Η εξαίσια ηδονή του βιασμού

Έκπτωση
35%
Τιμή Εκδότη: 14.90
9.69
Τιμή Πρωτοπορίας
+
281365
Συγγραφέας: Νικηφόρου, Τόλης
Εκδόσεις: Νεφέλη
Σελίδες:208
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2006
ISBN:9789602117941
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Ο Άρις Παπακώστας, καλλιεργημένος αστός δικηγόρος της Θεσσαλονίκης, με ισορροπημένη οικογενειακή ζωή και πίστη στην ιδέα της δικαιοσύνης, έχει αναλάβει αρκετές υποθέσεις βιασμών και κακοποίησης γυναικών, τις οποίες διεκπεραιώνει με ιδιαίτερο ζήλο, αλλά και με την απαιτούμενη συναισθηματική απόσταση που του επιβάλλει η δικηγορική του ιδιότητα.
Όλα όμως στη ζωή του αλλάζουν, όταν η βία αγγίζει την οικογένειά του: όταν βιάζεται και κακοποιείται με εξαιρετικά άγριο τρόπο η αδερφή της γυναίκας του. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο ένας από τους βιαστές αποφυλακίζεται. Τη μεγαλύτερη ωστόσο δοκιμασία θα υποστεί όταν, λίγο αργότερα, ο αποφυλακισθείς βιαστής βρίσκεται νεκρός υπό περίεργες συνθήκες, γεγονός που του γεννά υποψίες... Η λύση του δράματος δίνεται μέσα από έναν παράδοξο μονόλογο. Θα επέλθει όμως πλήρης κάθαρση;

Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου








ΚΡΙΤΙΚΗ



Μπορεί ο τίτλος του μυθιστορήματος να αντιβαίνει στην πολιτική ορθότητα, αλλά το περιεχόμενο ευθυγραμμίζεται με την ηθική ευαισθησία που επί τεσσαρακονταετία πρεσβεύει ο Τόλης Νικηφόρου στις ποιητικές του καταθέσεις κυρίως και στα αφηγηματικά του βιβλία. Θεσσαλονικιός ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, με το βλέμμα αταλάντευτα καρφωμένο στα κοινωνικά νοσήματα, ο Νικηφόρου ως πεζογράφος διατηρεί το υποτονικό ύφος, κατάκτηση της ωριμότερης ποιητικής του περιόδου, και άγρυπνη τη συνείδησή του απέναντι σε κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που έχουν προ πολλού σαρώσει τα νεανικά ιδανικά και τα βαρύτιμα αριστερά οράματα και τείνουν να αλώσουν πιο μύχιες κτήσεις, όπως η αξιοπρέπεια και η ελευθερία. Εναν χρόνο μετά το προτελευταίο του μυθιστόρημα, «Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα», ο Νικηφόρου επανέρχεται με μία ακόμα μυθοπλασία που κινείται στο μεταίχμιο ιστορίας μυστηρίου και κοινωνικού σχολιασμού. Η πλοκή φαίνεται να εκτυλίσσεται στη σκιά των πρόσφατων αποκαλύψεων περί των παραδικαστικών κυκλωμάτων. Οι πρωταγωνιστές, από διαφορετική σκοπιά ο καθένας, έρχονται αντιμέτωποι με την προοπτική της αυτοδικίας, ως άμεσης διεκδίκησης ηθικής πλήρωσης, όταν τα ένδικα μέσα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, προσφέρουν ανύποπτες διαφυγές στους δράστες. Και πάλι όμως ο συγγραφέας, τεχνηέντως, αφήνει μετέωρο το ερώτημα κατά πόσο επέρχεται κάθαρση σ' έναν κόσμο ανακυκλούμενης σκαιότητας και βίας, όπου το θύμα, ασυνείδητα ίσως, ενστερνίζεται τις ίδιες πρακτικές που εξαρχής το θυματοποίησαν.



Η απόλαυση της βίας



Το βιβλίο χωρίζεται σε δώδεκα κεφάλαια, μοιρασμένα σε τρία μέρη. Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε έναν διευθυντή να αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τον ψυχολογικό εκβιασμό που δοκιμάζει στην υφισταμένη του, προεόρτιο της κατ' εξακολούθηση σεξουαλικής της κακοποίησης. Ο αφηγητής, παλιός αριστερός, βολεμένος στη νεοαποκτηθείσα ευμάρεια και εξουσία, βαθιά πωρωμένος, αποκομμένος από πολιτικές ανησυχίες που έθρεψαν τη νεότητά του και αποξενωμένος από την οικογένεια που δημιούργησε, ανακαλύπτει στη βία την ηδονή, τη μόνη πιθανόν που πλέον του αναλογεί. Στο επόμενο κεφάλαιο, τον λόγο παίρνει συγγενής θύματος, ο αδελφός μιας κοπέλας εις βάρος της οποίας επί χρόνια ασελγούσε ο πατέρας τους. Εδώ ο συγγραφέας εισάγει το στοιχείο του κοινωνικού στιγματισμού των θυμάτων, το όνειδος που τα εγκλωβίζει στην αποσιώπηση και την ανοχή. Οπως η ηλικιωμένη του τρίτου κεφαλαίου, η οποία υπέμενε ξυλοδαρμούς και ταπεινώσεις από τον σύζυγό της, μολονότι είχε ήδη τραβήξει πάνω της τα καταδιωκτικά βλέμματα της γειτονιάς. Συνδετικό πρόσωπο των τριών αφηγητών, ο δικηγόρος που εμφανίζεται στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους και ο οποίος αναλαμβάνει τις προρρηθείσες υποθέσεις. Καθότι οι πελάτισσές του ανήκουν στη θαρραλέα μειοψηφία που προβαίνει στην καταγγελία. Σε τρίτο πρόσωπο τώρα η αφήγηση ανατρέχει στα παιδικά και νεανικά χρόνια του ήρωα, στη φοίτησή του στο περίφημο κολέγιο «Ανατόλια», φορτισμένο με την προσφυγική μετατόπιση από την Ιωνία στη Μακεδονία, στη γαλούχησή του με αριστερές πεποιθήσεις, καταλήγοντας στο σκιαγράφημα ενός ιδεώδους χαρακτήρα με ρεαλιστική οπτική, ιδεαλισμό, εντιμότητα, ηπιότητα και προσήνεια. Σύντροφος αυτού του αδαμάντινου ήθους μέλλεται να γίνει το ατίθασο κορίτσι που ανοίγει το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Μεγαλωμένη σαν αγρίμι στις φτωχογειτονιές της Θεσσαλονίκης, η κοπέλα διοχετεύει την πίκρα της για τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα της στην υπερπροστασία της μικρότερης αδελφής της, στη γυμναστική και τις πολεμικές τέχνες, ενώ μετέπειτα στον ακτιβισμό υπέρ των δικαιωμάτων των γυναικών. Αρετές που εκμεταλλεύεται δεόντως το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου. Η έκδηλη νοσταλγική χροιά και συγκίνηση των γειτονικών αυτών κεφαλαίων, με τα βιογραφικά των δύο ηρώων, μας παραπέμπει στη βιωματική διηγηματογραφία του Νικηφόρου, όπου ο χρόνος διαστέλλεται για να καταπραΰνει τις διαψεύσεις που βαραίνουν το παρόν.

Το ζεύγος των αντίρροπων δυνάμεων, η σύνεση και η παραφορά, κατορθώνει με αμοιβαίες υπαναχωρήσεις να στήσει μια αρμονική οικογενειακή εστία, η οποία αίφνης διασαλεύεται άγρια από τον ομαδικό βιασμό της κουνιάδας του δικηγόρου. Ο τελευταίος, μολονότι χειριζόταν με αυστηρή δεοντολογία και την πρέπουσα συναισθηματική απόσταση τις υποθέσεις βιασμού, αναγνώριζε ωστόσο ενδόμυχα ότι «ο βιασμός είναι αληθινή τραγωδία για τη γυναίκα, αλλά συχνά ένα διασκεδαστικό ανέκδοτο για τον άντρα». Αποψη ασύμβατη με την ιδιοσυστασία του σεπτού αυτού χαρακτήρα, όπου φαίνεται μάλλον απίθανο να παρασιτούν σαδιστικά ένστικτα. Υποδηλώνει πάντως την αμηχανία του πρωταγωνιστή στην ανάληψη της συγκεκριμένης περίπτωσης. Με την προφυλάκιση τριών κατηγορουμένων και ιδίως με την αποφυλάκιση του ενός η αγανάκτηση της γυναίκας του προσκρούει στις χρονοτριβές και την τυπολατρία των δικαστικών διαδικασιών, τις αναβολές και τις κωλυσιεργίες της υπεράσπισης, ενώ το ενδεχόμενο της αυτοδικίας, ολοένα πιο κοντινό, δυναμιτίζει τα θεμέλια της οικογένειας και παράλληλα το σύστημα αξιών του δικηγόρου.



Λόγος τραχύς και αγοραίος



Ο μονόλογος της συζύγου του δικηγόρου στο τελευταίο κεφάλαιο καταδεικνύει μέχρι πού μπορεί να εκτοξευθεί η εγγενής επιθετικότητα όταν απελευθερωθεί ανεξέλεγκτη και ασύδοτη. Η γυναίκα απευθύνεται στο υποψήφιο θύμα της με λόγο σκληρό, τραχύ, αγοραίο, παίρνοντας την αυθαίρετη εκδίκησή της όταν έχει σωθεί κάθε εμπιστοσύνη στις δικαστικές αρχές. Η κακοποιημένη υπάλληλος θα προσφύγει και εκείνη σε μια σαφώς ηπιότερη, ωστόσο μορφή αυτοδικίας. Παρ' όλα αυτά οι υπόλοιπες γυναίκες του βιβλίου διόλου δυναμικές δεν είναι. Ο Νικηφόρου, πέρα από την προβληματική της αυτόβουλης απονομής δικαιοσύνης, καταδύεται επίσης στο ψυχογράφημα των θυμάτων υπογραμμίζοντας την παθητικότητα και τις μύριες φοβίες της γυναίκας, την αρρωστημένη έγνοια του καθωσπρεπισμού και της έκθεσης στον περίγυρο, συχνά τη δουλοφροσύνη της, στοιχεία ιδιοσυγκρασιακά που επιτρέπουν ή έστω διευκολύνουν την επικράτηση του αυταρχισμού των αρσενικών. Ο κοινωνικός διασυρμός και ο περιβόητος δεύτερος βιασμός ενώπιον του δικαστηρίου παγιδεύουν τα θύματα στην ντροπή και την ενοχή. Ο Νικηφόρου αντιμετωπίζει το γυναικείο πληθυσμό ωσάν να βρίσκεται υπό συνεχή απειλή και επαγωγικά σε άμυνα, γι' αυτό ίσως και οι θερμές φεμινιστικές θέσεις που επιμελώς εμφυτεύονται στην αφήγηση. Και ενώ οι γυναίκες προβάλλουν, ώς έναν βαθμό, ομογενοποιημένες, συστεγασμένες κάτω από μια έμφυτη αδυναμία, συστολή, μειονεξία και ροπή στην καταπίεση, το προφίλ του βιαστή σχηματοποιείται πιο ρευστό και ευμετάβλητο, καθότι δεν μπορεί να περιοριστεί σε συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα, μορφωτικό και οικονομικό επίπεδο και προδιαγεγραμμένες οικογενειακές καταβολές. Αν και το σκιτσάρισμα του ενόχου που θανατώνεται βασανιστικά στο τέλος του μυθιστορήματος συνάδει προς ποικίλα στερεότυπα: αμόρφωτος, από λαϊκή συνοικία, θύμα βιαιοπραγιών εντός του οικογενειακού του περιβάλλοντος.

Οι αθυρόστομες περιγραφές των σεξουαλικών επιθέσεων, η επισήμανση των ψυχολογικών τους συνεπειών και η διεξοδική παρακολούθηση των απελπιστικά χρονοβόρων δικαστικών ενεργειών εναλλάσσονται με κομμάτια συγκρατημένου λυρισμού, όπου ο συγγραφέας περιδιαβάζει στα τοπία της μεταπολεμικής Θεσσαλονίκης, τοπία ανύπαρκτα πια, θύλακοι μιας εξιδανικευμένης ζωής και ουσιωδών αιτημάτων, που όμως ανθίστανται με ρομαντική εμμονή στην πραγματικότητα που καταγράφει το βλέμμα. Η θέαση του Νικηφόρου είναι πιο ανοιχτή από τις φαινομενικές οροθετήσεις της θεματικής του, εκτείνεται πέρα από τους καταγγελτικούς τόνους και έρχεται να ακουμπήσει σε πιο χαμηλόφωνο ύφος στις αποκαρδιωτικές μεταλλάξεις της πόλης, του τρόπου ζωής και των νοοτροπιών. Και στη διεύρυνση του στοχασμού μπορεί να ιδωθεί, σε ένα διακριτικά συγκαλυμμένο επίπεδο, ο αφανισμός αλλοτινών βιωμάτων από αποθαρρυντικές εξελίξεις, ο βιασμός της αριστερής μαχητικότητας από την παροντική ιδεολογική ένδεια, η κακοποίηση ονείρων που πρέπει να συμβιβαστούν με τον υπερακοντισμό τους από μια εποχή που έχει ταχύτατα εξαλείψει κάθε παρελθοντική ελπίδα πραγμάτωσής τους. Και μολονότι στο εναρκτήριο και το καταληκτικό κεφάλαιο του βιβλίου προεξάρχει η βία και στις τρεις εκφάνσεις της, σωματική, ψυχολογική, λεκτική, είναι η λεπτή υπόδειξη των αδιόρατα αλλά βίαια διαψευσμένων, παροπλισμένων ιδανικών που πρωτίστως αξίζει κανείς να κρατήσει από την ανάγνωση.



ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/11/2006

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!