0
Your Καλαθι
Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μια μελέτη
Έκπτωση
61%
61%
Περιγραφή
Αν αληθεύει ότι ο τρόπος με τον οποίο κατανοεί και ερμηνεύει κανείς τον εαυτό του επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο κατανοεί και ερμηνεύει τον κόσμο γύρω του, τότε νόμιμα δημιουργείται η υποψία ότι πολλές φορές ο Μπρόχ, αναπλάθοντας το λογοτεχνικό ταξίδι του Χόφμανσταλ, διηγείται κατ' ουσίαν τη δική του λογοτεχνική εμπειρία. Πραγματικά, μια σειρά από βσικά θέματα και σταθερά επανερχόμενα μοτίβα τα οποία ο Μπρόχ αποδίδει στον Χόφμανσταλ, όπως η υπνοβασία και το «όνειρο μέσα στο όνειρο», η αγωνία για τη διαμόρφωση ενός προσωπικού ύφους μέσα στην υφολογική αναρχία και ελευθεριότητα του 19ου αιώνα, ο τρόμος μπροστά στην απουσία ενός κεντρικού και ενιαίου συστήματος αξιών, η αποστροφή του αισθητισμού προκαλούν το ερώτημα αν αποτελούν αντικειμενικά και αυθύπαρκτα χαρακτηριστικά του βίου και του έργου του Χόφμανσταλ ή συνιστούν ένα είδος προβολής των προβληματισμών του Μπρόχ πάνω στη ζωή και στο έργο εκείνου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Χέρμαν Μπροχ είναι γνωστός στην Ελλάδα από τα δύο μεγάλα μυθιστορήματά του, τους «Υπνοβάτες» (1932) και το «Θάνατο του Βιργιλίου» (1947). Το δοκίμιο «Ο Χόφμανσταλ και η εποχή του» (1947), γραμμένο το 1947 και δημοσιευμένο το 1952, έναν χρόνο μετά το θάνατο του συγγραφέα, μας δίνει τώρα την ευκαιρία να γνωρίσουμε σε βάθος και την κριτική του σκέψη, που αποκαλύπτει ένα άριστα ενημερωμένο και συνάμα έντονα διερευνητικό και διεισδυτικό πνεύμα. Μικρότερος από τον Χόφμανσταλ μόνο κατά δώδεκα χρόνια, ο Μπροχ (γεννημένος το 1886) παρακολουθεί από κοντά το έργο του, συνταιριάζοντάς το πάντα με τα συλλογικά ζητούμενα και τις ανάγκες της Αυστρίας στη φάση της μετάβασής της από το 19ο στον 20ό αιώνα. Με θεωρητική αγωγή εμφανώς παρμένη από τις καλύτερες παραδόσεις της γερμανικής κοινωνιολογίας, ο Μπροχ παρουσιάζει τον Χόφμανσταλ ως γνήσιο τέκνο του καιρού και του τόπου του. Ο παρατηρητικός αναγνώστης εύκολα μάλλον θα διαπιστώσει ότι ο Χόφμανσταλ δεν ενθουσιάζει τον Μπροχ, που αναλαμβάνει να γράψει για την περίπτωσή του στο πλαίσιο μιας ακαδημαϊκής παραγγελίας, με το νου του αδιάκοπα συγκεντρωμένο σε ένα κεντρικό φαινόμενο: στο αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η καλλιτεχνική έκφραση μιας ακινητοποιημένης και αδύναμης για οποιαδήποτε αλλαγή και ανασύνταξη ή ανανέωση κοινωνίας.
Η ιδεολογία της διακόσμησης
Αν η αριστοκρατία της βικτοριανής Αγγλίας κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την άνοδο της αστικής τάξης και των εργατικών στρωμάτων με ένα εκπληκτικά αποτελεσματικό εύρος ανοχής, που εξασφάλισε στέρεο και απολύτως ασφαλές έδαφος για μια τόσο κρίσιμη μεταβολή, η Αυστρία της ίδιας εποχής απέτυχε καθ' ολοκληρίαν να μπει σε ανάλογο δρόμο. Οι ευγενείς κρύφτηκαν πανικόβλητοι πίσω από τα προνόμιά τους, ο βασιλικός θεσμός εγκλωβίστηκε στο εσωτερικό ενός άκαμπτου και από κάθε άποψη πεπαλαιωμένου κράτους, ενώ η καθημερινή ζωή στη Βιέννη ταυτίστηκε με την ηδονοθηρία και τη λατρεία ενός διακοσμητικού μοντέλου συνονόματου με την αδράνεια και το κενό. Το κενό και η ιδεολογία της διακόσμησης είναι οι βαριές σκιές που βλέπει ο Μπροχ να απλώνονται στην αυστριακή κοινωνία και τέχνη σε όλο το μήκος της μελέτης του. Κι αν στη Γαλλία, για να περάσουμε σε έναν άλλο μεγάλο ευρωπαϊκό πυλώνα, υπό την πίεση ασφαλώς και των ιστορικών προϋποθέσεων που δημιούργησε η Επανάσταση του 1789, ο εικαστικός ιμπρεσιονισμός διατάραξε την ευθεία (εύτακτη, μονοκόμματη και μονότονη) γραμμή της αναπαράστασης, με την έμφασή του στη δύναμη του φωτός και στην ένταση του χρώματος, πηγαίνοντας τα πράγματα πολύ πέρα από τις κατακτήσεις του λογοτεχνικού νατουραλισμού, στη μουσικόπληκτη, αλλά απελπιστικά εσωστρεφή Βιέννη τα βαλς του Στράους παρέμειναν το κυρίαρχο ακουστικό ιδίωμα, την ώρα κατά την οποία ο Νίτσε τα έβαζε κάπου αλλού με τον Βάγκνερ επειδή, παρά τις γενναίες υπερβάσεις του, δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τα δεσμά μιας εμφανώς μουσειακής κοσμοθεώρησης.
Για να επέλθει ρήξη στην τέχνη, σημειώνει ξανά και ξανά ο Μπροχ, χρειάζεται η γλώσσα της να μετέλθει σύμβολα τα οποία να φτάνουν ώς τις πρώτες (πριν από το ξεκίνημα της οποιασδήποτε παράδοσης) αρχετυπικές πηγές. Και κάτι τέτοιο στο επίπεδο της αγγλόφωνης πεζογραφίας (για να αποκτήσουμε πλέον και μίαν αμιγώς διεθνή προοπτική) το πέτυχε μόνον ο Τζόις με τον «Οδυσσέα» του, που έκανε κομμάτια το σύμπαν της ολότητας, για να το στήσει εν συνεχεία εκ νέου στα πόδια του, παίρνοντας ως αφετηρία του περίπου το μηδέν.
Η τέχνη ως ηθικό αίτημα
Αυτό είναι το διανοητικό κλίμα εντός του οποίου κινείται και αναπνέει ο κριτικός στοχασμός του Μπροχ όταν πλησιάζει τον Χόφμανσταλ. Και πώς ακριβώς παρουσιάζονται άραγε τα ευρήματά του εν προκειμένω; Μια ονειρική γραφή, που παρά τις έντιμες προθέσεις της δεν καταφέρνει να ξεφύγει από την αυστριακή ακινησία (μια ακινησία στον οποία ο Τόμας Μπέρνχαρντ θα αφιερώσει αργότερα σελίδες επί σελίδων), αλλά και, ας το κρατήσουμε, μια θαυμαστή προσήλωση στην αυτοδυναμία και την αυταξία της τέχνης: στο ηθικό, με άλλα λόγια, αίτημα της απόσπασης του καλλιτέχνη από τις αγκυλώσεις και τις συμβάσεις του αστικού του περίγυρου προς όφελος μιας γλώσσας η οποία θεμελιώνει τις αξιώσεις της αποκλειστικά στην εσωτερική της δυναμική και ταυτότητα.
Ο Μπροχ γράφει το δοκίμιό του για τον Χόφμανσταλ σε ώριμη ηλικία και δεν έχει περιθώριο για καθυστερήσεις ή παραχωρήσεις. Κι αν θέλουμε να διαβάσουμε και να εννοήσουμε επί της ουσίας το κείμενό του, δεν θα πρέπει να περιοριστούμε στο ονομαστικό του θέμα. Εχοντας ζήσει την εμπειρία του ναζιστικού φαινομένου, σαρξ εκ της σαρκός και ο ίδιος της κοινωνίας που διαμόρφωσε τον Χόφμανσταλ, ο Μπροχ ζητάει επίμονα (παρά το ριζικό χαρακτήρα της άρνησής του) μια διέξοδο από την αυστριακή ασφυξία, που υποδεικνύει εν πολλοίς και την ασφυξία ενός σημαντικού τμήματος της Ευρώπης των μέσων του 20ού αιώνα. Κι αν κάπου διακρίνει μιαν ελπίδα, τούτη συνδέεται μόνο με το μυθιστόρημα. Με ένα μυθιστόρημα το οποίο αντί να παράγει περίτεχνο ύφος (κι εδώ δεν αποφεύγει τα βέλη ούτε ο Φλομπέρ), οφείλει πάση θυσία να αντικατοπτρίσει (μήπως και να επηρεάσει;) την ολότητα (να, και πάλι, ο Τζόις), ακόμη κι αν το τίμημα θα είναι εντέλει να ανεβάσει στην επιφάνεια την πολυδιάσπαση και τον κατακερματισμό της.
Πολύ καλή (σε ολοζώντανα, σαφή και πλούσια ελληνικά) η μετάφραση του Δημήτρη Πολυχρονάκη, που συνοδεύεται από μια πυκνή, εμπεριστατωμένη και κάθε άλλο παρά φλύαρη εισαγωγή. Μια καθ' όλα προσεγμένη, όπως κι αν τη ζυγίσουμε ή τη μετρήσουμε, εργασία.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/06/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις