει ως αρχή την ανακατασκευή των στρατηγικών μιας τέτοιας κειμενοποίησης, και την ανασύσταση του κοινωνικοϊστορικού πεδίου μέσα στο οποίο εγγράφονται αυτές σαν πανίσχυρα όργανα για την εγκαθίδρυση πολιτικής και πνευματικής κυριαρχίας.
Εδώ λοιπόν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ορισμένα σοβαρά προβλήματα που χαρακτηρίζουν τούτη τη μελέτη της Αν Μποντάρ. Δεν χρειάζεται να πούμε, βεβαίως, ότι το βιβλίο είναι μια πλούσια συλλογή υλικού, απολύτως χρήσιμη για το μελετητή του ζητήματος. Παρουσιάζονται συγκεκριμένα όχι μόνο οι αρχαίες πηγές και αναφορές (τα κείμενα των Πατέρων στα οποία κάναμε νύξη παραπάνω, και άλλα) αλλά και οι νεότερες αναζωπυρώσεις της συζήτησης σε φιλοσοφικούς συγγραφείς όπως ο Μοντέν, ο Πασκάλ, ο Μαλεμπράνς, ο Ρουσό, ο Χέγκελ, ο Κίρκεγκορ, ή ακόμη ο Νίτσε και ο Μπεργκσόν. Αντί ωστόσο η συγγραφέας να πάρει μια κριτική και απομυθοποιητική στάση, όπως θα περίμενε κάποιος από μιαν άξια του ονόματός της μοντέρνα ερευνητική και φιλοσοφική θεώρηση, διαλέγει να συμβάλει στη μυθοποίηση μέσ' από μια απλοϊκή ρητορική που παρουσιάζει περίπου τον Σωκράτη και τον Ιησού ως «αυθεντικές» αποκαλύψεις μιας υποτιθέμενα άχρονης αλήθειας, ή διιστορικών και παγκόσμιων ηθικών αρχών που περίμεναν τάχα αυτές τις «ηρωικές» μορφές για ν' αποκαλυφθούν στους ανθρώπους. Έτσι, αντί να προσφέρει μια μέθοδο ιστορικής αποκωδικοποίησης των αφηγήσεων που συγκροτούνται με βάση αυτές τις μυθικές φιγούρες, αντί να δείξει τις ποικίλες διασταυρούμενες και ιστορικά μεταλλασσόμενες αξιώσεις κυριαρχίας που διακυβεύονται μέσα στην εκάστοτε ερμηνεία τους, παίρνει η ίδια θέση μέσα στο σωρό των μυθοποιητικών αφηγήσεων, ως μία ακόμη απ' αυτές που χρειάζεται και η ίδια ιδεολογική αποκωδικοποίηση και κριτική.
Μία από τις πρακτικές συνέπειες αυτής της θεωρητικής της επιλογής είναι, βεβαίως, και η ιστορικά εσφαλμένη εικόνα του Χριστιανισμού που δίνεται γενικά στο βιβλίο: οι Χριστιανοί παρουσιάζονται παντού ως κήρυκες μιας απολύτως αθώας ιδέας της ανθρώπινης αγάπης και δικαιοσύνης οι οποίοι υφίστανται άδικες και απάνθρωπες διώξεις (και ο Σωκράτης εντάσσεται επίσης στο ίδιο αγιοποιητικό πλαίσιο), ενώ αποσιωπούνται οι τρομερές μορφές βίας που χρειάστηκε να ασκήσει για την εδραίωση και την εξάπλωσή της αυτή η νέα θρησκεία, και οι τρομερές αξιώσεις κυριαρχίας που συγκαλύφθηκαν πίσω από τη φαινομενικά ανώδυνη ρητορική τής «αγάπης». Με τον ίδιο τρόπο συγκαλύπτεται η απεριόριστη βιαιοπραγία απέναντι στην ανθρώπινη φύση και το ανθρώπινο σώμα που εγκαινιάστηκε με την περίφημη στροφή προς την ηθική και με την ιδέα της «αθάνατης ψυχής», τόσο χριστιανική όσο και σωκρατική.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/04/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις