0
Your Καλαθι
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (δεμ.) ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Ένα βιβλίο για όλους και για κανέναν
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Κανείς ποτέ δε με ρώτησε τι σημαίνει για μένα, τον πρώτο αμοραλιστή της ιστορίας, το όνομα «Ζαρατούστρα», παρόλο που κανονικά θα ’πρεπε, αφού είναι διαμετρικά αντίθετο απ’ αυτό που σηματοδοτεί η μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορική παρουσία αυτού του Πέρση.
Ο Ζαρατούστρα ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι η κινητήρια δύναμη ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η αναγόρευση της ηθικής σε μεταφυσική οντότητα, και συγκεκριμένα σε δύναμη, αίτιο και αυτοσκοπό είναι δικό του έργο. [...] Είχε την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό το ολέθριο σφάλμα, την εφεύρεση της ηθικής. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ο πρώτος που θα το αναγνωρίσει.[...]
Το δόγμα του, και μόνο αυτό, θεωρεί ότι ύψιστη αρετή είναι η ειλικρίνεια, βρίσκεται στον αντίποδα της δειλίας του «ιδεαλιστή», που το βάζει στα πόδια μπροστά στην πραγματικότητα [...]
Είμαι σαφής; Το ξεπέρασμα της ηθικής από τον ίδιο της τον εαυτό, με όπλο την ειλικρίνεια, το ξεπέρασμα του ηθικολόγου από τον ίδιο του τον εαυτό, με μεταλλαγή στο αντίθετό του –δηλαδή σ’ εμένα– αυτό εννοώ κάθε φορά που προφέρω το όνομα Ζαρατούστρα».
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα ο Νίτσε συγκεντρώνει ιδέες και απόψεις που ήταν μέχρι τότε διάσπαρτες στο υπόλοιπο έργο του. Τις παραθέτει χρησιμοποιώντας μια γλώσσα με εσωτερικό ρυθμό, σαν να γράφει λιμπρέτο για συμφωνικό έργο, όπως λέει ο ίδιος. Τα νοήματα είναι πυκνά, συχνά δυσνόητα, ιδιαίτερα για την εποχή του. Ο ίδιος είχε απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος ότι είχε γράψει ένα έργο που θα γινόταν κατανοητό μετά από πολλές γενιές.
Για να μπορέσουμε να το προσεγγίσουμε, θα πρέπει πρώτα-πρώτα να καταλάβουμε γιατί έκανε ο συγγραφέας αυτή την αλλόκοτη επιλογή. Γιατί τον Ζαρατούστρα;
Μας το εξηγεί ο ίδιος ο Νίτσε:
Κανείς ποτέ δε με ρώτησε τι σημαίνει για μένα, τον πρώτο αμοραλιστή της ιστορίας, το όνομα «Ζαρατούστρα», παρόλο που κανονικά θα ’πρεπε, αφού είναι διαμετρικά αντίθετο απ’ αυτό που σηματοδοτεί η μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορική παρουσία αυτού του Πέρση. Ο Ζαρατούστρα ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι η κινητήρια δύναμη ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η αναγόρευση της ηθικής σε μεταφυσική οντότητα, και συγκεκριμένα σε δύναμη, αίτιο και αυτοσκοπό είναι δικό του έργο. [...] Είχε την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό το ολέθριο σφάλμα, την εφεύρεση της ηθικής. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ο πρώτος που θα το αναγνωρίσει. [...] Το δόγμα του, και μόνο αυτό, θεωρεί ότι ύψιστη αρετή είναι η ειλικρίνεια? βρίσκεται στον αντίποδα της δειλίας του «ιδεαλιστή», που το βάζει στα πόδια μπροστά στην πραγματικότητα [...] –Είμαι σαφής;– Το ξεπέρασμα της ηθικής από τον ίδιο της τον εαυτό, με όπλο την ειλικρίνεια? το ξεπέρασμα του ηθικολόγου από τον ίδιο του τον εαυτό, με μεταλλαγή στο αντίθετό του –δηλαδή σ’ εμένα– αυτό εννοώ κάθε φορά που προφέρω το όνομα Ζαρατούστρα».[1]
Επομένως ο Ζαρατούστρα πρέπει να καταλάβει το σφάλμα του και να αυτο-διατεθεί «πέρα απ’ το καλό και το κακό». Αυτή η αντιστροφή παραδοσιακών και αδιαμφισβήτητων αξιών, ιουδαιοχριστιανικών κατά κύριο λόγο, διατρέχει ολόκληρο το έργο, όπου αφθονούν, όπως θα ήταν άλλωστε αναμενόμενο, οι ειρωνικές αναφορές στα αντίστοιχα χωρία της βίβλου.
Στα προηγούμενα έργα του, ο Νίτσε καταπιανόταν με την ανάλυση της τότε πραγματικότητας. Στο συγκεκριμένο, επιχειρεί να σκιαγραφήσει ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο για το μέλλον, συνυφασμένο με την ιδέα του για ένα νέο είδος ανθρώπου, τον υπεράνθρωπο, όπως έχει δυστυχώς επικρατήσει να λέγεται. Κι αυτό γιατί ο υπεράνθρωπος είναι ένα νέο εξελιγμένο «είδος» ανθρώπου και όχι κάποιος υπερήρωας, με ή χωρίς γαλάζια εφαρμοστή στολή και κόκκινη μπέρτα. Δυστυχώς όμως, ήδη από την εποχή του Νίτσε, οι πρώτοι που σφετερίστηκαν την ιδέα του περί υπερανθρώπου, αγρίως παραποιημένη βέβαια, ήταν οι φανατικοί θιασώτες της υπεροχής της αρείας φυλής και κυρίως των Γερμανών, και οι φανατικοί αντισημίτες. Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει σχετικά: «Πριν από λίγο καιρό έλαβα ένα γράμμα από κάποιον κύριο Τέοντορ Φριτς, από τη Λειψία. Στη Γερμανία, δεν υπάρχει πιο αναίσχυντη και ηλίθια φύτρα απ’ αυτούς τους αντισημίτες. Του απάντησα στέλνοντάς του μια κλοτσιά στον κώλο με τη μορφή γράμματος. Είναι απαράδεκτο, ένας τέτοιος αλήτης να πιάνει στο στόμα του το όνομα του Ζαρατούστρα. Αηδία! Αηδία! Αηδία!»
Η ιεροσυλία συνεχίστηκε στην εποχή του Εθνικοσοσιαλισμού, όπου εξαιτίας κυρίως της ανεύθυνης στάσης της αδερφής του Νίτσε, Ελίζαμπετ, ο Χίτλερ υιοθέτησε μια αρρωστημένη εκδοχή της ιδέας του υπερανθρώπου, και την ενέταξε στην ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχε διαβάσει την επιστολή του Νίτσε στον Τέοντορ Φριτς –η αδερφή του είχε φροντίσει να την κρύψει, μαζί με πολλά άλλα ανορθόδοξα γραπτά του Νίτσε– και δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα από το ίδιο του πνεύμα του Νίτσε και κατ’ επέκταση του Ζαρατούστρα. Αλλιώς θα είχε αντιληφθεί, ότι το έργο του Νίτσε δεν είχε, και δε θα μπορούσε να έχει, καμιά σχέση με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Το βασικό χιτλερικό δόγμα: «Το άτομο δεν είναι τίποτα –ο γερμανικός λαός είναι το παν!» δεν έχει καμιά σχέση με την ιδεολογία του Ζαρατούστρα αλλά και ολόκληρου του έργου του Νίτσε, όπου ο «ανώτερος άνθρωπος» αντιπαρατίθεται στον όχλο και στην οποιαδήποτε μαζικοποίηση: «Συντρόφους χρειάζομαι, και μάλιστα ζωντανούς –όχι νεκρούς συντρόφους και άψυχα κουφάρια, που να τα κουβαλάω μαζί μου, όπου θέλω εγώ» (Πρόλ. 9). Όσο για την περίφημη ανωτερότητα της γερμανικής φυλής, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1869, όταν ανέλαβε την έδρα της φιλολογίας στη Βασιλεία, ο Νίτσε αποκήρυξε την πρωσική υπηκοότητα και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του άπατρις. Διέδιδε μάλιστα σε όλους τους τόνους ότι η οικογένειά του ήταν πολωνικής καταγωγής και ότι η Γερμανία δε θα ήταν τίποτα, αν δεν υπήρχε σ’ αυτή το σλαβικό στοιχείο. Ήταν μια ιστορία που είχε βγάλει απ’ το μυαλό του, ένας τρόπος για να διαμαρτυρηθεί για τις ακραίες εθνικιστικές και αντισημιτικές τάσεις που είχαν αρχίσει τότε να κερδίζουν έδαφος στον γερμανόφωνο χώρο.
Το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα είναι μια σύνθεση διαλόγων, παραβολών, ποιημάτων και τραγουδιών που χωρίζονται σε τέσσερα βιβλία. Αν και στην αρχή θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι το βιβλίο περιέχει σε μεγάλο βαθμό σκόρπιες και ασύνδετες μεταξύ τους ιδέες, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σφιχτό και ενιαίο σύνολο, με αρχή, μέση και τέλος σε απόλυτη συνάφεια μεταξύ τους. Το πρώτο που δηλώνει ο Ζαρατούστρα, όταν εγκαταλείπει τη μοναξιά του και επιστρέφει στους ανθρώπους, είναι ο θάνατος του θεού, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει στη διδασκαλία του υπερανθρώπου, ήδη από τον πρόλογο και το πρώτο μέρος, όπου η παραβολή της καμήλας προδιαγράφει τα στάδια του μέλλοντός του.
Στο δεύτερο βιβλίο ασχολείται με τους δημιουργούς, τη σημασία της αυτοκυριαρχίας και τη θέληση για εξουσία, δηλαδή την ανεξάντλητη δημιουργική θέληση για ζωή, σε αντίθεση με τον εξισωτικό μηδενισμό τύπου Σοπενχάουερ. «Αυτό το μυστικό μού το αποκάλυψε η ίδια η ζωή: κοίτα, μου είπε, είμαι αυτό που πρέπει πάντα να ξεπερνά τον εαυτό του».
Βασικό θέμα του τρίτου βιβλίου είναι η αέναη επανάληψη. Η τρομαχτική συνειδητοποίηση ότι αυτό που συμβαίνει τώρα έχει ξανασυμβεί και θα ξανασυμβεί άπειρες φορές. Κι αυτό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία και την υποχρέωση του ανθρώπου να επιλέγει και να τείνει προς την τελείωση, ξέροντας ότι αυτό που θα επιλέξει θα επανέλθει άπειρες φορές, είτε είναι καλό είτε είναι κακό. Τον απασχολεί επίσης η σχέση του σοφού με το πλήθος, οι δυνατότητες επιλογής και οι συκοφαντημένες αρετές.
Στο τέταρτο βιβλίο, αναπτύσσεται η σχέση του με τους ανώτερους ανθρώπους. Διαπιστώνει ότι ο καθένας τους υποφέρει γιατί έχει γκρεμιστεί κάποιο ιδανικό του –ο θεός, η τέχνη, η αλήθεια– και ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ποια είναι η τελευταία αμαρτία που πρέπει ο ίδιος να ξεπεράσει: η τάση της συμπόνιας, που για τον Νίτσε αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα του μηδενισμού. Ο οίκτος είναι το τελευταίο πράγμα που εμποδίζει την κατάφαση της ζωής και την αρχή μιας ακόμη μεταμόρφωσης, με την οποία τελειώνει το έργο του, μιας μεταμόρφωσης προς την αγάπη και τη χαρά της ζωής.
Η μετάφραση ενός τέτοιου έργου αποτελεί πρόκληση πρώτου μεγέθους. Ο μεταφραστής έχει ν’ αντιμετωπίσει μια γλώσσα που σκόπιμα μιμείται τη γλώσσα στην οποία μετέφρασε ο Λούθηρος την Αγία Γραφή. Σ’ αυτό το υπόστρωμα, ο Νίτσε προσθέτει άπειρα λογοπαίγνια και πάρα πολλές ανύπαρκτες λέξεις, που ο ίδιος έχει κατασκευάσει είτε για να κρατήσει το ρυθμό μιας φράσης είτε για να κάνει ένα ακόμη λογοπαίγνιο με κάποια άλλη, υπαρκτή κατά κανόνα, λέξη. Το νόημα αυτών των λέξεων το μαντεύει κανείς περισσότερο διαισθητικά παρά λογικά. Κατά την γνώμη μου, θα ήταν τραγικό λάθος αν ο μεταφραστής ενός τέτοιου έργου προσπαθούσε να μιμηθεί τα λογοπαίγνια ή να καταφύγει σε μια γλώσσα τεχνητά «βιβλική» όπως η γλώσσα του κειμένου. Αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη ότι το έργο το έβλεπε ο ίδιος ο συγγραφέας σαν «φιλοσοφικό λιμπρέτο», αυτό που προέχει είναι η σωστή απόδοση του φιλοσοφικού περιεχομένου σε μια γλώσσα σύγχρονη, που θα μπορούσε ενδεχομένως να ακουστεί ευχάριστα από μια θεατρική σκηνή. Ας ληφθεί εδώ υπόψη ότι οι παύλες του κειμένου αντιστοιχούν στις παύσεις μιας τέτοιας από σκηνής απόδοσης.
[1] Ecce homo, «Γιατί είμαι πεπρωμένο», §3.
Ο Ζαρατούστρα ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι η κινητήρια δύναμη ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η αναγόρευση της ηθικής σε μεταφυσική οντότητα, και συγκεκριμένα σε δύναμη, αίτιο και αυτοσκοπό είναι δικό του έργο. [...] Είχε την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό το ολέθριο σφάλμα, την εφεύρεση της ηθικής. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ο πρώτος που θα το αναγνωρίσει.[...]
Το δόγμα του, και μόνο αυτό, θεωρεί ότι ύψιστη αρετή είναι η ειλικρίνεια, βρίσκεται στον αντίποδα της δειλίας του «ιδεαλιστή», που το βάζει στα πόδια μπροστά στην πραγματικότητα [...]
Είμαι σαφής; Το ξεπέρασμα της ηθικής από τον ίδιο της τον εαυτό, με όπλο την ειλικρίνεια, το ξεπέρασμα του ηθικολόγου από τον ίδιο του τον εαυτό, με μεταλλαγή στο αντίθετό του –δηλαδή σ’ εμένα– αυτό εννοώ κάθε φορά που προφέρω το όνομα Ζαρατούστρα».
ΦΡΙΝΤΡΙΧ ΝΙΤΣΕ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Στο Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα ο Νίτσε συγκεντρώνει ιδέες και απόψεις που ήταν μέχρι τότε διάσπαρτες στο υπόλοιπο έργο του. Τις παραθέτει χρησιμοποιώντας μια γλώσσα με εσωτερικό ρυθμό, σαν να γράφει λιμπρέτο για συμφωνικό έργο, όπως λέει ο ίδιος. Τα νοήματα είναι πυκνά, συχνά δυσνόητα, ιδιαίτερα για την εποχή του. Ο ίδιος είχε απόλυτη συναίσθηση του γεγονότος ότι είχε γράψει ένα έργο που θα γινόταν κατανοητό μετά από πολλές γενιές.
Για να μπορέσουμε να το προσεγγίσουμε, θα πρέπει πρώτα-πρώτα να καταλάβουμε γιατί έκανε ο συγγραφέας αυτή την αλλόκοτη επιλογή. Γιατί τον Ζαρατούστρα;
Μας το εξηγεί ο ίδιος ο Νίτσε:
Κανείς ποτέ δε με ρώτησε τι σημαίνει για μένα, τον πρώτο αμοραλιστή της ιστορίας, το όνομα «Ζαρατούστρα», παρόλο που κανονικά θα ’πρεπε, αφού είναι διαμετρικά αντίθετο απ’ αυτό που σηματοδοτεί η μοναδική και ανεπανάληπτη ιστορική παρουσία αυτού του Πέρση. Ο Ζαρατούστρα ήταν ο πρώτος που κατάλαβε ότι η κινητήρια δύναμη ολόκληρης της ανθρωπότητας είναι η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό. Η αναγόρευση της ηθικής σε μεταφυσική οντότητα, και συγκεκριμένα σε δύναμη, αίτιο και αυτοσκοπό είναι δικό του έργο. [...] Είχε την αποκλειστική ευθύνη γι’ αυτό το ολέθριο σφάλμα, την εφεύρεση της ηθικής. Γι’ αυτό και πρέπει να είναι ο πρώτος που θα το αναγνωρίσει. [...] Το δόγμα του, και μόνο αυτό, θεωρεί ότι ύψιστη αρετή είναι η ειλικρίνεια? βρίσκεται στον αντίποδα της δειλίας του «ιδεαλιστή», που το βάζει στα πόδια μπροστά στην πραγματικότητα [...] –Είμαι σαφής;– Το ξεπέρασμα της ηθικής από τον ίδιο της τον εαυτό, με όπλο την ειλικρίνεια? το ξεπέρασμα του ηθικολόγου από τον ίδιο του τον εαυτό, με μεταλλαγή στο αντίθετό του –δηλαδή σ’ εμένα– αυτό εννοώ κάθε φορά που προφέρω το όνομα Ζαρατούστρα».[1]
Επομένως ο Ζαρατούστρα πρέπει να καταλάβει το σφάλμα του και να αυτο-διατεθεί «πέρα απ’ το καλό και το κακό». Αυτή η αντιστροφή παραδοσιακών και αδιαμφισβήτητων αξιών, ιουδαιοχριστιανικών κατά κύριο λόγο, διατρέχει ολόκληρο το έργο, όπου αφθονούν, όπως θα ήταν άλλωστε αναμενόμενο, οι ειρωνικές αναφορές στα αντίστοιχα χωρία της βίβλου.
Στα προηγούμενα έργα του, ο Νίτσε καταπιανόταν με την ανάλυση της τότε πραγματικότητας. Στο συγκεκριμένο, επιχειρεί να σκιαγραφήσει ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο για το μέλλον, συνυφασμένο με την ιδέα του για ένα νέο είδος ανθρώπου, τον υπεράνθρωπο, όπως έχει δυστυχώς επικρατήσει να λέγεται. Κι αυτό γιατί ο υπεράνθρωπος είναι ένα νέο εξελιγμένο «είδος» ανθρώπου και όχι κάποιος υπερήρωας, με ή χωρίς γαλάζια εφαρμοστή στολή και κόκκινη μπέρτα. Δυστυχώς όμως, ήδη από την εποχή του Νίτσε, οι πρώτοι που σφετερίστηκαν την ιδέα του περί υπερανθρώπου, αγρίως παραποιημένη βέβαια, ήταν οι φανατικοί θιασώτες της υπεροχής της αρείας φυλής και κυρίως των Γερμανών, και οι φανατικοί αντισημίτες. Ο ίδιος ο Νίτσε γράφει σχετικά: «Πριν από λίγο καιρό έλαβα ένα γράμμα από κάποιον κύριο Τέοντορ Φριτς, από τη Λειψία. Στη Γερμανία, δεν υπάρχει πιο αναίσχυντη και ηλίθια φύτρα απ’ αυτούς τους αντισημίτες. Του απάντησα στέλνοντάς του μια κλοτσιά στον κώλο με τη μορφή γράμματος. Είναι απαράδεκτο, ένας τέτοιος αλήτης να πιάνει στο στόμα του το όνομα του Ζαρατούστρα. Αηδία! Αηδία! Αηδία!»
Η ιεροσυλία συνεχίστηκε στην εποχή του Εθνικοσοσιαλισμού, όπου εξαιτίας κυρίως της ανεύθυνης στάσης της αδερφής του Νίτσε, Ελίζαμπετ, ο Χίτλερ υιοθέτησε μια αρρωστημένη εκδοχή της ιδέας του υπερανθρώπου, και την ενέταξε στην ιδεολογία του Τρίτου Ράιχ. Το σίγουρο είναι ότι δεν είχε διαβάσει την επιστολή του Νίτσε στον Τέοντορ Φριτς –η αδερφή του είχε φροντίσει να την κρύψει, μαζί με πολλά άλλα ανορθόδοξα γραπτά του Νίτσε– και δεν καταλάβαινε απολύτως τίποτα από το ίδιο του πνεύμα του Νίτσε και κατ’ επέκταση του Ζαρατούστρα. Αλλιώς θα είχε αντιληφθεί, ότι το έργο του Νίτσε δεν είχε, και δε θα μπορούσε να έχει, καμιά σχέση με την ιδεολογία του εθνικοσοσιαλισμού. Το βασικό χιτλερικό δόγμα: «Το άτομο δεν είναι τίποτα –ο γερμανικός λαός είναι το παν!» δεν έχει καμιά σχέση με την ιδεολογία του Ζαρατούστρα αλλά και ολόκληρου του έργου του Νίτσε, όπου ο «ανώτερος άνθρωπος» αντιπαρατίθεται στον όχλο και στην οποιαδήποτε μαζικοποίηση: «Συντρόφους χρειάζομαι, και μάλιστα ζωντανούς –όχι νεκρούς συντρόφους και άψυχα κουφάρια, που να τα κουβαλάω μαζί μου, όπου θέλω εγώ» (Πρόλ. 9). Όσο για την περίφημη ανωτερότητα της γερμανικής φυλής, αρκεί να αναφέρουμε ότι το 1869, όταν ανέλαβε την έδρα της φιλολογίας στη Βασιλεία, ο Νίτσε αποκήρυξε την πρωσική υπηκοότητα και έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του άπατρις. Διέδιδε μάλιστα σε όλους τους τόνους ότι η οικογένειά του ήταν πολωνικής καταγωγής και ότι η Γερμανία δε θα ήταν τίποτα, αν δεν υπήρχε σ’ αυτή το σλαβικό στοιχείο. Ήταν μια ιστορία που είχε βγάλει απ’ το μυαλό του, ένας τρόπος για να διαμαρτυρηθεί για τις ακραίες εθνικιστικές και αντισημιτικές τάσεις που είχαν αρχίσει τότε να κερδίζουν έδαφος στον γερμανόφωνο χώρο.
Το Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα είναι μια σύνθεση διαλόγων, παραβολών, ποιημάτων και τραγουδιών που χωρίζονται σε τέσσερα βιβλία. Αν και στην αρχή θα μπορούσε να θεωρήσει κανείς ότι το βιβλίο περιέχει σε μεγάλο βαθμό σκόρπιες και ασύνδετες μεταξύ τους ιδέες, στην πραγματικότητα αποτελεί ένα σφιχτό και ενιαίο σύνολο, με αρχή, μέση και τέλος σε απόλυτη συνάφεια μεταξύ τους. Το πρώτο που δηλώνει ο Ζαρατούστρα, όταν εγκαταλείπει τη μοναξιά του και επιστρέφει στους ανθρώπους, είναι ο θάνατος του θεού, ως απαραίτητη προϋπόθεση για να προχωρήσει στη διδασκαλία του υπερανθρώπου, ήδη από τον πρόλογο και το πρώτο μέρος, όπου η παραβολή της καμήλας προδιαγράφει τα στάδια του μέλλοντός του.
Στο δεύτερο βιβλίο ασχολείται με τους δημιουργούς, τη σημασία της αυτοκυριαρχίας και τη θέληση για εξουσία, δηλαδή την ανεξάντλητη δημιουργική θέληση για ζωή, σε αντίθεση με τον εξισωτικό μηδενισμό τύπου Σοπενχάουερ. «Αυτό το μυστικό μού το αποκάλυψε η ίδια η ζωή: κοίτα, μου είπε, είμαι αυτό που πρέπει πάντα να ξεπερνά τον εαυτό του».
Βασικό θέμα του τρίτου βιβλίου είναι η αέναη επανάληψη. Η τρομαχτική συνειδητοποίηση ότι αυτό που συμβαίνει τώρα έχει ξανασυμβεί και θα ξανασυμβεί άπειρες φορές. Κι αυτό χωρίς να περιορίζει την ελευθερία και την υποχρέωση του ανθρώπου να επιλέγει και να τείνει προς την τελείωση, ξέροντας ότι αυτό που θα επιλέξει θα επανέλθει άπειρες φορές, είτε είναι καλό είτε είναι κακό. Τον απασχολεί επίσης η σχέση του σοφού με το πλήθος, οι δυνατότητες επιλογής και οι συκοφαντημένες αρετές.
Στο τέταρτο βιβλίο, αναπτύσσεται η σχέση του με τους ανώτερους ανθρώπους. Διαπιστώνει ότι ο καθένας τους υποφέρει γιατί έχει γκρεμιστεί κάποιο ιδανικό του –ο θεός, η τέχνη, η αλήθεια– και ταυτόχρονα συνειδητοποιεί ποια είναι η τελευταία αμαρτία που πρέπει ο ίδιος να ξεπεράσει: η τάση της συμπόνιας, που για τον Νίτσε αποτελεί το κατεξοχήν γνώρισμα του μηδενισμού. Ο οίκτος είναι το τελευταίο πράγμα που εμποδίζει την κατάφαση της ζωής και την αρχή μιας ακόμη μεταμόρφωσης, με την οποία τελειώνει το έργο του, μιας μεταμόρφωσης προς την αγάπη και τη χαρά της ζωής.
Η μετάφραση ενός τέτοιου έργου αποτελεί πρόκληση πρώτου μεγέθους. Ο μεταφραστής έχει ν’ αντιμετωπίσει μια γλώσσα που σκόπιμα μιμείται τη γλώσσα στην οποία μετέφρασε ο Λούθηρος την Αγία Γραφή. Σ’ αυτό το υπόστρωμα, ο Νίτσε προσθέτει άπειρα λογοπαίγνια και πάρα πολλές ανύπαρκτες λέξεις, που ο ίδιος έχει κατασκευάσει είτε για να κρατήσει το ρυθμό μιας φράσης είτε για να κάνει ένα ακόμη λογοπαίγνιο με κάποια άλλη, υπαρκτή κατά κανόνα, λέξη. Το νόημα αυτών των λέξεων το μαντεύει κανείς περισσότερο διαισθητικά παρά λογικά. Κατά την γνώμη μου, θα ήταν τραγικό λάθος αν ο μεταφραστής ενός τέτοιου έργου προσπαθούσε να μιμηθεί τα λογοπαίγνια ή να καταφύγει σε μια γλώσσα τεχνητά «βιβλική» όπως η γλώσσα του κειμένου. Αν λάβουμε, μάλιστα, υπόψη ότι το έργο το έβλεπε ο ίδιος ο συγγραφέας σαν «φιλοσοφικό λιμπρέτο», αυτό που προέχει είναι η σωστή απόδοση του φιλοσοφικού περιεχομένου σε μια γλώσσα σύγχρονη, που θα μπορούσε ενδεχομένως να ακουστεί ευχάριστα από μια θεατρική σκηνή. Ας ληφθεί εδώ υπόψη ότι οι παύλες του κειμένου αντιστοιχούν στις παύσεις μιας τέτοιας από σκηνής απόδοσης.
[1] Ecce homo, «Γιατί είμαι πεπρωμένο», §3.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις