Μικρά ταξείδια

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 9.57
6.70
Τιμή Πρωτοπορίας
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €3.90
+
46842
Συγγραφέας: Νόλλας, Δημήτρης
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:209
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:9789600323092
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Ο πυρήνας των κειμένων του βιβλίου αυτού βασίζεται σε ημερολογιακές σημειώσεις, που κράτησα από τον Ιανουάριο του 1991 μέχρι την προηγούμενη άνοιξη. Τα περισσότερα ήταν ταξίδια του χειμώνα. Το κρύο αναδεικνύει τα αληθινά, πραγματικά πρόσωπα των ανθρώπων. Η καλοκαιρία με τις ευκολίες της δίνει την εντύπωση πως η ζωή είναι χωρίς έγνοιες.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Ένα βιβλίο με «μικρά ταξίδια», σε κοντινούς και μακρινούς τόπους, σύντομα ή και πολυήμερα. Προφανώς ο Δ. Νόλλας επιλέγει τον τίτλο ανεξάρτητα από την απόσταση και τη διάρκεια των ταξιδιών, μάλλον ορμώμενος από τη μικρή έκταση των κειμένων. Τουλάχιστον όσων αποτελούν την πρώτη και ομότιτλη με το βιβλίο ενότητα, γιατί το δεύτερο μέρος, με τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την άλλη άκρη της Μαύρης Θάλασσας, απλώνεται σε έκταση.

Στις ημέρες μας επικρατεί η άποψη πως η ταξιδιωτική εντύπωση ως λογοτεχνικό είδος, μετά την άνθηση που γνώρισε στον Μεσοπόλεμο, στις μεταπολεμικές δεκαετίες φθίνει. Και όμως, τα τελευταία χρόνια, σε πείσμα του μαζικού τουρισμού, γράφονται και ορισμένα βιβλία με εντυπώσεις από τόπους και σκέψεις που πλουτίζουν τη λογοτεχνία. Σε αυτά τα ταξιδιωτικά κείμενα δεν υπάρχει το χειμαρρώδες ενός Καζαντζάκη ή οι λυρικές εξάρσεις ενός Ουράνη, ούτε καν η περιγραφικότητα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Οπως γενικότερα αλλάζει μορφή ο πεζός λόγος, διαφοροποιούνται και οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις. Οι μεταπολεμικοί συγγραφείς προτιμούν τα «μικρά ταξίδια» με έμφαση στην προσωπική περιπλάνηση.

«Μου πάνε τα μικρά κείμενα. Μου πάνε, δηλαδή, οι παρατηρήσεις στα επιμέρους... Μ' αρέσουν οι στιγμές από τη ζωή των ανθρώπων...» ισχυριζόταν πριν από 10 χρόνια ο Δ. Νόλλας, εξομολογούμενος την αδυναμία του να φτιάξει έναν ολόκληρο κόσμο, με άλλα λόγια να στήσει ένα μυθιστόρημα. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα, συνέθεσε όχι ένα αλλά δύο μυθιστορήματα. Εν τούτοις «τα ενσταντανέ» παραμένουν η αδυναμία του. Το δέκατο βιβλίο του, με το οποίο και συμπληρώνει 25ετία στον λογοτεχνικό χώρο, αφιερώνεται στα ταξίδια που πραγματοποίησε την τελευταία δεκαετία του αιώνα.

Αντίθετα με τον συρμό, είναι ταξίδια του χειμώνα και μοναχικά. Εκλεκτή συντροφιά στις εξερευνήσεις το βιβλίο κάποιου λογοτέχνη δεμένου με την ξένη χώρα. Άλλωστε συχνά ο Δ. Νόλλας αλιεύει την προσφυέστερη φράση από ένα λογοτέχνημα και την ενσωματώνει στις εντυπώσεις του. Μαγιά των κειμένων οι ημερολογιακές σημειώσεις που κρατούσε στα ταξίδια. Όταν ο συγγραφέας περιγράφει τα γλέντια στην Τιφλίδα, αναφέρεται με ενθουσιασμό στις προπόσεις κατά τη διάρκεια ενός συμποσίου. Όπως φαίνεται, όταν οι Γεωργιανοί μιλούν για ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση δεν τσιγκουνεύονται τους χαρακτηρισμούς ούτε τα όμορφα λόγια. Ακολουθώντας το παράδειγμά τους, ο Δ. Νόλλας παντρεύει ποιητικές εκφράσεις με το αυθόρμητο της καθημερινής κουβέντας. Αλάθευτος τρόπος για να δημιουργηθεί κλίμα οικειότητας μεταξύ ταξιδιώτη και αναγνώστη. Και αυτό επιτείνεται, όπως ο συγγραφέας σκιτσάρει με γρήγορες γραμμές αλλεπάλληλα πορτρέτα, τόσο που οι ταξιδιωτικές εντυπώσεις του να χαρακτηρίζονται ανθρωποκεντρικές.

Εν εκτάσει και κατ' επανάληψιν έχει σχολιαστεί ο τρόπος γραφής του Δ. Νόλλα. Ωστόσο, νομίζουμε πως τα Μικρά ταξείδια, ιδιαίτερα το οδοιπορικό στη μυθική Κολχίδα και ακόμη μακρύτερα ως το Μπακού στην Κασπία, αναδεικνύουν κατά τον καλύτερο τρόπο ό,τι αποκαλούμε κινηματογραφική οπτική ενός συγγραφέα που δίνει το μεγαλύτερο βάρος της αφήγησης στις εικόνες. Αν ο Δ. Νόλλας φιλμάριζε και μόνταρε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του από τη Γεωργία, θα είχαμε μια ταινία μικρού ή μεσαίου μήκους που ασυζητητί θα κατατασσόταν στον λεγόμενο ποιητικό κινηματογράφο. Ίσως όμως και να χανόταν η αίγλη της ιστορικής παράδοσης του τόπου που μόνο η αφήγηση μπορεί να συλλάβει.

Καθόλου δεν απασχολούν τον Δ. Νόλλα οι περιηγήσεις στα μνημεία ενός τόπου. Εξαίρεση τα μουσεία τέχνης, ιδιαίτερα εκείνα που ήδη γνωρίζει, οπότε και εντοπίζει χωρίς χρονοτριβή ό,τι τον ενδιαφέρει και το χαίρεται. Σε δύο περιπτώσεις ο συγγραφέας γίνεται λυρικός στις περιγραφές του· μπροστά σε ένα έργο ζωγραφικής και όταν αντικρίζει τις γυναίκες μιας χώρας, τα κορίτσια και τις γκόμενες. Όμοια φαίνεται να τον απωθούν οι συναντήσεις με επιφανείς, ακόμη και όταν πηγαίνει κάπου ως επίσημος προσκεκλημένος. Είναι προφανές ότι προτιμά να γλιστρά απαρατήρητος και να οσφραίνεται προνομιακούς τόπους συνάντησης.

Φανατικός θαμώνας καφενείων και μπαρ, αν μη τι άλλο για να βλέπει τη ζωή πίσω από τα «θολά τζάμια» τους, ξετρυπώνει σε κάθε πόλη εκείνα τα στέκια που περισσότερο θυμίζουν τα οικεία. Στη Μαδρίτη είναι το μαγαζί στο «51» της Πριγκίπισσας που ανακαλεί το «17» της Βουκουρεστίου και το «18» της Τσακάλωφ. Στο Πρίνστον, ένα μπαρ-ρέστοραν, αμερικανική εκδοχή του «Γκάλαξι» στο κέντρο των Αθηνών. Στο Βελιγράδι, ένα μεζεδοπωλείο που φέρνει του παλιού «Ορφανίδη». Ώς και στο Μπακού θα ανακαλύψει ένα τουρκικό εστιατόριο, συνδυασμό αθηναϊκού «Ιντεάλ» και θεσσαλονικιώτικου «Όλυμπος-Νάουσα».

Για τα παλαιά ταξίδια, που μερικά έγιναν στους ίδιους τόπους πριν από τριάντα τόσα χρόνια, υπάρχουν μόνο νύξεις. Και όμως, εκείνη η 15ετία της περιπλάνησης στην κρισιμότερη ηλικία, από τα 20 ως τα 35, μάλλον στάθηκε καθοριστική για τον Δ. Νόλλα. Όλοι όσοι τελικά αποφασίζουν, μετά πολύχρονη αποδημία, να εγκατασταθούν μόνιμα στην Αθήνα λατρεύουν την πόλη αλλά ταυτόχρονα διατηρούν μια καθαρή ματιά για όσα στραβά συμβαίνουν. Άλλωστε ένα ταξιδιωτικό κείμενο δίνει πάντα την ευκαιρία της σύγκρισης ανάμεσα στο αλλού και στο εδώ.

Κατά τη γνώμη μας ο Δ. Νόλλας επιλέγει ορισμένα ταξίδια, όσα κατ' εξοχήν προσφέρονται για τον σχολιασμό της κρατούσας σήμερα κατάστασης, κυρίως σε σχέση με «την παράγκα μας», όπως χαϊδευτικά αλλά και με κάποια πικρία αποκαλεί την Ελλάδα. Ο τρόπος του Δ. Νόλλα φέρνει στον νου τον επιφανή δημοτικιστή Αλέξανδρο Πάλλη, ο οποίος πριν από 75 χρόνια, με αφορμή ένα ταξίδι στον «Μπρουσό», έγραψε ευθαρσώς τις απόψεις του για τους συγκαιρινούς του. Διαφορετικές οι ανησυχίες του Δ. Νόλλα, που ζητά επιμόνως στα ταξίδια του τη φεύγουσα ελληνικότητα μέσα σε έναν ταρασσόμενο κόσμο.

Προτάσσονται τα πλέον ανώδυνα σχόλια. Με την ευκαιρία της Διεθνούς Έκθεσης Βιβλίου, ο Δ. Νόλλας αναφέρεται στις καταβολές της νεοελληνικής λογοτεχνίας και στα σημερινά γράμματα. Ένα ταξίδι στη Βαρσοβία ή ένα άλλο σε θέρετρο της βόρειας Γερμανίας προσφέρονται για σκέψεις γύρω από τη νέα τάξη πραγμάτων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες αλλά και στη Γερμανία, όπου οι ομοεθνείς τής άλλοτε αντικρινής όχθης είναι οι καινούργιοι πολίτες δεύτερης κατηγορίας, σε αντικατάσταση των μελαψών μεταναστών. Μετά ο συγγραφέας εισχωρεί στην αμφιλεγόμενη ζώνη. Το οδοιπορικό στη Σερβία ­ Βελιγράδι, Βούκοβαρ, Νόβι Σαντ ­, με τις εικόνες καταστροφής και τις ιστορίες εμφύλιου σπαραγμού που θυμίζουν αρχαιοελληνική τραγωδία, δείχνει τους Σέρβους «έναν ψυχωμένο και περήφανο λαό». Όσο για «την παράλογη συμπαράσταση» που τους προσφέρουν οι Έλληνες, δεν αποκλείεται να έχει ρίζες στο κοινό χριστιανικό δόγμα.

Στα ταξίδια στην ελληνική επαρχία αλλά και ώς την Πράσινη Γραμμή που κόβει τη Λευκωσία ή, επίσης, στη μακρινή περιπλάνηση σε εκείνη τη νησίδα του Ελληνισμού που ακόμη ανθίσταται στη Γεωργία, σιγοβράζει η ανησυχία του Δ. Νόλλα για την ελληνική ταυτότητα. Τι είναι τελικά αυτή η ελληνικότητα που «μας συντηρεί και κρατάει όρθιο το ετοιμόρροπο γκρεμίδι»; Και ακόμη, πόσο Έλληνας δικαιούται να νιώθει «ένας Σέρβος χριστιανός ορθόδοξος που μιλάει απταίστως τα ελληνικά και γνωρίζει την ελληνική ιστορία σε βάθος», σε σχέση, λ.χ., με εμάς τους Αθηναίους, κατόχους ελληνικού διαβατηρίου, που πιθηκίζουμε δυτικότροπα;

Νεότεροι του Δ. Νόλλα πεζογράφοι, ένα διήγημα όπως το Η μηχανή υπ' αριθμόν 721 θα το φύλαγαν σαν κόρη οφθαλμού και ποτέ δεν θα το καταχώνιαζαν σε μια συλλογή ταξιδιωτικών κειμένων. Αυτό το κείμενο μοιάζει και σαν ρομαντικό επιμύθιο του βιβλίου. Καθισμένος σε μια καφετερία της Κοζάνης, ο συγγραφέας παρατηρεί τον πίνακα του νεότερου ντόπιου ζωγράφου Κώστα Ντιού που καλύπτει τον έναν τοίχο. Η αμαξοστοιχία στον πίνακα του φαίνεται σαν να κατακρημνίζεται μαζί με τον θερμαστή της μέσα στο δωμάτιο. Αυτή η εικόνα τον οδηγεί συνειρμικά στους λησμονημένους φρουρούς του Ελληνισμού που προτίμησαν το σάλτο στο κενό παρά την ταπείνωση της συνθηκολόγησης. Τον Λέοντα Σγουρό, τον Ιάκωβο Δέρκων, τον Κωνσταντίνο Κουκκίδη, φτάνοντας ως αυτόν τον ίδιο τον τόπο που ­ πάντα, κατά τον συγγραφέα ­ αντί να σέρνεται, προτιμά να ίπταται, έστω και μόνο για τη δόξα, «όταν γνωρίζει πως μοίρα του είναι η πτώση».

Μάρη Θεοδοσοπούλου, ΤΟ ΒΗΜΑ, 06-12-1998

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!