0
Your Καλαθι
39 καφενεία και ένα κουρείο
Περιγραφή
Πρόκειται για ένα λεύκωμα με φωτογραφίες της Tζέλης Xατζηδημητρίου με θέμα τα εναπομείναντα καφενεία της Λέσβου. Tα καφενεία και το κουρείο της μας φέρνουν τις μυρωδιές και τις γεύσεις τους, τα ενθυμήματα και τα χρώματα της απομόνωσης και της παρέας, τον θόρυβο και τους ψιθύρους της τελετουργίας και του ξεφαντώματος, την ευλάβεια και την ελευθερία που επιτρέπει το ούζο και ο κρασομεζές, συνοδευόμενα από καβγάδες κι εκμυστηρεύσεις, ή απλώς αναθυμίσεις και ρέμβη στην ανάπαυλα της μέρας. Λουσμένες σε ένα εξαγνιστικό φως, οι φωτογραφίες αυτές μας μεταδίδουν ατόφια την ατμόσφαιρα μιας απροσποίητης αυθεντικότητας, μυώντας μας σε χώρους που αργοπεθαίνουν, καθώς αλλάζουν, πλέον, ραγδαία οι κοινωνικές συμπεριφορές και οι νοοτροπίες που εξέφραζαν. Στο λεύκωμα περιέχονται κείμενα των Aλέκου Φασιανού, Γιώργου Xρονά, Γιώργου Nικολακάκη, Eυθύμιου Παπαταξιάρχη, Θανάση Παρασκευαΐδη και Φωτεινής Φραγκούλη.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Μετά το πρώτο της λεύκωμα, το «Αγιο Νερό: ιαματικές πηγές της Λέσβου», η φωτογράφος Τζέλη Χατζηδημητρίου επιστρέφει στον τόπο της καταγωγής της για να καταγράψει άλλου είδους δημόσιους χώρους, «39 καφενεία και ένα κουρείο».
Τα καφενεία της Λέσβου είναι χώροι διφυείς, όπως όλοι οι χώροι οι δημόσιοι που αγγίζουν τις παρυφές των ιδιωτικών. Είναι μάρτυρες ύστατοι του συμπαγούς της τοπικής κοινότητας· ίσως γιατί έχουν τη δύναμη να γεωγραφήσουν τη δομή και τους νόμους της αλλά και να επιδράσουν στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της, υποκαθιστώντας, στην περίπτωση των αστικών κέντρων, τον χώρο της αυλής και της παλιάς γειτονιάς.
Τα καφενεία της Λέσβου θα τα συναντήσεις σε ισόγεια ή παλιές μονοκατοικίες. Τα αριστοκρατικότερα από αυτά βρίσκονται σε δρόμους κεντρικούς και διαθέτουν πρόσοψη νεοκλασική. Τα φτωχότερα, τα αναζητείς συνήθως στον πίσω δρόμο της αγοράς, στη γειτονιά ή στη συνοικία και τα ξεχωρίζεις από τη μεγάλη τους τζαμαρία. Στο μέσο μιας από τις πλευρές των τοίχων τους, όταν ανοίξεις την πόρτα, θα δεις τον μπουφέ, γνωστό και ως τεζιάκι, μια κατασκευή που στα παλιότερα καφενεία περιβάλλεται από ένα είδος ξύλινου τέμπλου, γεμάτο ράφια στολισμένα με μικρά μπουκαλάκια ποτών. Εδώ ετοιμάζεται ο δίσκος με την παραγγελία, από εδώ αρχίζει η τελετουργία του κεράσματος, εδώ στέκονται οι μοναχικότεροι ή κάποιοι από τους περαστικούς «κατοίκους» του χώρου. Πίσω από αυτόν απλώνεται ο προσωπικός χώρος του καφετζή. Ο χώρος της "πλατείας" διαθέτει συνήθως ξύλινους πάγκους και ψάθινες καρέκλες, τραπέζια τσίγκινα ή από ξύλο και μάρμαρο και μια ξυλόσομπα στη θέση που παλιότερα έβλεπες το μαγκαλοτράπεζο.
Τα καφενεία της Λέσβου που απαθανάτισε ο φωτογραφικός φακός της Τζέλης Χατζηδημητρίου στο νέο της λεύκωμα με τίτλο «39 καφενεία και ένα κουρείο» είναι τα καφενεία της γενέθλιας γης της. Είναι κομμάτια από τα βιώματά της που συνέλεξε στα χρόνια της παιδικής της ηλικίας και που τώρα έκρινε πως ήρθε η στιγμή να τα φέρει στην επιφάνεια. Ισως για να διασώσει τη μνήμη τους, λίγο πριν από την κατεδάφιση και την αντιπαροχή ή τη μετατροπή τους σε ταβέρνα και παντοπωλείο. Ανοιξε την πόρτα τους σε διάφορες ώρες και εποχές, κάθησε στους πάγκους και στις αυλές τους, αφουγκράστηκε από την καγκελόπορτα τους ήχους της γειτονιάς, μετέτρεψε σε ούζο το γυναικείο κέρασμα της πορτοκαλάδας, άκουσε ιστορίες από τα χρόνια που έφυγαν, οσφράνθηκε τις μυρωδιές τους. «Από μικρή κουβαλούσα μνήμες από τα καφενεία όπως όλα τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει στην επαρχία. Αυτή ήταν τότε και η μοναδική κοινωνική μας δραστηριότητα, με εξαίρεση τον κινηματογράφο όπου πηγαίναμε μια φορά το μήνα. Ο παππούς μου ο Αντώνης συνήθιζε μάλιστα να με παίρνει μαζί του στο καφενείο της γειτονιάς μας, στην πόλη της Μυτιλήνης. Θυμάμαι ακόμα το λουκούμι που με κερνούσε, τους καφέδες και τα ούζα με το μεζέ αλλά και τα τσιγάρα που προσπαθούσα να κλέψω για να καπνίσω τάχα κρυφά...».
Τα καφενεία της Τζέλης Χατζηδημητρίου έχουν ονόματα κοινά όπως «Η Ωραία Λέσβος» ή «Η Απόλαυσις» και άλλοτε προσωποκεντρικά όπως «Του Γκιουμπέκα» ή «Τ' Αυτουσμή», ενταγμένα περισσότερο στον κώδικα τον γλωσσικό της τοπικής κοινότητας. Τα περισσότερα βρίσκονται στην αγορά, κάποια κοιτάζουν τη θάλασσα, ή στέκονται στις παρυφές του κατοικημένου χώρου. «Η αγορά και το καφενείο που αποτελεί μέρος της», σημειώνει ο Γιώργος Νικολακάκης σε ένα από τα κείμενα του λευκώματος, «είναι χώροι του βλέμματος, της διερεύνησης, της εμφάνισης αλλά και της αποφυγής. Πηγαίνουμε για να δούμε και για να ιδωθούμε· και η παράστασή μας είναι μια δήλωση λιγότερο ή περισσότερο εμφατική της παρουσίας μας στον δημόσιο χώρο: είμαι παρών, φαίνομαι, φάνηκα, θα φανώ. Είναι χώροι που μας επιτρέπουν να γνωρίζουμε, να παρακολουθούμε και να κατανοούμε τους αδιόρατους συχνά κυματισμούς των μικρογεγονότων και των καταστάσεων που συνιστούν την καθημερινότητα, στην κλίμακα του τόπου».
Στα καφενεία που φωτογράφισε η Τζέλη Χατζηδημητρίου θα δούμε συχνά τους θαμώνες να πίνουν ρακί ή καφέ τηρώντας τους κανονισμούς του χώρου. «Το καφενείο», αντιγράφουμε από το κείμενο του Ευθύμιου Παπαταξιάρχη, «συνδυάζει δύο διαφορετικά πρόσωπα: την πρωινή καφεποσία και τη βραδινή ρακοποσία. Η καφεποσία χαρακτηρίζεται από χαμηλούς τόνους, ο ρυθμός της είναι αργός και διατεταγμένος. Το καφενείο στη διάρκεια της καφεποσίας είναι διασπασμένο στα ατομικά του μέλη: ο καθένας πίνει μόνος του σε χωριστό τραπέζι. [...] Η ρακοποσία από την άλλη πλευρά, διακρίνεται για την έντονη κοινωνικότητα που επιτυγχάνεται μέσα από την έκφραση των συναισθημάτων».
Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές στις φωτογραφίες της Τζέλης Χατζηδημητρίου είναι όμως τα χρώματα και το φως. «Στα καφενεία έχω την αίσθηση ότι μπαίνω σε ναούς του φωτός. Οι άνθρωποι δεν με ενδιαφέρουν παρά ως μέρος της όλης σύνθεσης. Τη φαντασία μου ερεθίζει το φως που μπαίνει από τα μεγάλα παράθυρα, ο τρόπος που πέφτει πάνω στα τραπέζια και στα λουλούδια ιδιαίτερα το καταμεσήμερο, όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από αυτό... Με γοητεύουν και τα χρώματα, τα καφετιά, τα πράσινα και τα γαλάζια που βάφουν τους τοίχους στα μικρότερα καφενεία, αυτά που δεν έχουν μεγάλα παράθυρα και καθρέφτες, αλλά και τα σκούρα που κυριαρχούν στα ξύλινα μέρη των πάγκων και των μαρμάρινων τραπεζιών. Η λειτουργία του χώρου ως προέκταση της αγοράς και της εκκλησίας του δήμου ήρθε στο μυαλό μου μετά τη φωτογράφηση...».
Κάπως έτσι, τυφλωμένη από το φως και το χρώμα, μπήκε και στο κουρείο του Ταχτατσή, που συνάντησε τυχαία στην πόλη της Μυτιλήνης και αποφάσισε να το φωτογραφίσει, ένα αυτό, ανάμεσα σε περισσότερα από 60 καφενεία «ο τίτλος του λευκώματος είναι συμβολικός, επηρεασμένος από "Τα τριάντα εννέα σκαλοπάτια" του Χίτσκοκ». «Εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή που άνοιξα την πόρτα του. Τα παλιά έπιπλα ανέδιδαν μια αίσθηση αρχοντιάς. Λίγο μετά, συνειδητοποίησα πως πρόκειται για έναν ακόμη πόλο αναφοράς, ένα σημείο συνάντησης όπως το διπλανό καφενείο ή όπως το μπακάλικο και το τσαγκαράδικο στην απέναντι μεριά της πλατείας...».
Το λεύκωμα περιλαμβάνει κείμενα των Αλέκου Φασιανού, Γιώργου Χρονά, Γιώργου Νικολακάκη, Ευθύμιου Παπαταξιάρχη, Θανάση Παρασκευαΐδη και Φωτεινής Φραγκούλη.
ΚΑΤΙΑ ΑΡΦΑΡΑ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 01-03-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις