0
Your Καλαθι
Μίλησε μνήμη
Ανασκόπηση αυτοβιογραφίας
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Κριτική
Τα «Βιβλία» παρουσίασαν (9.11.1997) επαρκώς το Μίλησε, μνήμη του Ναμπόκοφ, προδημοσιεύοντας απόσπασμα του αυτοβιογραφικού έργου τού ρωσικής προέλευσης και πανευρωπαϊκής παιδείας συγγραφέα, καθώς και εμπεριστατωμένο, όσο και εύστοχο, άρθρο της Λίζυς Τσιριμώκου. Δεν θα συνέτρεχε λόγος να επανέλθω στο ίδιο βιβλίο αν η έκδοσή του δεν είχε καθυστερήσει σε σχέση με την προαναγγελθείσα ημερομηνία κυκλοφορίας του, με κίνδυνο να έχει λησμονηθεί η θερμή σύσταση που είχε δημοσιευθεί στις στήλες του ανά χείρας ενθέτου. Εν τω μεταξύ διάβασα το σημαντικό και σαγηνευτικό αυτό βιβλίο, αλλά σε απόπειρες που έκανα να το συστήσω σε φιλαναγνώστες φίλους σκόνταφτα σε κάποιου είδους δυσπιστία, οφειλόμενη νομίζω στην «κακή» φήμη του συγγραφέα της Λολίτας, με την οποία συμβαίνει τούτο το φαινομενικώς παράδοξο: είναι το μυθιστόρημα που χάρισε στον Ναμπόκοφ τη μεγαλύτερη φήμη που είχε ποτέ γνωρίσει ο περίτεχνος μοντερνιστής συγγραφέας και ταυτόχρονα τον «δυσφήμησε», κατά κάποιο τρόπο, συνδέοντάς τον στα μυαλά του μεγάλου κοινού με την πορνογραφία. Κακώς, βέβαια, διότι η Λολίτα ούτε πορνογράφημα είναι ούτε σκανδαλοθηρικό μυθιστόρημα. Οι εσφαλμένες εντυπώσεις, φοβούμαι, σχηματίστηκαν περισσότερο από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου παρά από την ανάγνωσή του. Η ανάγνωση της Λολίτας, ιδιαίτερα στο πρωτότυπο, αποκαλύπτει την πολυεπίπεδη γλωσσική διαστρωμάτωση του μυθιστορήματος, τα ευφυέστατα παίγνια του συγγραφέα με τις λέξεις, την μπορχεσιανού είδους και βαθμού αυτοσυνείδηση του κειμένου.
Όπως παρατηρεί ο αμερικανός μελετητής Brent MacLaine, «δεδομένου ότι ο Χιούμπερτ Χιούμπερτ, αφηγητής και πρωταγωνιστής της Λολίτας, γράφει για τις νυμφοληπτικές του παρεκτροπές με τη δωδεκάχρονη Λολίτα μέσα στη φυλακή, όπου δεν διαθέτει τίποτε άλλο παρά "λέξεις για να παίζει", η γλώσσα κατασκευάζει εξ ολοκλήρου το μυθιστόρημα και γίνεται το όχημα με το οποίο ο Χιούμπερτ και η Λολίτα εκτοπίζονται "στη μακαριότητα της λογοτεχνίας". Η σεξουαλική επιθυμία του Χιούμπερτ γίνεται μια μεταφορά της καλλιτεχνικής επιθυμίας για δημιουργία, αν κι όχι πριν ο Χιούμπερτ διδαχθεί το σκληρό μάθημα πως είναι η επιθυμία, κι όχι η κατοχή, που συνιστά την υπερβατική πραγματικότητα».
Δεν είμαι καθόλου βέβαιος πως οι ελάχιστες τούτες παρατηρήσεις θα πείσουν τον δύσπιστο αναγνώστη να αντιμετωπίσει τον Ναμπόκοφ με τον σεβασμό που του ανήκει, να τον δει, με άλλα λόγια, στην κορυφογραμμή που τον τοποθέτησε η κριτική, μαζί με τον Μπέκετ και τον Μπόρχες, όπως σημειώνει η Τσιριμώκου, που διαδέχτηκαν την ιδρυτική του πεζογραφικού μοντερνισμού αγία τριάδα των αρχών του αιώνα: Προυστ, Τζόις, Κάφκα. Αλλά δεν έχω καμία αμφιβολία πως ο επαρκής αναγνώστης θα πεισθεί από την ανάγνωση του Μίλησε, μνήμη ότι διάβασε ένα από τα σημαντικότερα λογοτεχνικά κείμενα της εποχής μας, έργο μεγάλου συγγραφέα.
Μιλώντας για λογοτεχνικό έργο πιστεύω πως δεν αποπροσανατολίζω τον αναγνώστη. Το Μίλησε, μνήμη δεν είναι μόνο έργο μνήμης, αλλά και φαντασίας κάτι μεταξύ αυτοβιογραφίας και μυθιστορήματος. Μα πάνω απ' όλα είναι κατόρθωμα της γλώσσας. Ο Ναμπόκοφ είναι ένας από τους συγγραφείς που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γραφή παρά στην ιστορία που αφηγούνται. Το συγκεκριμένο βιβλίο το γράφει σταδιακά, μέσα σε μεγάλο χρονικό διάστημα, στα αγγλικά κατ' αρχάς, κεφάλαιο προς κεφάλαιο όχι με την αλληλουχία που συναντούμε αυτά τα κεφάλαια στην τελική τους διάταξη και εν συνεχεία τα μεταφράζει στα ρωσικά, μέσα στην αγωνιώδη του προσπάθεια να εισδύσει βαθύτερα στον κόσμο της ρωσικής του εμπειρίας, στον μαγευτικό κόσμο της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας, που έζησε στην Πετρούπολη και στα περίχωρά της, μέσα σε μια ευκατάστατη και ευτυχισμένη οικογένεια, απ' όπου θα τον εξορίσει για πάντα η αδυσώπητη ιστορία του τρομερού αιώνα μας. Εν συνεχεία, προκειμένου να συνθέσει το Μίλησε, μνήμη, τα μεταφράζει ξανά στα αγγλικά. Έτσι κι αλλιώς, ο Ναμπόκοφ κινείται άνετα ανάμεσα στη μητρική του γλώσσα και στην αγγλική και γαλλική που αφομοίωσε εξ απαλών ονύχων.
Η γλωσσική βάσανος στην οποία ο συγγραφέας υπέβαλε μνήμη και φαντασία απέδωσε λαμπρούς καρπούς. Ο ανέκκλητα χαμένος χρόνος της σύντομης ζωής του στη Ρωσία, ο επώδυνα νοσταλγημένος, ξανακερδίζεται μέσα στον ευφρόσυνο ποιητικό του λόγο, αναπλάθεται σε ένα διηνεκές γλωσσικό παρόν, το οποίο ο αναγνώστης λιγότερο διαβάζει και περισσότερο βιώνει. Ελάχιστα είναι τα κεφάλαια τα αφιερωμένα στην ευρωπαϊκή του εμιγράτσια, όπου ο συγγραφέας πέρασε σημαντικό διάστημα του βίου του, και αποτελούν ένα είδος συνέχειας της ρωσικής του εμπειρίας, μια και η ευρωπαϊκή ζωή δεν θα τον αφομοιώσει και το βιβλίο θα τελειώσει λίγο πριν ο Ναμπόκοφ αναχωρήσει για την Αμερική, τη δεύτερη, τη θετή του πατρίδα.
Το Μίλησε, μνήμη μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιώργο Βάρσο. Σκοπίμως αποφεύγω τη στερεότυπη διατύπωση «ευτύχησε να μεταφραστεί...» για να διακρίνω την εργασία του μεταφραστή απ' ό,τι συνήθως αποκαλούμε «καλή μετάφραση» και εννοούμε, υποθέτω, μια μεταγλώττιση που, ενώ παραμένει νοηματικά πιστή στο πρωτότυπο, στα ελληνικά «ρέει», όπως λέμε. Η μετάφραση του Γιώργου Βάρσου είναι κάτι παραπάνω: μια δημιουργική ανάπλαση του κειμένου, η οποία δοκιμάζεται τόσο στις ποιητικές περιγραφές της φύσης όσο και στις εξίσου ποιητικές μεταφορές που αφειδώς χρησιμοποιεί ο απαιτητικός συγγραφέας, για να λάμψει μέσα από αυτές τις δοκιμασίες και να χαρίσει στον αναγνώστη μια σπάνια αισθητική απόλαυση.
Σπύρος Τσακνιάς, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 25-01-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις