Οι λύκαινες

268930
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:207
Μεταφραστής:ΓΕΡΟΚΩΣΤΑ ΕΥΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2005
ISBN:9789600427714


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Δύο Γάλλοι αιχμάλωτοι πολέμου, ο Μπερνάρ και ο Ζερβέ, δραπετεύουν από γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Με κάθε προφύλαξη φτάνουν στη Λιόν για να κρυφτούν στο σπίτι της Ελέν, της γυναίκας με την οποία ο Μπερνάρ αλληλογραφεί από τις αρχές του πολέμου. Ένα αναπάντεχο γεγονός ανατρέπει το σχέδιό τους: ο Μπερνάρ σκοτώνεται για να σωθεί, ο Ζερβέ παίρνει την ταυτότητα του νεκρού φίλου του.

Σύντομα, βρίσκει την Ελέν, η οποία ζει μαζί με τη νεότερη και πολύ όμορφη ετεροθαλή αδερφή της την Ανιές. Ο νέος άντρας θα γίνει ο ερωτικός στόχος των δύο γυναικών, οι οποίες ζηλεύουν θανάσιμα η μία την άλλη. Φυλακισμένος στο σκοτεινό τους διαμέρισμα, με το φόβο ότι μια απερίσκεπτη κίνηση θα μπορούσε να αποκαλύψει το ψέμα του, ο Ζερβέ νιώθει να κινδυνεύει. Ίσως από την Ελέν, που πίσω από τη βραχνή εφηβική φωνή της κρύβει ένα ύποπτο σχέδιο ή από την Ανιές η οποία, εκτός από τα πρόσωπα, μπορεί να διαβάζει και τις σκέψεις.





ΚΡΙΤΙΚΗ



«Διότι από τη στιγμή που θ' ανακοίνωνα το θάνατο του Μπερνάρ, θα ήταν αδύνατο να μείνω σ' αυτό το σπίτι. Κι όμως, ένα κομμάτι πολύ βαθιά μέσα μου ήθελε να μείνει... Και για να είμαι ειλικρινής, λατρεύω τις μάσκες, τις μεταμφιέσεις, όσα απέχουν από το τετριμμένο συναίσθημα και δίνουν πάσα, φόρα, περιθώριο στη φαντασία...»

Από το μυθιστόρημα



Και τώρα που έχουν υποχωρήσει, με τις ευλογίες βέβαια του μεταμοντερνισμού, η αμφιθυμία ή η απόλυτη δυσπιστία απέναντι στο αστυνομικό μυθιστόρημα και γενικότερα στο «μαύρο», λογοτεχνικό είδος, το στεγασμένο κάτω από το βολικό, για τη σοβαροφανή κριτική, τίτλο τής παραφιλολογίας, τα πράγματα απαιτούν ειλικρίνεια και αυτοέλεγχο.

Γιατί κάθε έντιμος αναγνώστης, που δεν θα θελήσει να πάρει εύκολα θέση απέναντι στο πρόβλημα, θα έχει μπροστά του σοβαρό θέμα επιλογής και αξιολόγησης. Διότι θα βρίσκεται μπροστά σε ένα φαινόμενο άνισο, αντιφατικό και σε κάθε περίπτωση πολύ ενδιαφέρον, το οποίο συνεχώς θα τον προκαλεί.

Για παράδειγμα, όταν θα ξεφυλλίσει βιβλία του πασίγνωστου γαλλικού διδύμου των Πιέρ Μποϊλό (1906-1989) και Τόμας Ναρσεζάκ, ψευδώνυμο του Πιέρ Ορόντ (1908- 1998), που υπέγραφαν ως Μποϊλό- Ναρσεζάκ, θα διαπιστώσει, πιστεύω, ότι αυτά διαθέτουν ακριβώς τα χαρακτηριστικά μιας λογοτεχνίας φαινομενικά υβριδικής αλλά στο βάθος απαιτητικής.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να θεωρήσουμε αναξιόπιστο αυτόν που είναι δεμένος για διάφορους λόγους (συνήθως από αναγνωστική συνήθεια, δηλαδή από συναισθηματισμό) με συγκεκριμένα είδη λογοτεχνίας και αναπαράστασης γενικά. Σε τελευταία ανάλυση δεν είναι λίγοι εκείνοι που υπηρέτησαν -και συνεχίζουν να καλλιεργούν- το «σοβαρό» λόγο αλληθωρίζοντας προς τα υποτιμημένα προϊόντα της γραφής ας την πούμε του περιθωρίου, σε χειρονομίες όπισθεν της βιτρίνας.

Αλλά για να μην παρεξηγηθώ, όσον αφορά τη χρήση κάποιων όρων, να σπεύσω να πω ότι τώρα πια, επειδή οι κατατάξεις έχουν ολοένα και περισσότερο τυπικό χαρακτήρα, η διάκριση ανάμεσα σε συμβατική και μη λογοτεχνία γίνεται για λόγους συνεννόησης και μόνο. Για να περιγραφεί μια κατάσταση, η οποία μόνο με τις επιβιώσεις μιας άλλης εποχής δρα ακόμα, περιορισμένα, όμως εμφανώς. Το λέω γιατί στην πράξη η όποια παραφιλολογία (εννοώ μία από τις μορφές έκφρασης της μαζικής κουλτούρας, που σε έναν βαθμό υπερέβη τον εαυτό της) αποτελεί, σε πολλές περιπτώσεις, σήμερα πόλο έλξης και αντιμετωπίζεται, απροσχημάτιστα ή όχι, ως στοιχείο δανεισμού σε φιλόδοξα εγχειρήματα, με εύφορα αποτελέσματα. Σε επίπεδο πειραματισμού αλλά και σε ευθεία αντιμετώπιση οι καρποί αυτής της διασταύρωσης πολύ συχνά είναι απολαυστικοί.

Και στην εγχώρια πραγματικότητα ορισμένοι συγγραφείς που στρέφονται αποκλειστικά ή περιστασιακά, άμεσα και έμμεσα, στο «μαύρο» είδος προσφέρουν αξιανάγνωστες αφηγήσεις κάποτε.

Οι Λύκαινες που έχουμε στα χέρια μας, είναι ένα από τα πιο δημοφιλή μυθιστορήματα των Γάλλων συγγραφέων. Γραμμένες το 1955, εκμεταλλεύονται θεματικά, σε ένα πρώτο επίπεδο ατμόσφαιρας, τις νωπές τότε μνήμες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου προτείνοντας ένα σκοτεινό πλαίσιο. Αλλά, φυσικά, το λυκόφως και το απόλυτο σκοτάδι κυριαρχούν όταν η δράση ανοίγει την αυλαία στο ψυχογραφικό σκηνικό εναρμονίζοντας τους δύο χώρους.

Η γαλλική δραματουργία χειρίστηκε πολύ επιδέξια το ζοφερό υλικό της γερμανικής κατοχής, της ενδοτικότητας και της περίπλοκης στάσης των κατακτημένων απέναντι στο ζήτημα της «Εξουσίας». Ας μην ξεχνάμε ότι σε εκείνη την περίπλοκη δεκαετία του '40 οι Γάλλοι ήταν εκείνοι που υποδέχτηκαν το αμερικανικό αστυνομικό είδος, το ονόμασαν noire (μαύρο), το ενέταξαν στο κλίμα τους ή μάλλον το έκαναν όμορο προς τις δικές τους ανάλογες «σειρές» βιβλίων τσέπης και σχετικών ταινιών.

Φέρνοντας στην επιφάνεια απωθημένα στοιχεία της προσωπικότητας σε πλείστα όσα έργα, εικονιστικά και αφηγηματικά, η γαλατική υφολογία, εδώ διά χειρός των δύο φίλων συγγραφέων, δίνει ένα καλό δείγμα «λαϊκής» γραφής, ξεπερνώντας το άμεσα καταναλωτικό με αφηγηματικές λύσεις υποψιασμένες και τονισμούς αποχρώσεων ιδιαίτερους.



Με όρους θρίλερ



Οπωσδήποτε ας μην περιμένει κανείς κάποιο αφαιρετικό στιλ, σύμβολα σύνθετα ή μια διείσδυση πλαγιαστική στον πυρήνα. Η αφήγηση, πιστή στο στερεότυπο του «μαύρου» είδους, μοιάζει να βάλλει κατευθείαν στο στόχο: το παιχνίδι της μάσκας πρέπει να περιγραφεί εξωτερικά με τους όρους του θρίλερ και της «αναμονής» για την αποκάλυψη. Ετσι, η τράπουλα μοιράζεται απλά, χωρίς κόλπα. Απλώς οι συγγραφείς στήνουν αργά και σταθερά ένα σκηνικό προσομοιώσεων, όπου όλα προσποιούνται ότι είναι αληθινά.

Με το συγκεκριμένο τρόπο τα επίπεδα συγχέονται, μάσκα και πρόσωπο ταυτίζονται: ο ήρωας Ζερβέ, πρώην κρατούμενος στάλαγκ, που έχει υποδυθεί τον πεθαμένο φίλο του Μπερνάρ μετά τη δραπέτευσή τους, μένει «θανάσιμα» έκπληκτος όταν η δι' αλληλογραφίας μνηστή του φίλου του Ελέν, η αδελφή της Ανιές, αλλά, κυρίως, η αδελφή τού τελευταίου Τζούλια τον υποδέχονται σαν τον απόντα Μπερνάρ...

Μία παράσταση για τέσσερις ρόλους ανεβαίνει στο μοναχικό σπίτι της Ελέν και της Ανιές όπου κρύβεται ο Ζερβέ. Εκεί έρχεται και η Τζούλια, η οποία φέρεται σαν να είναι αδελφός της ο τελευταίος. Οι δύο αδελφές διεκδικούν ερωτικά τον ήρωα, ο οποίος προτιμά την ανήσυχη και διαισθητική Ανιές, αλλά είναι και ενδοτικός απέναντι στην Ελέν, πνιγμένος στη σύγχυση και το φόβο μιας μοιραίας ανατροπής τής εύθραυστης ισορροπίας.

Ολα, όμως, δείχνουν να εξελίσσονται ομαλά... Το συγγραφικό δίδυμο, άσος του σασπένς, αφήνει τα πράγματα να κυλήσουν στην κόψη, σε μια κοίτη γεμάτη αιφνίδιες παρεκκλίσεις και εκτροπές, έως την έξοδο.

Η γραφή, σίγουρη για τα ατού της, καίτοι θα μπορούσε να είναι πιο δημαγωγική σπαταλώντας τα ανέξοδα, κρατιέται σε μια ελκυστική οικονομία, αφήνοντας να λειτουργήσουν στην εντέλεια όλες οι πολύσημες όψεις μιας πανούργας μυθοπλασίας.



Ψυχολογικά κίνητρα



Το σκοτεινό θέατρο με μάσκες, που προτείνεται, απελευθερώνει δέσμες εντυπώσεων, οι οποίες απαλλάσσουν τον αναγνώστη από το μπλοκάρισμα, τη λείανση της επιφάνειας και την εύκολη αποβίβαση στην ήσυχη όχθη μιας συνολικής, καθησυχαστικής ερμηνείας των ψυχολογικών κινήτρων και των διαθέσεων.

Το μεγάλο μάθημα που έχει πάρει η απαιτητική λογοτεχνία από το υποβαθμισμένο, θριλερικό είδος ίσως βρίσκεται στην ικανότητα του τελευταίου να υποβάλλει την αίσθηση μιας οιονεί διακινδύνευσης. Να προκαλεί τη συνειδητοποίηση του μόνιμου διακυβεύματος του ζην εν μέσω δυνάμει εχθρών (των άλλων, οι οποίοι επανδρώνουν τη σαρτρική Κόλαση), με τεχνικές απλές, που μοιάζουν, αλήθεια, απλοϊκές εάν δεν κάνουμε ένα απλό «κλικ» στις συντηρητικές προτιμήσεις μας.

Ο μυθικός, στην καθαρότητά του, Χίτσκοκ μας έμαθε πολλά για τις πλάνες μας περί αθωότητας. Οι δημιουργοί τής αστυνομικής και «μαύρης» λογοτεχνίας μάς δίδαξαν, επίσης, κλείνοντάς μας το μάτι (δηλαδή αφήνοντάς μας να καταλάβουμε ότι ξέρουν περισσότερα απ' όσα δείχνουν), πολλά περί της ενοχής.

Εδώ έχουμε σαφώς ένα καλό δείγμα μιας φαινομενικά «εύκολης» γραφής, η οποία λέει περισσότερα απ' όσα μοιάζει να αρθρώνει. Λειτουργεί, επίσης, στο τελευταίο μέρος ειδικά, πολύ αποτελεσματικά η διαβρωτική αίσθηση μιας εγκατάλειψης, ενισχυμένη στο έπακρο από τις εσωτερικές αιτιότητες που συναντάμε σε κομμάτια σημαντικής λογοτεχνίας.

Η Εύη Γερόκωστα βοήθησε απόλυτα στη μετάδοση αυτής της παράδοσης, της βύθισης στο τίποτα, που η μανιέρα των συγγραφέων με σιγουριά εξασφάλισε. Μόνο κάποιοι αψυχολόγητοι εκσυγχρονισμοί (όπως π.χ. η λέξη χίπισσα, εν έτει 1955, σελ. 42) θα μπορούσαν να λείπουν...



ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/09/2005

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!