Πλανήτης Πρέσπα

Μια μεγάλη ιστορία
Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 15.28
10.70
Τιμή Πρωτοπορίας
+
138918
Συγγραφέας: Νικολαΐδου, Σοφία
Εκδόσεις: Κέδρος
Σελίδες:332
Ημερομηνία Έκδοσης:01/04/2002
ISBN:9789600420661
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


«Στα χρόνια του Βυζαντίου η Ευδοκία ήταν η Κυρά της Πρέσπας. Σήκωσε πόλεμο ενάντια στον αυτοκράτορα, το όνομά της σβήστηκε με επιμέλεια από παντού. Το 2001 μια αρχαιολόγος συνονόματη ψάχνει τα ίχνη της χαμένης αρχόντισσας. Τα περασμένα γεγονότα φανερώνονται σιγά σιγά: Μάγισσες ετοιμάζουν καταπότια, στρατηγοί βάφουν τα χέρια τους στα αίματα, καλόγεροι πατούν τα ράσα τους. Στο μεταξύ, στη σύγχρονη Πρέσπα χαμένα χειρόγραφα αλλάζουν χέρια στα κρυφά κι ένας έρωτας μπουμπουνιστός τραντάζει τη λίμνη. Τα χάλκινα κροτούν. Μαέστροι και δόκτορες, πανεπιστημιακοί καθηγητές, γιαγιάδες και μπόμπιρες στροβιλίζονται στο ρυθμό της ιστορίας. Ακούγονται και κάτι λέξεις: γκρίετσκα, λιομπλιού. Μα κάποια κυρά δε θα μάθει ποτέ τι σημαίνουν.»





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το πρώτο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου (έχουν προηγηθεί οι συλλογές διηγημάτων «Ξανθιά πατημένη», 1997, και «Ο φόβος θα σε βρει και θα 'σαι μόνος», 1999) έχει ορισμένες πολύ καλές αφηγηματικές ιδέες: μια διπλή ιστορία, που εκκινεί από τα χρόνια μας για να βρει την καταγωγή της σε μιαν αιματηρή μηχανορραφία του βυζαντινού 11ου αιώνα, μια ομάδα παθιασμένων επιστημόνων (βυζαντινών αρχαιολόγων), που κάνουν ό,τι μπορούν για να καταστρέψουν ο ένας την καριέρα του άλλου, κι ένα ιδιότυπο κοινωνικό και γλωσσικό περιβάλλον, που φέρνει στην επιφάνεια την ιστορική σύγκρουση Ποντίων και σλαβοφώνων στην ανατολική Μακεδονία. Μαζί με αυτά, ένας έρωτας που καίγεται από πάθος στην αιώνια πυρά, μάγοι και μάγισσες που διώκονται από την αυτοκρατορική εξουσία, πολλά παραμύθια και λαϊκές διηγήσεις, πλήθος αναφορές στις λόγιες βυζαντινές πηγές, ένα βακτήριο που αναλαμβάνει το ρόλο του αφηγητή και παίζει στα δάχτυλα τη σημειολογία της ψηφιακής τεχνολογίας και μια ατμόσφαιρα η οποία παραπέμπει στο θρίλερ, στο αστυνομικό και το περιπετειώδες μυθιστόρημα, αλλά και στα γοτθικά ρομάντζα ή το campus novel.



Θρυμματισμένο υλικό



Είναι φανερό πως η Νικολαΐδου ξεκινάει με τις πλέον ευνοϊκές προϋποθέσεις: με φρέσκους προσανατολισμούς, με συνείδηση της πολυμορφίας και της πολυγλωσσίας στην οποία ομνύει η σημερινή λογοτεχνία, όπως και με μια έντονα ειρωνική διάθεση. Τι συμβαίνει, όμως, αίφνης και ήδη από το μέσον του βιβλίου το δυνάμει εκρηκτικό υλικό του αρχίζει και θρυμματίζεται; Το πρώτο εμπόδιο που αντιμετωπίζει η Νικολαΐδου είναι το απολύτως προβλέψιμο του μύθου της: φέρνοντας συνεχώς στροφές γύρω από μια μεγάλη γκάμα μυθιστορηματικών ειδών (όπως τα είδαμε πρωτύτερα), όχι μόνο δυσκολεύεται να τα χρησιμοποιήσει ως δημιουργικές αφετηρίες, αλλά και σκοντάφτει συνεχώς πάνω στις αδράνειες ή τα στερεότυπά τους: οι πανεπιστημιακοί είναι, παρά την περιπαικτική πρόθεση της αφήγησης, εντελώς φορμαρισμένοι και σοβαροί, τα σημάδια που υποδεικνύουν το χάρισμα και συνάμα την κατάρα της μαγείας, όπως αποτυπώνεται στα πρόσωπα της βυζαντινής και της σύγχρονης Ευδοκίας ή του μαέστρου Σφέβα, μοιάζουν από κοινόχρηστα έως απλοϊκά (και, βεβαίως, γίνονται πολύ σύντομα άνευρα), ενώ η επιδρομή του βυζαντινού στρατού στην Πρέσπα αποδεικνύεται τόσο περιγραφική και εξωτερική, ώστε δεν βγάζει ούτε μία σταγόνα αίμα.

Το άλλο πολύ ουσιαστικό πρόβλημα της Νικολαΐδου είναι ο τρόπος χειρισμού του υπερφυσικού στοιχείου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, κατέχει δομική θέση στην πλοκή της. Από ποια σκοπιά το παρατηρεί και το προβάλλει; Οι ένθετοι αφηγητές της (η γιαγιά Λισάφ, επί παραδείγματι, ή ο Δραξάν), που έχουν άμεση εμπλοκή στα μαγικά δρώμενα, ευνοήτως το παραδέχονται και το αποθεώνουν. Η Serratia Rubinea, όμως, το βακτήριο-κεντρικός αφηγητής, του οποίου η σχέση προς τα αφηγούμενα παραμένει ώς το τέλος ακατανόητη (αν η εμφάνισή του ανοίγει την όρεξη για σπαρταριστή κωμωδία, η εξέλιξή του επιφυλάσσει μόνο κρύα αστεία), δεν μπορεί εν ουδεμιά περιπτώσει να αποφασίσει τι πρέπει να κάνει με το υπερφυσικό. Να το θαυμάσει; Να το ψιλοκοροϊδέψει; Να το εναγκαλιστεί με θέρμη; 'Η μήπως, λογικότερα, να διατηρήσει μια απόσταση ασφαλείας; Το βακτήριό μας δεν θα πάψει να πελαγοδρομεί αβοήθητο ώς το τέρμα. Και τούτο, επειδή το βιβλίο της Νικολαΐδου μπορεί να διαθέτει ειρωνική διάθεση, αλλά στερείται παντελώς ειρωνικής συνθήκης: θέλει να δει ανατρεπτικά τη δραματική ιστορία του, αλλά τρέφει ιερό σεβασμό για το περιεχόμενό της. Και όταν ο σεβασμός αυτός οδηγεί εκ των πραγμάτων στην ενεργότερη υποστήριξη του υπερφυσικού, η κατάσταση δεν καλυτερεύει. Ο «Πλανήτης Πρέσπα» δεν έχει ούτε την αθωότητα του παραμυθιού ούτε την υποβλητική δύναμη του σύγχρονου φανταστικού. Παρουσιάζεται απλώς με έναν χοντροκομμένο και αστόχαστο τρόπο, του οποίου το μοναδικό κίνητρο είναι ο γρήγορος και εύκολος εντυπωσιασμός.



Γλωσσικές δυσκολίες



Τρίτο και τελευταίο πρόβλημα, η γλώσσα του βιβλίου, που άγεται και φέρεται γύρω από έναν συνεχή ποιητικισμό, καμωμένο με τα πιο άστοχα υλικά. Δείγματος χάριν: «Στο πρόσωπό του είχε σβήσει όλα τα φώτα. Κοσμικό σκοτάδι σαν κι αυτό που κάνει να παραμιλούν οι αστροναύτες. Πασαλειμμένος το κατακάθι πηγμένης γοητείας». 'Η: «Ψαχούλεψα κυψελίδες κολλημένες, η μια πλάι στην άλλη, όλες ίδιες. Ηταν γεμάτες με ένα κολλώδες υγρό που πίκριζε, ίδιο η χολή ανθρώπου που βασανίστηκε αναίτια. Εβραζε μες στα κυπελλάκια του, γινόταν ολοένα και πικρότερο κι άχνιζε σαν συκώτι φρεσκοσκοτωμένου». Και ακόμη: «Ετσι την κρατούσε. Σαν να κρεμόταν η ζωή του απ' την αγκαλιά. 'Η σαν να έβγαινε στολισμένος δυναμίτες, από την κορυφή ώς τα πατούμενα, με τον αναπτήρα του στην τσέπη. Ετοιμος για όλα». Κι επιπλέον: «Η Ευδοκία δε μίλησε. Πριν χωριστούν, γύρισε και τον φίλησε. Εκεί, κάτω από το γλόμπο της πλατείας, έλαμπε σαν να είχε καταπιεί αναμμένο πολυέλαιο. Δεν ξέρω τι μετρούσε στο μυαλό της. Φόβοι και προσδοκίες είχαν μπερδέψει τα καλώδιά τους στο κεφάλι της». Το αντι-λυρικό αυτό ιδίωμα υποτίθεται ότι προσπαθεί να αναδείξει ένα είδος σκληρής και μοιραίας, μέσα στα τρομακτικά σουσούμια της, μοναξιάς. Το μόνο, ωστόσο, που καταφέρνει είναι μια κατάφωρη και ενοχλητικής συχνότητας μανιέρα, που ρίχνει δυσάρεστα τη σκιά της και στις ουδέτερες γλωσσικές στιγμές του «Πλανήτη Πρέσπα».

Κάπως έτσι χάνονται στοιχήματα που με περισσότερη δουλειά και λιγότερη βιάση για το τελικό αποτέλεσμα θα μπορούσε να είχαν άνετα (και για το καλό όλων μας) κερδηθεί.



ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/06/2002







ΚΡΙΤΙΚΗ



Δεν είναι η πρώτη φορά που αρχαιολογικές ανασκαφές σε κάποιο σημείο της χώρας εμπνέουν ένα μυθιστόρημα. Πριν από τρία χρόνια ο Ρ. Μπήτον, με ερέθισμα τα αρχαιολογικά ευρήματα από τη Μινωική Κρήτη που έφερε στο φως το ζεύγος Σακελλαράκη στις Αρχάνες, έγραψε Τα παιδιά της Αριάδνης. Εφέτος η Σοφία Νικολαΐδου στήνει το πρώτο μυθιστόρημά της με «δαιμόνια μούσα και οδηγό» τις ανασκαφές του Ν. Κ. Μουτσόπουλου στην Πρέσπα. Στο μυθιστόρημα του Ρ. Μπήτον διακρινόταν η γεύση της πικάντικης βαλκανικής σαλάτας. Η ίδια σαλάτα σλαβόφωνων, βουλγαρόφωνων και αυτόχθονων με την προσθήκη των Ποντίων οιστρηλατεί και το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, μόνο που σε αυτό η γεύση γέρνει προς το ντόπιο και παραδοσιακό. Σύμφωνα με το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου, ο σκελετός που βρέθηκε στη βασιλική του Αγίου Αχιλλείου στην Πρέσπα δεν ανήκει στον Σαμουήλ, τον νεότερο γιο του βυζαντινού διοικητή της Μακεδονίας, «κόμη» Νικολάου, αλλά σε μια τοπική αρχόντισσα, ονόματι Ευδοκία, η οποία και πρωτοστάτησε στην αποφασιστική μάχη εναντίον των στρατευμάτων του Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου.

Η μυθοπλασία επιζητεί μια πατίνα αληθοφάνειας, γι' αυτό και εμπλέκει ιστορικά πρόσωπα, όπως ο Ιβάτζης ή ο Δραξάν, στρατηγοί του Σαμουήλ, ενώ κινείται σε πόλεις με βυζαντινό παρελθόν (Πρέσπα, Δεάβολη, Αχρίδα), φτάνοντας ως την παράθεση αποσπασμάτων από τις χρονογραφίες του Γεώργιου Κεδρηνού και του Ιωάννη Σκυλίτζη. Το ενδιαφέρον είναι ότι, παρά την παραλλαγή προς το παραμυθικό των ιστορικών συμβάντων, πλανάται και στο μυθιστόρημα το ερώτημα που βασανίζει τους ιστορικούς: Ποιοι ήταν Βούλγαροι και ποιοι Ελληνες σε αυτή την αντιπαράθεση στα βορειοδυτικά σύνορα του Βυζαντίου κατά τον 11ο αιώνα. Με τους δικούς της τρόπους η μυθοπλασία απαντά, συμφωνώντας με τις απόψεις του Ν. Κ. Μουτσόπουλου για την ελληνικότητα των δίγλωσσων ή και σλαβόφωνων, ταγμένων στην προάσπιση των οριακών περιοχών.

Με μια καταληκτική σημείωση η Σοφία Νικολαΐδου σπεύδει να δηλώσει ότι τα επιστημονικά στοιχεία των ανασκαφών «στρεβλώνονται», χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει αν και κατά πόσο η μυθοπλασία γονιμοποιήθηκε από τις λαϊκές διηγήσεις και παραδόσεις που αφθονούν στην περιοχή. Παρόμοιες απορίες δημιουργούν τέτοιου τύπου βιβλία, όπως λ.χ. το πρώτο μυθιστόρημα του Π. Θεοδωρίδη, Το θεόπαιδο, που τοποθετείται τρεις αιώνες αργότερα, και πάλι στη Βόρεια Ελλάδα, αν και πολύ ανατολικότερα, παρά τη λίμνη Βόλβη. Παρ' όλο που μια ολόκληρη εικοσαετία χωρίζει ηλικιακά τους δύο μυθιστοριογράφους, αμφότεροι εμφανίζουν την ίδια ανατρεπτική διάθεση απέναντι στην ιστορία, λειτουργώντας ως μυθοπλάστες στις παρυφές του μύθου και της ιστορίας με τρόπους ρηξικέλευθους, ενίοτε και βλαπτικούς για τον ανιστόρητο αναγνώστη (ποιος ο λόγος στο μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου μια βυζαντινολόγος να αποφαίνεται ότι η αυτοκράτειρα Ζωή η Πορφυρογέννητος ήταν αδελφή του Βουλγαροκτόνου;).

Η βυζαντινή μυθιστορία της αρχόντισσας Ευδοκίας, περιπεπλεγμένη, μάλλον καθ' υπερβολήν, με μαγικά και δαιμονιακά στοιχεία, ενσωματώνεται καταλλήλως τεμαχισμένη σε ένα μυθιστόρημα πανεπιστημιακού τύπου, αισίως το δεύτερο της πρόσφατης σοδειάς, μετά το Περί ορέξεως και άλλων δεινών της Ελ. Γιαννακάκη, τοποθετημένο αυτή τη φορά στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, μια και τα καθ' ημάς πανεπιστημιακά μυθιστορήματα είθισται να διαδραματίζονται στη γενέτειρα του συγγραφέα τους. Αν και το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου καθώς πλέκεται γύρω από την ανασκαφή στην Πρέσπα, ετεροχρονισμένη κατά μία τριακονταπενταετία, μοιράζεται μεταξύ του πανεπιστημίου και του τόπου των ανασκαφών, με σύντομες αλλά καθοριστικής σημασίας σκηνές στο παρακείμενο Ανταρτικό και στην παραθαλάσσια Ασπροβάλτα.

Διαστάσεις παρωδίας προσδίδει η συγγραφέας στην αντιπαλότητα δύο επιστημόνων, καθώς η εκδικητική διάθεση του ενός τον σπρώχνει σε επαίσχυντες πράξεις, όπως η κλοπή του ανευρεθέντος κρανίου, η αντικατάστασή του με άλλο, ως την πλέον απίθανη, την εκ νέου ταφή του γνήσιου, ώστε ο αντίζηλος να στερηθεί των τιμών της ανακάλυψης. Στην ίντριγκα αναμειγνύονται μεταπτυχιακοί φοιτητές, κατά προτίμηση αμφιλεγόμενης καταγωγής, βουλγαρόφωνοι και Πόντιοι, ως και το πνεύμα ενός Βυζαντινού μετενσαρκωμένου σε σλαβόφωνο λαϊκό βάρδο. Ανάμεσα σε αυτούς η κεντρική ηρωίδα, υποψήφια διδάκτορας, ονομάζεται Ευδοκία. Ολο το σασπένς του μυθιστορήματος στρέφεται γύρω από την καταγωγή της· αρχικά ποντιακή, όπως όμως τελικά αποδεικνύεται με γνήσιες βυζαντινές ρίζες.

Ως εδώ η υπόθεση δείχνει αρκούντως πρωτότυπη, φαίνεται όμως ότι η συγγραφέας δεν τη βρήκε ικανοποιητική, γι' αυτό και έσπρωξε περαιτέρω την επινοητικότητά της. Πιθανώς και προς εντυπωσιασμό, αναθέτει την αφήγηση όσων τρομερών συμβαίνουν σε ένα βακτήριο προερχόμενο από την περιοχή του ανασκαφέντος τάφου. Βακτήριο γένους θηλυκού, το οποίο εκφράζεται στην αργκό των νέων, τηλεοπτικώς και ηλεκτρονικώς εμπλουτισμένη. Χάρη σε αυτό το ύστατο εύρημα το μυθιστόρημα παραμένει κατά το μεγαλύτερο μέρος του στο κλίμα των προηγηθέντων διηγημάτων της συγγραφέως.

Η Σοφία Νικολαΐδου πρωτοεμφανίστηκε το 1997 με μια ολιγοσέλιδη συλλογή εξαιρετικά σύντομων πεζών. Δύο χρόνια αργότερα επανήλθε με μια μάλλον πολυσέλιδη συλλογή κάπως εκτενέστερων πεζών. Πρόκειται για πεζά σε μικροπερίοδο σχεδόν προφορικό λόγο που υπολείπονται του διηγήματος, δίνοντας την εντύπωση σκίτσου ή και φλουταρισμένης εικόνας, με θέμα βίαια και μακάβρια γεγονότα ή νοσηρές καταστάσεις μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Η ωμότητα των περιγραφών δένει με τη γλώσσα· τραχείς νεολογισμοί, αναφομοίωτες ξένες λέξεις σε συνδυασμό με εκκεντρικές και επιτηδευμένες εκφράσεις αλλά και θραύσματα του λαϊκού λόγου.

Εισάγοντας η συγγραφέας ως κυρίως κορμό του μυθιστορήματος μια παρόμοια αφήγηση πιστεύουμε ότι βιάζεται να δώσει γραπτή υπόσταση στην τρέχουσα ομιλουμένη, εγγράφοντας φωνογραφικά στη γλωσσική μήτρα τα σημερινά τηλεοπτικά κακέκτυπα και ιδιόλεκτα των χρηστών του ηλεκτρονικού υπολογιστή. Πέραν όμως του λεκτικού, μια αφήγηση κατά την οπτική γωνία ενός ζωυφίου, και δη συνοδευόμενου από το έτερον ήμισύ του, δίνει στο μυθιστόρημα χαρακτήρα κόμικς, ο οποίος δηλώνεται εμμέσως και με τον τίτλο. Ασχετες ιστορίες, όπου βρίθουν οι απωθητικές ως αηδιαστικές περιγραφές από χώρους στους οποίους ένα βακτήριο έχει προνομιακή πρόσβαση, καταλύουν και τη βυζαντινή μυθιστορία και το πανεπιστημιακό μυθιστόρημα. Αν και το πιθανότερο, για άλλα γούστα, τα απογειώνουν.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ , 07-07-2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!