0
Your Καλαθι
Mary ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
64%
64%
Περιγραφή
Το Mary είναι μια θαυμάσια, κωμική, μεταφυσική, ερωτική ιστορία, ένα νοσταλγικό έργο -το πρώτο μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ.
Στο Βερολίνο των αρχών του αιώνα, ο νεαρός αξιωματικός Λεβ Γκανίν, ένας ρώσος εμιγκρές, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν του και ξαναθυμάται τον πρώτο του έρωτα με τη Mary στην προεπαναστατική Ρωσία. Σύντομα θα ανακαλύψει ότι στο διπλανό δωμάτιο μένει ο σύζυγός της, ο οποίος την περιμένει να έρθει από τη Ρωσία από μέρα σε μέρα.
«Επειδή τόσο μακρινή ήταν πια η Ρωσία και επειδή η νοσταλγία παραμένει σ' όλη μας τη ζωή ένας τρελός σύντροφος, με τις σπαραξικάρδιες παραξενιές της οποίας συνηθίζουμε να αναμετριόμαστε δημοσίως, δεν νιώθω αμηχανία ως προ το να δηλώσω το συναισθηματικό μου δέσιμο με το πρώτο μου βιβλίο»
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Τα σπουδαία μυθιστορήματα είναι και σπουδαία παραμύθια...η λογοτεχνία γεννήθηκε την ημέρα που ένα αγόρι έτρεξε φωνάζοντας "λύκος λύκος", χωρίς κανένας λύκος να το ακολουθεί». Αυτός είναι ένας από τους ορισμούς που είχε δώσει, για την απαρχή της μυθοπλασίας, ο Ναμπόκοφ στους μαθητές του σε μια από τις διαλέξεις του στην Αμερική, μοτίβο που συναντάμε και σ' αυτό το πρώτο μυθιστόρημά του, γραμμένο το 1925, όταν είχε ήδη αναχωρήσει από τη Ρωσία και ζούσε εξόριστος στο Βερολίνο. Στο «Μαίρη» κυριαρχούν το «φάντασμα» μιας γυναίκας η οποία καταδιώκει τον ήρωα και που η ίδια, τουλάχιστον στο μυθιστορηματικό παρόν, δεν εμφανίζεται ποτέ, καθώς και η ακατάπαυστη τάση φυγής του από την τρέχουσα καθημερινότητα, σε έναν άλλο «άχρονο» χώρο της μνήμης ο οποίος είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου δικής του επινόησης. Κι ενώ στη «Λολίτα» η ηρωίδα εμφανίζεται από τις πρώτες γραμμές του μυθιστορήματος, στο «Μαίρη» υπάρχει μόνο μια επίμονη ανάμνηση που αναγκάζει τον πρωταγωνιστή να φύγει, στο τέλος, μακριά από την επιρροή της σκιάς της αλλά και από την ίδια.
Κυριαρχεί, επίσης, η διπλή διάσταση της προσωπικότητας του ήρωα: του πραγματικού που ζει και κινείται σε συγκεκριμένο χώρο, στο Βερολίνο των αρχών του εικοστού αιώνα, και ενός δεύτερου, που συνεχώς κατατρύχει και αναιρεί τις πράξεις του πρώτου. Η διπλότητα αυτή, που δεν εμφανίζεται μονάχα στον κεντρικό χαρακτήρα του Γκανίν αλλά και σε υποπλοκές της ιστορίας, δημιουργεί ένα πλήθος αφηγηματικών επιπέδων τα οποία ενισχύουν την αρχική σύλληψη, αν και εφαρμόζονται σε μικρότερη κλίμακα και σε περιστατικά ελάσσονος σημασίας. Από το πρώτο ήδη κεφάλαιο του βιβλίου ο Ναμπόκοφ μας εισάγει στη συμβολική διάσταση των γεγονότων που θα ακολουθήσουν και αφήνει υπαινιγμούς για το «αόρατο φάντασμα», το «λύκο» που κινεί τα νήματα της ιστορίας: Δυο Ρώσοι εμιγκρέδες (ο Γκανίν και ο Αλφιόροφ, που όπως θα μάθουμε λίγες σελίδες παρακάτω είναι και σύζυγος της Μαίρης) βρίσκονται έγκλειστοι σ' ένα σταματημένο ασανσέρ της πανσιόν όπου κατοικούν, και το οποίο αρχίζει να ανέρχεται ξαφνικά. Όταν σταματάει διαπιστώνουν πως δεν ξέρουν ποιος τους ανέβασε, και τότε ο Αλφιόροφ θα πει «Δεν υπάρχει ψυχή. Κι αυτό συμβολικό είναι», όντες ανίκανοι να ερμηνεύσουν οι ίδιοι την αιτία της ανέλιξής τους.
Πουλώντας τη «σκιά» του
Το «Μαίρη» τοποθετείται σε μια πανσιόν στο Βερολίνο όπου Ρώσοι εμιγκρέδες από ανόμοιους κοινωνικούς και πολιτισμικούς κύκλους συγκατοικούν. Οι μεσότοιχοι ανάμεσα στα δωμάτια είναι λεπτοί, η ιδιωτικότητα καταργείται ενώ ο θόρυβος από τα τρένα που περνούν εισβάλλει στο εσωτερικό του σπιτιού δημιουργώντας μιαν ατμόσφαιρα ανεπιθύμητης διαφάνειας. Σ' ολόκληρο το μυθιστόρημα δεν υπάρχει σαφής τοπικός και χρονικός διαχωρισμός, οι χρόνοι αναμειγνύονται, οι τόποι μετατοπίζονται, ενώ αποδεικνύεται πως για τον Γκανίν το πιο πραγματικό τοπίο είναι αυτό που ανασυνθέτει στη φαντασία του, φωτίζοντας επιλεκτικά στιγμές ενός «ένδοξου» παρελθόντος και αναπλάθοντας την εικόνα του πρώτου του έρωτα, σύμφωνα με τις τωρινές του ανάγκες.
Πολλά από τα κεφάλαια του βιβλίου ξεκινούν με περιγραφές των εξωτερικών ρυθμών και ήχων που ο απόηχός τους ρυθμίζει και τη σκέψη του ήρωα (ο θόρυβος των τρένων και των αυτοκινήτων που περνούν, το μπαστούνι ενός γέρου που ψάχνει στους δρόμους για τσιγάρα)· έτσι φθάνουν και τα λόγια των υπόλοιπων ενοίκων. Η ασυνήθιστη εγγύτητα αναπόφευκτα έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία στενότερων φιλικών σχέσεων, εξομολογήσεων και προσεγγίσεων και ο Γκανίν, όντας αποφασισμένος ν' αντισταθεί στην άλωση της εσωτερικής του ζωής, δηλώνει την απόφασή του ν' αναχωρήσει σε λίγες μέρες και να ξεφύγει από το λήθαργο που απομυζά τις δημιουργικές του δυνάμεις.
Η μονοτονία, η επανάληψη των κινήσεων, η διάχυτη θλίψη και η παρακμή της πανσιόν δρουν ανασταλτικά για τη δύναμη που κρύβει μέσα του και ροκανίζουν τη δημιουργικότητά του, μετατρέποντάς τον σε παθητικό παρατηρητή.
Η εμφάνιση των αντίρροπων δυνάμεων, όπως προανέφερα, και η επώδυνη διπλότητα που χαρακτηρίζει την προσωπικότητα του Γκανίν, αναστέλλει και την εξέλιξη της αφήγησης, η οποία συνεχώς αναδιπλώνεται προβάλλοντας ταυτόχρονα τις δυο διαστάσεις του ήρωα -πραγματική και ονειρική αντίστοιχα- ορίζοντας δυο αντιθετικές προσωπικότητες, που όμως ενοικούν στον ίδιο άνθρωπο.
Ο ανεξήγητα μελαγχολικός Γκανίν, λίγο καιρό πριν, μπορούσε «να περπατάει με πόδια κατακόρυφα σαν ιστία» και το κορμί του καιγόταν από την ανάγκη για δράση. Πρόσφατα όμως άρχισε να πάσχει από αϋπνίες και να περιφέρεται άσκοπα, καθώς είχε κάποια χρήματα που του επέτρεπαν να ζήσει για κάποιο διάστημα χωρίς να εργαστεί. Τα χρήματα αυτά τα είχε κερδίσει ως κομπάρσος, «πουλώντας τη σκιά του», σε ταινίες. Τώρα, περνάει τον καιρό του ημιναρκωμένος, παρατηρώντας τους περαστικούς, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί μια ερωτική σχέση με τη Λουντμίλα και παρ' όλο που το ενδιαφέρον του γι' αυτήν έχει ξεφτίσει, ο ένας εαυτός του προσπαθεί να κρατηθεί εκεί ενώ ο άλλος συνεχώς αποτυγχάνει στις προσπάθειες να την τερματίσει.
Περιμένοντας τη Μαίρη
Και τότε, σε μια αναπάντεχη τροπή της ιστορίας, μαθαίνει πως ο συγκάτοικος του Αλφιόροφ, Ρώσος εξόριστος κι αυτός, περιμένει τη σύζυγό του να καταφθάσει σε λίγες μέρες από τη Ρωσία, και στη φωτογραφία της γυναίκας αναγνωρίζει το πρόσωπο του πρώτου του έρωτα. Έντονα συναισθήματα τον πλημμυρίζουν αιφνιδίως, και τον ωθούν να δώσει τέλος στην άχρωμη σχέση του, ενώ για τις επόμενες τέσσερις μέρες βυθίζεται σ' ένα νεφέλωμα, ανακαλώντας κάθε λεπτομέρεια της χαμένης του αγάπης. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι του «αφουγκράζεται το παρελθόν του», αναπλάθοντας «το πρόσωπο μιας γυναίκας αναγεννημένο ύστερα από τόσα χρόνια μονότονης λήθης», βασανίζεται από τη σκέψη πως αυτό το παρελθόν βρισκόταν «στο συρτάρι του γραφείου κάποιου άλλου» και σχεδιάζει να συναντήσει τη Μαίρη στο σταθμό και να την πάρει να φύγουν μακριά. Ο Γκανίν θυμάται πως ερωτεύτηκε τη Μαίρη στην προεπαναστατική Ρωσία, τις ευτυχισμένες μέρες της ανάρρωσής του από τύφο, την πρώτη φορά που παγίδευσε με το βλέμμα του την εικόνα της κοπέλας και πλήθος από λεπτομέρειες της σχέσης τους.
Αναπολώντας την «αθάνατη πραγματικότητα» της δικής του μνήμης, ελάχιστα επηρεάζεται από τις υπόλοιπες ακαθόριστες σκιές των ενοίκων της πανσιόν, που περνούν κι εκείνοι τα δικά τους δράματα.
Καθώς όμως πλησιάζει η ώρα της άφιξης και περιμένει το τρένο, το βάζει ξαφνικά στα πόδια, αφήνοντας να εννοηθεί πως υποψιάζεται πως η Μαίρη μπορεί να μην είναι αυτό που κατασκεύασε η μνήμη του και πως μάλλον διαθέτει την προνοητικότητα, έστω και συμβολικά, να μην προδώσει τη φαντασία του και να διατηρήσει την εικόνα της ανέπαφη.
Ο Γκανίν αποφεύγει να έρθει αντιμέτωπος με το πλάσμα που ο ίδιος κατασκεύασε στη φαντασία του, γιατί κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί, τουλάχιστον στο μυθιστορηματικό παρόν, χωρίς να αναστατωθεί η συμμετρία των γεγονότων του μυθιστορήματος, τα σημαντικότερα εκ των οποίων συμβαίνουν «κάπου αλλού». Ο έρωτάς του, που άρχισε στη φαντασία, τελειώνει εκεί, με τα πραγματικά γεγονότα να συνωστίζονται ανάμεσα. Και ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που η Μαίρη, η απούσα ηρωίδα του βιβλίου, δεν χρειάζεται να εμφανιστεί στις σελίδες του, γιατί οι πληροφορίες που παίρνουμε γι' αυτήν μέσα από τρίτους είναι αντιφατικές: Η εικόνα του συζύγου είναι αυτή μιας ανθεκτικής και γελαστής Ρωσίδας, ενώ του Γκανίν μιας ερωτικής νεαρής κοπέλας. Συμβολικά, επίσης, η αποφυγή της συνάντησης μπορεί να παραλληλιστεί και με την ανάγκη του να επισκέπτεται ελεύθερα την πατρική του γη μέσω της φαντασίας, που έτσι παραμένει άτρωτη και αναλλοίωτη από την πραγματικότητα, διατηρώντας τη μυθική της διάσταση.
Το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Ναμπόκοφ, γραμμένο με «πρόζα που λειτουργεί όπως θα λειτουργούσε και η ποίηση» προαναγγέλλει έναν μεγάλο συγγραφέα και απαιτεί από τον αναγνώστη, όπως και τα ωριμότερα έργα του, μια δεύτερη ανάγνωση για να του δοθεί η ευκαιρία να απολαύσει τους πολυεπίπεδους συμβολισμούς και την ευρωστία της γλώσσας. Γλώσσα που δεν αδικείται από τη μετάφραση του Μπαμπασάκη, που αποδίδει με σεβασμό και εφευρετικότητα το απαιτητικό αυτό έργο.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/11/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις