0
Your Καλαθι
Κασταλία πηγή
44 ποιήματα για το παιδί και την αθωότητα
Έκπτωση
25%
25%
Περιγραφή
Με χρώματα και μουσικές στη γειτονιά η άνοιξη ξημερώνει
στον δρόμο για το πουθενά
κουρασμένα
απελπισμένα
ανεπιθύμητα
θλιμμένα χελιδόνια
χωρίς φωλιά
άνοιξη
ουρανό
παιδιά της προσφυγιάς
στη θάλασσα
σε βάρκες
σε σκηνές
όπως κάποτε οι γονείς μας
κάποτε οι παππούδες μας
παιδιά στον δρόμο
για το πουθενά
η αθωότητα
η ελπίδα όλων μας
ένα κουρέλι σκαλωμένο
σ’ αγκαθωτά συρματοπλέγματα
Τώρα που η πηγή έχει στερέψει μέσα μου/ στο πιο βαθύ κουρνιάζω μέρος της σπηλιάς μου/ [ ] κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου/ να τη ζεστάνω για να ζεσταθώ κι εγώ/ και της μιλάω για ν’ ακούσω ζωντανή φωνή/ και κλαίω... («λάλον ύδωρ», σ. 16) διαβάζουμε στη νέα ποιητική συλλογή Κασταλία πηγή του Τόλη Νικηφόρου όπου από μια περίοδο 42 χρόνων ανθολογούνται 44 ποιήματά του «για το παιδί και την αθωότητα». Δυο λέξεις/έννοιες που ταυτίζονται στη ζωή μας.
Χρόνια στα σχολεία προσκεκλημένος συνομιλεί μαζί τους μέσω της ποίησης, μέσω των λέξεων που, χάρη στα παιδιά, μεταγγίζει σε φως. Οι μορφές τους παρελαύνουν συχνά στους στίχους του καθώς τ’ ακούει καθημερινά να τιτιβίζουν στο σχολειό δίπλα στο σπίτι του: δίπλα στην κλειδωμένη αυλόπορτα/ πάνω απ’ το χαμηλό πεζούλι/ στα κάγκελα είναι γαντζωμένα/ τέσσερα-πέντε πιτσιρίκια/ αγόρια και κορίτσια/ και ξαφνικά/ καθώς περνάω απ’ το σχολείο/ γυρίζουν όλα και χαμογελάνε/ μάτια που λάμπουν/ κάτω απ’ τα σκουφάκια τους// ή μήπως/ είχα χαμογελάσει πρώτα εγώ;
Μετά τις Ανθολογίες για την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη και για τον Έρωτα ο Τ.Ν. επανέρχεται ανθολογώντας ποιήματα για την τρίτη σταθερά της ύπαρξής του/ του έργου του: τα παιδιά. Μια λέξη που τη συναντάς με απίστευτη συχνότητα σε όλο το έργο του. Κόκκινες και γαλάζιες ψηφίδες του ουρανού συγκεντρώνονται διαχρονικά στη γραφή του Τόλη Νικηφόρου εκεί όπου ένα καινούριο φως μπουμπουκιάζει: εξόριστα παιδιά τ’ ουρανού/ για την απόλυτη αθωότητά τους/ χωρίς πίκρα κατάντικρυ στο γαλάζιο/ ανοίγουν μεγάλα πράσινα μάτια/ κι άλλες φορές κίτρινα ή κόκκινα/ χορδές της μουσικής και της μοναξιάς τους («τα δέντρα», σ. 18).
Και μαζί με τα παιδιά οι δικές του προβολές/μνήμες στα δύσκολα χρόνια, μεταπλάθονται σε ποιητικές σπονδές, ύμνος για τα παιδιά όλου του κόσμου: μέσα απ’ τη γη να ξεπροβάλλει/ η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων/ όλα στη θέση τους αμετακίνητα/ όπως το χέρι του πατέρα/ τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε// η φλόγα απ’ το δαδί να λαμπαδιάζει/ στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα/ κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά/ και ο βαρδάρης άγριος παγερός και οικείος/ ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα// διαρκώς να αλλάζουν και να μένουν/ όλα στη θέση τους αμετακίνητα/ αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων/ απ’ όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε/ η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου («γενέθλια πόλη, 1», σ. 21)
Γιατί η ποίηση υπάρχει να αποδιώχνει τον φόβο και τη μοναξιά επανατοποθετώντας τον άνθρωπο και την ελπίδα του, το παιδί, στη ζωή και το όνειρο.
«Μ»
στον δρόμο για το πουθενά
κουρασμένα
απελπισμένα
ανεπιθύμητα
θλιμμένα χελιδόνια
χωρίς φωλιά
άνοιξη
ουρανό
παιδιά της προσφυγιάς
στη θάλασσα
σε βάρκες
σε σκηνές
όπως κάποτε οι γονείς μας
κάποτε οι παππούδες μας
παιδιά στον δρόμο
για το πουθενά
η αθωότητα
η ελπίδα όλων μας
ένα κουρέλι σκαλωμένο
σ’ αγκαθωτά συρματοπλέγματα
Τώρα που η πηγή έχει στερέψει μέσα μου/ στο πιο βαθύ κουρνιάζω μέρος της σπηλιάς μου/ [ ] κρατάω την ανθρωπότητα στην αγκαλιά μου/ να τη ζεστάνω για να ζεσταθώ κι εγώ/ και της μιλάω για ν’ ακούσω ζωντανή φωνή/ και κλαίω... («λάλον ύδωρ», σ. 16) διαβάζουμε στη νέα ποιητική συλλογή Κασταλία πηγή του Τόλη Νικηφόρου όπου από μια περίοδο 42 χρόνων ανθολογούνται 44 ποιήματά του «για το παιδί και την αθωότητα». Δυο λέξεις/έννοιες που ταυτίζονται στη ζωή μας.
Χρόνια στα σχολεία προσκεκλημένος συνομιλεί μαζί τους μέσω της ποίησης, μέσω των λέξεων που, χάρη στα παιδιά, μεταγγίζει σε φως. Οι μορφές τους παρελαύνουν συχνά στους στίχους του καθώς τ’ ακούει καθημερινά να τιτιβίζουν στο σχολειό δίπλα στο σπίτι του: δίπλα στην κλειδωμένη αυλόπορτα/ πάνω απ’ το χαμηλό πεζούλι/ στα κάγκελα είναι γαντζωμένα/ τέσσερα-πέντε πιτσιρίκια/ αγόρια και κορίτσια/ και ξαφνικά/ καθώς περνάω απ’ το σχολείο/ γυρίζουν όλα και χαμογελάνε/ μάτια που λάμπουν/ κάτω απ’ τα σκουφάκια τους// ή μήπως/ είχα χαμογελάσει πρώτα εγώ;
Μετά τις Ανθολογίες για την αγαπημένη του Θεσσαλονίκη και για τον Έρωτα ο Τ.Ν. επανέρχεται ανθολογώντας ποιήματα για την τρίτη σταθερά της ύπαρξής του/ του έργου του: τα παιδιά. Μια λέξη που τη συναντάς με απίστευτη συχνότητα σε όλο το έργο του. Κόκκινες και γαλάζιες ψηφίδες του ουρανού συγκεντρώνονται διαχρονικά στη γραφή του Τόλη Νικηφόρου εκεί όπου ένα καινούριο φως μπουμπουκιάζει: εξόριστα παιδιά τ’ ουρανού/ για την απόλυτη αθωότητά τους/ χωρίς πίκρα κατάντικρυ στο γαλάζιο/ ανοίγουν μεγάλα πράσινα μάτια/ κι άλλες φορές κίτρινα ή κόκκινα/ χορδές της μουσικής και της μοναξιάς τους («τα δέντρα», σ. 18).
Και μαζί με τα παιδιά οι δικές του προβολές/μνήμες στα δύσκολα χρόνια, μεταπλάθονται σε ποιητικές σπονδές, ύμνος για τα παιδιά όλου του κόσμου: μέσα απ’ τη γη να ξεπροβάλλει/ η ανθισμένη Παναγία Χαλκέων/ όλα στη θέση τους αμετακίνητα/ όπως το χέρι του πατέρα/ τους εφιάλτες στο σκοτάδι όταν έδιωχνε// η φλόγα απ’ το δαδί να λαμπαδιάζει/ στο πρωινό δωμάτιο του χειμώνα/ κάθε κατώφλι μια ζεστή ποδιά/ και ο βαρδάρης άγριος παγερός και οικείος/ ένας μεγάλος αδερφός, μια βεβαιότητα// διαρκώς να αλλάζουν και να μένουν/ όλα στη θέση τους αμετακίνητα/ αμετακίνητη η Πλατεία Δικαστηρίων/ απ’ όπου ξεκινούσε κι όπου τέλειωνε/ η Εγνατία Οδός αυτού του κόσμου («γενέθλια πόλη, 1», σ. 21)
Γιατί η ποίηση υπάρχει να αποδιώχνει τον φόβο και τη μοναξιά επανατοποθετώντας τον άνθρωπο και την ελπίδα του, το παιδί, στη ζωή και το όνειρο.
«Μ»
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις