0
Your Καλαθι
Η ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Θέμα του βιβλίου είναι οι εκκλησίες που κτίστηκαν στη διάρκεια του 12ου αιώνα στο Ελλαδικόν, στη μεγάλη δηλαδή επαρχία του βυζαντινού κράτους που περιελάμβανε τη Θεσσαλία, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Την ιδιαίτερη σημασία της αρχιτεκτονικής των ναών του ελλαδικού χώρου καταδεικνύει και το γεγονός ότι τα μνημεία αυτά αποτελούν μια ξεχωριστή ενότητα, που χαρακτηρίζεται ως «ελλαδική σχολή».
Από το δελτίο τύπου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τον 12ο αιώνα οι Ελληνες έκτισαν πολλές εκκλησίες. Περισσότερες μάλιστα, λένε οι ιστορικοί, από όσες απαιτούσαν οι ανάγκες τους, αν και κανείς δεν γνωρίζει σήμερα τους λόγους που επέβαλαν αυτή την άνθηση. Ηταν η εποχή που στον θρόνο του Βυζαντίου είχε ήδη εγκατασταθεί η δυναστεία της Κομνηνών, το τέλος της οποίας θα σημαδευόταν, το 1204, από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, για να αρχίσει έτσι η αντίστροφη μέτρηση προς τη μεγάλη συρρίκνωση της Αυτοκρατορίας. Αυτή την περίοδο με την έξαρση της ναοδομίας, όχι πλέον στην Κωνσταντινούπολη αλλά στον ελλαδικό χώρο, εξετάζει η μελέτη H ελλαδική ναοδομία κατά τον 12ο αιώνα του Χαράλαμπου Μπούρα, ομότιμου καθηγητή της Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και της Λασκαρίνας Μπούρα, η οποία όμως δεν πρόφθασε να δει το έργο ολοκληρωμένο. Πρόκειται για μια ιστορική και κυρίως αρχιτεκτονική ερμηνεία της μεσαιωνικής ναοδομίας του ελλαδικού χώρου, που χαρακτηρίζεται από ευρύτητα και πολυμέρεια, όπως επισημαίνει ο κ. Μπούρας στην εισαγωγή του βιβλίου, το οποίο πέραν των άλλων περιλαμβάνει τον πολύτιμο κατάλογο όλων των μνημείων που έχουν διασωθεί, σε μια επίπονη προσπάθεια τεκμηρίωσης των αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Ιδιαίτερο στοιχείο άλλωστε της μελέτης αποτελεί η δημοσίευση αρκετών μνημείων για πρώτη φορά, καλύπτοντας ένα μέρος του κενού της ελληνικής βιβλιογραφίας.
Πριν από μία εικοσαετία τέθηκε για πρώτη φορά η ιδέα της καταγραφής του μνημειακού πλούτου της Ελλάδας αυτής της εποχής και η οργάνωση του υλικού έγινε στις αρχές του 1984 στο Ερευνητικό Κέντρο του Ντάμπαρτον Οουκς για να συνεχισθεί με τη μελέτη αδημοσίευτων κυρίως μνημείων. Στο τελικό έργο παρουσιάζονται οι εκκλησίες της Θεσσαλίας, της Στερεάς Ελλάδος, της Εύβοιας και της Πελοποννήσου, ελάχιστα της Ηπείρου και ορισμένων νησιών, όπως της Ανδρου, της Αίγινας και της Σαλαμίνας. Ενδιαφέρουσα είναι και η αναφορά για σαράντα εκκλησίες, που είχαν χρονολογηθεί κατά λάθος από τον 12ο αιώνα.
Οι δυσκολίες πάντως που είχαν να αντιμετωπίσουν οι μελετητές ήταν μεγάλες και αυτό γιατί ουδέποτε στο παρελθόν είχε γίνει συστηματική καταγραφή του μνημειακού πλούτου της Ελλάδας και ουδέποτε λειτούργησε ένα κέντρο μεθοδικής τεκμηρίωσης. Το ίδιο δυσχερής είναι και η χρονολόγηση των μεσοβυζαντινών εκκλησιών, όπως επισημαίνει ο κ. Μπούρας, λόγω έλλειψης φιλολογικών μαρτυριών. Επιπλέον η φύση της αρχιτεκτονικής τους κάνει αμφίβολη και την ακρίβεια των αποτελεσμάτων της συγκριτικής μεθόδου για τις υπόλοιπες.
Στο πρώτο μέρος της μελέτης γίνεται η τεκμηρίωση των μνημείων και παρατίθεται ο κατάλογός τους: ο τόπος και το όνομα του μνημείου, οι ιστορικές μαρτυρίες ή τα επιγραφικά στοιχεία, σχόλια για δημοσιεύσεις που ενδεχομένως έχουν γίνει, ο αρχιτεκτονικός τύπος της εκκλησίας, οι αρχιτεκτονικές μορφές και ο διάκοσμός της, η κατάσταση στην οποία σώζεται και οι οικοδομικές της φάσεις, τα γλυπτά ή οι τοιχογραφίες της και τέλος η χρονολόγησή της. Με ιδιαίτερα κεφάλαια εξετάζονται η τυπολογία των εκκλησιών, τα μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά τους και η διακοσμητική γλυπτική του 12ου αιώνα, ενώ η μελέτη ολοκληρώνεται με τις γενικές διαπιστώσεις για την ελλαδική ναοδομία αυτής της εποχής και με την ιστορική ερμηνεία των φαινομένων της.
Και αυτό παρ' ότι «υπάρχει απόλυτη σιωπή ως προς τη διαδικασία παραγωγής ενός κτιρίου όσο και ως προς τη θεωρία της αρχιτεκτονικής κατά την εξεταζόμενη περίοδο», όπως σημειώνει ο κ. Μπούρας. «Ετσι και οι δημιουργοί των ναών αυτής της εποχής στην Ελλάδα παραμένουν ανώνυμοι». Ο ρόλος του αρχιτέκτονα ως δημιουργού όμως διακρίνεται σε μεγάλα μνημεία, όπως στον Αγιο Νικόλαο στα Καμπιά ή στο καθολικό της Μονής Σαγματά. Σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώνεται η αξιοποίηση παλαιότερων ερειπίων, η επαναχρησιμοποίηση αρχιτεκτονικών μελών (στις στοές των Μονών Δαφνίου, Οσίου Μελετίου και Θεολόγου Πάτμου), η προσωρινή απουσία νάρθηκα ή αντίθετα η δυναμική προσθήκη του όταν υπήρχε οικονομική δυνατότητα.
Το σίγουρο είναι ότι η εποχή δεν ήταν ιδιαίτερα παραγωγική ως προς τους αρχιτεκτονικούς τύπους. Διέθετε όμως, όπως και η μνημειακή ζωγραφική εκλέπτυνση, ποιοτική βελτίωση και τεχνοτροπική ενοποίηση. Παράλληλα μια σχετική αυτοδυναμία παρουσίαζε η διακοσμητική γλυπτική σε μάρμαρο, καθώς το έντεχνα σκαλισμένο μάρμαρο ικανοποιούσε την αγάπη των Βυζαντινών για τα πολύτιμα υλικά και την ανάδειξή τους μέσα από επίπονη κατεργασία. Μια ονομαστή εκκλησία έτσι όφειλε να έχει τοιχογραφίες ή ψηφιδωτά, μαρμάρινο δάπεδο, εικόνες, παραπετάσματα, καλλιτεχνήματα από ακριβά μέταλλα αλλά και γλυπτά σε μάρμαρο, ενίοτε χρωματισμένα ή και επιχρυσωμένα.
Σπουδαίο κεφάλαιο επομένως της βυζαντινής αρχιτεκτονικής αποτελούν τα μνημεία που ανήκουν σε αυτή τη σχολή, που ονομάζεται «ελλαδική». «H μεσοβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα έχει πλούτο, ποικιλία και καλλιτεχνικές αξίες υψηλής ποιότητας για τη μεσαιωνική εποχή και ταυτόχρονα είναι πολύ σημαντική ως ιστορική μαρτυρία» σημειώνει άλλωστε ο κ. Μπούρας.
MAPIA ΘΕΡΜΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 29-06-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις