0
Your Καλαθι
Η καχεκτική δημοκρατία
Κόμματα και εκλογές, 1946-1967
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
[...]
Στόχος του παρόντος βιβλίου -όπως υποδηλώνει και ο υπότιτλός τους- δεν είναι η συνολική πολιτική και κοινωνική μελέτη της καχεκτικής δημοκρατίας, αλλά μόνο η διερεύνησή της κάτω από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, εκείνη που αφορά την ιστορική συγκρότηση των πολιτικών παρατάξεων, την παρουσία και δράση των πολιτικών κομμάτων στην εκλογική σκηνή και τις περιοριστικές συνθήκες που σφράγισαν την εξέλιξη των κοινοβουλευτικών θεσμών μέχρι τη βίαιη κατάλυσή τους στις 21 Απριλίου 1967. Πρόκειται για μια μελέτη που αναφέρεται στην πολιτική ιστορία της μετεμφυλιοπολεμικής/προδικτατορικής Ελλάδας, δομημένη με κατευθυντήριο άξονα την εκλογική διαδικασία. Η συστηματική ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων εντάσσεται έτσι σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και υπηρετεί το κλασικό αξίωμα ότι «ιστορία είναι η πολιτική του παρελθόντος και πολιτική η ιστορία του παρόντος».
Η έκδοση της επανεπεξεργασμένης μορφής ενός βιβλίου που θεωρήθηκε, δικαίως, βιβλίο αναφοράς στην πρώτη του έκδοση (1985), αποτελεί ένα σημαντικό γεγονός στην εκδοτική πραγματικότητα της χρονιάς. Στην τωρινή μορφή του, βασισμένη στην επεξεργασία του ίδιου εμπειρικού υλικού, αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία στη σύνδεση των αποτελεσμάτων των βουλευτικών εκλογών με το γενικότερο πολιτικό κλίμα της εποχής, ενσωματώνοντας τη μεγάλη σχετική βιβλιογραφία των τελευταίων ετών. Ο Νικολακόπουλος μελετά με συστηματικότητα και ενάργεια το κοινοβουλευτικό πολίτευμα των ετών 1946-1967, την «καχεκτική» δημοκρατία της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Συνθέτει εννέα μικρές μονογραφίες για τις αντίστοιχες βουλευτικές αναμετρήσεις της περιόδου, ενώ επιχειρεί να υπολογίσει και τη δύναμη των πολιτικών κομμάτων, όπως αυτή θα είχε αποτιμηθεί στις εκλογές του Μαΐου του 1967, εάν είχαν γίνει. Βασισμένος στα γενικά εκλογικά αποτελέσματα επισημαίνει τις ιδιοτυπίες ενός πολιτεύματος που προέκυψε από μια εμφύλια σύρραξη και πορεύτηκε ανάμεσα στον αυταρχισμό και τη δημοκρατία, για να καταλήξει στη στρατιωτική δικτατορία. Η μελέτη στηρίζεται σε πλούσιο τεκμηριωτικό υλικό, το οποίο πλαισιώνεται από στατιστικούς χάρτες και πίνακες.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αν κάποιος ήθελε να διαβάσει ένα μόνο βιβλίο για τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά τη μεταπολεμική περίοδο, θα έπρεπε να καταφύγει σε δυο-τρεις δυσεύρετες μονογραφίες. Μετά τη μεταπολίτευση τα πράγματα άλλαξαν. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 είχαν κυκλοφορήσει μερικά δημοσιογραφικά και αρκετά επιστημονικά βιβλία που συνήθως υιοθετούσαν την προσέγγιση των θεωριών της εξάρτησης και ασχολούνταν με τον ρόλο του στρατού, τις συνέπειες της διείσδυσης του ξένου κεφαλαίου, την οικοδόμηση του κράτους της Δεξιάς και την απόσταση ανάμεσα στις προβλέψεις του Συντάγματος και στο «παρασύνταγμα». Κατόπιν ακολούθησε ένα διάστημα ακμής της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας και της ιστορίας των ιδεών.
