Να σου πω μια ιστορία
40%
Περιγραφή
Δεν μπορώ» του είπα. «Δεν μπορώ!»
«Σίγουρα;» με ρώτησε αυτός.
«Ναι. Πολύ θα ήθελα να μπορούσα να σταθώ μπροστά της και να της πω τι νιώθω... Ξέρω, όμως, ότι δεν μπορώ.»
Ο Χοντρός κάθισε σαν τον Βούδα πάνω σ' εκείνες τις φριχτές μπλε πολυθρόνες του γραφείου του. Χαμογέλασε, με κοίταξε στα μάτια και, χαμηλώνοντας τη φωνή όπως έκανε κάθε φορά που ήθελε να τον ακούσουν προσεκτικά, μου είπε:
«Να σου πω μια ιστορία...»
Και χωρίς να περιμένει να συμφωνήσω, ο Χόρχε άρχισε να αφηγείται.
Ο Ντεμιάν είναι ένας ανήσυχος νεαρός φοιτητής που προσπαθεί να ανακαλύψει τον εαυτό του. Οι αναζητήσεις του τον κατευθύνουν στον «Χοντρό», έναν πολύ ιδιόρρυθμο ψυχαναλυτή που τον βοηθά να αντιμετωπίσει τη ζωή και να βρει απαντήσεις στα ερωτήματά του με έναν τρόπο πολύ πρωτότυπο: σε κάθε συνάντηση, του διηγείται από μία ιστορία, κλασική ή μοντέρνα, «ανατολίτικη» ή «δυτικότροπη», που πηγάζει από τη λαϊκή προφορική παράδοση ή απευθείας από τη φαντασία του «Χοντρού». Οι ιστορίες αρχίζουν να λειτουργούν ως παραβολές, και ο Ντεμιάν κατασιγάζει τις αγωνίες και τις ανασφάλειές του, ωριμάζοντας μάλλον, παρά βρίσκοντας «έτοιμες λύσεις» και «συνταγές ευτυχίας»... Οι σχέσεις μεταξύ θεραπευτή και θεραπευομένου δεν είναι —ούτε αυτές— συμβατικές και αναμενόμενες. Καβγάδες, διαφωνίες, συμπάθεια, αντιπάθεια, μίσος και αγάπη αφήνονται ελεύθερα να εκφραστούν, δημιουργώντας με αυτόν τον τρόπο δύο μοναδικούς λογοτεχνικούς ήρωες με σάρκα και οστά, προσφιλείς και οικείους στον αναγνώστη. Καμία σχέση εδώ με το στερεότυπο του ψυχαναλυτικού ντιβανιού και του οριζοντιωμένου πάσχοντος. Ο διάλογος και η ανταλλαγή εμπειριών και απόψεων, διανθισμένος με εξαιρετικές αφηγήσεις ιστοριών, τοποθετούν το Να σου πω μια ιστορία στην κατηγορία των λογοτεχνικών βιβλίων, ασχέτως εάν, παγκοσμίως, τοποθετείται κάτω από την ετικέττα: «Βιβλία αυτογνωσίας και αυτοβοήθειας».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Λογοτεχνία και ψυχανάλυση
Πώς ο επιστημονικός λόγος μετατρέπεται σε αφήγηση
«Αυτή είναι η θεραπεία που κάνουμε, Ντεμιάν. Μια θεραπεία για να καταλάβεις τι σου συμβαίνει κάθε στιγμή. Μια θεραπεία που έχει στόχο ν' ανοίγει χαραμάδες στις μάσκες σου, για ν' αφήνει να βγει έξω ο αληθινός Ντεμιάν. Μια θεραπεία κατά κάποιον τρόπο μοναδική και ανεξήγητη, γιατί βασίζεται πάνω στις δομές δύο ατόμων μοναδικών και ανεξήγητων - εσένα κι εμένα. Δύο άτομα που συμφωνήσαμε, προς το παρόν, να δίνουμε περισσότερη προσοχή στη διαδικασία ανάπτυξης του ενός από τους δύο, δηλαδή σ' εσένα...».
Αυτά, μεταξύ άλλων, τονίζει στον αναλυόμενο Ντεμιάν ο γιατρός Χόρχε σε μία από τις συνεδρίες τους, πριν αρχίσει να του αφηγείται μία από τις παραβολικές, διδακτικές ιστορίες του σχετικά με τα προβλήματα του πρώτου. Ο Ντεμιάν είναι ένας φοιτητής με διάφορες νευρώσεις, που ζητάει απαντήσεις για την κατάστασή του, απευθυνόμενος σε διάφορους ψυχαναλυτές: ώσπου καταλήγει στον Χόρχε, τον επονομαζόμενο «Χοντρό». Ο τελευταίος εφαρμόζει μια ιδιότυπη θεραπευτική μέθοδο, η οποία κατά κάποιον τρόπο αντιστρέφει τους ρόλους. Ετσι, αντί ο ασθενής να μιλάει (αναλυόμενος) με την καθοδήγηση του γιατρού, ώστε να φτάσει στην αιτία της «νόσου», ακούει από τον άλλον ποικίλες αφηγήσεις από την Ανατολή και τη Δύση, φιλο(θυμο)σοφικού χαρακτήρα, που τον κατευθύνουν, εμμέσως πλην σαφώς, στο υπό αναζήτηση «κέντρο» της υπόθεσης.
Ο Χόρχε, ασφαλώς, είναι περσόνα του Αργεντινού ψυχοθεραπευτή και συγγραφέα Χόρχε Μπουκάι (1949), όπως οι διάφοροι ήρωες στα βιβλία του Ιρβιν Γιάλομ. Δεν ανέφερα τυχαία τον Αμερικανό ψυχίατρο και γνωστό πεζογράφο. Διότι το ανά χείρας κείμενο θυμίζει την πρόζα του δημιουργού τού «Ντιβανιού»: και στις δύο περιπτώσεις γραφής είναι εξόφθαλμη η πρόθεση μεταστοιχείωσης του «επιστημονικού» συντελεστή σε λογοτεχνικό. Τώρα, κατά πόσον ο Γιάλομ, ας πούμε, κατορθώνει να πετύχει αυτή τη χήμευση, αξίζει να συζητηθεί. Οσο με αφορά, κυριολεκτικά ξεκοκαλίζω τα βιβλία του, αλλά αναρωτιέμαι εάν πέρα από τη δεξιοτεχνική περιγραφή υπάρχει και το κύριο στοιχείο ποιητικής: το δραματουργικό υπόβαθρο στις προτάσεις του παμπόνηρου Γιάλομ, με την έννοια της κατάθεσης μιας αφηγηματικής γλώσσας, η οποία συνεχώς να καλλιεργεί εκρεμμότητες και να οδηγεί με... ασφάλεια προς μια κινούμενη άμμο (τουλάχιστον έτσι έχω εισπράξει τη λογοτεχνία, και όχι μόνο...). Φοβάμαι ότι το βάθος της μανιέρας του Γιάλομ κρύβει καλά αισθήματα και ως εκ τούτου η δραματουργία του λειαίνει τις επιφάνειες. Οι ήρωές του, γιατροί, σχεδόν πάντα πετυχαίνουν τον στόχο τους... για να μιλήσω πολύ γενικά. Και αν καμιά φορά συμβεί να διδαχθεί ο γιατρός από την περίπτωση του ασθενούς, και πάλι όλα περαιώνονται κατ' ευχήν. Καμία ρωγμή δεν μένει, οι πάντες εισπράττουν κάποιο μήνυμα, λες και η Τέχνη υπάρχει για να υπηρετεί τη γνώση μόνον και όχι τα πιο αόριστα αισθήματα... Αν ήταν τα πράγματα όπως τα φαντάζεται ο κάθε Γιάλομ, τότε ο Ντοστογιέφσκι θα 'πρεπε να έχει ανοίξει και αυτός κάποιο ιατρείο στην Πετρούπολη ή ο Λαρς Φον Τρίερ να διδάσκει τα φιλμ του σε κάποιο ερευνητικό, ψυχιατρικό κέντρο, λέμε τώρα...
Εν πάση περιπτώσει, ο Μπουκάι έχει εισέλθει πλησίστιος στον χώρο που εγκαινίασε, αν δεν απατώμαι, ο Γιάλομ, με σκοπό να μας μεταφέρει κι αυτός εμπειρίες του από την ψυχαναλυτική του δραστηριότητα διά μέσου της λογοτεχνικής αφήγησης. Εν προκειμένω, όπως προανέφερα, ο συγγραφέας μας, που είναι ιδιαίτερα εμπορικός στο εξωτερικό, αλληθωρίζει και προς τον Κοέλιο, όσον αφορά το διδακτικό, παραβολικό κλίμα των γραπτών του. Εάν στον Κοέλιο, όμως, από ένα σημείο και μετά η αμπελοφιλοσοφία πλεονάζει, εδώ οι παγίδες του σχήματος και του τόσο αφελούς στοχασμού, α λα Γκιμπράν ή ενός Λάο Τσε του συρμού, αποφεύγονται σε μεγάλο βαθμό. Οχι ότι ο Μπουκάι διασώζεται χωρίς απώλειες, αλλά, τέλος πάντων, δεν είναι τόσο προφανής όσο οι διάφοροι «διδακτικοί», σχετικοί μπεστσελερίστες συγγραφείς.
Θεραπευτική ιστορία
Το κείμενο απαρτίζεται από μικρά, ευκίνητα κεφάλαια, τα οποία ύστερα από ένα σύντομο ιντερλούδιο περνούν ευθύς αμέσως στην αφήγηση μιας... θεραπευτικής ιστορίας. Υποψιάζομαι ότι τα κομμάτια που διηγείται ο γιατρός δεν είναι όλα επινοημένα από τον συγγραφέα. Κι αυτό, γιατί το κεφάλαιο με τίτλο «Μόνοι και με συντροφιά» φιλοξενεί μια ιστορία που περιλαμβάνει και ο Γιάλομ στο βιβλίο του «Η μάνα και το νόημα της ζωής»: πρόκειται για μια παραβολή σχετικά με τον ατομικισμό και τη συλλογικότητα. Ο Γιάλομ την παρουσιάζει ως αφήγηση ενός ραβίνου σχετικά με την έννοια της Κόλασης και του Παραδείσου, ενώ ο Μπουκάι (που προφανώς αγνοούσε ότι την είχε χρησιμοποιήσει ο συνάδελφός του) την εμφανίζει άνευ υπογραφής.
Με αυτή την παρατήρηση, δεν θα ήθελα να υποτιμήσω βιαστικά την όποια μυθοπλαστική δεινότητα του Μπουκάι, έτσι κι αλλιώς ακόμα και ο Σέξπιρ ή ο Μπόρχες δεν βασίζονταν σε πρωτογενές υλικό. Απλώς ήξεραν να αξιοποιούν το δάνειο. Το θέμα, λοιπόν, είναι: κατά πόσον ο συγγραφέας μας εδώ (παρότι μας αφήνει στο σκοτάδι σχετικά με την πατρότητα των κειμένων που χρησιμοποιεί) μπορεί να εκμεταλλευτεί το «ξένο σώμα». Η απάντηση δεν είναι εύκολη, αν και έχω ήδη πάρει, ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, θέση για την πρόζα του Μπουκάι. Ο πεζογράφος αυτός μπορεί έξυπνα να οργανώσει το υλικό του, σκιτσάροντας τους δύο χαρακτήρες με όση επάρκεια μπορεί να του επιτρέψει το σχήμα του γιατρού Χόρχε, οποίος εμφανίζεται παντογνώστης, έχοντας έτοιμες απαντήσεις για όλα. Σκιτσάρεται ως ταοϊστής, γκουρού, κάτι σαν Ανατολίτης παραμυθάς της Χαλιμάς, που κρίνεται από τον βαθμό ευφυΐας κατά τον «διαφωτισμό» των άλλων. Από εκεί και πέρα η λειτουργία των παραβολών, μετά τη διαπίστωση ότι αυτές είναι κοινόχρηστες και όχι πρωτογενείς, μπορεί να αντιμετωπισθεί εν σχέσει προς τα συμφραζόμενά τους: προς τον χειρισμό της σχέσης των δύο ηρώων και τη νεύρωση του ασθενούς.
Με την ευκαιρία ας σημειωθεί ότι μετά τον Γιάλομ το «επιστημονικό» υλικό μπορεί να αποκτήσει μια αισθητική αυτονομία. Ενδιαφέρει η περιπτωσιολογία των πελατών του ψυχιατρείου, το ιστορικό τους, αλλά και η συμπεριφορά τους: όταν αυτή δεν μπαίνει κάτω από το σχολαστικό μικροσκόπιο του ειδικού, αλλά αφήνεται ελεύθερη να δράσει στη συνείδηση ενός αναγνώστη λογοτεχνίας, ως μια ατομική περιπέτεια, ως μυθοπλασία ούτως ειπείν.
Πρέπει να ομολογήσει, πάντως, κανείς, πέρα από τις ενστάσεις του, ότι έχουμε να κάνουμε με μια καινούρια θεματολογία στον χώρο της λογοτεχνίας. Η ψυχανάλυση, βέβαια, έχει δώσει αρκετή τροφή στη μυθοπλασία, στην αφήγηση, κατά το παρελθόν. Αλλά μέχρι τον Γιάλομ η τόσο ανοιχτή, ρηξικέλευθη και, κυρίως, «γλωσσική» αυτή επιστήμη δεν είχε εισαχθεί στη λογοτεχνία με τους όρους που επέβαλε ο Αμερικανός ψυχίατρος και συγγραφέας. Οι της «σχολής Γιάλομ» συγγραφείς, όπως ο Μπουκάι (αν και πρέπει να προσθέσουμε ένα: «τηρουμένων των αναλογιών»), είναι υποψιασμένοι πια. Γνωρίζουν ότι είναι δυνατό, σύμφωνα με τα όπλα του καθενός, να δημιουργήσουν έντεχνο πρόσημο στα περιεχόμενα των «φακέλων» του ψυχαναλυτικού ιατρείου, όπως κάποιοι άλλοι έχουν κάνει το ίδιο, ας πούμε με τα πρακτικά των δικαστηρίων κ.λπ.
Παρά τις αμφιθυμίες που μπορεί να νιώσεις διατρέχοντας το παρόν μυθιστόρημα, δεν το παρακάμπτεις, γιατί ο Μπουκάι ξέρει και αφηγείται, με αποτέλεσμα ενίοτε να δημιουργούνται απρόβλεπτες υπερβάσεις. Συνολικά, στέκεσαι απέναντί του όπως σε ένα βιβλίο του Γιάλομ, που δεν θέλεις να το κλείσεις, παρά τις αντιρρήσεις σου.
Για μία ακόμα φορά ο Κρίτων Ηλιόπουλος φάνηκε αντάξιος των περιστάσεων: ο μεταφραστής αυτός, πολύ παραγωγικός τελευταία, αποτελεί εγγύηση όσον αφορά το «αντίκρισμα» της ισπανόφωνης λογοτεχνίας στα ελληνικά.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/11/2007