0
Your Καλαθι
Για την τηλεόραση
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οι σχέσεις διανόησης και πολιτικής είναι ζήτημα που έχει εύστοχα χαρακτηρισθεί από τον Σπ. Τσακνιά, στις στήλες ετούτες, «αφορήτως πολυσυζητημένο και ταυτόχρονα ανεξάντλητο» (4.10.1998). Τα πολιτικά κείμενα του γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ διακρίνει το γεγονός ότι προβάλλουν ανενδοίαστα τον πολιτικό τους χαρακτήρα και μάλιστα σε τόνους οξύτατης πολεμικής: ο συγγραφέας τους εκτίθεται στα κοινά δραστικότερα απ' ό,τι το συνηθίζουν οι λόγιοι των ημερών μας ανοχύρωτος όχι, κατά μέτωπον όμως.
Ο Πιερ Μπουρντιέ φέρει τριαντάχρονη ιστορία διεύθυνσης κέντρου σπουδών στην παρισινή EHESS (Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών) και μεγάλο ερευνητικό και θεωρητικό έργο κτήμα των κοινωνικών επιστημών ευρύτερα, με μαθητές ή συστηματικούς μελετητές και στην Ελλάδα. Κατέχει, από το 1981, έδρα στο College de France, ζηλευτή ακαδημαϊκή τιμή. Αυξάνεται συνάμα η διεθνής επιρροή του και μάλιστα στις ΗΠΑ: όχι μόνον εκτοπίζει την, ούτως ή άλλως φθίνουσα, αμερικανική κοινωνιολογία αλλά και ανταγωνίζεται τον Ντεριντά ως εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής διανόησης. Μετά την υποστήριξή του στο γαλλικό απεργιακό κίνημα του Δεκεμβρίου 1995, πληθαίνουν οι πολιτικές του παρεμβάσεις: «αριστερά της Αριστεράς», πάντα σε απόσταση από τα κόμματα, συχνά σε συνεργασία με εργατικά συνδικάτα ή κινήματα διαμαρτυρίας, όχι δίχως αντιδράσεις, ενίοτε από παλιούς συνεργάτες του. Σήμερα έχει συγκροτηθεί γύρω του μια πολιτική κίνηση επιστημόνων με φιλοδοξίες πανευρωπαϊκής εξάπλωσης και έρεισμα το περιοδικό «Liber» και τη σειρά Raisons d' agir (της οποίας ορισμένοι τίτλοι σημειώνουν εντυπωσιακή εκδοτική επιτυχία). Τα δύο βιβλία που σχολιάζουμε εδώ, μικρόσχημα και σημαντικά, ξεκινούν με συνέπεια, παρά τις αρχικές τεχνικές αβλεψίες, την ελληνική έκδοση της σειράς αυτής (έχουν προηγηθεί μεταφράσεις επιστημονικών έργων του Μπουρντιέ, όχι ακόμη των βασικότερων, καθώς και άρθρα ή συνεντεύξεις στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο). Πρόκειται για συλλογές πρόσφατων κειμένων ή ομιλιών που απευθύνονται σε ευρύ κοινό μεταξύ των οποίων και διάλεξη που δόθηκε στη ΓΣΕΕ τον Οκτώβριο του 1996.
Σημασία έχει πρωτίστως το ιδιάζον φως που ρίχνει ο Μπουρντιέ στις πολιτικές θέσεις, όσες υιοθετεί ή πολεμά. Το πώς αντιπαραθέτει στη νεοφιλελεύθερη οικονομική σκέψη και πράξη, κυρίαρχη ανεξαρτήτως κομματικού προσωπείου, το κοινωνικό μέλημα, την πολιτική αρετή ή την ιδέα της δικαιοσύνης. Πώς υπογραμμίζει την ανθρώπινη δυστυχία που η καπιταλιστική αγορά, αποτινάσσοντας τον κοινωνικό έλεγχο, συντηρεί και αποσιωπά. Πώς ορίζει τις έννοιες του δημόσιου συμφέροντος, της συλλογικής ευθύνης και, βάσει αυτών, της κρατικής πρόνοιας ως αξίες ή επιτεύγματα πολιτισμού που σήμερα διακυβεύονται, αν δεν καταστρέφονται. Πώς καταδεικνύει τη μεθοδική εξουδετέρωση κάθε συγκροτημένου δημόσιου λόγου και την επιβολή της στερεότυπης και πολιτικά αδρανούς «κοινής γνώμης» των ΜΜΕ (στα Βιβλία, 9.11.1997, έχει ήδη παρουσιαστεί αναλυτικά η γαλλική έκδοση του Για την τηλεόραση από την κυρία Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη). Μετατοπίζει, κατά βάσιν, το πολιτικό αιτούμενο: από τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών στην προάσπιση της δυνατότητας των ανθρώπων να ευτυχήσουν επιμελούμενοι των συλλογικών όρων της ζωής τους.
Επίκεντρο η ανάλυση του αμφίσημου χαρακτήρα του σύγχρονου κράτους, αξίζει ειδικής προσοχής. Το πώς διακρίνονται «αριστεροί» κρατικοί θύλακοι οι οποίοι, στην περίπτωση της Γαλλίας τουλάχιστον, αντιβαίνουν στην κυρίαρχη πολιτική, όχι απλώς για λόγους συντεχνιακών συμφερόντων. Πώς τεκμηριώνεται η ανάγκη μετάβασης από το κράτος εθνικής πατρονίας σε έναν ευρωπαϊκό κρατικό θεσμό που θα διασφαλίζει τις κοινωνικές προϋποθέσεις του δημόσιου βίου, μα και τη θέση του ξένου στις ευρωπαϊκές κοινότητες. Ο λόγος είναι περί κινήματος με ανάγκες διεθνούς οργάνωσης και συντονισμού που επείγουν, ζητώντας και παλιές και νέες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης και πολιτικής πράξης.
Η συμβολή, στην υπόθεση αυτή, των διανοουμένων εκείνων που υπερασπίζονται την αυτονομία του πνευματικού τους πεδίου απέναντι στις επιταγές της κερδοφορίας και της διαφήμισης αξιώνεται: αναγνωρίζοντας και ασκώντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της παιδείας που κατέχουν, μπορούν και οφείλουν να σταθούν αντίπαλον δέος στην οικονομική ιδεολογία όχι αλλοιώνοντας την αυστηρότητα της ιδιαίτερης ασχολίας τους αλλά με επιπλέον δουλειά, ως πολιτικού χρέους. Και αν δεν λύνεται έτσι η απορία, αναστέλλεται πάντως η αμφιβολογία όσων βλέπουν το ζήτημα της διανόησης υπό το πρίσμα των σχέσεων μεταξύ του Πλάτωνα και του φαρμάκου της γαστρίτιδας.
Αμ' έπος, άμ' έργον: κάθε κείμενο του Μπουρντιέ είναι παράδειγμα μιας τέτοιας εξόδου στην πολιτική. Θα σημειώσει, ασφαλώς, ο αναγνώστης την ισχύ που προσδίδει σε απόψεις όχι πρωτάκουστες η κοινωνιολογική θεώρηση: διερεύνηση της άνισης αλλά ευρείας κατανομής «κεφαλαίων» κοινωνικής ισχύος· επίγνωση της υλικής αλλά και της «συμβολικής» βίας· ανάλυση των σχέσεων κυριαρχίας που διέπουν κοινωνικά «πεδία» μάλλον παρά συμπαγείς μηχανισμούς ή τάξεις· ανίχνευση πολύτροπων «έξεων» μάλλον παρά συγκροτημένων νοοτροπιών. Εξίσου προφανής είναι ωστόσο και η συναρμογή των καινοτόμων επιστημονικών όρων ή συλλογισμών με μια καθαρά πολιτική φρασεολογία σαν ανεπίκαιρη, παραδοσιακά αριστερή, που διαρκώς απηχεί το παλιό σχήμα της στράτευσης αλλά και το, ακόμη παλιότερο, της απελευθέρωσης από το άχθος της οικονομικής αδυναμίας και της άγνοιας. Ισως αυτό ξενίσει εκείνον που προτιμά το λόγιο καταφύγιο, λησμονώντας την πολιτική βία, είτε με νοσταλγία είτε με αυταρέσκεια, σαν περασμένη μαζί με το φοιτητικό κίνημα και τα νιάτα του.
Η πολεμική έμφαση όντως αναστατώνει, εσκεμμένα υποθέτω, την πρόχειρη λήθη που εκβιάζει η νέα τάξη πραγμάτων. Συνάδει, εξάλλου, με τον έλεγχο που ασκείται στις τρέχουσες αξιολογικές φορτίσεις του παλιού ή του νέου, της συντήρησης ή της ανατροπής. Και αποκαθιστά μια ισορροπία, συντρέχοντας έναν δημόσιο λόγο που παραγκωνίζεται από την αισιοδοξία του οικονομικού ρεαλισμού, τη σωφρονιστική των αναπτερωμένων συντηρητισμών ή την περίσκεψη της μετανεωτερικής θεωρίας.
Ευεργετικό λοιπόν το εκτεθειμένο κύρος μιας τέτοιας παρέμβασης συνιστά ταυτόχρονα αυτό ακριβώς απέναντι στο οποίο δεν πρέπει να αμβλυνθεί η κριτική ετοιμότητα που απαιτεί τόσο η ανάγνωση όσο και η πολιτική. Μπορείς, κατ' αρχάς, να στρέψεις την κοινωνιολογική ανάλυση εναντίον του κοινωνιολόγου: να αναγάγεις την τοποθέτηση του Μπουρντιέ στις σχέσεις αμοιβαίας εύνοιας που τον συνδέουν με το υπό διωγμόν κράτος και τους λογίους του. Είναι σοφιστικό το τέχνασμα αυτής της κριτικής: τα συμφέροντα του ρήτορα δεν προεξοφλούν την αξία των επιχειρημάτων του. Μάλλον αρμόζει να ελέγξουμε ορισμένες πλευρές των επιχειρημάτων και μάλιστα εκείνες που αφορούν τη λειτουργία της αυτόνομης διανόησης. Οταν εξιδανικεύεται η αυτονομία των πεδίων πνευματικού έργου απέναντι σε κάθε εξωτερική κρίση, ως προϋπόθεση παραγωγής «των υψηλότερων δημιουργιών της ανθρωπότητας» και φερέγγυας εξόδου στην πολιτική (Τηλεόραση, σελ. 88-95), αγνοούνται τόσο η ιστορική σχετικότητα όσο και οι πολλές αμφίβολες αντεπιδράσεις, στο ίδιο το έργο, του ιδανικού αυτού. Και αν τα κείμενα αποδίδουν στην κοινωνιολογία, μετρημένα συνήθως, τον ρόλο καίριας αναδιατύπωσης ερωτημάτων (Αντεπίθεση, 102) ή αποκάλυψης κεκρυμμένων (Τηλεόραση, 27), δείχνουν, σε άλλα σημεία, να περνούν ανεπιφύλακτα από την έννοια του δημόσιου αρωγού στο σχήμα του δημόσιου σωτήρα (Αντεπίθεση, 25). Χρειάζεται, νομίζω, να κρατάμε γερά κατά νου, καθώς διαβάζουμε, ότι η επιστημονική γνώση δεν εγγυάται πολιτικές επιλογές, δεν εξαντλεί τα κριτήρια της πολιτικής προαίρεσης: μετράει, στο τέλος, αυτόνομα, ο ασκημένος και εναργής κοινός νους, ο ευθύβολος και υπεύθυνος πολιτικός λόγος.
Είναι κρίσιμη πράγματι η δύναμη του εκφραστικού τρόπου, όπως επανειλημμένα επισημαίνεται στα ίδια κείμενα. Η κάθε γλώσσα καλείται να δουλέψει με τρόπο δικό της για να ανταποκριθεί στην πρόκληση ελέγχοντας και εμπλουτίζοντας τη ρητορική της. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να συναγωνιστείς τα γαλλικά του Μπουρντιέ καθώς δοκιμάζουν, ριψοκίνδυνα, να προσδώσουν στις πολιτικές βολές τη ροή και την αίγλη ενός ήδη καλλιεργημένου επιστημονικού ιδιώματος. Η δυσκολία αυτή βασανίζει τη μετάφραση, αλλά και τον προλογισμό των ελληνικών εκδόσεων: σκοντάφτουν στον αδόκιμο νεολογισμό και στη δαιδαλώδη φράση, αλλεπάλληλες προφυλάξεις που αποθαρρύνουν αναίτια τον αναγνώστη. Το πρόβλημα φανερώνει μια επιπλέον, κάπως κρυμμένη κι αυτή, πτυχή των πραγμάτων: τις καθαρά γλωσσικές, δηλαδή αναπόφευκτα λογοτεχνικές αξιώσεις κάθε γραφής τις οποίες τα ελληνικά μας, όταν μεταφράζουν, συχνά δεν αναγνωρίζουν επαρκώς.
Γιώργος Βάρσος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-02-1999
Οι σχέσεις διανόησης και πολιτικής είναι ζήτημα που έχει εύστοχα χαρακτηρισθεί από τον Σπ. Τσακνιά, στις στήλες ετούτες, «αφορήτως πολυσυζητημένο και ταυτόχρονα ανεξάντλητο» (4.10.1998). Τα πολιτικά κείμενα του γάλλου κοινωνιολόγου Πιερ Μπουρντιέ διακρίνει το γεγονός ότι προβάλλουν ανενδοίαστα τον πολιτικό τους χαρακτήρα και μάλιστα σε τόνους οξύτατης πολεμικής: ο συγγραφέας τους εκτίθεται στα κοινά δραστικότερα απ' ό,τι το συνηθίζουν οι λόγιοι των ημερών μας ανοχύρωτος όχι, κατά μέτωπον όμως.
Ο Πιερ Μπουρντιέ φέρει τριαντάχρονη ιστορία διεύθυνσης κέντρου σπουδών στην παρισινή EHESS (Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών) και μεγάλο ερευνητικό και θεωρητικό έργο κτήμα των κοινωνικών επιστημών ευρύτερα, με μαθητές ή συστηματικούς μελετητές και στην Ελλάδα. Κατέχει, από το 1981, έδρα στο College de France, ζηλευτή ακαδημαϊκή τιμή. Αυξάνεται συνάμα η διεθνής επιρροή του και μάλιστα στις ΗΠΑ: όχι μόνον εκτοπίζει την, ούτως ή άλλως φθίνουσα, αμερικανική κοινωνιολογία αλλά και ανταγωνίζεται τον Ντεριντά ως εκπρόσωπος της ευρωπαϊκής διανόησης. Μετά την υποστήριξή του στο γαλλικό απεργιακό κίνημα του Δεκεμβρίου 1995, πληθαίνουν οι πολιτικές του παρεμβάσεις: «αριστερά της Αριστεράς», πάντα σε απόσταση από τα κόμματα, συχνά σε συνεργασία με εργατικά συνδικάτα ή κινήματα διαμαρτυρίας, όχι δίχως αντιδράσεις, ενίοτε από παλιούς συνεργάτες του. Σήμερα έχει συγκροτηθεί γύρω του μια πολιτική κίνηση επιστημόνων με φιλοδοξίες πανευρωπαϊκής εξάπλωσης και έρεισμα το περιοδικό «Liber» και τη σειρά Raisons d' agir (της οποίας ορισμένοι τίτλοι σημειώνουν εντυπωσιακή εκδοτική επιτυχία). Τα δύο βιβλία που σχολιάζουμε εδώ, μικρόσχημα και σημαντικά, ξεκινούν με συνέπεια, παρά τις αρχικές τεχνικές αβλεψίες, την ελληνική έκδοση της σειράς αυτής (έχουν προηγηθεί μεταφράσεις επιστημονικών έργων του Μπουρντιέ, όχι ακόμη των βασικότερων, καθώς και άρθρα ή συνεντεύξεις στον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο). Πρόκειται για συλλογές πρόσφατων κειμένων ή ομιλιών που απευθύνονται σε ευρύ κοινό μεταξύ των οποίων και διάλεξη που δόθηκε στη ΓΣΕΕ τον Οκτώβριο του 1996.
Σημασία έχει πρωτίστως το ιδιάζον φως που ρίχνει ο Μπουρντιέ στις πολιτικές θέσεις, όσες υιοθετεί ή πολεμά. Το πώς αντιπαραθέτει στη νεοφιλελεύθερη οικονομική σκέψη και πράξη, κυρίαρχη ανεξαρτήτως κομματικού προσωπείου, το κοινωνικό μέλημα, την πολιτική αρετή ή την ιδέα της δικαιοσύνης. Πώς υπογραμμίζει την ανθρώπινη δυστυχία που η καπιταλιστική αγορά, αποτινάσσοντας τον κοινωνικό έλεγχο, συντηρεί και αποσιωπά. Πώς ορίζει τις έννοιες του δημόσιου συμφέροντος, της συλλογικής ευθύνης και, βάσει αυτών, της κρατικής πρόνοιας ως αξίες ή επιτεύγματα πολιτισμού που σήμερα διακυβεύονται, αν δεν καταστρέφονται. Πώς καταδεικνύει τη μεθοδική εξουδετέρωση κάθε συγκροτημένου δημόσιου λόγου και την επιβολή της στερεότυπης και πολιτικά αδρανούς «κοινής γνώμης» των ΜΜΕ (στα Βιβλία, 9.11.1997, έχει ήδη παρουσιαστεί αναλυτικά η γαλλική έκδοση του Για την τηλεόραση από την κυρία Ιωάννα Λαμπίρη-Δημάκη). Μετατοπίζει, κατά βάσιν, το πολιτικό αιτούμενο: από τη βελτίωση των οικονομικών μεγεθών στην προάσπιση της δυνατότητας των ανθρώπων να ευτυχήσουν επιμελούμενοι των συλλογικών όρων της ζωής τους.
Επίκεντρο η ανάλυση του αμφίσημου χαρακτήρα του σύγχρονου κράτους, αξίζει ειδικής προσοχής. Το πώς διακρίνονται «αριστεροί» κρατικοί θύλακοι οι οποίοι, στην περίπτωση της Γαλλίας τουλάχιστον, αντιβαίνουν στην κυρίαρχη πολιτική, όχι απλώς για λόγους συντεχνιακών συμφερόντων. Πώς τεκμηριώνεται η ανάγκη μετάβασης από το κράτος εθνικής πατρονίας σε έναν ευρωπαϊκό κρατικό θεσμό που θα διασφαλίζει τις κοινωνικές προϋποθέσεις του δημόσιου βίου, μα και τη θέση του ξένου στις ευρωπαϊκές κοινότητες. Ο λόγος είναι περί κινήματος με ανάγκες διεθνούς οργάνωσης και συντονισμού που επείγουν, ζητώντας και παλιές και νέες μορφές κοινωνικής αλληλεγγύης και πολιτικής πράξης.
Η συμβολή, στην υπόθεση αυτή, των διανοουμένων εκείνων που υπερασπίζονται την αυτονομία του πνευματικού τους πεδίου απέναντι στις επιταγές της κερδοφορίας και της διαφήμισης αξιώνεται: αναγνωρίζοντας και ασκώντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της παιδείας που κατέχουν, μπορούν και οφείλουν να σταθούν αντίπαλον δέος στην οικονομική ιδεολογία όχι αλλοιώνοντας την αυστηρότητα της ιδιαίτερης ασχολίας τους αλλά με επιπλέον δουλειά, ως πολιτικού χρέους. Και αν δεν λύνεται έτσι η απορία, αναστέλλεται πάντως η αμφιβολογία όσων βλέπουν το ζήτημα της διανόησης υπό το πρίσμα των σχέσεων μεταξύ του Πλάτωνα και του φαρμάκου της γαστρίτιδας.
Αμ' έπος, άμ' έργον: κάθε κείμενο του Μπουρντιέ είναι παράδειγμα μιας τέτοιας εξόδου στην πολιτική. Θα σημειώσει, ασφαλώς, ο αναγνώστης την ισχύ που προσδίδει σε απόψεις όχι πρωτάκουστες η κοινωνιολογική θεώρηση: διερεύνηση της άνισης αλλά ευρείας κατανομής «κεφαλαίων» κοινωνικής ισχύος· επίγνωση της υλικής αλλά και της «συμβολικής» βίας· ανάλυση των σχέσεων κυριαρχίας που διέπουν κοινωνικά «πεδία» μάλλον παρά συμπαγείς μηχανισμούς ή τάξεις· ανίχνευση πολύτροπων «έξεων» μάλλον παρά συγκροτημένων νοοτροπιών. Εξίσου προφανής είναι ωστόσο και η συναρμογή των καινοτόμων επιστημονικών όρων ή συλλογισμών με μια καθαρά πολιτική φρασεολογία σαν ανεπίκαιρη, παραδοσιακά αριστερή, που διαρκώς απηχεί το παλιό σχήμα της στράτευσης αλλά και το, ακόμη παλιότερο, της απελευθέρωσης από το άχθος της οικονομικής αδυναμίας και της άγνοιας. Ισως αυτό ξενίσει εκείνον που προτιμά το λόγιο καταφύγιο, λησμονώντας την πολιτική βία, είτε με νοσταλγία είτε με αυταρέσκεια, σαν περασμένη μαζί με το φοιτητικό κίνημα και τα νιάτα του.
Η πολεμική έμφαση όντως αναστατώνει, εσκεμμένα υποθέτω, την πρόχειρη λήθη που εκβιάζει η νέα τάξη πραγμάτων. Συνάδει, εξάλλου, με τον έλεγχο που ασκείται στις τρέχουσες αξιολογικές φορτίσεις του παλιού ή του νέου, της συντήρησης ή της ανατροπής. Και αποκαθιστά μια ισορροπία, συντρέχοντας έναν δημόσιο λόγο που παραγκωνίζεται από την αισιοδοξία του οικονομικού ρεαλισμού, τη σωφρονιστική των αναπτερωμένων συντηρητισμών ή την περίσκεψη της μετανεωτερικής θεωρίας.
Ευεργετικό λοιπόν το εκτεθειμένο κύρος μιας τέτοιας παρέμβασης συνιστά ταυτόχρονα αυτό ακριβώς απέναντι στο οποίο δεν πρέπει να αμβλυνθεί η κριτική ετοιμότητα που απαιτεί τόσο η ανάγνωση όσο και η πολιτική. Μπορείς, κατ' αρχάς, να στρέψεις την κοινωνιολογική ανάλυση εναντίον του κοινωνιολόγου: να αναγάγεις την τοποθέτηση του Μπουρντιέ στις σχέσεις αμοιβαίας εύνοιας που τον συνδέουν με το υπό διωγμόν κράτος και τους λογίους του. Είναι σοφιστικό το τέχνασμα αυτής της κριτικής: τα συμφέροντα του ρήτορα δεν προεξοφλούν την αξία των επιχειρημάτων του. Μάλλον αρμόζει να ελέγξουμε ορισμένες πλευρές των επιχειρημάτων και μάλιστα εκείνες που αφορούν τη λειτουργία της αυτόνομης διανόησης. Οταν εξιδανικεύεται η αυτονομία των πεδίων πνευματικού έργου απέναντι σε κάθε εξωτερική κρίση, ως προϋπόθεση παραγωγής «των υψηλότερων δημιουργιών της ανθρωπότητας» και φερέγγυας εξόδου στην πολιτική (Τηλεόραση, σελ. 88-95), αγνοούνται τόσο η ιστορική σχετικότητα όσο και οι πολλές αμφίβολες αντεπιδράσεις, στο ίδιο το έργο, του ιδανικού αυτού. Και αν τα κείμενα αποδίδουν στην κοινωνιολογία, μετρημένα συνήθως, τον ρόλο καίριας αναδιατύπωσης ερωτημάτων (Αντεπίθεση, 102) ή αποκάλυψης κεκρυμμένων (Τηλεόραση, 27), δείχνουν, σε άλλα σημεία, να περνούν ανεπιφύλακτα από την έννοια του δημόσιου αρωγού στο σχήμα του δημόσιου σωτήρα (Αντεπίθεση, 25). Χρειάζεται, νομίζω, να κρατάμε γερά κατά νου, καθώς διαβάζουμε, ότι η επιστημονική γνώση δεν εγγυάται πολιτικές επιλογές, δεν εξαντλεί τα κριτήρια της πολιτικής προαίρεσης: μετράει, στο τέλος, αυτόνομα, ο ασκημένος και εναργής κοινός νους, ο ευθύβολος και υπεύθυνος πολιτικός λόγος.
Είναι κρίσιμη πράγματι η δύναμη του εκφραστικού τρόπου, όπως επανειλημμένα επισημαίνεται στα ίδια κείμενα. Η κάθε γλώσσα καλείται να δουλέψει με τρόπο δικό της για να ανταποκριθεί στην πρόκληση ελέγχοντας και εμπλουτίζοντας τη ρητορική της. Και δεν είναι καθόλου εύκολο να συναγωνιστείς τα γαλλικά του Μπουρντιέ καθώς δοκιμάζουν, ριψοκίνδυνα, να προσδώσουν στις πολιτικές βολές τη ροή και την αίγλη ενός ήδη καλλιεργημένου επιστημονικού ιδιώματος. Η δυσκολία αυτή βασανίζει τη μετάφραση, αλλά και τον προλογισμό των ελληνικών εκδόσεων: σκοντάφτουν στον αδόκιμο νεολογισμό και στη δαιδαλώδη φράση, αλλεπάλληλες προφυλάξεις που αποθαρρύνουν αναίτια τον αναγνώστη. Το πρόβλημα φανερώνει μια επιπλέον, κάπως κρυμμένη κι αυτή, πτυχή των πραγμάτων: τις καθαρά γλωσσικές, δηλαδή αναπόφευκτα λογοτεχνικές αξιώσεις κάθε γραφής τις οποίες τα ελληνικά μας, όταν μεταφράζουν, συχνά δεν αναγνωρίζουν επαρκώς.
Γιώργος Βάρσος
ΤΟ ΒΗΜΑ, 21-02-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις