0
Your Καλαθι
Νεκρά γράμματα; Οι κλασικές σπουδές στον 21ο αιώνα
Περιγραφή
Α. Ρεγκάκος, P. Parsons, Σ. Κυριακίδης, H.-Chr. Gunther, A. Grafton, J. Griffin, H. Lloyd-Jones, E.-R. Schwinge, J. Latacz, M. Fantuzzi, R. Pretagostini, Δ.Ι. Ιακώβ, G. Nagy, R. Hunter, B. Zimmermann, W. Kullmann, M.R. Lefkowitz, N. Felson, B. Gold, E. Thorgerson, G.W. Most, S. Schein, Θ.Δ. Παπαγγελής, Ι.Ν. Καζάζης.
Δεκαεννέα από τους πιο έγκριτους φιλολόγους της Ευρώπης και της Αμερικής και πέντε Έλληνες πανεπιστημιακοί σκιαγραφούν την ιστορία των κλασικών σπουδών από την αρχαιότητα έως σήμερα, αξιολογούν τη συμβολή τους στον ευρωπαϊκό πολιστισμό, περιγράφους την κρίση που διέρχονται και προτείνουν λύσεις ώστε τα αρχαιοελληνικά και τα λατινικά γράμματα να παραμείνουν επίκαιρα στην παιδεία και στον πολιτισμό του 21ου αιώνα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μελαγχολικές είναι οι σκέψεις μας όταν τελειώσουμε την ανάγνωση αυτού του καλογραμμένου βιβλίου που υπογράφουν 19 ευρωπαίοι και αμερικανοί πανεπιστημιακοί φιλόλογοι και πέντε έλληνες συνάδελφοί τους. Οχι διότι αντιλαμβανόμαστε (τουλάχιστον οι κλασικοί φιλόλογοι) ότι θα τη χάσουμε τη δουλειά μας μια μέρα - αυτό λίγο πολύ το γνωρίζουμε. Μελαγχολούμε επειδή, αν στην Ευρώπη και στην Αμερική οι κλασικές σπουδές διέρχονται κρίση (καθώς το κυρίαρχο παιδευτικό ιδανικό δεν είναι πλέον «η διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης προσωπικότητας», αλλά η αποδοτικότητα της παραγωγής, όπως σωστά επισημαίνει ο Επιμελητής), εδώ, στον τόπο μας, οι σπουδές αυτές τείνουν νά εξαφανισθούν χωρίς, την ίδια στιγμή, η παιδεία να ευνοεί τη χρησιμοθηρική, έστω, παραγωγή και την τεχνολογική πρόοδο. Και κάτι άλλο: ενώ διαπιστώνεται κάμψη των κλασικών σπουδών διεθνώς και μείωση του παιδευτικού τους ρόλου - για λόγους πολλούς και ποικίλους - δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως στην Ευρώπη και στην Αμερική ευρίσκονται σε υψηλότατη στάθμη σε σχέση με τα εδώ κρατούντα.
Τις πταίει για τη μορφωτική και παραγωγική ακαρπία της παιδείας μας, τις πταίει για την ουσιαστική μείωση των ελληνικών γραμμάτων στη Μέση και στην Ανώτατη Εκπαίδευσή μας, είναι ζητήματα που δεν θα μας απασχολήσουν. Ούτε είναι έργο μας να καταλογίζουμε ευθύνες. Αλλωστε ούτε οι συντάκτες του βιβλίου προβαίνουν σε καταγγελίες ή μετρούν αθώους και ενόχους. Διακρίνεται πάντως ο απαισιόδοξος τόνος των ελλήνων συναδέλφων, παρά τη νηφαλιότητά τους, καθώς αναφέρονται στο παρόν και κυρίως στο μέλλον της νεοελληνικής φιλολογικής επιστήμης. Παρά ταύτα θα ήταν υπερβολικό να μιλούμε για «νέκρωση» και «ταρίχευση» των κλασικών σπουδών ακόμη και στην Ελλάδα. Ο,τι μένει είναι να συμφωνήσουμε με την άποψη του γερμανού ελληνιστή Joachim Latacz: «Υπεύθυνοι για την κατάσταση αυτή (δηλαδή για την "αξιοθρήνητη" θέση των κλασικών σπουδών σήμερα) δεν είναι τόσο οι εκπρόσωποι του κλάδου και το Υπουργείο Παιδείας όσο το γενικότερο πνεύμα των καιρών, το οποίο αφήνει τόσο την ιστορικότητα όσο και την εκλεκτή σκέψη να εξαφανισθούν κάτω από έναν υλισμό που κατακλύζει το καθετί. Αυτό που απομένει είναι μόνο η ελπίδα...» (σελ. 114).
Φιλόλογοι και λογοτέχνες
Και όμως οι απαρχές της φιλολογικής επιστήμης - για να γυρίσουμε στο θέμα μας - και η εξέλιξή της στην Αλεξάνδρεια και στη Ρώμη, η μετεξέλιξή της στο Βυζάντιο, η αναγέννησή της στον 15ο αιώνα και η μετέπειτα άνθησή της στην Ευρώπη έδειχναν αισιοδοξία, πίστη στην «εκλεκτή σκέψη» και εμπιστοσύνη στη ζωοποιό δύναμη του κλασικού. Προφανώς το «πονηρό πνεύμα της ιστορίας» δεν στάθηκε ιδιαίτερα ευνοϊκό στην περίπτωση των κλασικών γραμμάτων. Αν λοιπόν απομένει ελπίδα, εκείνοι που έχουν ακόμη τη διάθεση και τη δύναμη - φυσικά - να μεταφέρουν στους ώμους τους τις κουρασμένες κλασικές σπουδές, καλό είναι να φροντίσουν - όπως γράφει ο Θ. Παπαγγελής, αναφερόμενος στο μέλλον της ελληνικής φιλολογίας - να διαμορφώσουν «ακροατήρια και αναγνώστες με περισσότερη εγρήγορση και λιγότερη αθωότητα ή και αφέλεια» (σελ. 231). Αν οι κλασικές σπουδές (και τα αγαθά που επαγγέλλονται) αποδειχθούν όντως εφτάψυχο τέρας που ποτέ δεν πεθαίνει, «μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνει», όπως και η μητέρα Ελλάς, αυτό μόνο μέσα από την αγαθή πανουργία της μέλλει να γίνει και από τη «μαγκιά» των θεραπόντων της.
Το βιβλίο ειδολογικά βρίσκεται πολύ κοντά σε μια Εισαγωγή στην αρχαιογνωσία - άλλωστε τα περισσότερα κείμενα αναφέρονται στην ιστορία των κλασικών σπουδών από τη γένεσή τους ως σήμερα. Ολες όμως οι μελέτες, είτε ιστορικής φύσεως είναι είτε προβαίνουν σε αξιολογήσεις και συσχετισμούς των κλασικών σπουδών με άλλα ζητήματα του καιρού μας (φεμινισμός, πολιτισμικοί πόλεμοι, συγκριτική γραμματολογία, πολιτισμικές σπουδές), διαθέτουν ζωντάνια και αμεσότητα που τους αφαιρεί κάθε ίχνος σχολαστικισμού. Το βιβλίο είναι «επιστημονικό», αλλά η πλοκή και ο ρυθμός του το καθιστούν τόσο ευανάγνωστο που (να το πω;) ελάχιστα «λογοτεχνικά» βιβλία καταφέρνουν κάτι ανάλογο. Στην ουσία, θα έλεγα, είναι ένα βιβλίο που διαπνέεται από βαθύτατο ρομαντισμό (παρά τον αναμφισβήτητο ρεαλισμό του) καθώς και οι 24 συντάκτες του μοιάζουν με ερωτευμένους μνηστήρες που ο καθείς από τη σκοπιά του εκθειάζει τα κάλλη μιας (ιδεατής;) αγαπημένης. Από αυτούς τους εκλεκτούς φιλολόγους ας μου επιτραπεί να αναφέρω - ως ελάχιστο έπαινο - τους πέντε έλληνες συναδέλφους: τον Α. Ρεγκάκο, που επιμελείται τον τόμο και γράφει το εισαγωγικό κείμενο, τον Σ. Κυριακίδη («Οι αρχές της φιλολογίας στη Ρώμη»), τον Δ. Ι. Ιακώβ («Η φιλολογία στη νεότερη Ελλάδα»), τον Θ. Δ. Παπαγγελή («Ελληνική κλασική φιλολογία: ζητείται μέλλον») και τον Ι. Ν. Καζάζη («Κλασική φιλολογία: Από το επίκεντρο στο περιθώριο. Και τώρα πού;»).
Ο χώρος δεν επιτρέπει να πούμε περισσότερα για τους συντελεστές ούτε να σχολιάσουμε όλα τα κείμενα του βιβλίου. Το συνιστώ πάντως εκθύμως και είμαι βέβαιος ότι οι αναγνώστες θα το απολαύσουν. Θα επιθυμούσα ωστόσο να αναφερθώ, έστω και σύντομα, σε δύο θέματα που θίγονται σ' αυτό. Το ένα έχει να κάνει με την Αναγέννηση των ελληνικών γραμμάτων, το σχετικό κείμενο υπογράφει ο Α. Crafton, καθηγητής στο Πρίνστον. Το δεύτερο σχετίζεται με την ενασχόληση μεγάλων ευρωπαίων ποιητών, όπως λ.χ., του Γκαίτε, με την ομηρική φιλολογία και τη μετάφραση του Ομήρου από τον Α. Pope, εγχείρημα που δημιούργησε μια ολόκληρη λογοτεχνική παράδοση στην Αγγλία. Τα κείμενα υπογράφουν οι καθηγητές Ε.-R. Schwinge (Κίελο) και J. Griffin (Οξφόρδη).
Η θέση του Crafton είναι πως ακόμη και αν δεχθούμε ότι ο ουσιαστικός πυρήνας της Αναγέννησης είναι ότι ανακάλυψε τον «σύγχρονο κόσμο και τον άνθρωπό του», αυτή η ανακάλυψη στηρίχθηκε, πρακτικά θα λέγαμε, στην επανανακάλυψη των κλασικών γραμμάτων. Τα αρχαία ελληνικά, ή η αρχαία ελληνική τέχνη, δεν είχαν κάποια αφηρημένη, ακαδημαϊκή, ιδεαλιστική (για να μην πούμε, ιδεοληπτική) αξία στα χρόνια της Αναγέννησης. Ο αρχαιοελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός είχαν (και έχουν) αξία και νόημα στον βαθμό που μας βοηθούν να ανακαλύπτουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας. Επομένως, προσθέτουμε, σημασία έχει αυτό που επιλέγουμε από τους κλασικούς και ο τρόπος με τον οποίο το ερμηνεύουμε, το προβάλλουμε και το προσλαμβάνουμε. Η στείρα (και όχι σπάνια επικίνδυνη) αρχαιολατρία δεν έχει καμία σχέση με τον ουμανιστικό χαρακτήρα των κλασικών γραμμάτων. Είναι μάλιστα παρατηρημένο πως εκείνοι που φωνασκούν περισσότερο για την τύχη των κλασικών γραμμάτων, ειδικά στον τόπο μας, είναι και οι λιγότερο αρμόδιοι για τη διδασκαλία τους.
Ο Γκαίτε, ο Σίλερ και οι άλλοι
Ακούγεται λίγο περίεργο αλλά, όπως προκύπτει από τα κείμενα των Schwinge και Griffin, εκείνοι που έδωσαν νέα πνοή στις κλασικές και ειδικά στις ομηρικές σπουδές στη Γερμανία και στην Αγγλία τον 18ο και τον 19ο αιώνα δεν ήταν τόσο οι φιλόλογοι (με τη στενή σημασία του όρου) αλλά ορισμένα διάσημα, «καθολικά» πνεύματα της εποχής, όπως οι Goethe, Herder, Novalis, Schleger, Schiller (Γερμανία), Pope, Reynolds, Wood, Arnold (Αγγλία). Φυσικά τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: το έναυσμα για την όλη κίνηση στη Γερμανία σχετικά με την ενότητα των ομηρικών επών, την ποιητική μεγαλοφυΐα του Ομήρου ή τον ρομαντικό του χαρακτήρα το έδωσαν τα περιβόητα Prolegomena του Wolf (1795). Για να μπορέσει ο Pope να εκπονήσει τη μεγαλειώδη μετάφραση της Ιλιάδας (1715-20) και της Οδύσσειας (1725-26) στηρίχθηκε στην υπάρχουσα ως τότε παράδοση των κλασικών γραμμάτων, όπως την είχαν διαμορφώσει πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και καθηγητές δημόσιων σχολείων.
Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι υπήρξε και στην Ελλάδα, τον 19ο και τον 20ό αιώνα, ένας ανάλογος ωφέλιμος συνδυασμός φιλολογικής επιστήμης και λογοτεχνίας; Υπάρχουν λίγα παραδείγματα, αλλά σε γενικές γραμμές φιλολογία και λογοτεχνία κράτησαν (και κρατούν) αποστάσεις και η αμοιβαία δυσπιστία εξακολουθεί. Αλλά και στο επίπεδο της μετάφρασης τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Οι μεταφραστές Γρυπάρης και Καζαντζάκης (για να μείνουμε σε δύο μείζονα παραδείγματα) δεν μπόρεσαν να επιβάλουν το λογοτεχνικό τους γούστο. Από την άλλη, ακόμη και σήμερα ο νεωτερικός ποιητικός λόγος που γεννιέται στη δεκαετία του '30 παραμένει εν πολλοίς ανεκμετάλλευτος μεταφραστικά. Ο μόνος, πιστεύω, που θα μπορούσε να συστήσει μεταφραστική γλώσσα τόσο υψηλή όσο και η ποίησή του είναι ο Σολωμός. Αλλά η προσπάθειά του δεν ευοδώθηκε. Περισσότερες σχέσεις (ανάμεσα στα κλασικά κείμενα και στη λογοτεχνία) φαίνεται να δείχνει η χρήση αρχαιοελληνικού υλικού στη νέα ελληνική λογοτεχνία, σύμφωνα τουλάχιστον με τις διδαχές του αγγλοθρεμμένου Σεφέρη, χωρίς φυσικά να λησμονούμε τρεις μείζονες και ολωσδιόλου διαφορετικούς μεταξύ τους ποιητές, τον Παλαμά, τον Καβάφη και τον Σικελιανό. Ισως στο μέλλον οι λογοτέχνες μας γίνουν καλύτεροι αναγνώστες των κλασικών, ίσως στο μέλλον οι φιλόλογοί μας μάθουν να αντιμετωπίζουν, να προσλαμβάνουν και να διδάσκουν τα κλασικά μας κείμενα όπως πράγματι είναι, δηλαδή ως υψηλή λογοτεχνία. Σε αυτό ίσως να βρίσκεται και η όποια ελπίδα για το μέλλον των κλασικών γραμμάτων.
Γιώργης Γιατρομανωλάκης (καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 16-06-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις