0
Your Καλαθι
Το παιχνίδι της εξέδρας: σχολιασμένα συνθήματα από τα ελληνικά γήπεδα
Πρόλογος: Παύλος Τσίμας
Περιγραφή
Ποιοι, άραγε, εμπνέονται τα συνθήματα που ακούγονται εξακολουθητικά στα γήπεδα από οπαδούς διαφορετικών ομάδων; Είναι αυτά μια σύγχρονη εκδοχή «δημοτικών τραγουδιών»; Μπορούν να επιβεβαιώσουν την άποψη πως η «κερκίδα» είναι από τους τελευταίους ζωντανούς χώρους δράσης του λαϊκού πολιτισμού;
Το βιβλίο απαντά σ’ αυτά τα ερωτήματα, αναδεικνύοντας το ποιητικό, πολλές φορές, περιεχόμενο των συνθημάτων, το απόσταγμα κοινωνικής εμπειρίας και την αναμφισβήτητη λαογραφική τους αξία. Προσφέρει ένα συναρπαστικό ταξίδι στους τόπους της συλλογικής περιπέτειας.
Το βιβλίο το έγραψα για να ξανανιώσουμε πάλι, μαζί, κάτι από αυτή τη μαγεία που, σε μεγάλο βαθμό, έχει χαθεί. Να πάμε στο γήπεδο παρέα, παρόλο που εμένα πάντα μου άρεζε να περπατώ προς το γήπεδο μόνος. Να δούμε το όποιο ματς συντροφιά με τις σκέψεις μας, με την ανυπομονησία μας να συναντήσουμε και τους υπόλοιπους της παρέας έξω από τη θύρα που κάθε φορά ανταμώνουμε. Να νιώσουμε μαζί την ατμόσφαιρα του γηπέδου, εκεί που όλοι έχουμε φάει τόνους από σουβλάκια αμφίβολης προέλευσης, γιατί, ως γνωστόν, κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα από τα «βρόμικα» των γηπέδων. Εκεί που όλοι έχουμε φύγει, σε κάποιον έστω αγώνα, πέντε λεπτά πριν να τελειώσει, για να μην μπλέξουμε σε κίνηση, εκεί που όλοι, κάποια φορά, έχουμε κάνει μανούρα, επειδή κάποιος άλλος κάθισε στο δικό μας καρεκλάκι. Εκεί, στο γήπεδο με το τρανζιστοράκι, παλιότερα, στο αυτί, τώρα με το smartphone στο χέρι, στο γήπεδο που ποτέ δεν ξέρεις ποιον μπορείς να συναντήσεις, στο γήπεδο παρέα με τους προπονηταράδες της εξέδρας.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου
Το βιβλίο απαντά σ’ αυτά τα ερωτήματα, αναδεικνύοντας το ποιητικό, πολλές φορές, περιεχόμενο των συνθημάτων, το απόσταγμα κοινωνικής εμπειρίας και την αναμφισβήτητη λαογραφική τους αξία. Προσφέρει ένα συναρπαστικό ταξίδι στους τόπους της συλλογικής περιπέτειας.
Το βιβλίο το έγραψα για να ξανανιώσουμε πάλι, μαζί, κάτι από αυτή τη μαγεία που, σε μεγάλο βαθμό, έχει χαθεί. Να πάμε στο γήπεδο παρέα, παρόλο που εμένα πάντα μου άρεζε να περπατώ προς το γήπεδο μόνος. Να δούμε το όποιο ματς συντροφιά με τις σκέψεις μας, με την ανυπομονησία μας να συναντήσουμε και τους υπόλοιπους της παρέας έξω από τη θύρα που κάθε φορά ανταμώνουμε. Να νιώσουμε μαζί την ατμόσφαιρα του γηπέδου, εκεί που όλοι έχουμε φάει τόνους από σουβλάκια αμφίβολης προέλευσης, γιατί, ως γνωστόν, κανείς δεν έπαθε ποτέ τίποτα από τα «βρόμικα» των γηπέδων. Εκεί που όλοι έχουμε φύγει, σε κάποιον έστω αγώνα, πέντε λεπτά πριν να τελειώσει, για να μην μπλέξουμε σε κίνηση, εκεί που όλοι, κάποια φορά, έχουμε κάνει μανούρα, επειδή κάποιος άλλος κάθισε στο δικό μας καρεκλάκι. Εκεί, στο γήπεδο με το τρανζιστοράκι, παλιότερα, στο αυτί, τώρα με το smartphone στο χέρι, στο γήπεδο που ποτέ δεν ξέρεις ποιον μπορείς να συναντήσεις, στο γήπεδο παρέα με τους προπονηταράδες της εξέδρας.
Απόσπασμα από τον πρόλογο του βιβλίου
Κριτικές
26/11/2015, 02:35