Τα δάκρυα της βασίλισσας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ

Μυθιστόρημα
Έκπτωση
29%
Τιμή Εκδότη: 19.78
14.00
Τιμή Πρωτοπορίας
+
363242
Συγγραφέας: Μπούτος, Βασίλης
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:497
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2000
ISBN:2229602115624

Περιγραφή


Τα Χριστούγεννα του '49, στην Παιδούπολη της Αρτας "Η Αγία Σκέπη" που ιδρύθηκε, όπως όλες, με πρωτοβουλία της Φρειδερίκης και αποσκοπούσε στην "παροχή προσωρινού ασύλου και περιθάλψεως ορφανών, εγκαταλελειμμένων, απόρων παιδιών λόγω πολεμικών γεγονότων", οι ιστορίες των ανθρώπων ξεπερνούν σε αλήθεια την επίσημη καταγραφή και αποτίμησή τους. Ο Θωμάς -έχοντας βιαστεί από τον νυχτοφύλακα- επιχειρεί να δραπετεύσει αλλά ο φόβος, η νύχτα και το χιόνι τον αποτρέπουν. Διοχετεύει το μίσος στη ζωγραφική και εναποθέτει τις ελπίδες για τιμωρία του βιαστή στη Βασίλισσα, η οποία -λέγεται- ότι θα τους επισκεφτεί. Η ακύρωση του ταξιδιού της και το αβάσταχτο μυστικό του τον φέρνει σε απόγνωση και αποπειράται να πνιγεί στη λίμνη του ιδρύματος. Για το "καλό της πατρίδας", η υπόθεση κουκουλώνεται και ο ηθικός αυτουργός της αυτοχειρίας σπεύδει να αρραβωνιαστεί με την κόρη του εκδότη. Τα σχέδιά του, όμως, δεν πραγματοποιούνται καθώς η νύφη φεύγει την τελευταία στιγμή με τον αγαπημένο της. Ο νεαρός τρόφιμος, που σώθηκε -εν αγνοία τους- χάρη στη βοήθεια ενός σκύλου της Παιδόπολης και βρέθηκε από την πίσω πλευρά των συνόρων, επιστρέφει τριάντα χρόνια μετά -ως πετυχημένος ζωγράφος πια- στον τόπο του "θανάτου" του και συναντά ξανά τον βιαστή του.

Το μυθιστόρημα πραγματεύεται τις σχέσεις του έσω και έξω κόσμου, των τροφίμων με τη διοίκηση, και των διοικούντων μεταξύ τους. Ο αδερφοκτόνος πόλεμος, αν και τυπικά έχει τελειώσει, συνεχίζεται στις καρδιές όλων. Ο αρχηγός, οι ομαδάρχες, ο μοίραρχος, ο εκδότης της τοπικής εθνικόφρονης εφημερίδας, ο στρατιωτικός ιερέας, οι κυρίες της Πρόνοιας, οι υπάλληλοι και τα παιδιά-τρόφιμοι, συγκροτούν έναν κόσμο, όπου η βία ασκείται ποικιλότροπα και διαχέεται όχι μόνο προς τους εξουσιαζόμενους αλλά και μεταξύ των εξουσιαστών. Τα πιο αντιφατικά, πολλές φορές συμφέροντα των διαχειριστών των παιδικών ψυχών, συγκρούονται με αδυσώπητη ένταση, καθώς πντού επικρατεί ο μετεμφυλιακός τρόμος και φόβος. Η σιωπή είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτού του μικρόκοσμου που λυσσομανά για εξουσία, μνησικακεί και επιθυμεί να εκδικηθεί αλλήλους.








ΚΡΙΤΙΚΗ





Η 29η Δεκεμβρίου, όταν η Εκκλησία τιμά τη μνήμη των 14.000 νηπίων που έσφαξε ο Ηρώδης, είχε ορισθεί ως ημέρα εθνικού πένθους για το «παιδομάζωμα». Είναι η αφετηρία του μυθιστορήματος του Βασίλη Μπούτου, που μας οδηγεί στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης.



Πενήντα χρόνια έχουν ήδη παρέλθει από την επίσημη λήξη του Εμφυλίου πολέμου και η ιστοριογραφία της περιόδου, με τη δυνατότητα πρόσβασης σε πάσης φύσεως αρχεία και την εκτεταμένη και ολοένα συστηματικότερη περισυλλογή προφορικών μαρτυριών, φαίνεται να απαγκιστρώνεται ιδεολογικά και να απορρίπτει τις παλαιότερες μανιχαϊκές ερμηνείες. Με άλλα λόγια, η ιστορία του ελληνικού Εμφυλίου μόλις που αρχίζει να συντάσσεται και σε αυτή την ώθηση σημαντικός είναι ο ρόλος των νεότερων ερευνητών, που δεν έζησαν αυτή την περίοδο.

Κατά κάποιον τρόπο, σε αντιστοιχία, και η λογοτεχνία γύρω από τον ελληνικό Εμφύλιο υστερεί, μια και στάθηκε, ευθύς εξ αρχής, χώρος επίφοβος. Ως πρόσφατα ένα μυθιστόρημα γύρω από τον Εμφύλιο σήμαινε αναμόχλευση παθών, άρα θέμα προς αποφυγήν. Από αυτή την περίοδο έχουμε προπαντός ποιήματα, χρονικά, απομνημονεύματα και μόνο λιγοστά πεζά. Οσα γράφτηκαν νωρίς και φέρουν καίουσα βιωματική ύλη, και τα μετέπειτα, ως επί το πλείστον, μεταφορικά και κρυπτικά. Οπως φαίνεται όμως και στον χώρο της λογοτεχνίας, ειδικότερα στη μυθιστοριογραφία, τα πράγματα αλλάζουν. Νεότεροι συγγραφείς που δεν έζησαν αυτή την περίοδο ανακαλύπτουν με τη σειρά τους την πανάκεια αρχείων και μαρτυριών. Εισπράττουν συγκινήσεις πρωτόγνωρες και, άμ' έπος άμ' έργον, γράφουν ένα μυθιστόρημα για να τις μοιραστούν με τους αναγνώστες τους. Τουλάχιστον έτσι περιγράφει στις συνεντεύξεις του τα αισθήματά του ο Β. Μπούτος. Ανάλογη και η προσπάθεια του Θ. Σκάσση στο πρόσφατο μυθιστόρημά του, Ελληνικό σταυρόλεξο, αν και αυτός κινείται σε λιγότερο ολισθηρό έδαφος, υιοθετώντας την οπτική γωνία ενός που εξερευνά το παρελθόν. Και πιστεύουμε ότι θα υπάρξει συνέχεια μια και η περιοχή παρουσιάζεται πρόσφορη, για όσους δεν είναι από τη μνήμη άμεσα ή έμμεσα ναρκοθετημένοι. Για τον Β. Μπούτο είναι το δεύτερο μεγάλο μυθιστόρημα. Ταλαντούχος συγγραφέας, αφού καλλιέργησε για μία δεκαετία το σύντομο ποιητικό πεζό, εξέδωσε το 1997 τη Συκοφαντία του αίματος. Τρία χρόνια αργότερα επανέρχεται με ένα δεύτερο μυθιστόρημα, και αυτό σχεδόν 500 σελίδων, φτιαγμένο με τον ίδιο ακριβώς τρόπο σύνθεσης. Σύμφωνα πάντα με τις συνεντεύξεις του (παρεμπιπτόντως, και ένας γάλλος θεωρητικός της περιωπής του Ζεράρ Ζενέτ εντάσσει τις συνεντεύξεις στα περι-κειμενικά στοιχεία που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη), μετά το πρώτο μυθιστόρημα ήθελε να ασχοληθεί και πάλι με έναν «στρατοπεδικό κόσμο», όπως αυτόν των Εβραίων στη Συκοφαντία του αίματος. Προς στιγμήν ως δέλεαρ παρουσιάστηκε ο κόσμος της Μακρονήσου, μάλλον όμως θεωρήθηκε αποκοτιά μια μυθιστορία εκεί εκτυλισσόμενη. Κάπως έτσι, ο συγγραφέας ανακάλυψε και στράφηκε στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης.

Και πάλι επιλέγει έναν τίτλο ιστορικά φορτισμένο. Τα δάκρυα της βασίλισσας δεν είναι εξακριβωμένο αν πράγματι χύθηκαν κατά τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε σε έλληνες και ξένους ανταποκριτές ή αν τα επενόησαν οι δημοσιογράφοι, που και πριν από μισό αιώνα αγωνιούσαν να προσδώσουν στις ειδήσεις μελοδραματικούς τόνους. Πάντως πολύ συγκινημένη θα έδειχνε η βασίλισσα Φρειδερίκη, αφού η έκκλησή της, μαζί με αυτήν του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού, απευθυνόταν στους αρχηγούς των τότε 59 κρατών-μελών του ΟΗΕ, ζητώντας την παρέμβασή τους για την επιστροφή των ελληνοπαίδων που είχαν αρπαχτεί από τους «συμμορίτες» και βρίσκονταν στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Η περιώνυμη συνέντευξη Τύπου δόθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 1949, με αφορμή την πανελλαδική εκδήλωση της επομένης. Με πρόταση του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, η 29η Δεκεμβρίου, κατά την οποία η Εκκλησία τιμά τη μνήμη των 14.000 νηπίων που έσφαξε ο Ηρώδης, είχε οριστεί ως ημέρα εθνικού πένθους για το «παιδομάζωμα».

Δανειζόμαστε από το βιβλίο Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου, «προσωπική μαρτυρία» του Κώστα Γκριτζώνα (Φιλίστωρ, 1998). Οπως και στο προηγούμενο μυθιστόρημά του, ο Β. Μπούτος δεν πνίγει το βιβλίο του με ιστορικές λεπτομέρειες, κρατά από τον τίτλο μόνο τη συγκεκριμένη εικόνα της βασίλισσας ως φιλόστοργης μητέρας των ορφανών και του έθνους και δείχνει την απήχησή της στους δύο μικρόκοσμους, στους οποίους ισοκατανέμει το μυθιστόρημά του: την παιδούπολη της Αρτας, «Αγια Σκέπη», και τους προύχοντες της πόλης. Αν και από το Μακρυχώρι Λάρισας ο συγγραφέας, δεν προτιμά την πλησιέστερη παιδούπολη του «Αγίου Παύλου», στον Θεσσαλικό κάμπο, τρία χιλιόμετρα από τη Λάρισα.

Το κατ' εξοχήν συμβάν, γύρω από το οποίο πλέκονται τουλάχιστον όσα κεφάλαια διαδραματίζονται στην παιδούπολη, είναι ο βιασμός ενός δεκατριάχρονου τρόφιμου από τον νυκτοφύλακα. Συμβάν καταλυτικό μεν για τις συγκρούσεις και τις προστριβές στο προσωπικό της παιδούπολης, όπως και για τη μυθιστορηματική εξέλιξη, καθόλου όμως καθοριστικό του κλίματος στην παιδούπολη. Από έρευνες σε ορφανοτροφεία, άσυλα και άλλα ιδρύματα σωφρονισμού, εντός και εκτός της χώρας, υπάρχει η εντύπωση πως οι σωματικές ποινές τα παλαιοτέρα χρόνια ήταν μάλλον ο κανόνας, συχνά μάλιστα η αυθαιρεσία του προσωπικού ενός ιδρύματος έφθανε σε βιαιότητες ως και τη σεξουαλική κακοποίηση των τροφίμων. Σε αντίθεση, το μυθιστόρημα δίνει μια ολότελα διαφορετική εικόνα, όπου ο βιασμός παραμένει μεμονωμένο κρούσμα, απόρροια της διαστροφής ενός συγκεκριμένου προσώπου, ενώ οι υπόλοιποι «ομαδάρχες» της παιδούπολης δείχνουν καταρρακωμένοι από τις τύψεις ακόμη και για ένα χαστούκι ή ένα τράβηγμα αφτιού.

Με τη θαλπωρή οικογένειας προβάλλει η μικρή κοινωνία της παιδούπολης, παρά τους αυστηρούς κανόνες πειθαρχίας, για τους οποίους πληροφορούν οι εγκύκλιοι που ενσωματώνονται αυτούσιοι στο κείμενο, ως τεκμήρια. Ελάχιστη αναφορά γίνεται στην, υποτίθεται, καταπιεστική ιδεολογική προπαγάνδα, που ζητούσε να ενσπείρει στα παιδιά το μίσος για τους «συμμορίτες». Ο διευθυντής, ο γιατρός, η νοσοκόμα και ο στρατιωτικός ιερέας φαίνονται άψογοι στο λειτούργημά τους και, επιπλέον, άνθρωποι καλλιεργημένοι. Αλλά και οι «ομαδάρχες», αν και υπεξαιρούν τρόφιμα από την αποθήκη, εφαρμόζουν πιστά τις παιδαγωγικές εντολές. Ως και ο βιαστής, όπως επί μακρόν παρακολουθούμε τις ενοχές που τον κατατρύχουν, την αγωνία του να συνευρεθεί εν τέλει με γυναίκα, τις προσπάθειές του να παντρευτεί αλλά και τη στοργή για τη βάβω του, αναδύεται, τουλάχιστον φροϋδικώς, μάλλον ως θύμα παρά ως θύτης.

Οσο για το θύμα του βιασμού, με τον πατέρα στη Μακρόνησο, τη μητέρα νεκρή και τον αδελφό αρπαγμένο από τους «συμμορίτες», σκιαγραφείται σαν ένα παιδί ευσυγκίνητο αλλά θαρραλέο, με ιδιαίτερη κλίση στη ζωγραφική. Με μοναδικό σύντροφο τον σκύλο της παιδούπολης και παρηγοριά την απόμακρη φιγούρα της βασίλισσας, θα κατορθώσει να διαφύγει. Ενα μέρος του βιβλίου παρουσιάζεται σαν εφηβικό μυθιστόρημα και προσφέρεται για μια συγκριτική ανάγνωση με Τα ηρωικά χρόνια του Στρατή Χαβιαρά.

Ο Β. Μπούτος ακολουθεί μια σταθερή αφηγηματική μορφή. Σε τρίτο πρόσωπο η διήγηση και ο αφηγητής, από τον τρόπο που εκφράζεται και τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, φαίνεται σαν ένας διανοούμενος των ημερών μας. Με τη δική του οπτική γωνία αποδίδονται τα εσώτερα της ψυχής των ηρώων, οι σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Κάποτε και των ζώων ή και των άψυχων. Αυτός ο τρόπος αφήγησης επιτρέπει στον συγγραφέα παρομοιώσεις του τύπου: ένας άρρωστος έφηβος «νιώθει το στόμα και τον οισοφάγο του σαν ξεροπήγαδο του Μελιγαλά». Επίσης του δίνει τη δυνατότητα να αποστασιοποιείται και να ειρωνεύεται τη διχαστική λογική και φρασεολογία της εποχής. Αν και κάποτε αυτή η αφηγηματική άνεση τον παρασύρει σε λεπτομέρειες που δείχνουν μεν ευρύ γνωστικό πεδίο, με εμμονή στα εικαστικά θέματα, αλλά παρακωλύουν τη μυθιστορηματική ροή.

Ο συγγραφέας δείχνει και πάλι τον καλύτερο εαυτό του στην τοιχογραφία της τοπικής καλής κοινωνίας. Μάλλον περί ελαιογραφίας πρόκειται, με έντονα χρώματα σε παχιά στρώματα, όπως πληθαίνουν τα καλολογικά στοιχεία, προπαντός οι παρομοιώσεις που κεντούν σχεδόν κάθε φράση. Κυρίως περιγράφονται κάποιες βεγκέρες, όπου παρευρίσκονται όλοι οι τοπικοί παράγοντες: ο μητροπολίτης, ο διευθυντής της Εθνικής Τράπεζας, ο εκδότης της εθνικόφρονης εφημερίδας, ο διευθυντής της παιδούπολης και οι κυρίες τους, που συμμετέχουν και αυτές ενεργά σε επιτροπές και φιλανθρωπικά έργα. Εν μέσω αυτών ξεχωρίζει ο μοίραρχος της βασιλικής χωροφυλακής, τόσο για τον ηρωισμό του κατά τα Δεκεμβριανά στου Μακρυγιάννη και τις τοπικές εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ύστατων θυλάκων «συμμοριτών», όσο και για την αρρενωπότητά του. Αν χαρακτηρίζαμε εφηβικό το μυθιστόρημα, τότε για την ανάγνωση των υπολοίπων κεφαλαίων απαιτείται η γονική συναίνεση, αφού το φόρτε του συγγραφέα είναι οι χυμώδεις ερωτικές περιγραφές. Και πάλι οι ηρωίδες του γίνονται παρανάλωμα των σεξουαλικών τους παρορμήσεων, καθώς, μυθιστορηματική αδεία, οι έγγαμες ελευθεριάζουν στα λόγια και στις πράξεις. Τελικά ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα που, με την εκζήτηση της γλώσσας, διακωμωδεί τους ήρωες, δείχνοντας την κοινωνική υποκρισία.

Στο μυθιστόρημα προτάσσεται απόσπασμα της εφημερίδας «Δημοκράτης», που κυκλοφορούσε στην Πολωνία, όπου περιγράφονται οι γυμναστικές επιδείξεις στην εκεί παιδούπολη, Αύγουστος 1950. Μια ευφρόσυνη εικόνα, ως ειρωνική αντίστιξη στις περιγραφές του ελληνικού Τύπου για τις εδώ παιδουπόλεις. Τελικά όμως ο αναγνώστης μένει με την καθόλου απεχθή, μυθιστορηματική εκδοχή της παιδούπολης της Φρειδερίκης, η οποία άλλωστε δένει και με το αλληγορικό ­ στον βαθμό που λειτουργεί ­ τέλος του μυθιστορήματος. Το 1982 ο βιαστής-θύτης συναντά το θύμα του, επανακάμπτον από το «παραπέτασμα» όπου είχε καταφύγει για να επουλώσει το τραύμα του, και δίνουν τα χέρια. Αυτή τη συμφιλιωτική κατάληξη φαντάζεται ένας νεότερος συγγραφέας για τον αιματηρό διχασμό μετά 50 χρόνια λήθης ή απώθησης.

Στο ένθετο των «Βιβλίων», καλοκαίρι 1997, ο Σπ. Τσακνιάς και ο Ν. Μπακουνάκης, με αφορμή τη Συκοφαντία του αίματος, υπερασπίζονταν την ελευθερία του δημιουργού, που ουδείς επιτρέπεται να αμφισβητεί. Ο Β. Μπούτος, τελικά, παραπέμφθηκε στη Δικαιοσύνη για προσβολή της μνήμης τεθνεώτων και, δύο χρόνια αργότερα, δόθηκε η συμβιβαστική λύση να αφαιρεθούν από τις προσεχείς εκδόσεις ονόματα και στοιχεία που θίγουν συγκεκριμένα πρόσωπα. Γι' αυτό και στο καινούργιο μυθιστόρημα κρατά αποστάσεις ασφαλείας, αν και πάλι εμπλέκει υπαρκτά πρόσωπα και γεγονότα, επιμένοντας να παίζει με τη φωτιά. Διαφορετική όμως η κερκυραϊκή κοινωνία από την αρτινή. Οπως διαπιστώσαμε, λίγοι μόνο ηλικιωμένοι κάτοικοι της Αρτας θυμούνται την παιδούπολη «Αγία Σκέπη» και ακόμη λιγότεροι συγκεκριμένα πρόσωπα και καταστάσεις. Ωστόσο ένα μυθιστόρημα, αφορμώμενο από την ιστορική πραγματικότητα, θέλοντας και μη, αναμετριέται με τις επικρατούσες ιδεολογικές απόψεις. Στη Συκοφαντία του αίματος οι καλοί ήταν οι Εβραίοι και οι κακοί μέρος της κερκυραϊκής κοινωνίας.

Μένει ζητούμενο ποια αντιμετώπιση θα είχε μια μυθιστορηματική εκδοχή με αντεστραμμένους τους ρόλους. Παρόμοιες σκέψεις γεννά και το πρόσφατο μυθιστόρημα του Β. Μπούτου. Αλλά τελικά ­ γιατί όχι; ­ μήπως ένας από τους στόχους της λογοτεχνίας δεν είναι και η πρόκληση;




ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 03-12-2000






ΚΡΙΤΙΚΗ



Ο Βασίλης Μπούτος είναι ένας τολμηρός και εργατικός συγγραφέας. Αυτό τουλάχιστον έχει δείξει με τα δύο τελευταία, πολυσέλιδα και πολυπρόσωπα μυθιστορήματά του, «Η συκοφαντία του αίματος» και «Τα δάκρυα της βασίλισσας». Τολμηρός γιατί επέλεξε να αγγίξει επώδυνες σκοτεινιές της πρόσφατης ιστορίας μας και γιατί έχει πίσω του πολλή δουλειά και έρευνα.

Αν λοιπόν με τη «Συκοφαντία του αίματος» ο Βασίλης Μπούτος κολύμπησε στα κερκυραϊκά νερά της ιταλογερμανικής κατοχής αγγίζοντας το σκοτεινό κεφάλαιο των Εβραίων του νησιού και της τύχης τους, στα «Δάκρυα της Βασίλισσας» καταπιάνεται με μία από τις πιο αιματηρές και επώδυνες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας: τον Εμφύλιο Πόλεμο. Και μάλιστα διεισδύοντας στον κόσμο των νικητών. Για λογαριασμό της άλλης πλευράς, αυτής που νίκησε τελικά, έχουμε -απ' όσο γνωρίζω- μεταπολιτευτικά τουλάχιστον δύο μυθιστορήματα. Το «Ορθοκωστά» του Θανάση Βαλτινού και την αμφιλεγόμενη «Ελένη» του εξ Αμερικής Νίκολας Γκατζογιάννη. Η μεγάλη διαφορά με τον Βασίλη Μπούτο είναι ότι και οι δύο προηγούμενοι συγγραφείς είχαν προσωπικά βιώματα από εκείνη την περίοδο. Αντίθετα, ο Μπούτος, γεννημένος το 1959, δέκα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, όχι μόνον δεν τον έζησε αλλά η πρώτη του νεότητα συμπίπτει με την αποφόρτιση -επιτέλους- του φοβερού εκείνου κλίματος και την τάση για συμφιλίωση που επικράτησε τη δεκαετία του 1980, η οποία και συμβολικά σφραγίστηκε με την περίφημη χειραψία των δύο αντιπάλων στρατηγών, Μάρκου Βαφειάδη και Γεράσιμου Τσακαλώτου. Πάνω σ' αυτό το «ιδεολογικό» υπόβαθρο στηρίζεται το μυθιστόρημά του.

Ο συγγραφέας επιλέγει ως χρόνο του μυθιστορήματός του τις παραμονές των Χριστουγέννων του 1949, όταν η ήττα του Δημοκρατικού Στρατού είναι πια γεγονός, αλλά το εμφυλιακό κλίμα ζει και βασιλεύει. Σε μία από τις Παιδοπόλεις που είχε τότε ιδρύσει η βασίλισσα Φρειδερίκη, ο 13χρονος Θωμάς, που η μητέρα του έχει σκοτωθεί από νάρκη και ο πατέρας του βρίσκεται στη Μακρόνησο, βιάζεται από το νυχτοφύλακα Πανάρετο Μπούκη. Ο μικρός, σε άθλια ψυχολογική κατάσταση, φεύγει κρυφά από τους κοιτώνες και κρύβεται για μια ολόκληρη νύχτα, προκαλώντας μεγάλη αναστάτωση στο προσωπικό της Παιδόπολης που τον ψάχνει παντού. Το νυχτερινό αυτό ανθρωποκυνηγητό, που καταλαμβάνει αρκετές σελίδες του μυθιστορήματος, δίνει στο συγγραφέα την αφορμή να σκιαγραφήσει τόσο το χαρακτήρα του Μπούκη, όσο και των άλλων μελών του προσωπικού της Παιδόπολης, να δείξει πώς λειτουργεί η ιεραρχία της, να αποκαλύψει επίσης πτυχές που αντιπροσωπεύουν όψεις της αναδυόμενης κοινωνίας των νικητών και που θα σφραγίσουν τη μετέπειτα νοοτροπία και συμπεριφορά της. Το ίδιο άλλωστε γεγονός του βιασμού λειτουργεί και σε συμβολικό επίπεδο.

Ο μικρός Θωμάς τελικά φανερώνεται αλλά η πληγή παραμένει και στην ψυχή και στο σώμα του, και βέβαια η επιθυμία για εκδίκηση. Σ' αυτό το σημείο παρεμβαίνει η Φρειδερίκη. Ενας από τους βασικούς ρόλους που η τότε βασίλισσα είχε αναλάβει και που εντάσσονταν στο κλίμα της προπαγάνδας από την πλευρά του Παλατιού ήταν αυτός της Μητέρας του Εθνους(!). Ο ρόλος αυτός προπαγανδιζόταν ιδιαίτερα στις Παιδοπόλεις για να δημιουργεί στα άτυχα αυτά παιδιά συναισθήματα ασφάλειας και βεβαίως ευγνωμοσύνης. Ο Βασίλης Μπούτος βάζει τον Θωμά, μέσα στην απελπισία του, να δημιουργεί μια νοερή σχέση με τη βασίλισσα, τοποθετώντας την στη θέση της νεκρής μητέρας του και θεωρώντας ότι θα τον δικαιώσει όσον αφορά το κακό που του έχει προκαλέσει ο νυχτοφύλακας. Περιμένει λοιπόν με ελπίδα την επικείμενη επίσκεψη της Φρειδερίκης στην Παιδόπολη την παραμονή των Χριστουγέννων του 1949. Ωστόσο η επίσκεψη αυτή έχει αναστατώσει και ολόκληρη την ιεραρχία του προσωπικού της Παιδόπολης αλλά και τις Αρχές της πόλης. Ετσι, στις επόμενες σελίδες παρακολουθούμε σκηνές από την καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων, που ανήκουν όλοι στην παράταξη των νικητών και που αντιπροσωπεύουν ο καθένας και μια κοινωνική βαθμίδα στο μετεμφυλιακό ελληνικό κράτος, που αρχίζει να οικοδομείται. Ο κουμμουνιστοφάγος και ματσό μοίραρχος που επαίρεται για τους «συμμορίτες» που καθαρίζει, ο εκδότης της ακραίας εθνικόφρονης τοπικής εφημερίδας που αρνείται να δώσει το χέρι της κόρης του στον αριστερών φρονημάτων νέο που αγαπάει, ο θρησκόληπτος και συντηρητικός διευθυντής της Παιδόπολης, η ερωτιάρα και πεταχτή συμβία του Ρίτσα, ο παπάς της Παιδόπολης και βέβαια ο γνωστός μας νυχτοφύλακας που προσπαθεί να κρύψει το πάθος του για τα μικρά αγόρια, καθώς και την ανησυχία του μήπως μαθευτεί τι έκανε στον Θωμά. Ολοι αυτοί ετοιμάζονται για την επίσκεψη της βασίλισσας, η οποία όμως την τελευταία στιγμή δεν έρχεται. Από κει και πέρα αρχίζουν οι μικρές εκρήξεις με απόγειο τη μεγάλη, του εκούσιου πνιγμού του Θωμά. Ετσι τουλάχιστον νομίζουν όλοι, αν και το σώμα του πνιγμένου δεν βρίσκεται ποτέ. Στις τελευταίες σελίδες του μυθιστορήματος ο χρόνος μετατίθεται στο 1982, όταν συναντούμε και πάλι τους δύο πρωταγωνιστές, τον Θωμά, που δεν είχε πνιγεί βέβαια, και τον ηλικιωμένο πια Πανάρετο Μπούκη να συμφιλιώνονται, με πρωτοβουλία του πρώτου, διά χειραψίας, κατά τα πρότυπα Βαφειάδη-Τσακαλώτου!

Είπαμε και στην αρχή ότι ο Βασίλης Μπούτος είναι και τολμηρός και εργατικός συγγραφέας. Ωστόσο τα μυθιστορήματά του παρουσιάζουν ορισμένες δομικές αδυναμίες. Αυτές υπήρχαν και στη «Συκοφαντία του Αίματος», υπάρχουν και στα «Δάκρυα της Βασίλισσας». Ο συγγραφέας δημιουργεί την εντύπωση πως δυσκολεύεται να τα βγάλει πέρα με το, πολύ μεγάλο και άνισο κάποτε, υλικό του. Οτι του ξεφεύγει η εσωτερική διάρθρωση του μυθιστορήματος. Στα «Δάκρυα της Βασίλισσας» το βασικό μειονέκτημα είναι ακριβώς η έλλειψη ισορροπίας. Διαβάζει δηλαδή κανείς πολύ καλές σελίδες με σωστή οικονομία, στρωμένους αφηγηματικούς χρόνους, πετυχημένους διαλόγους, που αναδεικνύουν την ατμόσφαιρα της εποχής και τη νοοτροπία της παράταξης στην οποία ανήκουν οι ήρωες και αμέσως μετά συναντά πληκτικές και χαλαρές σελίδες γεμάτες πολυλογία που θα μπορούσαν κάλλιστα να έλειπαν. Κι έτσι το μυθιστόρημα θα αποκτούσε περισσότερο νεύρο και εσωτερική ένταση. Σχετικά με την απλή (όπως λέγαμε κάποτε) καθαρεύουσα που χρησιμοποιεί, κατ' επιλογή, στα μυθιστορήματά του ο Βασίλης Μπούτος, στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα, άλλοτε μοιάζει να ειρωνεύεται τη γλώσσα των επίσημων εγγράφων ή των εφημερίδων της εποχής, και άλλοτε συντελεί στο να χαλαρώνει η αφήγηση. Η μεγάλη όμως αδυναμία είναι το τέλος του μυθιστορήματος. Ανεξάρτητα αν συμφωνεί κανείς ή δεν συμφωνεί ιδεολογικά, θα περίμενε ένα τέλος πιο στιβαρό, πιο αποφασισμένο, πιο ξεκάθαρο και δουλεμένο από το συγγραφέα, ως αφηγηματική λύση. Αντί γι' αυτό έχουμε ένα αμήχανο, φανερά «κομπλαρισμένο» τέλος, με δυο ανθρώπους που συναντιούνται τυχαία ύστερα από τριάντα χρόνια, που κάτι ψελλίζουν, και μετά, σε χρόνο ρεκόρ, σαν να μην υπήρξε σχεδόν τίποτε βαρύ μεταξύ τους, δίνουν τα χέρια.

Τελικά, το μυθιστόρημα του Βασίλη Μπούτου δημιουργεί διπλά και αντιφατικά συναισθήματα στον αναγνώστη. Από τη μια αναφισβήτητο ενδιαφέρον και από την άλλη αμηχανία και εν μέρει κούραση. Ωστόσο πιστεύουμε πως αξίζει να διαβαστεί μόνο και μόνο για το θέμα του και την προσπάθεια προσέγγισής του, κάτω από την οπτική ενός σύγχρονου συγγραφέα.



ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/06/2001

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!