0
Your Καλαθι
Η διάκριση
Κοινωνική κριτική της καλαισθητικής κρίσης
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Πρόλογος: Νίκος Παναγιωτόπουλος
Η Διάκριση, ένα από τα πιο σημαντικά βιβλίο του Pierre Bourdieu και της ιστορίας της κοινωνιολογίας, παρουσιάζει τη γενετική ανθρωπολογία της εξουσίας με έμφαση στη συμβολική διάσταση, που χαρακτηρίζει το έργο του συνολικά. Με αφορμή την ανάλυση του γούστου, θεμελιώδους έκφρασης της κοινωνικής αναγκαιότητας, ως εργαλείου και διακυβεύματος των ταξινομητικών αγώνων μέσω των οποίων οι κοινωνικές ομάδες, προσπαθώντας να διατηρήσουν ή να βελτιώσουν τη θέση τους, επιχειρούν να επιβάλουν το βιοτικό τους ύφος ως το μόνο νόμιμο, ο Pierre Bourdieu επαναφέρει το homo aestheticus στον πυρήνα της κοινωνικής επιστήμης.
Ο τρόπος επιστημονικής σκέψης που ενεργοποιεί ο Pierre Bourdieu στη Διάκριση χαρακτηρίζεται μεθοδολογικά τόσο από τη σχεσιακή προσέγγιση της κοινωνικής ζωής όσο και από τον αναστοχασμό που εγκλείεται στον πυρήνα της θεωρίας του για την κοινωνία και τη γνώση, για τη διανοητική πρακτική και τα εγγενή της όρια.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Βourdieu: Ο πιο ισχυρός διανοούμενος της Γαλλίας». Με αυτή την προμετωπίδα κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1998 το ευρείας κυκλοφορίας εβδομαδιαίο γαλλικό περιοδικό L' Evenement du Jeudi. Ο τίτλος αυτός είναι ενδεικτικός του ρόλου που ορισμένα ΜΜΕ έχουν κατά καιρούς αποδώσει στον γάλλο κοινωνιολόγο. Πράγματι ο πολυγραφότατος και πολυμεταφρασμένος Pierre Bourdieu, που ως τον θάνατό του, στα 72 του χρόνια τον Ιανουάριο του 2002, κατείχε την έδρα της Κοινωνιολογίας στο College de France, έπαιξε σημαντικό ρόλο ως προς τη διαμόρφωση μιας ολόκληρης τάσης στη γαλλική κοινωνιολογία. Ως κοινωνιολόγος, ιδίως από τη δεκαετία του '80 και μετά, ο Bourdieu παρήγαγε έναν πολιτικό αντιθεσμικό λόγο του οποίου η περιγραφή κινήθηκε συχνά μεταξύ των όρων λαϊκιστικός και επαναστατικός αριστερισμός. Οι όροι αυτοί φαίνεται πως και στις δυο περιπτώσεις εδράζονται σε μια πραγματικότητα που δεν είναι άσχετη με τη σταδιοδρομία του Bourdieu. Ο δηλωμένος στόχος του να συνενώσει τη θεωρία με την πράξη μέσα από μια οπτική υπό την οποία η κοινωνιολογική ανάλυση αποτελεί το κυρίαρχο μεθοδολογικό εργαλείο, τον οδήγησαν από τη μια σε ενέργειες όπως η έμπρακτη συμπαράστασή του στις μεγάλες απεργίες των σιδηροδρομικών το 1992 ή η στήριξη των αιτημάτων του κινήματος των περιθωριοποιημένων «sans papier» και από την άλλη σε μια, συχνά άκριτη, παρουσία στα, ανηλεώς από τον ίδιο κατακρινόμενα, ΜΜΕ (ενδεικτική είναι εδώ η παραχώρηση συνεντεύξεων σε περιοδικά όπως το Telerama που φιλοξένησε τις απόψεις του σε πέντε τεύχη). Ενδεικτικό επίσης του ενδιαφέροντος που προκάλεσε η στάση του είναι και το γεγονός πως ο όρος «bourdivisme» αποτελεί πλέον δόκιμο νεολογισμό της γαλλικής γλώσσας καθώς και το ότι η συντηρητική γαλλίδα ερευνήτρια του CNRS, Jeannine Verdes-Leroux, έγραψε ένα ολόκληρο βιβλίο (Le Savant et la politique, εκδ. Grasset) μόνο και μόνο για να καταγγείλει ό,τι η ίδια αποκαλεί «κοινωνιολογική τρομοκρατία» του Bourdieu.
Το ανά χείρας βιβλίο, ένα από τα γνωστότερα του Bourdieu, είναι απολύτως αντιπροσωπευτικό της κοινωνιολογικής του μεθόδου. Στόχος του η διερεύνηση αυτού που κατά ένα πολύ γενικό τρόπο ονομάζουμε γούστο. Μέσα από μια πληθώρα αποτελεσμάτων στατιστικών που στην ουσία έχουν διεξαχθεί στη Γαλλία τη δεκαετία του '60 και του '70 (το βιβλίο πρωτοδημοσιεύθηκε το 1979) ο Bourdieu εξάγει μια σειρά από συμπεράσματα τα οποία κάνουν φανερό ότι οι ανθρώπινες επιλογές που σχετίζονται με κάθε είδους ατομική ή κοινωνική συμπεριφορά - από την προτίμηση ενός συγκεκριμένου φαγητού, την αγάπη για την πεζοπορία ή την απόλαυση ενός ζωγραφικού πίνακα - δεν είναι το αποτέλεσμα μιας ελεύθερης βούλησης αλλά εξαρτώνται άμεσα από τη θέση του ατόμου στο πλαίσιο ενός ιεραρχημένου κοινωνικού συστήματος. Κατ' αυτή τη διαδικασία επαναπροσδιορίζεται η έννοια της κοινωνικής τάξης μέσω της εισαγωγής νέων χαρακτηριστικών (όπως το πολιτιστικό κεφάλαιο, η ταξική έξη, το κοινωνικό πεδίο) που συνυπολογίζονται ως εξίσου σημαντικά με τη θέση του ατόμου στην παραγωγική διαδικασία και που ταυτόχρονα αποτελούν, ως μεθοδολογικοί όροι, την προσωπική συνεισφορά του Bourdieu στην κοινωνιολογική ανάλυση. Κατ' αυτό τον τρόπο, περιγράφονται με οξυδέρκεια και με ακρίβεια όχι μόνο οι επιβεβλημένες επιλογές μιας παραδοσιακά οριζόμενης κοινωνικής ομάδας αλλά και όλες οι παραλλαγές των επιλογών που συναντάμε στο εσωτερικό της. Ετσι, για να αναφέρουμε ένα μόνο παράδειγμα, αν η παρακμάζουσα μικροαστική τάξη χαρακτηρίζεται από μια αυστηρή και ασκητική ηθική - υιοθετώντας συντηρητικές «αισθητικές» επιλογές -, η νέα μικροαστική τάξη, που αποτελείται από άτομα τα οποία εξασκούν επαγγέλματα που σχετίζονται με τη διάνοιξη νέων αγορών (δημόσιες σχέσεις, δημοσιογραφία, πολιτιστική διαχείριση), υιοθετεί μια φαινομενικά ελευθεριάζουσα ηθική στάση - τείνοντας συχνά προς την αποδοχή πρωτοποριακών «αισθητικών» αντιλήψεων - ακριβώς επειδή προσβλέπει στην κοινωνική άνοδο απομιμούμενη τα ήθη των μεγαλοαστών.
Ο Bourdieu, επίσης, επαληθεύει στατιστικά την ύπαρξη των μηχανισμών κυριαρχίας εκείνου που, ήδη τη δεκαετία του '40, οι Horkheimer και Adorno είχαν αποκαλέσει «πολιτιστική βιομηχανία»: η μαζική κατανάλωση «υψηλού επιπέδου» πολιτιστικών αγαθών - που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια και στην Ελλάδα με την αθρόα προσέλευση στις εκδηλώσεις του Μεγάρου Μουσικής ή της Εθνικής Πινακοθήκης και που καθημερινή εφημερίδα είχε ενδεικτικά χαρακτηρίσει με τον «ευφυή» τίτλο «Ξυπνάμε;» - δεν αποτελεί αφηρημένη ένδειξη ανόδου του πολιτιστικού επιπέδου μιας κοινωνίας αλλά, αντίθετα, κάνει σαφή την υποταγή των κυριαρχούμενων ομάδων ως προς τις - στην ουσία ακατανόητες - πολιτιστικές επιλογές της κυρίαρχης τάξης μέσω αυτού που ο Bourdieu αποκαλεί «πολιτιστική καλή θέληση», τυπική στάση των ανερχόμενων μικροαστών.
Μια τέτοια προσέγγιση έχει φυσικά το κόστος της. Η συνεχής αποδόμηση των κοινωνικών ομάδων έχει ορισμένες φορές ως αποτέλεσμα την παραγωγή χαωδών και δυσανάγνωστων στατιστικών διαγραμμάτων. Με αυτή την έννοια η «διάκριση» των επιλογών κινδυνεύει να καταστεί ατέρμονη. Ωστόσο ο στόχος του Bourdieu επιτυγχάνεται. Οι σχεδόν 600 σελίδες του βιβλίου του προσφέρουν άφθονα παραδείγματα που καθιστούν σαφείς τις κοινωνικές ρίζες των κρίσεων που εκφέρουμε. Και φυσικά όχι μόνο των «αισθητικών». Θα πρέπει μάλιστα να ειπωθεί πως ο Bourdieu, παρ' ότι ασκεί έντονη κριτική στη θρυλούμενη - από τον Kant και μετά - ανιδιοτέλεια της καλαισθητικής κρίσης, ελάχιστα ασχολείται με τις καθεαυτό αισθητικές επιλογές. Αφιερώνει, αντίθετα, πολλές σελίδες στην κοινωνική αιτιολόγηση των διαιτητικών συνηθειών ή γενικότερα, στον τρόπο ζωής της εργατικής και της αστικής τάξης (μαθαίνουμε, για παράδειγμα, πως οι εργάτριες και οι χωρικές διακρίνονται από ιδιαίτερα υψηλή κατανάλωση σε παντούφλες ή πως οι ορειβατικές δραστηριότητες χαρακτηρίζουν ιδίως του καθηγητές της Μέσης Εκπαίδευσης).
Με αυτή την έννοια η ελληνική απόδοση της λέξης «κρίση» (jugement) ως «καλαισθητική κρίση» δεν ανταποκρίνεται πλήρως στο περιεχόμενο του βιβλίου. Είναι εξάλλου αλήθεια πως από την ελληνική έκδοση δεν λείπουν οι μεταφραστικοί ακροβατισμοί (οι λέξεις ενδεχομενικότητα, καθολίκευση, φιξιστική, κοοπτάτσια, αισθητής ή οι φράσεις τρία σύμπαντα γούστων, ο ερασιτέχνης της τέχνης, το βιοτικό ύφος, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα που προκύπτουν από την εμμονή σε μια κατά λέξη μετάφραση, δεν είναι ό,τι πιο επιτυχημένο). Ωστόσο η προοδευτική εξοικείωση με τις επιλογές της μεταφράστριας (τυποθεσία, επιτελεστικός, διάρρηση, οροεξάρτηση, συνομάδωση) συντελεί στην ευχερέστερη κατανόηση ενός ούτως ή άλλως στρυφνού πρωτοτύπου - ο Bourdieu έχει ουκ ολίγες φορές κατηγορηθεί ως δυσνόητος - καθιστώντας το ελληνικό κείμενο προϊόν αξιέπαινου μεταφραστικού μόχθου (μια συστηματική επιμέλεια του βιβλίου θα έλυνε ίσως τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν). Εξάλλου, και οι μεταφραστικές επιλογές, έστω και βαθιά ριζωμένες στον πυρήνα της κοινωνικής μας ύπαρξης, είναι, εν τέλει, θέμα γούστου. Ο Bourdieu μάλλον θα συμφωνούσε.
Ο κ. Νίκος Δασκαλοθανάσης είναι διδάκτωρ Ιστορίας της Τέχνης. Από τις εκδόσεις Opera κυκλοφορεί το βιβλίο του «Η ζωγραφική του Giorgio de Chirico. Η σύνταξη του μεταφυσικού χώρου».
ΝΙΚΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΘΑΝΑΣΗΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 28-04-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις