Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα
Περιγραφή
"Όλες οι βλεννόρροιες θεραπεύονται εκτός από την πρώτη... σαν την πρώτη αγάπη", γράφει ο Νίκος Νικολαϊδης στο Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα. Σ' αυτή την ύστατη πνευματική του μαρτυρία μυθιστοριογραφεί για μια τελευταία φορά έντοντα και άμεσα τη γενιά του. Ο δεκαπεντάχρονος αφηγητής του μυθιστορήματος καταγράφει την Αθήνα και τις μεταπολεμικές δεκαετίες του πεντήντα και του εξήντα με μια ψυχρή, σαρκαστική, αλλά και ταυτόχρονα ιδιαίτερα νοσταλγική και συμπαθητική ματιά. Η διαδρομή του είναι μια αποκαλυπτική αναζήτηση γεμάτη αγάπη και έρωτα, η οποία όμως οδηγεί σχεδόν μοιραία σε χαμένες ελπίδες και ατελείωτες απογοητεύσεις. Ο Νικολαϊδης κατανοεί απόλυτα το πόσο αδυσώπητα μας τιμωρεί ο χρόνος, αλλά ταυτόχρονα υμνεί το αναλλοίωτο των πρώτων μας ονείρων.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
Από το κεφάλαιο 5:
(…) —ξύλο είπε ό Μάνος αυτό γουστάρω ό τύπος έκανε μπροστά μισό βήμα κι αμόλησε μιά ροχάλα δίπλα στά παπούτσια του—άν είσαι μάγκας κολύμπα—πατώνω απάντησε ό Μάνος καί ξαφνικά τού χύμηξε καί τού ’ριξε μιά κουτουλιά κι άρχισε αμέσως μιά άγρια κλωτσοπατινάδα βρισιές κλωτσιές μπουνιές ροχάλες γονατιές καί ξεμαλλιάσματα κ’ εγώ πήγα νά βγάλω τ’ αμπέχωνο νά πλακωθώ μαζί τους—αλλά σέ μιά στροφή μέ πέταξε πίσω δυνατά ό Μάνος—φύγε από δώ ρέ Σπόρε.
Τήν καλλίτερη δουλειά τήν έκανε τό παιδοβούβαλο πού ’χε κάτι αρβύλες νούμερο 47 καί τούς γαμούσε στίς κλωτσιές καί τούς μπίσταγε μετά πάνω στό καπό καί τίς πόρτες. Ό αεροπόρος είχε ένα προσωπικό στυλάκι κάτι πρός καραγκιόζη κ? έριχνε τίς κλωτσιές του σά μπουνιές καί τίς μπουνιές κλωτσιές κ’ έτσι τούς μπέρδευε μόνο ό Μπογκομόλετς χτύπαγε σωστά καθότι καί μποξέρ αλλά βαρέθηκε γρήγορα γιατί οί άλλοι δυό τού τήν πέφτανε στά γιούργια κι άτσαλα καί δέν τού ’βγαινε ή προπόνηση. Ό Μάνος χοροπηδούσε σά κατσίκι ανάμεσά τους κουφάλες θά πεθάνετε τούς άδειαζε μέ κουτουλιές τούς έβγαινε στήν πλάτη καί άνετος από κεί σβούριζε τίς γροθιές του στά νεφρά τους.
Ό Μπογκομόλετς έστειλε έναν πάνω στίς λαμαρίνες κ’ έσυρε έναν τύπο γονατιστό δίπλα μου μακριά απ’ τούς άλλους καί τού ’ριχνε τούς μπουλκουμέδες ρυθμικά στή μάπα κάτι ανάμεσα μπουνιά σφαλιάρα κι ό τύπος μέ κοίταξε καθώς τίς άρπαζε καί μού ’πε μέ παράπονο—εμείς ρέ φίλε πλακωνόμαστε γιά πάρτη σου καί σύ κάθεσαι καί κοιτάζεις καί γύρισε απότομα νά ξεφύγει καί κεί τού ξέφυγε καί τού Μπογκομόλετς μιά ξεγυρισμένη που βρήκε σβέρκο καί τόν άφησε σέκο. Αμέσως μετά ακούστηκε μιά πόρτα νά κλείνει τό κοκοράκι άναψε τή μηχανή κ’ ήρθανε δύο στραπατσαρισμένοι μές στά αίματα νά μαζέψουνε τόν σέκο που τόν πετάξανε στό πίσω κάθισμα καί πέσαν από πάνω του νά φύγουν. Τό παιδοβούβαλο έσπασε μέ κλωτσιές τά πισινά φανάρια τους κι αυτοί σπινιάραν τήν ξεφτίλα τους πάνω στά λάστιχα καί φύγανε μέ χίλια πρός τά κάτω καί πόρτες ανοιχτές νά κοπανάνε.
Τό όλο σκηνικό δέν κράτησε ούτε λεπτό. Γίνανε όλα τόσο γρήγορα που εγώ στεκόμουνα ακόμα μέ τό μανίκι μου νά κρέμεται μισοβγαλμένο ψιλοχεσμένος κιόλας γιατί σ’ ό,τι καβγάδες είχα μπλέξει μέχρι τώρα ήτανε—κράτα μή τόν πλακώσω τόν πούστη καί σού γαμώ τό μουνί που σέ πέταγε καί τό μπουγαδοκόφινο τήν αδελφή σου καί τέτοια μέ τό στόμα δηλαδή καί τσαμπουκιές τής πλάκας.
Μετά έπεσε στά μεγάφωνα καί ή Γκλεντόρα.
Δέ γουστάρω εδώ μέσα πάμε κανά σινεμά είπε βαριανασαίνοντας ακόμα ό Μάνος καί σηκώθηκε—μέ σένα θά τά πούμε αύριο είπε στή Στέλλα που ετοιμαζότανε ν’ ακολουθήσει κι αυτή συμμαζεύτηκε μετά γύρισε καί μέ κοίταξε σέ στύλ φίδι—τί γουστάρει τώρα τό μουνί της;
Έξω απ’ τήν πόρτα τού Τόπ-Χάτ μέ ρώτησε—παίζει κανά καλό ρέ Σπόρε έπαιζε στόν Έσπερο τή Λάουρα—τί ’ναι αυτό ρώτησε τό παιδοβούβαλο—αστυνομικό θρίλλερ καί πρός τό ερωτικό λιγάκι καί είπε ό Μπογκομόλετς γουστάρω φύγαμε.
Μπήκαμε σ’ ένα ταξί Σεβρολέττα ρεφενέ νά μήν αργήσουμε καί σ’ ένα τέταρτο αράζαμε κέντρο πλατεία μές στόν Έσπερο μακριά απ’ τόν κρυστάλλινο πολυέλαιο τής οροφής που όπου νά ’ταν θά ’πεφτε.
Σέ δυό λεπτά βάρεσε ή καμπάνα κι ανοίξανε αργά οί βυσσινιές κουρτίνες στήν άσπρη οθόνη νά δούμε τή Λάουρα.
Από το κεφάλαιο 36:
(…) —βασίλεψα πάω γιά ύπνο τού είπα σηκώθηκα πήγα τρικλίζοντας γιά τό κρεββάτι έφτασα κ? έριξα βουτιά πάνω στά μαλακά σκεπάσματα. Μετά ένοιωσα τόν Μιχάλη νά μού βγάζει τά παπούτσια μετά τά ρούχα πουλόβερ πουκάμισο παντελόνι καί μέ χίλια βάσανα μέ έχωσε κάτω απ’ τό πάπλωμα.—Είσαι γιά τό τελευταίο τσιγάρο; ρώτησε—είμαι γιά σάπισμα φίλε μέ πλάκωσε τό πατέ καί τό κρασί δέν ξέρεις τί τράβηξα νά φτάσω μέχρι εδώ άντε καληνύχτα—είπε κι αυτός καληνύχτα πήγε κ’ έριξε ένα ξύλο στή φωτιά καί έβαλε τή σίτα μπροστά στό τζάκι γύρισα μπρούμυτα καί τόν άκουσα ν’ ανεβαίνει τά ξύλινα σκαλιά γιά τό πατάρι μετά τού φώναξα—δέν ξέρω μαλάκα μου αλλά αύριο θά μέ πάς στόν παλιό σταθμό—ποιό σταθμό;—εκεί που γύρισε ο Όρσον Ουέλλες τή Δίκη—έχασες φίλε μου τόν έχουνε κλείσει γιά συντήρηση—μή σού γαμήσω μέσα ήρθα μέχρι τίς Βρυξέλλες καί δέ θά δώ τόν σταθμό;…—Θά δείς όμως τόν Μιχάλη τόν Βιθέντε μού απάντησε κι αυτά ήταν τά τελευταία του λόγια έτσι απλά χωρίς τυμπανοκρουσίες καί υπερβολές χωρίς κορώνες καί μαντήλια ν’ ανεμίζουνε στήν αποβάθρα γιατί όταν τήν άλλη μέρα τό πρωΐ σηκώθηκα νά πάω γιά κατούρημα έπεσα πάνω στά παπούτσια του γιά τήν ακρίβεια δέν έπεσα κουτούλησα γιατί τά παπούτσια του σαλεύανε στό ύψος τών ματιών μου στό ένα μάλιστα ήταν λυμένο τό κορδόνι κι από πάνω συνέχιζε τό κορμί του μέ τόν λαιμό αρπαγμένο μέσα σέ μιά σφιχτή θηλειά που ανέβαινε ζορισμένη κι άρπαζε πάνω σ’ ένα χοντρό δοκάρι.
—Βιθέντε άσε τίς μαλακίες καί κατέβα από κεί πάνω αλλά τό πρόσωπό του σκούρο μελανί μέ στόμα ανοιχτό πρησμένη γυρισμένη γλώσσα σά νά ’κρυβε πίσω της ένα βραστό αυγό που τόν έπνιγε κ’ ετοιμαζόταν νά μού τό φτύσει κατάμουτρα.
Τόν παράτησα καί πήγα γιά κατούρημα θά ’χε κρύψει κανένα κρίκο στήν πλάτη του καί κρέμεται από κεί καί ή θηλειά μουσαντένια νά μού κόψει τή χολή πρωινιάτικα ό λούστρος.
—μέ τό τρία βγαίνω κατεβαίνεις καί μού φτιάχνεις καφέ κωλόπαιδο…αλλά όταν βγήκα ήταν ακόμα εκεί….
Τελικά μάς τήν έκανε ό Βιθέντε ψυχραιμία τώρα νά τόν κατεβάσω κ’ είδα δίπλα μου μιά πεσμένη καρέκλα κ’ ένα τραπέζι σάν κλωτσημένο παραπέρα—αποκλείεται νά σκαρφαλώσω εκεί πάνω—καλά είσαι ρέ μαλάκα; τού φώναξα μετά κοίταξα τό ρολόι μου σέ μιά ώρα θά ερχότανε ό Τάκης. Πήγα καί κάθησα στό κρεββάτι καί ντύθηκα άναψα ένα τσιγάρο πρέπει νά μαζέψω τ’ αποτσίγαρα καί τά ποτήρια κι άν γίνεται νά μήν κοιτάζω πρός Βιθέντε μεριά. Δίπλα μου ξεκίναγε ένα μακρύ έπιπλο γεμάτο δίσκους κ’ έφτανε μέχρι τό πίκ-άπ καί τό Ρέβοξ σηκώθηκα πήγα καί πάτησα τό πλαίη κι άρχισε νά γυρίζει ή μπομπίνα μετά από δύο-τρείς στροφές άκουσα τή φωνή του απ’ τά μεγάφωνα κι ανατρίχιασα.—Κάρλ Μαρία φόν Βέμπερ κονσερτίνο φύρ κλάρινεττε ούντ ορκέστερ όπους 26 αντάτζιο μά νόν τρόππο.
—δέν τό ’χω ακούσει αυτό ρέ Βιθέντε καί οί βολβοί του σά θολό αλάβαστρο είχαν πεταχτεί έξω καί γυάλιζαν όπου νά ’ναι θά τού πέσουν κάτω θά γκελάρουνε καί θά τούς ψάχνω κάτω απ’ τά έπιπλα έφυγα σφυρί γιά τό μπάνιο κ’ ίσα που πρόλαβα κ? έριξα μιά ρουκέττα στήν μπανιέρα μετά ξεπατώθηκα στό ξέρασμα—μόλις τελείωσα πήρα βαθειές ανάσες κρατούσα ακόμα τό τσιγάρο μου τό πέταξα στήν μπανιέρα τήν ξέβγαλα απ’ τά ξερατά έριξα νερό στή μούρη μου ξέπλυνα τό στόμα μου άρπαξα μιά πετσέτα που μύριζε Βιθέντε σκουπίστηκα νά δείς τώρα που θά βγώ έξω θά τήν έχει αράξει στήν πολυθρόνα καί θά γελάει ή κουφαλίτσα….
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις