0
Your Καλαθι
Μαμάδες Βορείων προαστίων
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
«Οι άντρες είναι σαν τα σκουπίδια: δεν πρέπει να μένουν στο σπίτι, βρομάνε» είναι το μότο ζωής πέντε φιλενάδων.
Η Δανάη ταΐζει τα παιδιά της με απομεινάρια από τις λαμπρές δεξιώσεις της πλούσιας φίλης της· τα δωροδοκεί διαρκώς και νιώθει όμηρος στο ίδιο της το σπίτι (το μόνο καταφύγιό της είναι η τουαλέτα) ενώ ο άντρας, η μαμά και η πεθερά της την αντιμετωπίζουν με παγερή αποδοκιμασία σαν νταντά υπό απόλυση.
Η Λυδία, εξοντωμένη από τα καθημερινά τρίωρα στον Καίσαρη, τον Gavello και τον Καρούζο, παριστάνει τη Ρωσίδα υπηρέτρια όταν της τηλεφωνούν οι αγανακτισμένοι δάσκαλοι των παιδιών της, για να γλιτώσει. Η παραίτηση του σοφέρ της που είχε αναλάβει και χρέη νταντάς τη ρίχνει στο χάος.
Η Εύα ξεφορτώνεται χαρούμενη το χρηματιστή σύζυγο και την πεθερά της για να ανακαλύψει έντρομη ότι της είχε μείνει το πιο βαρύ φορτίο: το παιδί της!
Η Αλίκη, κάποτε η ωραιότερη γκόμενα της Εκάλης, περιφέρει την μισοκατεστραμμένη της ομορφιά σε καφετζούδες και χαρτορίχτρες ενώ ποτίζει κρυφά με ηρεμιστικά τον νευρασθενικό σύζυγό της.
Η Βίκυ βιώνει τη μεγαλύτερη δυστυχία των Βορείων Προαστίων: δεν έχει πισίνα και playroom και βλέπει τη ζωή της να καταρρέει. Έτσι δέχεται με ευγνωμοσύνη τη φιλία της Λυδίας, μόνο και μόνο για να καταλήξει σιγά σιγά σε υπηρεσία της -dame de compagnie, το είδος που ανθεί στα Βόρεια Προάστια.
Πέντε γυναίκες σε φιλίες χαρούμενων capuccino και θλιμμένων espresso, φιλίες που καταρρέουν πιο γρήγορα και από τους δίδυμους πύργους.
Ένας άντρας που θα τις σημαδέψει όλες.
Μια παράξενη ερωτική ιστορία που θα καταλήξει σε μία αυτοκτονία, ένα φόνο αλλά και μία απελευθέρωση.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ως συγκοινωνούντα δοχεία φαίνεται να λειτουργούν το δοκίμιο και το μυθιστόρημα για την Παυλίνα Νάσιουτζικ, όχι μόνο γιατί έχουν αφετηρία τα ίδια ενδιαφέροντα αλλά και γιατί γράφονται με παραπλήσιους τρόπους. Ηδη, στην πρώτη μελέτη της, Αμερικανικά οράματα στη Σμύρνη τον 19ο αιώνα (Εκδόσεις της Εστίας), που εκδόθηκε προ τετραετίας ως απότοκος αντίστοιχης διδακτορικής διατριβής, την απασχολεί η παλαιά ελίτ της Σμύρνης. «Μια αριστοκρατία του χρήματος, πολύχρωμη και ανεκτική στη θρησκεία, προοδευτική στις πολιτικές απόψεις... φωτισμένη με τον τρόπο του 18ου αιώνα...», όπως χαρακτηριστικά γράφει. Στην εφετινή δεύτερη μελέτη της, Μυστικές εταιρείες και ελληνικά πάθη (εκδόσεις Καστανιώτη), εξετάζει τους Ελληνες της Κωνσταντινούπολης και τη νησιώτικη αφρόκρεμα, πάντοτε κατά τον 19ο αιώνα, ξεκινώντας από τη θέση πως οι ιδέες και οι αντιλήψεις ακολουθούν κάθετη κατεύθυνση μετάδοσης από τις ανώτερες στις κατώτερες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες και ενστερνίζονται τις πεποιθήσεις των εκλεκτών. Μια και η συλλογιστική του ιστορικού γεφυρώνει προσεγγιστικά το παρελθόν με το παρόν, ήταν αναμενόμενο να προβληματίσει τη Νάσιουτζικ και η σημερινή αθηναϊκή ελίτ, το ποιόν και η απήχησή της ως προτύπου διαβίωσης. Αντί όμως μιας κοινωνιολογικής έρευνας, αντίστοιχα εκτεταμένης με τις ιστορικές, συγκέντρωσε προσωπικές παρατηρήσεις και απόψεις, οπότε αντί πραγματείας προέκυψε μυθιστόρημα.
Ταυτόχρονα και εναλλάξ
Σε απόσταση ενός μόλις μήνα εκδόθηκαν η δεύτερη μελέτη και το πρώτο μυθιστόρημά της, που θα πρέπει να γράφτηκαν ταυτόχρονα και εναλλάξ. Υβριδική η μορφή της μελέτης, καταργεί τα εκτεταμένα αποσπάσματα από τις ιστορικές πηγές, με τα οποία ξεδιπλώνεται η προηγούμενη, εναλλάσσοντας τη δοκιμιακού τύπου ανιστόρηση με γλαφυρές αφηγήσεις ρομαντικής πνοής. Υβριδικός ο χαρακτήρας και του μυθιστορήματος, καθώς δείχνει δοκιμιακής σύλληψης και μυθοπλαστικής πραγμάτωσης. Στο στόχαστρο, ένα υποσύνολο των κατοικούντων στα βόρεια προάστια, οι μητέρες μεταξύ τριάντα και σαράντα ετών. Η αφήγηση αναπτύσσει μια εκτενή περιπτωσιολογία, αποθησαυρίζοντας ιστορίες για όλων των ειδών τις μαμάδες ενός ή και περισσοτέρων τέκνων, αγοριών, κορασίδων ή και διδύμων. Παντρεμένες, εν διαστάσει, χωρισμένες και ελεύθερες. Γκόμενες, μέτριες εμφανισιακά, χοντρές και άσχημες. Πιστές, άτακτες, βιτσιόζες και αχόρταγες. Επιστημόνισσες, υπάλληλοι, άεργες και τεμπέλες. Αν και περισσότερο χώρο καταλαμβάνει η ταξική προέλευση των μαμάδων με ένα πλήθος διαβαθμίσεων ανάμεσα στις έχουσες αριστοκρατικές περγαμηνές και στις ταπεινής καταγωγής, στις πλούσιες δεύτερης ή τρίτης γενιάς και στις νεόπλουτες, σε στενή συνάρτηση με το κοινωνικό στάτους των συζύγων, νυν και πρώην.
Αυτό το παρδαλό τσούρμο μαμάδων έρχεται και δένει σε μια χαλαρή μυθοπλασία, αφού πρόκειται για φίλες και γνωστές της ηρωίδας. Κόρη μεγαλοαστικής οικογένειας, απόφοιτος του Κολλεγίου, έγγαμη και μητέρα δεκάχρονων διδύμων αγοριών, κατ' επιλογήν ανεπάγγελτη ως μη έχουσα ούτε οικονομικές ανάγκες ούτε και φιλοδοξίες, αφηγείται, απευθυνόμενη στους αναγνώστες, την ερωτική ιστορία που συντάραξε τη ζωή της. Με παρεκβάσεις και στριφογυρίσματα η αφήγηση προσπαθεί να προσεγγίσει τον λόγο μιας παρόμοιας ηρωίδας και μέσα από αυτόν να δείξει τη νοοτροπία της. Πληθωρικός ο λόγος, διογκώνει τις περιγραφές, προσθέτοντας κωμικές έως και αποκρουστικές λεπτομέρειες, καθώς η ηρωίδα με σαρωτική διάθεση διακωμωδεί τον περίγυρό της και αυτοχλευάζεται, ενώ ταυτόχρονα κομπάζει για την κοινωνική υπεροχή της και γενικότερα για την ανωτερότητα του κόσμου της. Ατού του λόγου το γλωσσικό αλαλούμ, όπου τα καλά ελληνικά του οικογενειακού περιβάλλοντος και της κολλεγιακής παιδείας διανθίζονται με ξενόγλωσσους όρους ως πινελιές του κοινωνικού προφίλ και αθυρόστομες εκφράσεις, ενδεικτικές σεξουαλικής απελευθέρωσης.
Ιδιαίτερα οι μεγαλοαστικές ρίζες της ηρωίδας ανιστορούνται σε αυτόνομο κεφάλαιο από τα ευτυχέστερα αφηγηματικά, που δίνει και χρονικό βάθος στην κοινωνιολογική ανάλυση. Γιατί ανέκαθεν στην Αθήνα κατοικούσαν πολλών ειδών Γκαγκαραίοι. Αλλο πράγμα οι βλάχοι εκ Πελοποννήσου κι άλλο οι έχοντες ευρωπαϊκές διασυνδέσεις. Υστερα, η ιστορία των γονιών της, που ως κακομαθημένα πλουσιόπαιδα ασπάστηκαν τις ιδέες της Αριστεράς, σατιρίζει την αφ' υψηλού συμπαράσταση παρόμοιων κομμουνιστών στους αγώνες.
Αμφίφυλος και ζιγκολό
Και επανερχόμαστε στην ερωτική ιστορία της ηρωίδας. Φεμινίστρια και κουλτουριάρα, όταν δεν γυρνάει με τις φίλες της σε μάγισσες και καφετζούδες, συχνάζει σε βιβλιοπαρουσιάσεις, με την ελπίδα να βρει στο πρόσωπο κάποιου συγγραφέα τον σκοτεινό εραστή των ονείρων της. Καθώς όμως αεροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και βικτωριανών μυθιστορημάτων, επιλέγει έναν κάλπη, ανάλογα με τις ανάγκες του, αμφίφυλο και ζιγκολό, οπότε η ιστορία της απογειώνεται σε ιλαροτραγωδία. Να σημειώσουμε πως το μυθιστόρημα της Νάσιουτζικ συγγενεύει με το πρόσφατο της Ελένης Γιαννακάκη, Τα χερουβείμ της μοκέτας. Και στα δύο μια εξωσυζυγική περιπέτεια καταλήγει σε φόνο, με ηρωίδα μορφωμένη αλλά βολεμένη στα κατ' οίκον, την οποία συστήνει η αφήγηση. Επίσης, η Νάσιουτζικ συνομιλεί, πιστεύουμε εμπρόθετα, με το πρόσφατο βιβλίο του Θανάση Χειμωνά, Η μπλε ώρα. Και στις δύο μελέτες της πλανιέται ο ίσκιος του Γιώργου Χειμωνά, τον οποίον το μυθιστόρημα μεταστοιχειώνει σε διαβολικό ήρωα. Ανώριμη η ηρωίδα έχει αναπτύξει σχέση εξάρτησης με τον ψυχίατρό της κι όταν αυτός πεθαίνει, μεταφέρει την ψυχαναγκαστική προσκόλληση στον ψηλό νευρώδη άντρα με το μακρύ μαύρο παλτό, παραπλήσιο με τον ήρωα του Θανάση Χειμωνά. Και πάλι ένας σκηνοθέτης, μια μοιραία μητέρα, ένα φονικό τέλος με πιθανό ένοχο μια εράστρια.
Συνοψίζοντας, με βάση και τα δύο πρόσφατα βιβλία της Νάσιουτζικ, τα υβρίδια είναι επισφαλή. Γιατί ένα δοκίμιο μυθοπλαστικής αφήγησης αποκτά μεν ζωντάνια αλλά και συσκοτίζει τα συμπεράσματα. Αντιστοίχως στο μυθιστόρημα η διάθεση της συγγραφέως να εξαντλήσει το θέμα της εκφυλίζει ένα μέρος του βιβλίου σε ανεκδοτολογικές διηγήσεις. Από την άλλη, η φαινομενική ευρυχωρία του μυθιστορήματος παρασύρει σε πλατειασμούς. Πιστεύουμε πως η αφήγηση χρειαζόταν περισσότερο μαστόρεμα, ωστόσο και στην παρούσα εκδοχή, μέσα από το γκροτέσκο, προβάλλει η παράνοια των εύπορων Αθηναίων, ιδιαίτερα των συμβίων τους. Αν η Νάσιουτζικ έγραφε κοινωνιολογική μελέτη, θα έδινε στατιστικά στοιχεία για τις μαμάδες βορείων προαστίων, με μόρφωση, συχνά και με πτυχίο, που δεν δούλεψαν ούτε μία μέρα της ζωής τους. Πάντως, ουδείς αμφισβητεί την ύπαρξή τους, καθώς συνεχίζουν την παράδοση των κυριών με μόρφωση σαλονιού, που κάποτε σήμαινε γαλλικά ή γερμανικά και πιάνο, ανέκαθεν βολεμένων στη χρυσή τεμπελιά τους. Μπορεί να έχουν διαβάσει Χένρι Τζέιμς και Σίλβια Πλαθ, τις απασχολούν όμως τα Gucci και τα Prada.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 22/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις