Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;
Περιγραφή
Σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή στα Σόδομα και τα Γόμορρα, η ίδια εκείνη γη στις όχθες της Νεκράς Θάλασσας ανοίγει και ένα μυστηριώδες βιολετί αλάτι αναβλύζει. Η εμφάνισή του αλλάζει τη γεωγραφία τριών ηπείρων και μονοπωλεί το ενδιαφέρον της αγοράς. H νέα ουσία δεν υπηρετεί, αλλά υπηρετείται. Καταδυναστεύει με τις ιδιοτροπίες της. Εθίζει με τη γεύση της. Υποδουλώνει με την αθόρυβη επιρροή της. Τα σύγχρονα Σόδομα, η «Αποικία», αποδεικνύονται πιο πανούργα και από τη βιβλική ακόμη εκδοχή τους. Μια αποπνικτική ατμόσφαιρα περιβάλλει τα καλά κρυμμένα μυστικά τους, και μόνο ένας άνθρωπος είναι σε θέση να τα ανακαλύψει: ο ανυποψίαστος Φιλέας Μπουκ, που μια νύχτα αλλιώτικη από τις άλλες θα κληθεί να λύσει
το πιο σημαντικό σταυρόλεξο που επινοήθηκε ποτέ.
Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; Ένα φαντασμαγορικό μυθιστόρημα, ένα συνεχές διανοητικό παιχνίδι, μια ανεπανάληπτη αλληγορία για το φόβο, την αμαρτία και την ενοχή, που ενεδρεύουν άλλοτε στους υγρούς δρόμους του «παραθαλάσσιου» Παρισιού κι άλλοτε στους σκοτεινούς διαδρόμους της ανθρώπινης συνείδησης.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ενας Τούρκος, ένας Μαυροβούνιος, ένας Ιταλός, ένας Ισπανός, ένας Γάλλος και μία Βρετανίδα στα σύγχρονα Σόδομα. Δεν είναι ανέκδοτο, είναι το νέο, τρίτο κατά σειρά, μυθιστόρημα της Ιωάννας Μπουραζοπούλου (γενν. 1968) όπου γίνονται τα Σόδομα και τα Γόμορρα. Σαράντα αιώνες μετά τη βιβλική καταστροφή των Δίδυμων Πόλεων (θυμίζει κάτι;) από μια διαστροφή της φύσης η Νεκρά Θάλασσα υπερχειλίζει, μεταβάλλοντας άρδην την εικόνα της υδρογείου. Από την πάλαι ποτέ αμαρτωλή γη αναβλύζει ένα βιολετί αλάτι, άκρως ιδιόμορφο και πολύτιμο. Εκεί η πανίσχυρη Κοινοπραξία των Εβδομήντα Πέντε οικοδομεί την Αποικία, μια ζοφερή πολιτεία που περισσότερο προσιδιάζει σε επιχείρηση, με πρωτεύον αντικείμενο την εξαγωγή του εκλεκτού προϊόντος. Τα έξι προαναφερθέντα πρόσωπα αποτελούν τους πιο υψηλόβαθμους υπαλλήλους αυτής της τεράστιας εταιρείας, μετά τον κυβερνήτη. Οταν ο τελευταίος πεθαίνει αιφνιδίως, οι έξι έμπιστοί του βρίσκονται σε απελπιστική θέση. Εχοντας εκπαιδευτεί επί εικοσαετία να υπακούνε τυφλά στις εντολές του, χωρίς τον παραμικρό ενδοιασμό, καλούνται τώρα να πάρουν πρωτοβουλίες και, το χειρότερο, να καταστρώσουν ένα σχέδιο δράσης. Η επίκτητη, ανεξάλειπτη δουλοπρέπειά τους δεν τους επιτρέπει να σκεφτούν καθαρά, μέχρι που ένας νέος και ιδιαζόντως μυστήριος κυβερνήτης εμφανίζεται αίφνης μπροστά τους, απαιτώντας και αποσπώντας την απόλυτη υποταγή τους. Ιδανικός μονάρχης, άγγελος τιμωρός, ομαδική φαντασίωση ή ο Θεός ο ίδιος; Ας μη χαλάσουμε την έκπληξη. Πάντως, τις δεκαπέντε μέρες της σκιώδους εξουσίας του, τα Σόδομα οδεύουν ολοταχώς προς μια δεύτερη καταστροφή. Ποιος, σαν άλλη γυναίκα του Λωτ, θα γίνει αυτή τη φορά μάρτυρας στην καταστροφή τους; Ο Φιλέας Μπουκ με τ' όνομα.
Επιστολές και σταυρόλεξα
Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε δύο παράλληλες τροχιές. Από το ένα μέρος έχουμε τις πολυσέλιδες επιστολές των αυλικών, όπου εκθέτουν στους Εβδομήντα Πέντε τα παράδοξα γεγονότα του κρίσιμου δεκαπενθήμερου και οι οποίες παρατίθενται αποσπασματικά και εναλλασσόμενες, έτσι δηλαδή όπως τις συνάρμοσε ο Φιλέας Μπουκ. Από το άλλο, σε τριτοπρόσωπη αφήγηση παρακολουθούμε τη δύσκολη αποστολή του Μπουκ, διάσημου για τα «Επιστολόλεξά» του· ιδιότυπα σταυρόλεξα για δυνατούς λύτες, που σχηματίζονται από την εμβριθή, συνδυαστική ανάγνωση επιστολών. Αν οι Εβδομήντα Πέντε θέλουν να ερμηνεύσουν τα όσα εξωφρενικά καταμαρτυρούνται στις επιστολές, σ' έναν μόνο άνθρωπο μπορούν να αποταθούν. Ο Φιλέας Μπουκ πράγματι, διατρέχοντας με το ιδιαίτερο βλέμμα του τα γράμματα, καταλήγει σε αιφνιδιαστικά συμπεράσματα που ούτε οι αρχές ούτε ο αναγνώστης τα διανοούνταν.
Η Μπουραζοπούλου αποσκοπεί πρόδηλα στη σύνθεση μιας πολιτικής αλληγορίας και τα καταφέρνει αρκετά καλά. Εξαιρετικά αποδοσμένη η ψυχοσύνθεση των αποίκων, που έχουν αποποιηθεί οικειοθελώς κάθε πρόθεση αυτοδιάθεσης και ευθυγραμμίζονται σαν προγραμματισμένες μηχανές με τις βουλές της ανώτατης διοίκησης. Οι υπό καταστολή συνειδήσεις τους καταδεικνύουν ότι ο ασίγαστος τρόμος απέναντι σε ένα απερίγραπτα συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα είναι προτιμότερος από την παραλυτική αβεβαιότητα της ελευθερίας ή τις επισφαλείς ατραπούς της σκέψης. Τραγελαφικά τα σκιαγραφήματα των έξι αυλικών έτσι όπως προκύπτουν από τις επιστολές τους, φανερώνουν άτομα αγκυλωμένα ιδεοληπτικά σε διαταγές, τα οποία συνάμα αγωνιούν για το νοητικό τους λήθαργο. Ενδιαφέρουσα η αντινομία που διέπει τον ψυχισμό τους. Αν και πενθούν τη ζωή και την πατρίδα που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν, κατανοούν πως η αποικία με τη δηλητηριώδη της ατμόσφαιρα αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο για άτομα επιλήψιμης ηθικής, όπως οι ίδιοι. Ισορροπημένο και το πορτρέτο του Φιλέα Μπουκ, όπου ο κυνισμός και η ηττοπάθεια συναιρούνται επιδέξια με τον ιδεαλισμό. Συναρπαστική οπωσδήποτε η απεικόνιση της καταραμένης πολιτείας, η πλέον αλαζονική έκφανση μιας τερατώδους αυτοκρατορίας, η οποία προβάλλεται πλαγίως σαν ένα δυσοίωνο προφητικό όραμα. Παράλληλα, η συγγραφέας με πολλαπλά ευρήματα επιτείνει εύστοχα τον παραβολικό χαρακτήρα της αφήγησής της, υποδαυλίζοντας τεχνηέντως την περιέργεια του αναγνώστη για την έκβαση. Ο οποίος μέχρι και την τελευταία σελίδα δεν θα πάψει να ξαφνιάζεται.
«Μπάζει νερά»
«[...] το τέλειο σύστημά σας μπάζει νερά από παντού [...]» επισημαίνει ο οξυδερκής Φιλέας Μπουκ σ' ένα στέλεχος της Κοινοπραξίας. Το ίδιο ισχύει και για το μυθιστόρημα. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει αριστουργηματικά καμωμένο. Η πλοκή πρωτότυπη, τα επεισόδια και οι εκπλήξεις σε υπεραφθονία, οι συνδηλώσεις καταφανείς, τα διακειμενικά παίγνια πανταχού παρόντα, η γλώσσα δουλεμένη στην εντέλεια ενώ στο τέλος οι ανατροπές έρχονται σωρηδόν. Κάτι όμως δεν πάει καλά. Το σοβαρότερο πρόβλημα, κατά την κρίση μου, έγκειται στις επιστολές που καλύπτουν όλη την έκταση του βιβλίου, εξαιρουμένων των μερών της αποκρυπτογράφησης των γραμμάτων από τον Μπουκ. Οι επιστολές δεν έχουν καμία σχέση με επιστολές. Ποιος επιστολογράφος θα ενσωμάτωνε ολόκληρα διαλογικά μέρη στην αναφορά των περιστατικών ενός δεκαπενθήμερου; Γιατί οι έξι γράφοντες περιγράφουν αναλυτικότατα στις αρχές τις συνθήκες στην αποικία από τη στιγμή που αυτές την έχουν οικοδομήσει, και όχι απλώς ρυθμίζουν μέχρι κεραίας τη λειτουργία της αλλά και υποκινούν και προβλέπουν τις αντιδράσεις των αποίκων; Γιατί η μόνη πληροφορία που ένας γράφων υποψιάζεται ότι θα είναι ήδη γνωστή στους αποδέκτες του αφορά την καθυστέρηση του Τύπου; Αν πάλι, όπως αποκαλύπτεται στις τελευταίες σελίδες, η πρόθεσή τους είναι πιο δόλια και δεν επιχειρούν να πληροφορήσουν αλλά να παραπλανήσουν, συνεπώς το γράψιμό τους αποδεικνύεται μεθοδικό και υπολογισμένο, γιατί επιμένουν να γεμίζουν τις επιστολές τους με φλυαρίες, παραληρήματα, μεταφυσικές αγωνίες και αμφιβολίες; Προς αντιπερισπασμό; Δεν τους περνάει καθόλου από το μυαλό ότι το πλεονάζον περιεχόμενο των γραμμάτων ενδεχομένως να κινήσει την υποψία των τετραπέρατων Εβδομήντα Πέντε, όταν μάλιστα η επικοινωνία με τους εργοδότες τούς είναι αυστηρά απαγορευμένη;
Και γιατί ενώ εμφανίζονται διαμετρικά αντίθετοι χαρακτήρες, γράφουν όλοι με το ίδιο ακριβώς ύφος; Είναι άραγε πειστική μια πρώην πόρνη από το Λίβερπουλ όταν μεταφέρει την ταραχή της μπροστά στο έκπαγλο πρόσωπο του ηγεμόνα με τα ακόλουθα λόγια; «Θα ξύριζα ένα άγαλμα, έναν ξαπλωμένο Ερμή του Πραξιτέλη, δεν ήμουν γυναίκα τούτη την ώρα, ήμουν συντηρητής έργου τέχνης». Σύλληψη της ίδιας και η παρακάτω φράση: «[...] ο πόθος αποτελούσε την αγαπημένη μου σπηλιά ψευδαισθήσεων, στην οποία μπορούσα να κινηθώ πολύ άνετα». Γενικότερα η λογοτεχνικότητα της γραφής μπορεί δικαιολογημένα να συνιστά καύχημα της συγγραφέως, σε καμία όμως περίπτωση δεν πείθει όταν εκρέει από τις γραφίδες μιας συμμορίας μικροαπατεώνων. Ευνόητη υποχρέωση της Μπουραζοπούλου θα ήταν να υποδείξει τις αποκλίνουσες ιδιοσυγκρασίες τους μέσα από τα ηχοχρώματα των φωνών τους και όχι με δηλώσεις του είδους: «Εμένα πάλι θα μου έστριβε αν δεχόμουν ότι βίωσα ομαδική παραίσθηση με πέντε ανθρώπους που ακόμη και τον αέρα τον αναπνέουν διαφορετικά από μένα». Εν ολίγοις, οι επιστολές όχι μόνο συγκροτούν μια ενιαία μυθιστορηματική αφήγηση, αλλά και φωνάζουν ότι έχουν γραφτεί από ένα και μόνο πρόσωπο, τη συγγραφέα.
Οσο για την ανατρεπτική ανάγνωση (όχι κάτω ή ενδιαμέσως αλλά πέρα από τις γραμμές) του Φιλέα Μπουκ, μάλλον οφείλεται σε μαντικό χάρισμα παρά σε ιδιάζουσα οξύνοια. Ο δε ανεξιχνίαστος θάνατος του Κυβερνήτη παραμένει ανεξιχνίαστος, καθότι τρομερά χρήσιμος μυθοπλαστικά.
Ισως οι παραπάνω επισημάνσεις φαίνονται υπέρ το δέον σχολαστικές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το μυθιστόρημα διαβάζεται αναμφίβολα πολύ ευχάριστα. Στην τελευταία σελίδα βρίσκουμε τον Φιλέα Μπουκ, υπερήλικο, να λιάζεται μακαρίως σε μια παραλία. Πιθανότατα κάποιος που θα φυλλομετρούσε το βιβλίο της Ιωάννας Μπουραζοπούλου κάπου εκεί κοντά του δεν θα ενοχλούνταν καθόλου από τις συγγραφικές αστοχίες.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/07/2007
Κριτική:
Ιωάννα Μπουραζοπούλου: οργουελική πλοκή με εκρηκτική φαντασία
«Μας αλυσοδένουν οι δαίμονές μας»
Το φόρτε της Ιωάννας Μπουραζοπούλου είναι οι ισχυροί συμβολισμοί και οι αλληγορίες
ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ-ΕΚΠΛΗΞΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ
ΜΠΟΥΡΑΖΟΠΟΥΛΟΥ. ΕΝΑ ΟΡΓΟΥΕΛΙΚΗΣ
ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ ΕΠΙΣΤΟΛΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ ΜΕ ΣΑΣΠΕΝΣ,
ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΠΟΨΗ ΚΑΙ ΠΟΛΛΑΠΛΕΣ ΑΛΛΗΓΟΡΙΕΣ
ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ,
ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
«Η σκέψη πως βλέπουμε κάτι που δεν υπάρχει είναι σίγουρα πιο εφησυχαστική από τη σκέψη ότι βλέπουμε κάτι που υπάρχει, αόρατο στους υπόλοιπους. Η ομαδική παραίσθηση είναι αποδεκτό φαινόμενο, εξηγείται από την επιστήμη, αλλά η πιθανότητα να διακρίνει κανείς στοιχεία της πραγματικότητας που δεν τα βλέπει κανένας άλλος είναι αδιανόητη».
Ίσως αυτό είναι το ζητούμενο του Τι είδε η γυναίκα του Λωτ; του τρίτου μυθιστορήματος της Ιωάννας Μπουραζοπούλου. Να δούμε. Αν θέλουμε να παίξουμε λίγο με τις σπουδές της επιδέξιας συγγραφέως (η Μπουραζοπούλου σπούδασε ξενοδοχειακό μάνατζμεντ και Διοίκηση Μονάδων Υγείας) μπορούμε να πούμε ότι ελάχιστοι βλέπουν. Οι τουρίστες κοιτάζουν, οι ασθενείς πιστεύουν. Η ίδια η Ιωάννα Μπουραζοπούλου είναι βέβαιο ότι βλέπει, και μάλιστα το δάσος, όχι το δέντρο, έστω και από την πλευρά από την οποία φαίνεται ιδιαίτερα ζοφερό. Το αν αυτή είναι η μοναδική όψη του δάσους είναι συζητήσιμο, άλλωστε και η ίδια στο τέλος προσφέρει λύτρωση και ελπίδα, προσφέρει διέξοδο από μια πλευρά του δάσους που πιστεύαμε κλειστή.
Το ουσιώδες είναι ότι πρόκειται για μυθιστόρημα με πολιτικό προβληματισμό και με άποψη, χωρίς παρωπίδες και χωρίς να χαϊδεύει τα αυτιά του πολίτη ατομικά, μεταφέροντας όλες τις ευθύνες στους «αρμόδιους». Αυτοί συνεχίζουν να έχουν την κύρια ευθύνη, κρίσιμο όμως είναι να καταλάβει ο καθένας ξεχωριστά τη λειτουργία του φόβου. Όσο για το οργουελικό κλίμα του βιβλίου της, παρουσιάζεται με μια ενδιαφέρουσα καινοτομία. Αν στο 1984, ο Όργουελ προφητεύει την εγκαθίδρυση ενός απολυταρχικού καθεστώτος, ως συνέπεια μιας πυρηνικής καταστροφής, το καθε στώς παραμένει πολιτικό. Εδώ η Μπουραζοπούλου κατασκευάζει ένα νέο, μεταπολιτικό απολυταρχισμό, όπου τις αποφάσεις παίρνει μία αόρατη (ας πούμε, πολυεθνική) εταιρεία και όλα τα σταθερά σύμβολα της κοινωνικής τάξης όπως τα γνωρίζουμε- κυβερνήτης, δικαστής, παπάς, αστυνόμος, γιατρός- είναι έμμισθοι υπάλληλοί της.
Αυτό το πετυχαίνει με μια συζητήσιμη αυθαιρεσία: βρισκόμαστε, υποτίθεται, έπειτα από μία αναπάντεχη φυσική καταστροφή. Η Νεκρά Θάλασσα υπερχείλισε, τα νερά της Μεσογείου φούσκωσαν και έσβησαν από τον χάρτη μεγάλο μέρος της Ευρώπης (και την Ελλάδα), της Βόρειας Αφρικής και της Δυτικής Ασίας. Τα νέα μεγάλα μεσογειακά λιμάνια είναι η Μαδρίτη, το Παρίσι και η Βιέννη! Από τον βυθό της Νεκράς Θάλασσας αναβλύζει ένα βιολετί αλάτι που γίνεται ο νέος χρυσός. Και μια εταιρεία, η λεγόμενη «Κοινοπραξία των Εβδομήντα Πέντε», με έδρα το Παρίσι, αγόρασε τις γύρω εκτάσεις και τα ορυχεία, χτίζοντας μια πολιτεία εμμίσθων υπαλλήλων που εξορύσσει και στέλνει το πολύτιμο αλάτι, δουλεύοντας σε συνθήκες απάνθρωπες και αναπνέοντας ανθυγιεινό αέρα.
Το εύρημα μοιάζει υπερβολικό, ίσως και αίολο, δίνει πάντως στη συγγραφέα τη δυνατότητα να φτιάξει ένα ισχυρό τοπίο συμβολισμών και αλληγορίας, που είναι και το φόρτε της (όπως φάνηκε εν μέρει και στα δύο πρώτα της μυθιστορήματα, το Μυστικό Νερό και το Μπουντουάρ του Ναδίρ ). Εντός της πολιτείας αυτής, που ονομάζεται «Αποικία»- αλλά μάλλον προσιδιάζει στην Έρημη Χώρα του Έλιοτ-, τα πάντα θυμίζουν δικτατορία, με την κωμική διαφορά ότι και οι δικτάτορες είναι έμμισθοι. Όπως οι πρώτοι άποικοι της Αμερικής, έτσι και αυτοί έχουν από πίσω τους ένα παρελθόν το οποίο θέλουν να διαγράψουν. Δύο εντελώς διαφορετικές ζωές πριν και μετά τη λεγόμενη «Υπερχείλιση». Ο Ισπανός δικαστής πριν ήταν απατεώνας. Ο Μαρσεγιέζος καλλιγράφος γραμματικός πριν ήταν πλαστογράφος. Ο Τούρκος Αστυνόμος πριν ήταν κλέφτης. Η Αγγλίδα λαίδη, σύζυγος του κυβερνήτη, πριν ήταν πόρνη. Ο Σέρβος ιερέας πριν ήταν ανθρωπολόγος και λαθρέμπορος έργων τέχνης. Ο Ιταλός γιατρός ήταν κομπογιαννίτης. Έξι εμβληματικά πρόσωπα αυλικών και το λεπτομερές ψυχολογικό τους πορτρέτο σε ένα κέντημα φτιαγμένο από τη βελόνα του τρόμου. Οι Εβδομήντα πέντε μόνο με τον κυβερνήτη επικοινωνούν, για τους άλλους είναι κάτι σαν τον Θεό-φόβητρο και μάλιστα σε μια Πολιτεία που παραλληλίζεται με τα Σόδομα! Ακόμη και ο Κυβερνήτης λέγεται Βερά, όπως ο αρχαίος βασιλιάς των Σοδόμων στη Γένεση. Και από δίπλα διάφορες τάξεις εργατών με ενιαία συμπεριφορά ανά κλάδο. Με άλλα λόγια, τα μέσα που μετέρχονται οι θρησκείες- κυρίως τον φόβο μέσω της αόρατης απειλής- τώρα τον μετέρχεται η αόρατη επιχείρηση. Και οι άνθρωποι αντιδρούν ανάλογα με τις πνευματικές τους αποσκευές και το μέγεθος του αυτοελέγχου τους. «Η Κοινοπραξία μάς αλυσοδένει με τους ίδιους μας τους δαίμονες», λέγεται κάπου.
Για δυνατούς λύτες
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του μυθιστορήματος της 39χρονης Ιωάννας Μπουραζοπούλου είναι η πλοκή. Η πλοκή εξελίσσεται μέσω επιστολών που στέλνουν οι έξι αυλικοί στην Κοινοπραξία. Γεγονός πρωτοφανές αφού μόνο ο Κυβερνήτης επικοινωνεί μαζί της. Όμως ο Κυβερνήτης πέθανε χωρίς να δώσει οδηγίες για τη διαδοχή του. Οπότε οι έξι στέλνουν επιστολές (χωρίς ο ένας να διαβάζει τις επιστολές του άλλου) στις οποίες περιγράφουν τα γεγονότα αλλά και τους προσωπικούς τους φόβους, ενώ διατυπώνουν κατηγορίες για τους άλλους προσπαθώντας να σώσουν το κεφάλι τους. Οι έξι περιγράφουν και την άφιξη ενός νέου μυστηριώδους Κυβερνήτη που για δεκαπέντε μέρες- μέχρι την επέτειο των 20 χρόνων της Αποικίας- θέλει να μη μαθευτεί η παρουσία του, και ο οποίος δίνει τόσο αλλοπρόσαλλες διαταγές που η πολιτεία περνάει σταδιακά σε κατάσταση αναρχίας. Η Κοινοπραξία, μη βγάζοντας ασφαλές συμπέρασμα από τις επιστολές, και για να μάθει τι πραγματικά έχει συμβεί, προσλαμβάνει έναν ειδικό. Τον λένε Φιλέα Μπουκ, έχει χάσει όλη του την οικογένεια στην Υπερχείλιση και δουλεύει στους «Τimes» έχοντας επινοήσει ένα νέο είδος σταυρολέξου, το επιστολόλεξο- όπου συνδυάζει επτάδες επιστολών, ανάμεσα στις χιλιάδες που λαμβάνει η εφημερίδα από τους επιζήσαντες που αναζητούν τους δικούς τους. Οι ανατροπές, στο τελευταίο μέρος του βιβλίου, είναι συνεχείς, και κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη έως το τέλος.
«ΤΑ ΣΟΔΟΜΑ ΕΙΝΑΙ ΗΣΥΧΑ»
Ίσως τα Σόδομα δεν είναι μύθος. Ίσως να υπάρχει το έσχατο βασίλειο με τη μορφή εσωτερικού ορίου, που όταν το περάσεις δεν συμβαίνει κάτι τρομερό ή υπερφυσικό, απλώς στεγνώνει η ζωή σου σαν έρημος. Τότε συνειδητοποιείς ότι τα Σόδομα είναι ήσυχα και όχι θορυβώδη, ούτε θειάφι μυρίζει ούτε κορμιά σπαράσσονται γύρω σου, για την ακρίβεια τίποτα στο περιβάλλον δεν έχει αλλάξει, εκτός από εσένα».
(απόσπασμα από το βιβλίο)
Μανώλης Πιμπλής, Τα Νέα, 18/8/2007
Κριτικές
16/08/2012, 20:17