Ωστόσο, τουλάχιστον από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, παρατηρήθηκε αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος γενικά για την πολιτική ιστορία και ειδικά για την ιστορία της μεταπολεμικής περιόδου. Το πλήθος των βιβλίων πολιτικής ιστορίας που δημοσιεύτηκαν τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια αντανακλά μάλλον ένα στάδιο ωριμότητας της επιστημονικής κοινότητας των πολιτικών επιστημόνων και των ιστορικών παρά μια ανανέωση του ενδιαφέροντος του κοινού για την τρέχουσα πολιτική. Πρόκειται άλλωστε για βιβλία που στην πλειονότητά τους αφορούν την τριακονταετία 1944-1974. Η καχεκτική δημοκρατία είναι η πληρέστερη ως σήμερα μονογραφία για την πολιτική της περιόδου 1946-1967. Ο τίτλος του βιβλίου εκφράζει τη γενική σχεδόν συναίνεση ότι το πολιτικό καθεστώς της μετεμφυλιακής Ελλάδας απείχε πολύ από το πρότυπο της σύγχρονης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Γι' αυτό ο Η. Νικολακόπουλος διακρίνει τη «νόμιμη» χώρα της καχεκτικής δημοκρατίας από την «πραγματική» χώρα στην οποία επικρατούσε το παρακράτος. Η πρώτη εσφαλμένη εντύπωσή μου από την Καχεκτική δημοκρατία ήταν ότι πρόκειται για μια ξενάγηση του γνωστού εκλογολόγου στον κόσμο της εκλογικής συμπεριφοράς των Ελλήνων, ανάλογη με τα παλαιότερα έργα του (π.χ., Ατλας των βουλευτικών εκλογών της 18ης Οκτωβρίου 1981, Αθήνα, 1984). Η δεύτερη εσφαλμένη εντύπωσή μου ήταν ότι πρόκειται για επανέκδοση του διδακτορικού του (έκδοση του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, Αθήνα, 1985). Τίποτε από αυτά δεν αληθεύει. Το χρονικό εύρος της ανάλυσης είναι μεγαλύτερο από κάθε προηγούμενο έργο του, η δε τεκμηρίωση έχει επωφεληθεί από πλήθος νέων πηγών και είναι εξαντλητική: πάμπολλοι πίνακες εκλογικών αποτελεσμάτων, διαγράμματα, χάρτες, παραθέματα από εφημερίδες της εποχής, ιδιωτικά αρχεία και αναμνήσεις των πολιτικών πρωταγωνιστών, επτά παραρτήματα με επιπλέον στοιχεία και δύο ευρετήρια πολιτικών προσώπων και κομμάτων.
Επιπλέον είναι φανερό ότι τον Η. Νικολακόπουλο τον στενεύουν τα ρούχα του εκλογικού αναλυτή. Στην Καχεκτική δημοκρατία δεν αρκείται στην παρουσίαση των πολιτικών εξελίξεων της μεταπολεμικής περιόδου αλλά προτείνει ένα θεωρητικό σχήμα ερμηνείας το οποίο εμπνέεται από τη θεωρία των Stein Rokkan και Seymour Martin Lipset. Μοτίβο της θεωρίας τους είναι οι μεγάλες κοινωνικές διαιρέσεις («cleavages») που επηρέασαν την ιστορική εξέλιξη των ευρωπαϊκών πολιτικών συστημάτων. Ο Η. Νικολακόπουλος εξετάζει τις εκλογικές επιπτώσεις των διαιρέσεων ανάμεσα στην Παλαιά Ελλάδα και στις Νέες Χώρες (που προστέθηκαν στην Ελλάδα σταδιακά, ύστερα από την ανεξαρτησία της), ανάμεσα στις αστικές και στις αγροτικές περιοχές και, όπου είναι δυνατόν, ανάμεσα στον ανδρικό και στον γυναικείο πληθυσμό και τις εργατικές, τις μικροαστικές και τις αστικές συνοικίες των πόλεων. Παράλληλα θεωρεί τον διχασμό του Μεσοπολέμου και τον εμφύλιο πόλεμο σημεία αναφοράς για τη συγκρότηση των μεγάλων πολιτικών παρατάξεων στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Το Κέντρο και η Δεξιά μορφοποιήθηκαν μέσα από τη διαμάχη βενιζελικών και αντι-βενιζελικών. Η μεταπολεμική Δεξιά (στην οποία συγχωνεύθηκαν κάποια τμήματα και των δύο προπολεμικών παρατάξεων) και η Αριστερά συγκροτήθηκαν μέσα από τον εμφύλιο πόλεμο. Δηλαδή, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τόσο μια κοινωνιολογική προσέγγιση διαιρετικών τομών πάνω στο εκλογικό σώμα όσο και μια ιστορική προσέγγιση της συγκρότησης και της διάσπασης πολιτικών συμμαχιών.
Διαβάζοντας το βιβλίο είχα το ερώτημα αν η εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων ερμηνεύεται με βάση κυρίως την ταξική προέλευση ή την πολιτική ιδεολογία. Ο Η. Νικολακόπουλος θα απαντούσε ότι εξαρτάται από τις εσωτερικές και τις διεθνείς πολιτικές περιστάσεις, από τη γεωγραφική περιοχή και την τοπική πολιτική παράδοση και από το είδος των εκλογών. Το τελευταίο έχει σημασία γιατί ο συγγραφέας δεν εξετάζει μόνο τις βουλευτικές αλλά και τις δημοτικές εκλογές της μεταπολεμικής περιόδου. Αναλύει κάθε εκλογική αναμέτρηση με στοιχεία για τον αριθμό, την πολιτική ταυτότητα και την ηγεσία των κομμάτων, τις ψήφους και τις έδρες που έλαβαν, τις μετατοπίσεις των ψηφοφόρων μεταξύ κομμάτων και μεταξύ ευρύτερων πολιτικών παρατάξεων. Κυρίως αναδεικνύει τις μεταβολές της επιρροής των κομμάτων σε πολλά επίπεδα, από το επίπεδο της γεωγραφικής περιφέρειας ως το επίπεδο της συνοικίας.
Η ανάλυση του Η. Νικολακόπουλου είναι προφανώς πολυδιάστατη, όπως και το αρχικό θεωρητικό σχήμα των Rokkan και Lipset. Ωστόσο δεν επανέρχεται σε αυτό το σχήμα και, κατά τη γνώμη μου, δεν θα μπορούσε να το κάνει. Η ιστορική ιδιαιτερότητα των ιδεολογικών και ταξικών συγκρούσεων της μεταπολεμικής Ελλάδας δεν είναι συγκρίσιμη με τις εμπειρίες άλλων, κυρίως βορειοευρωπαϊκών χωρών, τις οποίες είχαν κατά νου οι δύο θεωρητικοί. Σε εκείνες τις χώρες οι κρίσιμες διαιρετικές τομές ήσαν θρησκευτικές ή χωρικές (ανταγωνισμοί κέντρου - περιφέρειας) ή σύμφυτες με την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας στον ανεπτυγμένο καπιταλισμό. Σε μας, όπου η εργατική τάξη ήταν συγκριτικά πολύ πιο ισχνή, οι ταξικές συγκρούσεις διαμεσολαβούνταν από διαμάχες γύρω από χαρισματικά πρόσωπα και ακατάσχετες ιδεολογίες.
Η αξία του βιβλίου έγκειται στις ερμηνείες των μεταβολών της συγκεκριμένης περιόδου της ελληνικής ιστορίας με την οποία καταπιάνεται και στις οριστικές απαντήσεις που δίνει σε εριζόμενα ζητήματα (π.χ., το ποσοστό της αποχής στις εκλογές του 1946 που οφειλόταν στην επιρροή της Αριστεράς, ο ακριβής προσδιορισμός της βίας και της νοθείας στις εκλογές του 1961, η έκταση της αναμενόμενης νίκης των αντιδεξιών δυνάμεων στις εκλογές του 1967 - που δεν έγιναν). Ετσι, όταν οι παλαιότεροι διακόπτουν τις έριδες για τα γεγονότα της μεταπολεμικής περιόδου λέγοντας «εμείς τα ζήσαμε, εσείς δεν τα ξέρετε», οι νεότεροι ξέρουν πια ποιο βιβλίο μπορούν να ανασύρουν.
Δημήτρης Α. Σωτηρόπουλος (επίκουρος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 12-05-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η εκλογική έρευνα, που ως επιστημονικός κλάδος της πολιτικής επιστήμης - πολιτικής κοινωνιολογίας εφαρμόστηκε στη δεκαετία του 1940 σε βορειοαμερικανικά, λίγο αργότερα και σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, έχει στη χώρα μας ένα βραχύ παρελθόν. Το σύντομο παρελθόν στην καλλιέργεια της εκλογικής έρευνας στην Ελλάδα διακρίνεται, ώς έναν βαθμό, από εκείνες τις χαρακτηριστικές αδυναμίες που συνήθως συνοδεύουν φαινόμενα και διαδικασίες μιας ύστερης ανάπτυξης: περιορισμένος κριτικός αναστοχασμός, υποψίες χειραγωγικής χρησιμοποίησης ερευνητικών αποτελεσμάτων, ανεπαρκής δεοντολογική περιχαράκωση και ελλιπής επιστημονικο-θεωρητική θεμελίωση. Οι αδυναμίες αυτές στα πρώτα βήματα της ελληνικής εκλογικής έρευνας συντηρούνται από το γεγονός ότι η εκλογική έρευνα εν γένει δοκιμάζεται από τις συνέπειες του παράδοξου της δικής της ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, όσο αυτή εκλεπτύνεται από άποψη τεχνικών και μεθόδων, τόσο διευρύνονται οι προσδοκίες των εντολέων της όσον αφορά την ακρίβεια στην ικανότητά της να προσλαμβάνει τις τάσεις και να καταγράφει πιστά και άμεσα τις αλλαγές στις διαθέσεις της κοινής γνώμης. Οσο, όμως, ακριβέστερα, πιστότερα και αμεσότερα λαμβάνει χώρα αυτή η πρόσληψη και η καταγραφή τόσο συχνότερα μεταβάλλονται και τόσο περισσότερο περίπλοκες καθίστανται οι φόρμες με τις οποίες εκφράζεται η κοινή γνώμη. Αμεση συνέπεια, λοιπόν, της ανάπτυξης της εκλογικής έρευνας είναι η (υπερ)εξοικείωση της κοινής γνώμης με αυτήν, με αποτέλεσμα τα μέσα της έρευνας (ιδίως οι δημοσκοπήσεις) να μετατρέπονται για τους εκάστοτε εμπλεκομένους (ερωτωμένους) σε ένα είδος «ευκαιριακής και ανέξοδης εκλογικής (τους) συμμετοχής, αδιευκρίνιστης τάξης και απροσδιόριστων κριτηρίων», όπως εύστοχα έχει επισημάνει ο Ηλίας Νικολακόπουλος («Τα Νέα», 27.5.02). Αν μια ανεπτυγμένη και εξειδικευμένη εκλογική έρευνα δημιουργεί φόβους ότι με τα αποτέλεσματα και τον τρόπο παρουσίασης των αποτελεσμάτων της ενδεχομένως να επηρεάζεται χειραγωγικά το ίδιο το αντικείμενο που μελετά, η κοινή γνώμη, η τελευταία όλο και συχνότερα αποδεικνύει ότι πλέον δεν εκτίθεται τόσο άκριτα και φοβικά στα μέσα της έρευνας.
Ο συγγραφέας του βιβλίου «Η καχεκτική δημοκρατία - κόμματα και εκλογές 1946-1967» και καθηγητής της εκλογικής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Ηλίας Νικολακόπουλος, αποτελεί έναν επιστημονικά έγκυρο και ολοκληρωμένο εκπρόσωπο του αντικειμένου. Με τη μελέτη του αυτή, που χρονικά αναφέρεται στην πολιτικά ταραγμένη περίοδο από το τέλος του εμφυλίου πολέμου ώς την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, και η οποία διερευνά εξονυχιστικά την παρουσία και δράση των πολιτικών κομμάτων καθώς και την ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Η. Νικολακόπουλος συμβάλλει καθοριστικά στην υπέρβαση καίριων αδυναμιών της έρευνας στη χώρα μας. Με μια φράση, εντάσσοντας την εκλογικο-κοινωνιολογική ανάλυσή του «σε ένα συνολικότερο πλαίσιο πολιτικής ιστορίας», ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι ώριμη εκλογική έρευνα δεν είναι εκείνη που γίνεται υπό την πίεση της προγνωστικής χρήσης των αποτελεσμάτων της αλλά εκείνη που λαμβάνει χώρα υπό συνθήκες αναδρομικής και διεπιστημονικής αξιοποίησης του υπάρχοντος υλικού.
Ο Η. Νικολακόπουλος χωρίζει το βιβλίο του σε έξι κεφάλαια, τα οποία συμπληρώνονται από μια εισαγωγή, ένα επίμετρο και ένα παράρτημα. Στην εισαγωγή και το παράρτημα ο συγγραφέας διευκρινίζει σημαντικά επιστημονικο-θεωρητικά και μεθοδολογικά/τεχνικά ζητήματα που αφορούν τη μελέτη του.
Ως προς τα επιστημονικο-θεωρητικά ζητήματα: Ο Η. Νικολακόπουλος παρουσιάζει συμπυκνωμένα τις κυριότερες σχολές της εκλογικής έρευνας, προκειμένου να αξιοποιήσει εκείνες που υποστηρίζουν μια «ιστορική διαδικασία διαμόρφωσης και μετασχηματισμού των εκλογικών ταυτίσεων». Λαμβάνοντας αποστάσεις από έναν τύπο ιδεολογικο-πολιτικά αδέσμευτου και περιπλανώμενου ψηφοφόρου, που εν είδει «αμερόληπτου κριτή» αποφασίζει κάθε φορά εκ του μηδενός ποιο κόμμα θα ψηφίσει, ο Η. Νικολακόπουλος υποστηρίζει ότι η εκλογική επιλογή «εδράζεται σε ορισμένες "παγιωμένες αποφάσεις"». Αν πάντως η εκλογική απόφαση είναι παγιωμένη, υπό την έννοια ότι είναι μια πράξη κοινωνικο-πολιτισμικά στοιχισμένη, αυτό εξηγεί την «εντυπωσιακή ιστορική συνέχεια» που διακρίνει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων για την περίοδο στην οποία αναφέρεται η μελέτη.
Μια τέτοια προσέγγιση φέρνει το συγγραφέα πολύ κοντά στη θεωρία των «διαιρετικών τομών» των S.M. Lipset και St. Rokkan. Οι Lipset/Rokkan, στο πλαίσιο μιας συγκριτικής μελέτης που επιμελήθηκαν (1967), υποστήριξαν ότι τα κομματικά συστήματα των δυτικοευρωπαϊκών χωρών αναδείχθηκαν και παγιώθηκαν μέσα από τις κεντρικές «διαδικασίες μετασχηματισμού» της νεωτερικότητας (τη βιομηχανική επανάσταση και τις εθνικές επαναστάσεις), καθώς και από τις συγκρούσεις/διαιρέσεις που προκάλεσαν οι διαδικασίες αυτές. Επεκτείνοντας το μοντέλο των Lipset/Rokkan στον ευρωπαϊκό νότο, ο Η. Νικολακόπουλος καταδεικνύει ότι το τριπαραταξιακό σύστημα κομμάτων στη μεταπολεμική Ελλάδα και η διαίρεση Δεξιάς-Κέντρου-Αριστεράς που αναδείχθηκε μετά το 1946 (για να μετατραπεί σε μια διαίρεση Δεξιάς-Αντιδεξιάς μετά το 1961) ήταν κυρίως το αποτέλεσμα των δύο μεγάλων εγχώριων διαιρέσεων: του Εθνικού Διχασμού και του Εμφυλίου Πολέμου. Το κομματικό σύστημα, συνεχίζει, παρότι γνώρισε συνεχείς μεταμορφώσεις των επιμέρους κομματικών σχηματισμών, όπως και καίριες μεταβολές στη διάταξη των κομμάτων και στην ποιότητα του κομματικού ανταγωνισμού, εμφάνισε ιδιαίτερη «σταθερότητα στις παραταξιακές ταυτίσεις, τουλάχιστον κατά την πρώτη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο». Η πόλωση, την οποία γεννούν οι μεγάλες διαιρετικές τομές, θέτει σε κίνηση «φυγόκεντρες τάσεις» στον κομματικό ανταγωνισμό, γεγονός που αποτυπώνεται στο ίδιο το σύστημα των κομμάτων. Είναι, πάντως, η σταθερότητα των παραταξιακών ταυτίσεων, που διαπιστώνει ο Η. Νικολακόπουλος, η κύρια αιτία που η έντονη αυτή πόλωση, αντί φυσιολογικά να οδηγήσει σε ένα σύστημα των δύο εκλογικά σημαντικών κομμάτων, συντήρησε για χρόνια ένα «ασύμμετρο» κομματικό σύστημα: είτε αυτό, μετά το 1952, πήρε την ακραία μορφή ενός «συστήματος με κυρίαρχο κόμμα» («το κράτος της Δεξιάς») είτε, μετά το 1961, πήρε τη μορφή ενός «πολωμένου και ασύμμετρου τρικομματικού συστήματος» (η αντιδεξιά συσπείρωση).
Ως προς τα μεθοδολογικά/τεχνικά ζητήματα: Ο Η. Νικολακόπουλος υιοθετεί τη χαρτογραφική προσέγγιση για την παρουσίαση και ανάλυση των εκλογικών δεδομένων. Δικαιολογεί την επιλογή του αυτή υποστηρίζοντας ότι για μια σχετικά μεγάλη χρονική περίοδο, στην οποία αναφέρεται η μελέτη του, στη διάρκεια της οποίας έλαβαν χώρα συνεχείς και έντονοι εκλογικοί μετασχηματισμοί, η χαρτογραφική προσέγγιση της δύναμης κομμάτων και παρατάξεων προσφέρεται για μια καλύτερη κατανόηση των διακυμάνσεων στην επιρροή τους. Επίσης, η μέθοδος αυτή, χαρακτηριστική της γαλλικής σχολής της εκλογικής έρευνας, δίνει τη δυνατότητα οι εκλογικοί μετασχηματισμοί να αποτυπωθούν γεωγραφικά. Με τον τρόπο αυτό ο Η. Νικολακόπουλος καταγράφει και τη διαδικασία που σταδιακά περιόρισε τις περιφερειακές ανισοκατανομές στην εκλογική δύναμη κομμάτων και παρατάξεων και «οδήγησε στην εκλογική ενοποίηση του ελληνικού χώρου», με άλλα λόγια έθεσε σε λειτουργία τη διαδικασία «εθνοποίησης της ψήφου».
Στα έξι κεφάλαια του βιβλίου, ο συγγραφέας αναφέρεται και αναλύει εύστοχα και ολοκληρωμένα, με πλούσια βιβλιογραφική τεκμηρίωση, τις εκλογικές διαδικασίες (εθνικές, τοπικές και ένα δημοψήφισμα) που έλαβαν χώρα στη διάρκεια της περιόδου 1946-1965. Κάθε κεφάλαιο έχει τα χαρακτηριστικά της «μονογραφικής ανάλυσης» και άρα μπορεί να μελετηθεί ξεχωριστά. Ωστόσο, η συστηματική ανάγνωση του βιβλίου, από την αρχή μέχρι το τέλος, μαζί με το επίμετρο για τις «εκλογές που δεν έγιναν» του Μαΐου 1967, προσφέρει στον ενδιαφερόμενο αναγνώστη (και όχι μόνο στον ειδικό μελετητή) την ικανοποίηση ότι έχει διαβάσει ένα έργο που παράγει γνώση και γοητεύει. Ιδιαίτερη προσοχή κατά τη μελέτη του βιβλίου θα πρέπει να δοθεί στην ανάλυση (και στις τεχνικές υπολογισμού) της αποχής των κομμάτων της Αριστεράς-Κεντροαριστεράς από τις εκλογές του Μαρτίου 1946, όπως και στη λεπτομερή παρουσίαση των εκλογικών συστημάτων, απλής και ενισχυμένης αναλογικής, στους εκλογικούς νόμους και στις τεχνικές κατανομής των εδρών που εφαρμόστηκαν στη διάρκεια της περιόδου.
Στην «Καχεκτική Δημοκρατία» κάθε θέση είναι θεμελιωμένη θεωρητικά και εμπειρικά, κάθε φράση και κάθε λέξη έχουν τη σημασία τους. Για το λόγο αυτό η γράφουσα θα ήθελε να συζητήσει την άποψη του συγγραφέα «πως η ταξική θέση αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, τη σημαντικότερη πηγή κοινωνικών διαιρέσεων» (υπογρ. Β.Γ.). Η ταξική θέση αποτελεί, άραγε, τη σημαντικότερη ή, μήπως, τη συνηθέστερη πηγή κοινωνικών διαιρέσεων; Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 υπήρξε μια ενδιαφέρουσα διένεξη μεταξύ των πολιτικών επιστημόνων σχετικά με το ποιος παράγοντας, η κοινωνική τάξη ή η θρησκεία, διαθέτει την προσδιοριστικότερη επίδραση στην κομματική επιλογή. Πλέον έχει διαπιστωθεί ότι εκεί όπου ο θρησκευτικός παράγοντας υπήρξε καθοριστικός στη θεμελίωση του κομματικού συστήματος, μια διαίρεση με επίκεντρο τη θρησκεία εξακολουθεί έως σήμερα να ασκεί σημαντική επιρροή στη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Οπως ισχυρίστηκε και ο Α. Lijphart, βάζοντας ένα τέλος σε αυτήν τη διαμάχη, οι ταξικές διαιρέσεις ήταν συχνότερα παρούσες στον προσδιορισμό και την παγίωση των κομματικών συστημάτων των νεωτερικών κοινωνιών. Σε εκείνες όμως τις περιπτώσεις κατά τις οποίες ταξικές και θρησκευτικές διαιρέσεις συνυπήρξαν, οι δεύτερες φάνηκε να διαθέτουν μια διαρκέστερη επίδραση στην εκλογική συμπεριφορά.
ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/08/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις