Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες

Έκπτωση
25%
Τιμή Εκδότη: 16.15
12.11
Τιμή Πρωτοπορίας
+
334636
Εκδόσεις: Επτάλοφος
Σελίδες:490
Ημερομηνία Έκδοσης:15/10/2010
ISBN:9789608360716
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Δύο ιστορίες σαν μυθιστόρημα εξελίσσονται παράλληλα, ξεκινάνε το 1882 στην Αδριανούπολη και κοντά σ' αυτήν, όταν έρχονται στη ζωή δυο άνθρωποι που έζησαν, στ' αλήθεια, και σταματάνε το 1922· είναι τα χρόνια που ο ένας πόλεμος μετά τον άλλον, άλλαξαν τον κόσμο τους, στη Θράκη που γεννήθηκαν, στην Ελλάδα, στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, σ' ολόκληρη την Ευρώπη...

Κάποια πρόσωπα και κάποιες δικές τους αφηγήσεις, πάνε και υφαίνονται και μπλέκουν και γίνονται ένα, με την Ιστορία την γραμμένη, αυτή που συνέβη και δεν αλλάζει... έτσι προχωράνε οι δυο ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να ξέρουμε πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε σήμερα.

Πολλά "γιατί" βρίσκουν απαντήσεις, αναζητώντας τις σ' όλο το χώρο ανάμεσα στη γραμμή που τρέχει απ' τη Σαλονίκη στη Σόφια, μετά στην Οδησσό, κι από κει στην Πόλη και πίσω, "γιατί" που κρύβουν ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά κυρίως εθνικά, κρύβουν διωγμούς, συμπόνια, θάνατο, ανθρωπιά, ντροπές, εξιλέωση...

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Κριτικές

Ευχαριστούμε την Δημοτική Βιβλιοθήκη Κρανιδίου, τον Εκδοτικό οίκο ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ και το βιβλιοπωλείο Φ.Δρούζα-Γ.Παριανού, και βέβαια τον αγαπητό φίλο κ. Μιχάλη Μπουναρτζίδη για την ευκαιρία που μας δίνει το πόνημά του να διεισδύσουμε και να περιπλανηθούμε σε κάποιες από τις πτυχές της πρόσφατης ιστορίας μας, σε γεγονότα - ιστορικά και άλλα – όπως τα έζησαν οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι σε κάποια γωνιά της Ελλάδας, εκεί που σμίγει η Δύση με την Ανατολή, στη Θράκη, την πατρίδα του συγγραφέα. Σ’ έναν γεωγραφικό χώρο που – από τότε, από τις αρχές του 1880 – που εξετάζει ο συγγραφέας, είχε σημαντική γεωπολιτική, στρατηγική σημασία για τις μεγάλες δυνάμεις της εποχής.
Από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, ότι οι ήρωες του συγγραφέα είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, με τα βάσανα, τους καημούς, τις αγωνίες και προβληματισμούς τους, τα οράματά τους, τους οποίους ο κ. Μπουναρτζίδης αποθεώνει. Έχουμε να κάνουμε με ένα βαθιά ανθρωποκεντρικό έργο. Κάθε στιγμή που εξιστορείται είτε πρόκειται για στιγμές της καθημερινής ζωής, είτε κορυφαίες στιγμές της ζωής τους, όπως ο πόλεμος, οι ομηρίες, ο θάνατος, ο συγγραφέας μπαίνει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή των ανθρώπων αυτών, που βρέθηκαν στη δίνη σημαντικών εξελίξεων, γεγονότων, ανοίγει πορτάκια της ψυχής τους, ερμηνεύει τις σκέψεις τους, αναδεικνύει τα άδολα συναισθήματά τους, τους φόβους τους, τα διλήμματά τους, μπαίνει στην ψυχοσύνθεσή τους και έχεις την αίσθηση ότι το κάνει με μεγάλη ευκολία. Ίσως και επειδή είναι γόνος των βασικών ηρώων του, και του περίγυρού τους, τους έζησε ως παιδί, στα τελευταία χρόνια της ζωής τους και αυτή η μαγιά των αφηγήσεών τους, αποτέλεσε τον καμβά να πλέξει με αριστουργηματικό τρόπο τις ιστορίες του, μυθοπλαστικά, μυθιστορηματικά. Με την ίδια άνεση πλέκει τις προσωπικές περιπέτειες των ηρώων μου με τις μεγάλες εθνικές περιπέτειες αναδεικνύοντας την κοινή τους μοίρα.
Ο Γιάγκος και ο Μιχάλης της ιστορίας μας, είναι οι παππούδες του συγγραφέα. Πάνω στις ζωές τους και στις ζωές των ανθρώπων του περίγυρού τους πλέχτηκαν, εν πολλοίς, η ιστορία και ο μύθος, τα γεγονότα, μικρές ή μεγαλύτερες στιγμές του βίου τους. Και είναι στιγμές που υποκλίνεται ο αναγνώστης στις λογοτεχνικές αρετές, στη γλαφυρότητα της γραφής, τις εικόνες που φτιάχνει ο συγγραφέας, τις γεμάτες λυρισμό περιγραφές του, ενώ δε λείπουν – απεναντίας είναι έντονα – και τα λαογραφικά στοιχεία. Γράφει λοιπόν για τον εορτασμό του Αϊ – Γιάννη του Κλήδονα:
«Σαν να είχε συμφωνήσει και το φεγγάρι που κόντευε στη γέμιση, έκανε κι αυτό ό,τι μπορούσε για να μη σκοτεινιάσει εκείνη τη βραδιά, κάνοντας τον προξενητή ανάμεσα στον ήλιο και τους ανθρώπους. Κι αυτοί, έτρεχαν και περνούσαν πάνω απ’ τις φωτιές, πότε μοναχοί τους, πότε πιασμένοι χέρι – χέρι, μια και δυο και τρεις να ξορκίσουν το κακό κι έπειτα στέκονταν παράμερα, να πάρουν σειρά κι οι άλλοι.... Ύστερα έμπαιναν στο χορό. Αντρίκια πρόσωπα χαμογελαστά, μάγουλα αναψοκοκκινισμένα απ’ την πύρα κι απ’ το ρακί, ζωνάρια σφικτά δεμένα πάνω απ’ τα μαύρα πουτούρια, χοντρά γουρουνοτσάρουχα που κοπανούσαν με δύναμη πάνω στις πέτρινες πλάκες ... Πρόσωπα γυναικεία με βλέμμα καθαρό, βήματα μετρημένα, κορμιά ορθά μέσα στις πλουμιστές γιορτινές φορεσιές ... κι η γκάιντα και το νταούλι και το ούτι και το τουμπελέκι ν’ ανταμώνουνε με τις φωνές που τραγουδούσαν, και ν’ ανεβαίνουν οι καρδιές στον ουρανό».
Με γλαφυρότητα περιγράφει επίσης και την οικονομική ζωή της προβιομηχανικής περιόδου. Να πως περιγράφει το πολύβουο παζάρι, την αγορά με τα μαγαζιά, τα εργαστήρια, το ανθρώπινο μελίσσι, το ανθρώπινο μωσαϊκό που ζούσε τότε στην περιοχή: Μιλάμε για το 1897.
«....... Μετά κατέβαινε στην αγορά, στο καπαλούτσαρσι, στο Αληπασά Καδεσί, στο μπεζεστένι ... Περιδιάβαινε στα καυταντζίδικα, στα γουναράδικα, στα μπακάλικα, στα κουϊμτζίδικα, στα καυταντζίδικα, στα παπουτσίδικα, έπιανε κουβέντα με τους μουμτζήδες, τους ακτάρηδες, τους τουτουντζήδες, τους αμπατζήδες και τους φεστζήδες. Καθόταν να ξαποστάσει σε κανένα καφενέ, κουβέντιαζε με γνωστούς και φίλους, Τούρκους, Γραικούς, Αρμένηδες, Οβριούς, που και που κάνα Βούλγαρο ή κάνα Βλάχο ... Όταν σηκώνονταν να κινήσει ξανά, τα βήματά του τον έφερναν στο μπαλούκ – παζάρ κι έπειτα στον Ταχτά Καλέ στον Εβραϊκό μαχαλά».
..........


Ο συγγραφέας παρακολουθεί τους ανθρώπους του, ενώ γύρω τους και στην ευρύτερη περιοχή συντελούνται σημαντικές ανακατατάξεις σε πολιτικό – στρατιωτικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον τους, αδύναμοι όχι απλά να παρέμβουν, αλλά και χωρίς καμία ενημέρωση για να τις κατανοήσουν απλά. Κάποιοι ταξιδευτές, κάποιοι που κάτι άκουσαν, κάποια αποκόμματα παλιών εφημερίδων είναι η πληροφόρησή τους για ότι γίνεται δίπλα τους, ή στον ευρύτερο βαλκανικό, αλλά και τον Ευρωπαϊκό χώρο ή και στα ανατολικά. Και αυτοί εκεί, στη δίνη των γεγονότων. Μεγάλες δυνάμεις, μεγάλα συμφέροντα, αλλαγές συνόρων, συνθήκες, ανακωχές, στρατιωτικές επιχειρήσεις και αυτοί εκεί, ανάμεσα στα δυό ποτάμια ένας ολόκληρος κόσμος να ζει την Οδύσσειά του, το ξερίζωμα των οικογενειών τους, τους διωγμούς, τις περιπλανήσεις τους, τις ανασφάλειές τους, τη φτώχεια, τη μιζέρια και απόγνωση, το μεροκάματο που «ήταν λίγο παραπάνω από το τίποτα» όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συγγραφέας και πάντα απομονωμένοι εκεί ψηλά. Γράφει χαρακτηριστικά ο κ. Μπουναρτζίδης:
«Πιο ύστερα, κάπως ησύχασαν τα πράγματα, μάθαιναν για συζητήσεις, για σχέδια, για μοιρασιές, που γίνονταν από προξένους, δεσποτάδες, πλούσιους, μορφωμένους, μεγάλους και τρανούς, Τούρκους, Γραικούς, Βούλγαρους και Ευρωπαίους, αλλά τον Αποστόλη και τους όμοιούς του δεν έμπαινε στον κόπο να τους ενημερώσει κανένας, ούτε και να τους ρωτήσει, μόνο ό,τι τύχαινε να μάθουν μόνοι τους, σκόρπια, από δω κι από κει ...
Αργότερα, όταν δούλευαν στο Κούλελι Μπουργκάζ, άκουσαν πάλι για τους Ρώσους, για τον πόλεμο ... και σε λίγους μήνες, όταν πια είχαν επιστρέψει, μετά από την περιπέτεια με τους λιποτάκτες, άρχισαν να βλέπουν μουσουλμάνους πρόσφυγες απ’ τα βόρεια, να περνούν απ’ τα μέρη τους».
Μια Βαβυλωνία, ένα κουβάρι ανθρώπων με κοινή μοίρα, ενώ
«... εκεί κάτω στην Ελλάδα δεκάρα δεν δίνουν, μόνο τρώγονται όπως πάντα, ποιος θα φάει πιο πολύ απ’ τα δάνεια που παίρνουν απ’ τη φραγκιά και που θα τα πληρώνει μια ζωή ο κοσμάκης!... Στο είπα, τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα!»
Η φράση «τα χειρότερα δεν ήρθαν ακόμα» ή παρεμφερείς φράσεις όπως «φαίνεται ότι τα πράγματα αγριεύουν» ή «... δεν ξέρουμε σε ποια μεριά θα βρεθούμε ...» ή «δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει ...» τις συναντάμε συχνά στο κείμενο και με τον τρόπο αυτό ο συγγραφέας μας θυμίζει, μας τονίζει τη ρευστότητα της πολιτικής κατάστασης που ήταν αποτέλεσμα αυτού του «σύρε κι έλα των αλλαγών των συνόρων, των ηγετών, των αποφάσεων και ανομολόγητων επιδιώξεων. Απλές φράσεις, απλοϊκές κουβέντες που έκρυβαν όμως πίσω τους βαθύτερα νοήματα, και πολιτικά νοήματα. Για παράδειγμα, το παππού το Μιχάλη - μας λέει ο συγγραφέας – όποιοι έρχονταν τον έπαιρναν φαντάρο, Τούρκοι, Βούλγαροι, Έλληνες».
Για την αξία των ιστορικών γεγονότων όπως αναφέρονται από το συγγραφέα, οφείλουμε να πούμε ότι αυτά αποτελούν μάθημα ιστορίας, ιδιαίτερα για μας τους «χάμω» τους «χαμουτζήδες» τους λεγόμενους και παλιοελλαδίτες. Άγνωστες – για πολλούς – ιστορικές στιγμές που εξελίσσονται ξετυλίγοντας το κουβάρι του χρόνου ο κ. Μπουναρτζίδης, αφού εξετάζει τα γεγονότα από το 1882 έως το 1922 – που πιστεύω ότι αποτελούν πολύτιμο κομμάτι της ιστοριογραφίας τουλάχιστον στην περιοχή. Εξ άλλου ρίχνοντας μια ματιά στην βιβλιογραφία στο τέλος του βιβλίου, διαπιστώνει κανείς ότι ο συγγραφέας άντλησε πάμπολλες ιστορικές πηγές, ερεύνησε πλήθος πηγών προκειμένου να τεκμηριώσει τα γραφόμενά του και να τα πλέξει με τις αφηγήσεις των προγόνων του. Και δε μένει μόνο σ’ αυτά, αφού βλέπουμε και αναφορές και σε άλλες στιγμές της ιστορίας, όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων στη Ρωσία το 1917 – αλλά κι ενωρίτερα – κατά πολλούς το μεγαλύτερο γεγονός του 20ού αιώνα, ή μαθαίνουμε για τη γέννηση των σοσιαλιστικών ιδεών στη Θεσσαλονίκη με τη Φεντερασιόν του Μπεναρόγια, μαθαίνουμε για την υπογραφή της πρώτης Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας – επίκαιρο ζήτημα αφού επί των ημερών μας καταργείται, παρακολουθούμε στη Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή, την προσφυγιά που ακολούθησε και τις άσχημες συνθήκες που συνάντησαν οι ξεριζωμένοι όταν ήλθαν στην Ελλάδα. Ακόμη παρακολουθούμε την κοινωνία της προβιομηχανικής εποχής και το πέρασμα στην πρώτη περίοδο της βιομηχανικής, με τα Καπνεργοστάσια, τη σηροτροφία, την εμφάνιση του αυτοκινήτου, του τρένου, των θωρηκτών – πλοίων, των αεροπλάνων που ξένιζαν βέβαια τότε με τη θέα τους. Όλα κομβικές στιγμές της πρόσφατης ιστορίας ειδομένα μέσα από τα μάτια των απλών ανθρώπων.
Εν κατακλείδι ο συγγραφέας έρχεται να μας θυμίσει - την όχι αυτονόητη από όλους – αλήθεια, ότι την ιστορία και πολύ περισσότερο την μικροϊστορία ενός τόπου τη γράφουν οι πολλοί, οι απλοί άνθρωποι, οι οποίοι συχνά είναι τα θύματά της.
Η προσευχή για τις καινούργιες Πατρίδες και η μαστοριά που είναι γραμμένο το βιβλίο επιβεβαιώνει τον παραπάνω συλλογισμό.
Γράφει στον επίλογό του ο κ. Μπουναρτζίδης:
«Αυτά τα κομμάτια της ιστορίας, - εννοεί τα γνωστά, - άμα στηθούν στη σειρά και όπως πρέπει, μοιάζουν μ’ εκείνα τα σπασμένα αρχαία, που τα ξεθάβουν οι αρχαιολόγοι, τα ταιριάζουν κι έπειτα βάζουν τη φαντασία τους να δουλέψει να συμπληρώσουν ό,τι λείπει για να ξαναζωντανέψουν έπειτα την εποχή τους...
Εδώ δε χρειάστηκε φαντασία για να φτιαχτεί ό,τι λείπει ...
Τα κομμάτια που λείπουν, εύκολα συμπληρώνονται απ’ την ιστορία, τη γραμμένη και ειπωμένη ... Η φαντασία χρειάστηκε μόνο για να ταιριάσουν οι άνθρωποι, οι παππούδες, μέσα στα γεγονότα μιας εποχής, μέσα στην ιστορία αυτής της μεγάλης πατρίδας, αυτής της πατρίδας της τόσο παραμελημένης ...
Τα κομμάτια που λείπουν απ’ τη ζωή των παππούδων, είναι πιο πολλά απ’ αυτά που ξέρω εγώ, αλλά υπήρξε χώρος αρκετός να χωρέσει τα βάσανα του τόπου και των ανθρώπων του».

Το βιβλίο του Μιχάλη Μπουναρτζίδη, «Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες», είναι ένα βιβλίο ποταμός. Μια εποχή ολόκληρη περνάει μέσα απ τις σελίδες αυτού του μεγάλου σε όγκο και νοήματα βιβλίου, όπου η μεγάλη ιστορία διαπλέκεται με τις ιστορίες των «μικρών ανθρώπων». Όπου η μεγάλη ιστορία πέφτει σαν κεραυνός στις ζωές των ανθρώπων. Αυτή η συγκλονιστική διαπλοκή της μεγάλης, με τις μικρές ιστορίες αφηγείται ο συγγραφέας, τη διαπλοκή του μεγάλου ιστορικού χρόνου, με τους μικρούς χρόνους των καθημερινών ανθρώπων. Η αφήγηση ξεκινά εκεί στα τέλη του Οθωμανικού 19ου αιώνα και τελειώνει με το οριστικό τέλος του οθωμανικού χρόνου και την οριστική εδραίωση των εθνικών χρόνων. Ο τόπος όπου διαδραματίζεται και η μεγάλη και οι μικρές ιστορίες, είναι αυτός της Θράκης και της Μακεδονίας, την εποχή της πολυχρωμίας των πληθυσμών τους. Για τους ανθρώπους και τη ζωή τους, για τους ανθρώπους και τα πάθη τους όταν συναντήθηκαν με τη μεγάλη ιστορία μας μιλά ο κ. Μπουναρτζίδης, σε μια περιοχή – Θράκη – που συνήθως μένει στη σκιά μιας άλλης, της Μικράς Ασίας, αυτής που διεκδίκησε σχεδόν κατ αποκλειστικότητα όλο τον πόνο και την εθνική συμπάθεια για την καταστροφή της. Ο συγγραφέας ωστόσο μας δείχνει με το βιβλίο του, ότι οι συνέπειες της μεγάλης ιστορίας δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των Μικρασιατών αλλά και των Θρακιωτών, δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των Ρωμιών αλλά και όλων των πληθυσμών.
Κατ αρχάς με τι έχουμε να κάνουμε; Πρόκειται για μυθιστόρημα, πρόκειται για ένα ιστορικό βιβλίο; Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια «ιστορία από τα κάτω», όπου οι καθημερινοί άνθρωποι μιλάνε για τη βίωση της μεγάλης ιστορίας. Πρόκειται λοιπόν για μια υποδειγματική μελέτη «ιστορίας από τα κάτω», η οποία έχει μυθιστορηματική διάσταση, όπως μυθιστορηματική διάσταση έχουν πάντα οι ζωές των ανθρώπων. Ο συγγραφέας παρακολουθεί και καταγράφει τις ζωές δυό ανθρώπων – του Γιάγκου και του Μιχάλη – ο ένας απ το Ορτάκϊοι κι ο άλλος απ την Αδριανούπολη, και μέσα απ αυτούς καταγράφει τις συνήθειες, τα επαγγέλματα, τους τόπους και τους χρόνους των κοινωνιών που βρέθηκαν στο μεταίχμιο της Ιστορίας. Ξεκινά την καταγραφή απ το 1882 και την τελειώνει σ αυτή την οριακή χρονολογία, το 1922, τότε που ο μεγάλος κύκλος έκλεισε οριστικά και αμετάκλητα. Στο βιβλίο λοιπόν καλύπτεται η περίοδος μετάβασης απ τη Οθωμανική Αυτοκρατορία στα Έθνη-Κράτη, καλύπτεται ο δύσκολος και επώδυνος βηματισμός της οριστικής μετάβασης της ιστορίας στην περιοχή μας. Εμείς οι ιστορικοί δίνουμε ιδιαίτερη έμφαση στις εποχές των μεταβάσεων, στις εποχές που η Ιστορία αλλάζει σελίδα. Λίγες φορές όμως δίνουμε σημασία στον ανθρώπινο πόνο που εμπεριέχει κάθε γύρισμα της σελίδας της Ιστορίας. Γι αυτό τον ατέλειωτο πόνο, γι αυτή την ατέλειωτη προσφυγιά μιλά ο συγγραφέας, αποδεικνύοντας ότι η Ιστορία έχει ανθρώπους από πίσω, δεν είναι εναλλαγή θεσμών, κρατών και στρατών.
Ξεκινώντας απ το 1882 ο συγγραφέας δίνει την πολυχρωμία της Οθωμανικής Θράκης. Πράγματι, τόποι, επαγγέλματα, συνήθειες περνάνε μέσα απ τις σελίδες του βιβλίου. Οι γονείς των δύο πρωταγωνιστών, ζουν και συνδιαλέγονται μ αυτόν τον πολύχρωμο κόσμο. Ο πατέρας το ενός αγωγιάτης, του άλλου αραμπατζής. Ρωμιοί κι οι δυό προσδιορίζονται πάνω απ όλα σε σχέση με τον τόπο τους (αυτόν που γεννήθηκαν και δουλεύουν) και σε σχέση με τους άμεσους γείτονες, Βούλγαρους, Τούρκους, Εβραίους, Αρμένηδες κ.λπ. Η μεγάλη ιστορία δεν τους ακουμπά, γίνεται κάπου μακρυά (Ρωσο-Οθωμανικός πόλεμος για παράδειγμα), ή τους ακουμπά στο βαθμό που επηρεάζει της καθημερινότητά τους και τις στρατηγικές επιβίωσής τους. Ο συγγραφέας παρακολουθεί την ζωή αυτών των καθημερινών, των βιοπαλαιστών ανθρώπων, οι οποίοι δεν έχουν καμιά οικείωση με τη μεγάλη ιστορία. Αυτή αφορά κάποιους, μεγάλους, στους οποίους έχουν εναποθέσει τη μοίρα τους. Οι ίδιοι σκοτώνονται για την επιβίωση μέσα στη βεβαιότητα της δικής τους πολύχρωμης πατρίδας. Ο συγγραφέας λοιπόν, ως υποβολέας δίνει όλα τα σημάδια του ετοιμόρροπου κόσμου οποίο ζουν οι πρωταγωνιστές, αυτοί όμως δεν έχουν ακόμη ιδέα. Απλά προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα που ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα θέτει η μεγάλη ιστορία με ατομικές και τοπικές στρατηγικές, με τις βεβαιότητές τους.
Τα παιδιά τους όμως, μεγαλώνουν σ έναν κόσμο όπου όλες οι αλλαγές γίνονται πλέον εμφανείς. Η μεγάλη ιστορία όλο και διαπλέκεται με την καθημερινή, όλο και εισβάλλει στις ζωές των ανθρώπων. Κάποιοι πρόσφυγες που έρχονται από δω και από κει, κάποιοι που αρχίζουν να επιλέγουν στρατόπεδο – μα γίνουν Εξαρχικοί(Βούλγαροι) – για καλύτερη επιβίωση, είναι τα σημάδια της ιστορίας που κατακερματίζει τον κόσμο τους και την πατρίδα τους. Ο Γιάγκος κι ο Μιχάλης μεγαλώνουν και υποχρεώνονται να εξοικειωθούν μ αυτό τον κόσμο των αλλαγών. Σε μια συναρπαστική λοιπόν αφήγηση, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τις ζωές αυτών των ανθρώπων, οι οποίοι βρίσκονται μπλεγμένοι στα γρανάζια της μεγάλης ιστορίας, που στην αρχή τους πηγαίνει αυτή όπου θέλει. Ξεκινούν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Ο Μιχάλης, αφελής μεροκαματιάρης, βρίσκεται χωρίς να το καταλάβει στρατιώτης του Οθωμανικού στρατού. Ο Γιάγκος, έμπορος και επομένως με πολύπλοκες στρατηγικές επιβίωσης, κατορθώνει να αποφύγει την στρατολόγηση, εκχρηματίζοντας τους αρμόδιους και τους μεσάζοντές τους. Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο, έστω και με διαφορετικό τρόπο, οι άνθρωποι περνούν απ τη άγνοια στην οικείωση με τη μεγάλη ιστορία. Αυτή η διαδικασία δεν είναι ούτε εύκολη ούτε αυτόματη. Σε όλο σχεδόν το βιβλίο, ο συγγραφέας βάζει τους πρωταγωνιστές του, να μιλάνε με νοσταλγία για τον δικό τους χρόνο, για κείνο τον αυτοκρατορικό χρόνο, τον ενιαίο και ακατακερμάτιστο. Έναν χρόνο κι ένα χώρο που οι άνθρωποι βιώνουν αλλά δεν έχουν λόγο για τη συγκρότησή του.
Υπόγεια λοιπόν στο βιβλίο, ξεδιπλώνεται μέσα από τα πάθη των ανθρώπων, η έννοια του εθνικού χρόνου, η έννοια του εθνικού χώρου. Πως δηλαδή, οι άνθρωποι βρίσκονται αντιμέτωποι με τον κατακερματισμό του αυτοκρατορικού χρόνου και χώρου, σε εθνικούς. Ένας κατακερματισμός απαιτεί οργάνωση, εντέλει εθνική συνειδητοποίηση. Ο εθνικός χρόνος και χώρος, προϋποθέτουν βίαιη ή συνειδητή επιλογή στρατοπέδου. Όπως φαίνεται απ το βιβλίο, ο δάσκαλος, οι μορφωμένοι γενικώς, είναι αυτοί που προσπαθούν να αφυπνίσουν τους πληθυσμούς προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, προκειμένου να μην πάνε ως πρόβατα επί σφαγή. Οι πρωταγωνιστές μας αλλά και άνθρωποι σαν κι αυτούς, βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα σχεδόν χωρίς εργαλεία αντίληψης των μεγάλων αλλαγών που επίκεινται. Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Μιχάλης στρατολογείται απ τον Βουλγαρικό στρατό, ο Γιάγκος πιάνεται όμηρος απ τον ίδιο στρατό. Η τύχη και το πεπρωμένο τους καθορίζονται απ τον τόπο που βρίσκονται τη στιγμή που η μεγάλη ιστορία χτυπά με όλη της τη δύναμη. Ας αναλογιστούμε λίγο, πως πρόκειται για ανθρώπους που ζουν σ ένα χώρο με ρευστά σύνορα. Η πόλη στην οποία ο καθένας βρίσκεται πότε περνάει στην Ελληνική επικράτεια, πότε στη Βουλγαρική, πότε στην Οθωμανική. Σ αυτό τον ρευστό χρόνο οι άνθρωποι είναι δύσκολο να φτιάξουν βεβαιότητες ζωής. Το Σουφλί, η Αδριανούπολη και το Κάραγατς, αλλά και η Ξάνθη και η Δράμα, πόλεις που αλλάζουν χέρια, από ένα κράτος στο άλλο, και μαζί τους αναποδογυρίζουν οι ζωές των ανθρώπων. Η μετανάστευση και κυρίως η προσφυγιά, η πείνα, ο διωγμός, ο θάνατος είναι το τίμημα που πληρώνουν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής.
Μέσα από το βιβλίο ωστόσο περνάνε και πολλά άλλα ζητήματα της Ελληνικής, αλλά και της βαλκανικής Ιστορίας, πάντα μέσα από τις ζωές των απλών ανθρώπων, για παράδειγμα το Πατριαρχείο και η στάση του απέναντι στους Βουλγαρόφωνους πληθυσμούς. Η αντίληψη του Ελληνικού Εθνικισμού για τους Βούλγαρους: ο πρώτος δεν αντιλαμβάνεται την κοινωνική, επομένως τη χειραφετική διάσταση του Βουλγαρικού Εθνικισμού. Η αντίληψη των Παλαιοελλαδιτών για τους ανθρώπους των Νέων Χωρών, δηλαδή πως οι Παλαιοελλαδίτες γραφειοκράτες που φτάνουν στο Βορρά μετά τους Βαλκανικούς, λειτουργούν ως φορείς του Εθνικού κέντρου και παραξενεύονται όταν συναντούν αυτούς τους ντόπιους με τις διαλέκτους και την πολυχρωμία περί Ελληνικότητας. Αυτή η ανομοιογένεια της εθνικής ταυτότητας (της γλώσσας κυρίως), που καταγράφεται έντονα και σε άλλες περιοχές (Καππαδοκία).
Η αφήγηση τελειώνει το 1922, όταν η μεγάλη ιστορία ολοκληρώνει την στροφή που είχε αρχίσει να παίρνει από τον 19ο αιώνα, όταν δηλαδή και στην ευρύτερη περιοχή, ολοκληρώνεται η διαδικασία μετάβασης από την Αυτοκρατορία στα Εθνικά Κράτη. Μια μετάβαση, που έκρυβε πολύ πόνο, αίμα, προσφυγιά και θάνατο. Ο κ. Μπουναρτζίδης, έγραψε ένα βαθειά έντιμο βιβλίο. Δεν ιστόρησε τα πάθη των Ελλήνων εξαιτίας των βάρβαρων εθνικών εχθρών που τους περιτριγυρίζουν. Ιστόρησε τα πάθη των κοινωνιών που βρέθηκαν στο κέντρο της Ιστορίας. Άφησε τους ανθρώπους να εξιστορήσουν τη ζωή τους σε μια δύσκολη εποχή. Τους καθημερινούς ανθρώπους, Ρωμιούς και Βούλγαρους, Τούρκους και Πομάκους, αυτούς τους ανθρώπους που δεν είχαν τότε ένα εθνικό καταφύγιο να κρυφτούν. Γι αυτό το βιβλίο είναι γεμάτο από εικόνες και ανθρώπινες ιστορίες. Εικόνες από επαγγέλματα – καπνεργάτες, αγωγιάτες, έμποροι, αραμπατζήδες –, από τόπους που σκορπίζονται οι άνθρωποι, απ την Οδησσό, τη Φιλιππούπολη, τη Σόφια, την Κωνσταντινούπολη, τις Θρακιώτικες πόλεις, μέχρι τη Θεσσαλονίκη , από ανθρώπους και τις προσωπικές τους ιστορίες, τις οικογένειές τους, τις ματαιώσεις και τις ελπίδες τους.
Τελικά, ο συγγραφέας μας δίνει ένα νοσταλγικό βιβλίο, ένα βιβλίο για τις πατρίδες που χάθηκαν; Κάθε άλλο. Πρόκειται για ένα βιβλίο μνήμης, όχι ανάμνησης, αλλά μνήμης. Όπως ο ίδιος σημειώνει στον επίλογο του βιβλίου: «Πατρίδες είναι οι άνθρωποι που ξέρουν τις ρίζες τους, που ξέρουν πως πορεύτηκαν οι πρόγονοί τους, δεν είναι μόνο οι τόποι… και φοβάμαι πως οι άνθρωποι πήραν να χάνονται». Από αυτή την υπέροχη τελευταία φράση θα πιαστώ για να πω δυό τελευταία λόγια για το πώς κατανόησα εγώ το βιβλίο σε μια τόσο δύσκολη συγκυρία, σε μια ιστορική περίοδο και πάλι μεγάλης μετάβασης. Ο κ. Μπουναρτζίδης προτείνει ένα μπούσουλα για να καλύψουμε τα μεγάλα κενά μνήμης που έχουμε ως κοινωνία. Για να αποκαταστήσουμε το νήμα της Ιστορίας από την οποία κρατάμε. Σήμερα, υπό την πίεση μιας δύσκολης κατάστασης, η κοινωνία βρίσκεται ανοχύρωτη γιατί έχει κατακερματισμένη μνήμη. Δεν μπορεί εύκολα να αποκαταστήσει ένα μεγάλο, δικό της χρόνο, ένα χρόνο που έφτιαξαν οι αναρίθμητοι πρόσφυγες, παππούδες και γιαγιάδες, οι αναρίθμητοι πρόγονοι (όχι οι αρχαίοι, ούτε οι ήρωες), οι καθημερινοί άνθρωποι που έφτιαξαν με πολύ μεγάλο κόπο ένα λαϊκό πολιτισμό. Στον κατακερματισμένο χρόνο που ζούμε, με βίαιες αποκοπές από το παρελθόν, βιβλία σαν την «Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες», λειτουργούν ως πυξίδα.

Σια Αναγνωστοπούλου
Αθήνα, 4 Δεκεμβρίου 2013.
Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!