0
Your Καλαθι
Κατά μόνας
Περιγραφή
Έχει το χάρισμα. Κάθε καλός αναγνώστης θα εντοπίσει στις σελίδες του αυτό που βρίσκει κανείς μόνο στην υψηλή λογοτεχνία, εκείνη που γράφουν οι πραγματικοί ποιητές. Η λογοτεχνία του 21ου αιώνα θα ανήκει στο Νέουμαν και σε μια χούφτα απ΄τους εξ΄αίματος αδελφούς του."
Ρομπέρτο Μπολάνιο
"Όταν βλέπω δύο ανθρώπους να φιλιούνται, νοµίζοντας ότι αγαπιούνται, νοµίζοντας ότι η αγάπη τους θα κρατήσει, ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον εν ονόµατι ενός ενστίκτου στο οποίο δίνουν µεγαλόπρεπα ονόµατα, όταν τους βλέπω να χαϊδεύονται µ' αυτή τη νοσηρή λαχτάρα, µ' αυτή την προσδοκία να συναντήσουν κάτι κρίσιµο στο δέρµα του άλλου, όταν βλέπω τα στόµατά τους να κολλάνε µεταξύ τους, τις γλώσσες τους να µπλέκονται, τα φρεσκολουσµένα µαλλιά τους, τ' άναρχα χέρια τους, τα υφάσµατα που αγγίζονται κι ανασηκώνονται σαν την πιο ρυπαρή αυλαία, το αγχώδες τικ των γονάτων που ξεπηδούν σαν ελατήρια, τα φτηνά κρεβάτια, τα ξενοδοχεία ηµιδιαµονής που αργότερα θα τα θυµούνται σαν παλάτια, όταν βλέπω δύο ηλίθιους να εκτονώνουν ατιµώρητα τον πόθο τους στο φως της µέρας σαν να µην τους έβλεπα, δεν αισθάνοµαι µόνο ζήλια. Τους λυπάµαι κιόλας. Λυπάµαι το σάπιο µέλλον τους. Τότε σηκώνοµαι, ζητάω το λογαριασµό και τους στέλνω ένα λοξό χαµόγελο, σαν να επέστρεφα από έναν πόλεµο που εκείνοι δεν µπορούσαν καν να φανταστούν ότι είχε ξεσπάσει".
Το παιδί μιλάει για το πρώτο και τελευταίο ταξίδι που έκανε με την νταλίκα του πατέρα του. Ο πατέρας, που αργοπεθαίνει στο νοσοκομείο, αφήνει σ' ένα μαγνητόφωνο τις υποθήκες του για να τις διαβάσει ο γιος του όταν μεγαλώσει. Η μητέρα, μόνη στο σπίτι, γράφει ένα ημερολόγιο για την προσωρινή απουσία του και την αναμονή τής οριστικής του απώλειας. Τρεις σπαραχτικοί εναλλασσόμενοι μονόλογοι συνθέτουν αυτό το αριστουργηματικό αφήγημα για τη φθορά και την αγάπη, για τον έρωτα και την αγάπη ως αντίσταση στη φθορά του έρωτα.
Ρομπέρτο Μπολάνιο
"Όταν βλέπω δύο ανθρώπους να φιλιούνται, νοµίζοντας ότι αγαπιούνται, νοµίζοντας ότι η αγάπη τους θα κρατήσει, ψιθυρίζοντας ο ένας στον άλλον εν ονόµατι ενός ενστίκτου στο οποίο δίνουν µεγαλόπρεπα ονόµατα, όταν τους βλέπω να χαϊδεύονται µ' αυτή τη νοσηρή λαχτάρα, µ' αυτή την προσδοκία να συναντήσουν κάτι κρίσιµο στο δέρµα του άλλου, όταν βλέπω τα στόµατά τους να κολλάνε µεταξύ τους, τις γλώσσες τους να µπλέκονται, τα φρεσκολουσµένα µαλλιά τους, τ' άναρχα χέρια τους, τα υφάσµατα που αγγίζονται κι ανασηκώνονται σαν την πιο ρυπαρή αυλαία, το αγχώδες τικ των γονάτων που ξεπηδούν σαν ελατήρια, τα φτηνά κρεβάτια, τα ξενοδοχεία ηµιδιαµονής που αργότερα θα τα θυµούνται σαν παλάτια, όταν βλέπω δύο ηλίθιους να εκτονώνουν ατιµώρητα τον πόθο τους στο φως της µέρας σαν να µην τους έβλεπα, δεν αισθάνοµαι µόνο ζήλια. Τους λυπάµαι κιόλας. Λυπάµαι το σάπιο µέλλον τους. Τότε σηκώνοµαι, ζητάω το λογαριασµό και τους στέλνω ένα λοξό χαµόγελο, σαν να επέστρεφα από έναν πόλεµο που εκείνοι δεν µπορούσαν καν να φανταστούν ότι είχε ξεσπάσει".
Το παιδί μιλάει για το πρώτο και τελευταίο ταξίδι που έκανε με την νταλίκα του πατέρα του. Ο πατέρας, που αργοπεθαίνει στο νοσοκομείο, αφήνει σ' ένα μαγνητόφωνο τις υποθήκες του για να τις διαβάσει ο γιος του όταν μεγαλώσει. Η μητέρα, μόνη στο σπίτι, γράφει ένα ημερολόγιο για την προσωρινή απουσία του και την αναμονή τής οριστικής του απώλειας. Τρεις σπαραχτικοί εναλλασσόμενοι μονόλογοι συνθέτουν αυτό το αριστουργηματικό αφήγημα για τη φθορά και την αγάπη, για τον έρωτα και την αγάπη ως αντίσταση στη φθορά του έρωτα.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις