0
Your Καλαθι
Τελευταίες επιστολές 1887-1889
Εισαγωγή Jean-Michael Rey
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Οι επιστολές αυτές του Νίτσε, που είχαν απευθυνθεί στους πιο στενούς του φίλους, στην οικογένειά του, σε κάποιους διανοούμενους όπως ο Αύγουστος Στρίνμπεργκ, πρέπει να διαβαστούν σε συσχετισμό με τα τελευταία έργα του, όπως κυρίως το Ίδε ο Άνθρωπος, καθώς και με το σύνολο των μεταθανάτιων αποσπασμάτων που χρονολογούνται από αυτά τα χρόνια.
Ένας άνθρωπος ολοένα και πιο μοναχικός, προορισμένος να περιπλανιέται, καταπιάνεται μ' ένα καθήκον υπερβολικό που του φαίνεται ότι αποτελεί τη μοναδική δυνατή συνέχεια του έργου του.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Φρειδερίκος Νίτσε πολέμησε με πάθος τη γερμανική παιδεία και εκείνη του το ανταπέδωσε. Μέσω των τότε κατεστημένων διανοουμένων της, τον περιθωριοποίησε με το γνωστό παιχνίδι της ετικέτας: ο Νίτσε είναι «εκκεντρικός», «παθολογικός», «ψυχιατρικός». Αυτός ήταν ο ένας από τους δύο λόγους που τον απομάκρυναν από τη χώρα του. Ο άλλος ήταν ότι η σκέψη του όλο και κατηφόριζε νοτιότερα, εγκαταστάθηκε για μεγάλο διάστημα στη Γαλλία του Διαφωτισμού, έκανε ένα πέρασμα από τη Ρώμη, για να καταλήξει στην Ελλάδα των τραγικών και των προσωκρατικών. Σαν τον σολομό, ο Νίτσε πήρε το ποτάμι ανάποδα, για να γεννήσει και να πεθάνει.
Οι επιστολές του, που κυκλοφορούν αυτές τις ημέρες από την Αγρα, ρίχνουν φως στο μοναχικό μονοπάτι που διάλεξε. Είναι εκείνες της κρίσιμης τριετίας 1887-1889. Πρακτικά πρόκειται για διετία, αφού τον Ιανουάριο του 1889 επήλθε η κατάρρευση, η τρέλα, που τον απέσπασε πνευματικά από τα εγκόσμια πριν και από τον φυσικό του θάνατο, δέκα χρόνια μετά. Το 1887 είχε ολοκληρώσει τη δημοσίευση του κορυφαίου έργου του, του τετράτομου «Τάδε έφη Ζαρατούστρα». Το 1888 έγραψε το «Λυκόφως των ειδώλων», καθώς και τα «Ο Αντίχριστος, Κατάρα στη Χριστιανοσύνη», «Ίδε ο ?νθρωπος», τα οποία δεν θα δημοσιευτούν πριν από το 1908.
Ο ίδιος, πάντως, είχε απόλυτη επίγνωση της επιρροής που θα ασκούσε στη σκέψη του 20ού αιώνα. Γράφοντας στη μητέρα του, Φραντζίσκα, από τη Βενετία, στις 18 Οκτωβρίου 1887, παρηγορούσε και εκείνη και τον εαυτό του με τα εξής λόγια: «Ας ελπίσουμε ότι δεν έχασες την καλή σου διάθεση από τα τελευταία μου νέα, με τα οποία σου πρόσφερα ένα μενού των γερμανικών κριτικών που με αφορούν: όταν αυτές έπεσαν στην αντίληψή μου, πραγματικά διασκέδασα, αφού έχω αρκετά καλή γνώση των ανθρώπων, ώστε να αντιλαμβάνομαι πως, μέσα σε πενήντα χρόνια, η κριτική που αναφέρεται σε μένα θα έχει αντιστραφεί και με τι δόξες και τιμές θα περιβάλλεται το όνομα του γιου σου, ενώ, για τα ίδια πράγματα, μέχρι τώρα με κακομεταχειρίζονταν και με λοιδορούσαν».
Αυτή η αντίληψη θυσίας, την οποία περίπου αναπόφευκτα θα πρέπει να υποστεί, αποτυπώνεται καθαρά στα τελευταία του γράμματα, λίγο πριν την τελική κατάρρευση, όπου υπογράφει συχνά ως «Εσταυρωμένος». Ο Ζωρζ Μπατάιγ έγραψε το 1939 ότι «η τρέλα δεν μπορεί να αποβάλλεται από την ολοκλήρωση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, η οποία δεν θα μπορούσε να εκπληρωθεί χωρίς τον τρελό. Ο Νίτσε, με το να τρελαθεί στη θέση μας, κατέστησε δυνατή αυτή την ολοκλήρωση. Και οι τρελοί που έχασαν τη λογική πριν από αυτόν, δεν θα μπορούσαν να το είχαν κάνει με τόσο πάταγο».
Σε γράμμα του προς τον Πάουλ Ντόυσσεν (συμμαθητής στο σχολείο, φιλόλογος και πιστός του φίλος μέχρι το τέλος), από τη Νίκαια, στις 3 Ιανουαρίου 1888, ο Νίτσε εξηγεί γλαφυρά τη διαδικασία πνευματικής απομόνωσης στην οποία έχει συνειδητά εισέλθει: «Επώδυνα και ανυπόμονα διαλύω, πρέπει να διαλύσω, τη μία ανθρώπινη σχέση μετά την άλλη. Ολόκληρο το παρελθόν μου θρυμματίζεται γύρω μου. Κι όταν συνυπολογίζω τι έχω κάνει γενικά τα δύο τελευταία χρόνια, μου φαίνεται τώρα πλέον ως ένα και το αυτό καθήκον, να απομονώσω τον εαυτό μου από το παρελθόν μου, να κόψω τον ομφάλιο λώρο ανάμεσα σ' αυτό και στον εαυτό μου. Έχω τόσα πολλά βιώσει, επιθυμήσει και ίσως επιτύχει, ώστε να χρειάζεται ακόμη κι ένα είδος βίας για να αποσπαστώ εντελώς από αυτό. H σφοδρότητα των εσωτερικών κραδασμών υπήρξε τρομακτική».
Τον Μάιο του 1887, σε επιστολή του προς τη Μαλβίντα φον Μεΐζενμπουγκ (υπήρξε μορφή του κινήματος γυναικείας χειραφέτησης), γράφει: «Αυτό που σημαίνει για μένα ζωή, δεν είναι παρά ένα ασυνήθιστο και βαρύ καθήκον. (...) Δεν μπορώ πλέον ούτε καν να μυρίσω τους «ανθρώπους», τουλάχιστον τους «νέους ανθρώπους», οι οποίοι, όχι σπάνια, με επισκέπτονται (ω, είναι τόσο αδιάκριτοι κι αδέξιοι, ακριβώς σαν τα κουτάβια!)»
Το βιβλίο δίνει μια περιεκτική εικόνα του Φρειδερίκου Νίτσε, στην κορυφαία, ίσως, φάση της ζωής του. Δείχνει το πάθος του για πνευματική περιπέτεια, τη φιλοδοξία του να δει τον άνθρωπο στην ιστορική και φιλοσοφική του ολότητα, την αίσθηση προορισμού του, ακόμη και κάποιες εμμονές του όπως εκείνη του να βλέπει την άνοιξη ως τη χειρότερη εποχή του χρόνου, ως «decadence».
Οι επιστολές του αντανακλούν το χιούμορ και το πνεύμα του: «Το σώμα μου νιώθει, όπως άλλωστε και η φιλοσοφία μου, να οδηγείται προς το ψύχος, ως ένα στοιχείο συντήρησής του». Αλλά «το στοιχείο αυτό επ' ουδενί λόγω δεν προδίδει μια ψυχρή φύση· αυτό το αντιλαμβάνεστε σίγουρα, αξιοσέβαστη και πιστή μου φίλη!»
Αντανακλούν όμως και την αλαζονεία του: «η φιλοσοφική μου θέση είναι μακράν η πλέον ανεξάρτητη, στο βαθμό που εγώ αισθάνομαι ως κληρονόμος πολλών χιλιετιών: η σύγχρονη Ευρώπη δεν έχει ιδέα γι αυτό, δηλαδή γύρω από ποιες τρομερές αποφάσεις περιστρέφεται ολόκληρο το Είναι μου».
Αντανακλούν τη διορατικότητά του. Σε προσχέδιο επιστολής προς τον Κάιζερ Γουλιέλμο B΄ (αρχές Δεκεμβρίου 1888) γράφει: «Θα υπάρξουν πόλεμοι που όμοιοί τους δεν έχουν υπάρξει ποτέ ως τώρα».
Τέλος, δείχνουν καθαρά τη φιλοεβραϊκή στάση αλλά και τον ευρωπαϊσμό τού μεγάλου διανοούμενου, του οποίου το έργο κακοποιήθηκε από τους ναζί, όχι χωρίς ευθύνη και της ίδιας του της οικογένειας. H αδελφή του είχε παντρευτεί έναν βαγκνεριστή, αντισημίτη, Πρώσο εθνικιστή, με τον οποίο πήγε στην Παραγουάη για να ιδρύσει κοινότητα καθαρών Αρίων! Ο Νίτσε αντιπαθούσε βαθιά τον γαμπρό του. Ωστόσο, αργότερα η αδελφή του χρησιμοποίησε τα αρχεία του για τις δικές της πολιτικές επιδιώξεις.
H ελληνική έκδοση έχει ακολουθήσει αντίστοιχη γαλλική, με εκτενή πρόλογο του Ζαν Μισέλ Ρε, η οποία με τη σειρά της βασίζεται και παραπέμπει στη συγκεντρωτική έκδοση των επιστολών του Νίτσε, με επιμέλεια των Τζιόρτζιο Κόλι και Ματσίνο Μοντινάρι. Στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται σύντομο χρονικό της σχέσης του Νίτσε με τους τακτικούς αλληλογράφους του (ανάμεσά τους και ο Αύγουστος Στρίντμπεργκ), μαζί με σύντομο βιογραφικό τους, ενώ την έκδοση ολοκληρώνει εργοβιογραφία του φιλοσόφου.
Να πούμε παρενθετικά ότι η ?γρα, με την έκδοση αυτή, κλείνει το μάτι στους πιστούς της φίλους, καθώς οι επιστολές του Νίτσε αποτέλεσαν μια βασική πηγή στην οποία στηρίχθηκε ο πιο εμπορικός, ίσως, συγγραφέας της τα τελευταία χρόνια, ο Ίρβινγκ Γιάλομ, για να γράψει το «Όταν έκλαψε ο Νίτσε». Τον υπαρξιστή ψυχαναλυτή Γιάλομ ενδιέφερε ιδιαίτερα η περίοδος 1882-1883, όταν ο Νίτσε χώρισε με τη Λου Σαλομέ, αλλά η απόγνωσή του μεταμορφώθηκε σε δημιουργία, με τη συγγραφή τού «Τάδε έφη Ζαρατούστρα».
Ο Νίτσε δίδαξε για μια δεκαετία στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας και κατόπιν περιπλανήθηκε σε πολλές γαλλικές, ελβετικές και ιταλικές πόλεις: Νίκαια, Βενετία, Γένοβα, το χωριό Ζιλς-Μαρία στις ?λπεις, Μαρίεμπαντ, Στρέζα, Ρώμη για να επιστρέψει, ως ασθενής πια, στη Γερμανία· σε κλινική της Ιένα και στη Βαϊμάρη όπου ξεψύχησε το 1900. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των επιστολών του -που στο βιβλίο παρατίθενται με χρονολογική σειρά- φανερώνουν εξαιρετική πνευματική διαύγεια και μόνον στο τέλος, περί τα τέλη Δεκεμβρίου του 1888, φαίνεται να χάνει τη μάχη με την τρέλα.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΙΜΠΛΗΣ
ΤΑ ΝΕΑ, 02-08-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οταν ο Νίτσε δήλωνε ως «ο εμπειρότερος στα προβλήματα που σχετίζονται με την παρακμή», εννοούσε τη θητεία του στη τέχνη του σαρκαστή, τη λεπτή αίσθηση της αντίληψης που του επέτρεπε να συλλαμβάνει ιδιαίτερες αποχρώσεις, την οξυδερκή παρατηρητικότητα η οποία συλλειτουργούσε ολοκληρωμένα με την τάση της εμβάθυνσης. Ωστόσο, αν και είχε θέσει το πνεύμα του στην υπηρεσία για την αποκάλυψη του «κακού» που μάστιζε τον ψυχισμό του νεωτερικού ανθρώπου, δεν έπαυε και ο ίδιος να φέρει μέσα του τον σπόρο της καταστροφής.
Στις προσωπικές του στιγμές, οι οποίες φτάνουν ώς εμάς μέσα από τον απόηχο των επιστολών του, συναντάμε έναν διανοούμενο που δεν έχει υποτάξει στη διάνοια την ποιητική ευαισθησία, έναν μοναχικό που ελάχιστα ενθαρρύνει τις ανθρώπινες σχέσεις, ένα δημιουργικό πνεύμα που ωστόσο «δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με κανενός είδους πραγματικότητα».
Η τραγικότητα του Νίτσε ήταν ακριβώς αυτή, ότι εξέθεσε τον εαυτό του στον κίνδυνο της αυτοκατάργησής του -μιας συμβολικής κατάργησης του πολιτισμού και των θεμελιωδών αξιών της κρατούσας ηθικής μέσα του- για να γίνει ο ίδιος το γκρεμισμένο σπίτι της Ευρώπης, ο συλλογικός άνθρωπος που συγκροτεί τη νέα δομή της συνείδησής του.
Ο ίδιος κάνει μια αξιολόγηση του έργου του σε επιστολή του προς τον Καρλ Φουξ: «Ο προβληματισμός μου είναι καινούριος, ο ψυχολογικός μου ορίζοντας τόσο αχανής που τρομάζει, η γλώσσα μου τολμηρή, ίσως δε να μην υπάρχουν πιο πυκνά νοήματα και πιο ανεξάρτητα γερμανικά βιβλία από τα δικά μου».
Με το έργο του Ecce Homo (1888) ολοκληρώνεται μια έντονη περίοδος διανόησης και περιπλάνησης του Νίτσε έξω από τα γερμανικά σύνορα. Οι επιστολές που επιλέγει να παρουσιάσει ο Ζαν Μισέλ Ρέι στο παρόν βιβλίο, αφορούν τα αντιπροσωπευτικά δείγματα της αλληλογραφίας του ανδρός, εκείνη ακριβώς την εποχή (1887-1889) που οι μετακινήσεις του μοιάζουν να αποτελούν προϋπόθεση της ίδιας της σκέψης, μια ευκαιρία για μεταβολή οπτικής.
Επιστολές σε φίλους, σε πανεπιστημιακούς, σε εκδότες, στην οικογένειά του -μια σειρά αποτυπώσεων της καθημερινής ζωής, συναισθηματικών γεγονότων αλλά και δημιουργικών ιδεών που έχουν ως βάση τη δυνατότητα του πνεύματος να ορίσει τη θέση του «από απόσταση», να επαναπροσδιοριστεί θραύοντας τα όρια της κουλτούρας του και της γλώσσας του, διευρυνόμενο μέσα στην ίδια την πηγή του, την απαρχή της φιλοσοφίας. Σ' αυτό συμβάλλει η Ιταλία (όπου είχε καταφύγει ο Νίτσε ύστερα από περιπέτειες της υγείας του), η οποία και τον ενώνει κατευθείαν με την Ελλάδα της τραγωδίας και των Προσωκρατικών.
Λίγο νωρίτερα, ο Γκέτε είχε ταξιδέψει κι αυτός στην Ιταλία («κουρασμένος από τον ζοφερό ουρανό της χώρας του») και είχε αντλήσει από τον μεσογειακό ήλιο και τη ρωμαϊκή τέχνη σπινθηρισμούς που γέννησαν μέσα του νέους κόσμους και νέες οπτικές. Βέβαια, εκείνος δεν αισθάνθηκε ποτέ την ανάγκη να απελευθερωθεί από τον περιορισμό της γερμανικής αντίληψης.
Ο Νότος απλώς γονιμοποίησε τον Γκέτε. Ενώ στον Νίτσε το ταξίδι αυτό έφερε μια ουσιαστική μεταλλαγή, μια αληθινή μεταφύτευση ψυχισμού, που έκανε το βλέμμα του να εγκαταλείψει κάθε μερική θέαση για να βυθιστεί στη συλλογική συνείδηση. (Ο ψυχρός γερμανικός νους αφομοίωσε τη θερμή ψυχή του Νότου.)
Αν ο Νίτσε πέτυχε αυτή τη μεταμόρφωση, ήταν γιατί δεν τον διακατείχε απλώς το πνεύμα της ανανέωσης -όπως τον Γκέτε, τη συγκεκριμένη περίοδο- αλλά μια ολοκληρωτική νοσταλγία της ανθρώπινης ουσίας του. Στην επιστολή του προς τον Κάιζερ Γουλιέλμο τον Β' γράφει: «Επαναναξιολόγηση όλων των αξιών, αυτή τη φορά είναι η φόρμουλά μου για μια πράξη ανώτερης συνείδησης της ανθρωπότητας».
Η γερμανική παιδεία στένευε τον Νίτσε. Προκαλεί έκπληξη η σκληρή κριτική του για τη σκοτεινή επίδρασή της σε ορισμένα πνεύματα, όπως του Κλάιστ και του Χέντερλιν. Στον Σοπενχάουερ βλέπει «χαλασμένα σωθικά», στον Καντ «τα υποκριτικά υπολείμματα του κρατικού μοραλισμού», στον Γκέτε «το βαρύ φορτίο των αξιωμάτων και των λειτουργημάτων, αλλά και τους θεληματικά περιορισμένους ορίζοντες». Και, βέβαια, γκρεμίζει εντελώς τον Βάγκνερ, σαν το τελευταίο σύμπτωμα της διανοητικής βαρυστομαχιάς του.
(Δεν είναι τυχαίο το συγκεκριμένο πρόβλημα υγείας του Νίτσε, η δυσπεψία, από την οποία έπασχε τα τελευταία χρόνια. Στην πραγματικότητα, είχε καταλήξει να αναγνωρίζει σε κάθε τι γερμανικό μια δυσκολοχώνευτη τροφή, μια πολύ «βαριά» ποιότητα, που δεν μπορούσε πλέον να καταπιεί.)
Στις επιστολές του, καθώς ανακαλύπτουμε την αγάπη του για τη γαλλική κουλτούρα και τη γαλλική γλώσσα -στον αντίποδα της απέχθειάς του προς τη Γερμανία- σχηματοποιείται η ανάγκη να ελευθερωθεί από τα ψυχικά του όρια για να γίνει ο ίδιος παγκόσμιος. Με την εγκατάστασή του στον Νότο, πέτυχε να γίνει μέλος της παγκόσμιας οικογένειας, η οποία παίρνει τα χαρακτηριστικά της από τον νομαδικό άνθρωπο που ευδοκιμεί πέρα και πάνω από τα έθνη. Ετσι κέρδισε μια ολοκληρωτική πνευματική ελευθερία, γκρεμίζοντας το τρίπτυχο φιλολογία-ηθική-χριστιανισμός, μέσα στο οποίο ζούσε φυλακισμένος όλα τα προηγούμενα χρόνια. (Ο πατέρας του, Λούντβιχ Νίτσε, ήταν λουθηρανός πάστορας.)
Στο δοκίμιο «Περί αλήθειας και ψεύδους υπό μια μη ηθική άποψη» (ένα κείμενο που έχει θεωρηθεί βασικό κλειδί για τη σκέψη του), ο Νίτσε θα απορρίψει την ιδέα των καθολικών αξιών και θα ισχυριστεί ότι αυτό που θεωρούμε ως «αλήθεια» δεν είναι παρά ένας κινητός στρατός από μεταφορές, μετωνυμίες και ανθρωπομορφισμούς.
Το έργο του κλονίζει τα θεμέλια του εφαρμοσμένου χριστιανισμού της Δύσης, δηλαδή τον απόηχο της ιουδαϊκής ηθικής που επέζησε διά μέσου του καθολικισμού: ο τρόμος των απαγορεύσεων, η παρανόηση του δυϊσμού σώματος-πνεύματος, η Κόλαση και το Κακό -στην πραγματικότητα η πλήρης συσκότιση της χριστιανικής διδασκαλίας- βρίσκουν εκείνον που φέρνει στο φως την παραφθορά του χριστιανικού πνεύματος, χωρίς ωστόσο να το αποκαθιστά στην αληθινή του διάσταση.
Στον αντίποδα του Κιρίλοφ (ήρωα των Δαιμονισμένων του Ντοστογέφσκι), ο οποίος αυτοκτονεί για να επιβεβαιώσει την ελευθερία που συνιστά τη δική του θεότητα, ο Νίτσε, φύση δαιμονιακή, θα προτιμήσει «να σκοτώσει τον Θεό» για να γίνει Θεός ο ίδιος (υπεράνθρωπος). Οπως ο Κιρίλοφ, δεν πιστεύει στην «αιώνια ζωή, στον άλλο κόσμο», αλλά «στην αιώνια ζωή, σ' αυτό τον κόσμο». Ετσι, μ' αυτή την αποδέσμευση, στρέφει το πνεύμα του στο πραγματικό, σε ό,τι αποτελεί τον «κοινωνικό άνθρωπο».
Ποτέ κανείς δεν έθεσε πιο επιτυχημένα τον ορισμό της ηθικής από τον Νίτσε: «Μια ιδιοσυγκρασία παρακμιακών που καθοδηγούνται από τον κρυμμένο σκοπό να εκδικηθούν τη ζωή -σκοπός που άλλωστε στέφθηκε από επιτυχία». (Ολες οι βάσεις της ψυχολογίας τίθενται εδώ.)
Από το βήμα του ο φιλόσοφος συνοψίζει την άρρωστη συνείδηση της Ευρώπης -μιας Ευρώπης καθημαγμένης από τις αγκυλώσεις θεολόγων, κληρικών, διανοουμένων, που υπηρετούσαν τα νέα δεδομένα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. (Ο Χριστός στη Δύση είχε την ίδια τύχη με τον Αριστοτέλη.)
Είναι αλήθεια ότι ο προτεσταντισμός και οι αντιλήψεις του περί έρευνας -μια πνευματική στάση η οποία καταργεί τη στειρότητα του καθολικισμού- απελευθέρωσε εγκαίρως τη σκέψη του Νίτσε, αφού του έδωσε το δικαίωμα να θέσει ερωτήματα και να αμφιβάλει. Ετσι προετοιμάστηκε για την ανίχνευση νέων ιδεών και, λίγο αργότερα, όταν ήρθε σε επαφή με το κοσμοείδωλο του Σοπενχάουερ, επηρεασμένος βαθιά από αυτό, στράφηκε προς ένα αθεϊστικό σύμπαν.
Στην πραγματικότητα, αν και άντλησε από την Ελλάδα της αρχαίας τραγωδίας (στην οποία το απολλώνιο και το διονυσιακό πνεύμα φτάνουν στη σύνθεσή τους με φυσικότητα), δεν μπόρεσε να δει τη σύνθεση στον χριστιανισμό, κάτι που ανέλαβε να κάνει ένας άλλος φιλόσοφος, ο Δανός Κίργκεγκορ. (Ο Κίργκεγκορ -προτεστάντης όπως ο Νίτσε- επιμένει στη διάκριση του ηθικού σταδίου από το θρησκευτικό στάδιο, γιατί θεωρεί το ηθικό πρόσωπο σαν μια γέφυρα προς την πνευματικότητα και όχι την ίδια την ταυτότητά της.)
Ωστόσο, η ευρωπαϊκή σκέψη χρωστάει στον Νίτσε το ώριμο βήμα της για την καταβύθιση στη συνείδηση: Είναι εκείνος που βάζει το νυστέρι του βαθιά, κατορθώνοντας να εισχωρήσει στις πιο κρυφές πτυχές της ύπαρξης για να αποκαλύψει ένα πλέγμα αλλοιώσεων, την πρωταρχική ρίζα όλων των κοινωνικών συμπεριφορών που κονιορτοποιεί τις επιφάσεις. («Στην αναζήτηση της αλήθειας αυτής καθεαυτήν δεν υπάρχει ακόμη παρά ο πόθος της κατάφασης του εαυτού μας», σημειώνει στο Ecco Homo.)
Ο Φρόιντ δεν θα είχε εργαστεί πάνω στην ψυχή εάν ο συγγραφέας τού Ζαρατούστρα, ως πρόδρομος, δεν είχε θέσει τις βάσεις για την απελευθέρωση κάθε ψυχικού στοιχείου, μια προσέγγιση που έριξε νέο φως στην ανθρωπολογία. (Οι νιτσεϊκές απόψεις για τον τομέα των ζωικών ενστίκτων υπήρξαν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της ψυχανάλυσης.)
Πράγματι, μέσα από την πορεία της ζωής και της σκέψης του, ο Γερμανός φιλόσοφος μοιάζει να σηκώνει στους ώμους του όλη την αρνητική ενέργεια της συλλογικής ψυχής, κάθε σκοτεινή ποιότητα της ανθρώπινης φύσης. Και ίσως αυτή ακριβώς να ήταν η αιτία που η λογική του σίγησε στα τέλη του 1889.
Δύο χρόνια πριν έγραφε στον Καρλ Φουξ: «Σταδιακά, όσο στρέφεται κανείς προς τα μέσα, πειθαρχεί επανερχόμενος σε μιαν ενότητα: είναι εκείνο το πάθος για το οποίο εδώ και πολύ καιρό δεν έχουμε βρει κανένα όνομα, που μας διασώζει από κάθε εκτροπή και διασπορά, είναι εκείνο το καθήκον για το οποίο γίνεται κανείς ακούσια ιεραπόστολος».
ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ ΛΥΜΠΕΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/03/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις