0
Your Καλαθι
Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη
Περιγραφή
Όλοι έχουμε όνειρα -πράγματα που οραματιζόμαστε αλλά δεν καταφέρνουμε πάντα να υλοποιήσουμε. Αυτή είναι η ιστορία του ονείρου της Αζάρ Ναφίζι, που ενώ έζησε μέσα στον εφιάλτη κατάφερε να κάνει το όνειρο πραγματικότητα.
Το Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη είναι μια απόδειξη της δύναμης της τέχνης και της ικανότητάς της να μεταμορφώνει τη ζωή των ανθρώπων.
Επί δύο ολόκληρα χρόνια, πριν εγκαταλείψει την Τεχεράνη το 1997, η Ναφίζι συγκέντρωνε στο σπίτι της, κάθε Πέμπτη πρωί, εφτά νέες γυναίκες, όλες πρώην φοιτήτριές της στο πανεπιστήμιο, για να διαβάσουν και να συζητήσουν απαγορευμένα έργα της δυτικής λογοτεχνίας. Στην αρχή, όλες ήταν ντροπαλές και αμήχανες, ασυνήθιστες στο να εκφέρουν γνώμη, γρήγορα όμως άρχισαν να ανοίγονται και να μιλούν πιο ελεύθερα, όχι μόνο για τα μυθιστορήματα που διάβαζαν αλλά και για τον εαυτό τους, τα όνειρά τους και τις απογοητεύσεις τους.
Η φωτεινή αφήγηση της Ναφίζι ανασυνθέτει με τον πιο συναρπαστικό τρόπο το χρονικό του πολέμου Ιράν-Ιράκ, όπως τον έζησαν στην Τεχεράνη, αποκαλύπτοντάς μας παράλληλα -και από πρώτο χέρι- άγνωστες πλευρές της ζωής των γυναικών στο μετεπαναστατικό Ιράν. Πρόκειται για ένα έργο εξαιρετικού πάθους και ποιητικής ομορφιάς, γραμμένο με ύφος που ξαφνιάζει με τη πρωτοτυπία του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στις πρώτες σελίδες της αυτοβιογραφίας τής Ναφίσι -η οποία αποτελεί κι ένα είδος μαρτυρίας της ταραγμένης περιόδου που έζησε στην Τεχεράνη διδάσκοντας έργα της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης, από τα τέλη της δεκαετίας του '70 έως τα τέλη της δεκαετίας του '90- εμφανίζεται η ηρωίδα από το «Χίλιες και μία νύχτες», Σεχραζάτ, ως εμβληματική γυναικεία μορφή, ικανή να παρέμβει στο προδιαγεγραμμένο της πεπρωμένο. Το κλασικό έργο της περσικής λογοτεχνίας είναι ένα από τα κείμενα που μελέτησε με τις φοιτήτριές της, καθώς σ' αυτό τονίζεται η υπεροχή της φαντασίας και η δύναμή της να επηρεάζει και να διαμορφώνει την πραγματικότητα. Στην αινιγματική αυτή ηρωίδα επενδύονται και οι δικές τους προσδοκίες για αντίσταση στις αντίξοες συνθήκες που βιώνουν; Οι μουσουλμάνες γυναίκες του Ιράν, θύματα κι αυτές ενός αυταρχικού καθεστώτος που έχει εισβάλει στις πλέον ιδιωτικές πλευρές της ζωής τους, αναχαιτίζουν, όπως και η Σεχραζάτ, το δολοφονικό χέρι του δημίου τους με τη δύναμη της αφήγησης κι επιλέγουν να μην περιμένουν παθητικά τον «αποκεφαλισμό» τους, αλλά να επιζήσουν με τη μαγεία και τη δύναμη των λέξεών τους.
Το «Διαβάζοντας τη Λολίτα στην Τεχεράνη» αποτελεί, πέρα από τη βιωματική καταγραφή της εμπειρίας της συγγραφέα κατά την περίοδο της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν, και μια λεπτομερή περιγραφή του αντίκτυπου των πολιτικών αναταραχών σε μια ομάδα γυναικών οι οποίες μελετώντας τα κλασικά έργα επινόησαν τη δική τους μορφή αντίστασης.
Οι βιωματικές αναγνώσεις τους τούς πρόσφεραν μια διέξοδο στην ασφυκτική πραγματικότητα που βίωναν, αλλά προσέδωσαν και στα ίδια τα έργα διαστάσεις που δύσκολα θα εντοπίζονταν από τον αναγνώστη μιας άλλης κουλτούρας.
Η κυρία Ναφίσι, η οποία σήμερα διδάσκει σε Πανεπιστήμιο της Αμερικής, για δύο χρόνια πριν εγκαταλείψει το Ιράν, το 1997, φιλοξενούσε στο σπίτι της εφτά από τις επίλεκτες φοιτήτριές της και μελετούσαν κάποια από τα σημαντικότερα δυτικά λογοτεχνικά έργα. Στο παρελθόν η ίδια και οι φοιτήτριές της είχαν κυνηγηθεί και αποπεμφθεί από το Πανεπιστήμιο της Τεχεράνης για έναν αριθμό προσβολών, όπως για τη μη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες της μαντίλας, για την άρνησή τους να συνταχθούν με τη σκληροπυρηνική ιδεολογική στάση των ισλαμιστών, για τον εκδυτικισμό τους, για τη μελέτη των «διεφθαρμένων» δυτικών κειμένων και για την προσχώρησή τους στην ασάφεια της μυθοπλασίας.
Τα αρχικά συνεσταλμένα μέλη της ομάδας, αν και διέθεταν διαφορετικές θρησκευτικές και κοινωνικές καταβολές, συχνά αντίθετες θέσεις κι εμπειρίες, μέσα από τις εβδομαδιαίες συναντήσεις στο σπίτι της καθηγήτριάς τους -χώρος που τους παρείχε και κάποιο άσυλο- άρχισαν να μοιράζονται και να ομολογούν τις προσωπικές τους απόψεις, μέσα από τις αναγνώσεις των κλασικών έργων -έργα που λειτούργησαν και σαν καταλύτης και τις ώθησαν στην αποποίηση της ομογενοποιημένης ταυτότητας της μουσουλμάνας, απεκδύθηκαν την προστασία της μαντίλας, η οποία συχνά λειτουργούσε και σαν καλύπτρα των ιδιαιτεροτήτων τους, και άρχισαν να σχηματίζουν τη δική τους ταυτότητα.
Σ' αυτές τις συναντήσεις οι Ιρανές γυναίκες, που στην καθημερινή τους ζωή στερούνταν κάθε είδους ελευθερία, βρίσκουν την ευκαιρία να σχολιάσουν, να εκφραστούν και να μιλήσουν για τη δική τους εμπειρία μέσα από το καθρέφτισμα στα αναλλοίωτα από το χρόνο κείμενα. Το σπίτι της καθηγήτριας έγινε το δικό τους δωμάτιο, όπου ελεύθερες και χωρίς καταστολές άρχισαν να λειτουργούν ως αναγνώστριες, δηλαδή να ασκούν την κριτική τους σκέψη.
Οι βιωματικές αναγνώσεις τους φωτίζουν άλλες πτυχές των έργων, προσφέροντας καινούριες διαστάσεις στους ήρωες: όσο η λογοκριμένη φαντασία των αναγνωστριών ελευθερώνεται τόσο τα κείμενα γίνονται δρόμοι διαφυγής, και οι ήρωές τους, σύντροφοι και σύμμαχοι, με τους οποίους πότε συμπλέουν και πότε διαφωνούν, αλλά και οι δύο επαναπροσδιορίζονται σε μια ζωντανή και συχνά «παθιασμένη» σχέση.
Πολλές από τις αναγνώσεις είναι ιδιαίτερα ανατρεπτικές για τα ίδια τα έργα, καθώς υπό το καθεστώς του εγκλεισμού τα λόγια των ηρώων αποκτούν συχνά προφητική διάσταση, απλές φράσεις ηχούν υπαινικτικά, πολλές μεταφορές γίνονται κυριολεξίες και ακούγονται σαν μηνύματα που απευθύνονται σε καθεμιά ξεχωριστά.
Υστερα από κάποιες συναντήσεις, θυμάται η Ναφίσι, δημιουργήθηκε μια ιδιαίτερα στενή σχέση με τα έργα του Ναμπόκοφ, έργα που διάβαζαν σε φωτοτυπίες, γιατί είχαν αποσυρθεί από βιβλιοπωλεία και βιβλιοθήκες, και ιδιαίτερα με τον Κιγνκινάτο Κ., τον ήρωα του «Πρόσκληση σε έναν αποκεφαλισμό», ένα έργο γραμμένο από την οπτική του θύματος, του ανθρώπου που διακρίνει «το γελοίο περίβλημα των διωκτών του και που πρέπει να αποσυρθεί στον εαυτό του για να επιβιώσει».
Οι φοιτήτριες ταυτίστηκαν με τα έργα του Ρώσου εμιγκρέ Ναμπόκοφ και προχώρησαν βαθύτερα στα θέματά του, αισθανόμενες πως μοιράζονταν μια κοινή αίσθηση δυσπιστίας, αβεβαιότητας και «αδυναμίας επέμβασης» σ' αυτό που ονομάζουμε καθημερινότητα. Επίσης, ανακαλύπτουν παραλλήλους ανάμεσα στη δική τους περιορισμένη ζωή και στη Λολίτα, κυρίως στον τρόπο που η ζωή της καταδυναστεύεται από τον εκμαυλιστή Χιούμπερτ. Η τραγική αλήθεια της Λολίτας δεν είναι ο βιασμός μιας δωδεκάχρονης από έναν ακόλαστο μεσήλικο, αλλά «η κατάσχεση της ζωής ενός ανθρώπου από έναν άλλο», ακριβώς με τον τρόπο που έχουν κατασχεθεί και οι δικές τους ζωές και η ιστορία τους.
Ο Χιούμπερτ με το να απευθύνεται συνεχώς στον αναγνώστη αθωώνει τον εαυτό του ενοχοποιώντας το θύμα του -μια μέθοδος με την οποία ήταν ιδιαίτερα εξοικειωμένες οι γυναίκες στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, θύματα και οι ίδιες ενός αυταρχικού καθεστώτος, που εισέβαλλε διαρκώς στις πλέον ιδιωτικές γωνιές της ζωής τους για να τους επιβάλει τις πλέον σκληρές φαντασιώσεις τους. «Οπως οι μαθήτριές μου», γράφει η Ναφίσι, «η Λολίτα έχει παρελθόν, παρά τις προσπάθειες του Χιούμπερτ να την εξορφανίσει αποστερώντας την από την ιστορία της... και όπως οι μαθήτριες μου, γίνεται το πλάσμα της φαντασίας κάποιου άλλου».
Στον «Μεγάλο Γκάτσμπι», ένα μυθιστόρημα για τα χαμένα όνειρα και την απώλεια των ψευδαισθήσεων, διακρίνουν πως ο συγγραφέας μέσω του ήρωά του προσπαθεί να υπερβεί τον τόπο και το χρόνο. Ο Γκάτσμπι τούς θυμίζει την ισλαμική επανάσταση, η οποία «είχε επιβληθεί στο όνομα του συλλογικού μας παρελθόντος και είχε καταστρέψει τις ζωές μας στο όνομα ενός ονείρου».
Προσδιορίζουν την Ντέζι Μίλερ, στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Χένρι Τζέιμς, ως μια γυναίκα που «πολέμησε τις συμβάσεις της εποχής της», μια ηρωίδα που διέθετε το θάρρος να αντιταχθεί στους κοινωνικούς περιορισμούς και παραδόσεις.
Παρατηρούν πως οι πρωταγωνιστές τής Τζέιν Οστιν επιθυμούν να έχουν προσωπική ζωή, αλλά, καθώς βρίσκονται κάτω από το μικροσκόπιο της μικρής κοινότητάς τους, είναι αναγκασμένοι να προσαρμόζονται συνεχώς, διατηρώντας την ισορροπία μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Στα μυθιστορήματά της «τα όρια μονίμως απειλούνται από γυναίκες που προτιμούν το ιδιωτικό από το δημόσιο, κινούμενες άνετα στον κόσμο της καρδιάς και των διαπροσωπικών σχέσεων».
Η λογοτεχνία έγινε απαραίτητη στη ζωή των μουσουλμάνων και δεν ήταν πολυτέλεια, αλλά ανάγκη, προκειμένου να επιβιώσουν σ' ένα τόσο αυταρχικό καθεστώς, όπου, σύμφωνα με τους νόμους μετά τη θρησκευτική επανάσταση, η μέση ηλικία γάμου κατέβηκε από τα δεκαοχτώ στα εννέα χρόνια, ο λιθοβολισμός ξανάγινε η τιμωρία για τη μοιχεία και την πορνεία και η όποια απείθεια τιμωρούνταν με φυλάκιση και μαστίγωμα. Η μαντίλα έγινε το δεύτερο δέρμα, για να καλύπτει την όποια επιθυμία, και η όποια ελευθερία ήταν προσβάσιμη μόνο μέσω της φαντασίας.
Η καθημερινότητα στο Ιράν είχε αποκτήσει «την υφή φανταστικού μυθιστορήματος γραμμένου από κακό συγγραφέα,» σημειώνει η συγγραφέας, και σε τέτοιες κακοτεχνίες μόνο τα μεγάλα έργα μπορούσαν να προσφέρουν μια πνοή και μια παρηγοριά στους έγκλειστους μιας εφιαλτικής πραγματικότητας.
Το «Διαβάζοντας τη "Λολίτα"» αποτελεί επιπλέον και μια πειστική υπεράσπιση της δύναμης της λογοτεχνίας να μεταμορφώνει και να προσφέρει καταφύγιο σε όσους ζουν σε τυραννικά καθεστώτα, καθώς με την ανατρεπτική της δύναμη υποστηρίζει και ενισχύει τις ιδιωτικές φιμωμένες φωνές.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 12/03/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις