0
Your Καλαθι
Φόβος και τρόμος
Περιγραφή
Παρά τις καλές προθέσεις της, η Αμελί-σαν, μια Ευρωπαία στο Τόκιο, δεν προσαρμόζεται εύκολα στους αυστηρούς κανόνες της ιαπωνικής εταιρίας Γιουμιμότο. Τραβάει υπέρ το δέον την προσοχή των ανωτέρων της και δυσκολεύεται να τους προσεγγίσει όπως πρέπει - «με φόβο και τρόμο», κατά το αρχαίο αυτοκρατορικό ιαπωνικό πρωτόκολλο. Η τιμωρία της θα είναι σκληρή και ο καταποντισμός της ραγδαίος, μέχρι το πιο ταπεινό σκαλοπάτι της ιεραρχίας...
Η Νοτόμπ εστιάζει όπως πάντα στην εξωφρενική δυναμική των ανθρώπινων σχέσεων, αλλά οι ματιές της ηρωίδας της έξω από το παράθυρο του ουρανοξύστη -και οι σκέψεις της να πηδήξει από κει- παραπέμπουν σ' έναν ευρύτερο κόσμο, εξωτικό και μαζί ανησυχητικά οικείο.Πίσω από τα κωμικοτραγικά επεισόδια και τους απρόβλεπτους διαλόγους, αναδύεται μια σύγκρουση πολιτισμών κι ένα υπαρξιακό και κοινωνικό δράμα, που αποδίδονται με το ανάλαφρο στυλ, την αυτοβιογραφική έμπνευση και την ειρωνική, φαρμακερή φωνή της Αμελί Νοτόμπ.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι πασίδηλο σε όσους εμπλέκονται στη διαδικασία παραγωγής του βιβλίου, αλλά προφανές ακόμη και για τον περιστασιακό αναγνώστη, ότι το πρόσωπο του συγγραφέα, και γενικότερα η εικόνα του, αποτελεί πια αναπόσπαστο κομμάτι τόσο της εκστρατείας προώθησης όσο και του ίδιου του τελικού προϊόντος. Κι αν οι περισσότεροι συγγραφείς απλώς αφέθηκαν, καμιά φορά με ενθουσιασμό, στη χρήση του προσώπου τους με σκοπό την καλύτερη εμπορευματοποίηση του βιβλίου τους, κάποιοι άλλοι, νεότεροι συνήθως ηλικιακά, προχώρησαν πολύ μακρύτερα σε αυτή τη διαδικασία αναδεικνύοντας την εικόνα τους σε αληθινό trademark - ήτοι σήμα κατατεθέν - του έργου τους. Μεταξύ αυτών ζηλευτή θέση κατέχει η χαρισματική Αμελί.
Η ηρωίδα της ονομάζεται και αυτή Αμελί, οι δε περιπέτειές της στους κόλπους μιας τεράστιας ιαπωνικής επιχείρησης δεν απέχουν ιδιαίτερα από τα βιογραφικά δεδομένα της συγγραφέως, όπως ούτε και οι ημερομηνίες ή ορισμένες άλλες λεπτομέρειες. Μολαταύτα είναι αυτό το βιβλίο, αυτό το γοητευτικό μη μυθιστόρημα, και όχι κάποιο από τα επτά που προηγήθηκαν, ούτε και κάποιο από τα δύο που ακολούθησαν, που επέλεξαν τα μέλη της γαλλικής Ακαδημίας - μαζί με την Ανιέλκα του Φρανσουά Ταγιαντιέ - να τιμήσουν με το μεγάλο βραβείο Μυθιστορήματος. Το χάρισμα βέβαια δεν κρύβεται ούτε και παραβλέπεται. Κι αν υπάρχει κάτι που βγάζει μάτι, όπως λέμε, από τις πρώτες σελίδες οιουδήποτε βιβλίου της Νοτόμπ, είναι αναμφίβολα αυτό το περίσσευμα ταλέντου: αφηγηματική άνεση και σπιρτάδα, θεματική πρωτοτυπία, εφευρετικοί διάλογοι, αίσθηση της ακροβασίας και του μυστηρίου στην περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων, διάχυτος ερωτισμός και μια σωστή δόση ευκολοχώνευτης διαστροφής. Καμία από αυτές τις αρετές δεν απουσιάζει εντελώς από το Φόβος και τρόμος, πλην όμως όλες ανιχνεύονται σε ελαφρώς τσιγκούνικες ποσότητες. Ετσι που ναι μεν ο ορεξάτος αναγνώστης να μένει στο τέλος με μια καλή γεύση στο στόμα, αλλά το στομάχι του να γουργουρίζει ακόμη από την πείνα.
Φόβος και τρόμος ήταν, σύμφωνα με μια παλιά ιαπωνική έκφραση, το αίσθημα με το οποίο όφειλε κανείς να αντικρίζει τον αυτοκράτορα. Το ίδιο αίσθημα μοιάζει να διαπερνά όλη την κλίμακα της ιεραρχίας μέσα στην εταιρεία Γιουμιμότο, ενώ την αίγλη του αυτοκράτορα απολαμβάνει πια ο πρόεδρος της εταιρείας. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον προσπαθεί να βρει θέση και ρόλο η νεαρή Αμελί, αλλά εις μάτην. Η «ασέβεια» της «αναιδούς» Δυτικής απέναντι στα ιερά και στα όσια της ιαπωνικής επιχείρησης δεν αργεί να την οδηγήσει, μέσα από εντεινόμενους εξευτελισμούς, στο χαμηλότερο σκαλοπάτι της ιεραρχίας, δηλαδή στις τουαλέτες. Εκεί, ως Κυρία Πιπί, όπως αυτοχαρακτηρίζεται, θα έχει το προνόμιο μιας πιο στενής επαφής με τη γοητευτική δεσποινίδα Φουμπούκι, την άμεση προϊστάμενό της και βασανίστριά της. Ούτε και πάλι όμως θα αποφύγει να συγκρουστεί με το παράλογο ιεραρχικό σύστημα της επιχείρησης, με αναπόφευκτη κατάληξη την, εξόχως τελετουργική, παραίτησή της.
Μέσα από μια σειρά κλιμακούμενων περιστατικών, η Νοτόμπ επιτυγχάνει, με εξαιρετικά λιτά δραματουργικά μέσα, μια καυστική ανατομία του ιεραρχικού ιαπωνικού συστήματος, έτσι όπως αποκρυσταλλώνεται στην αυστηρή οργανωτική δομή της επιχείρησης. Τα επεισόδια με τις αλλεπάλληλες ταπεινώσεις, τόσο της Αμελί όσο και της δεσποινίδος Φουμπούκι, είναι αυτά στα οποία η συγγραφέας μοιάζει να το διασκεδάζει περισσότερο. Ομοίως, η φαντασίωση της καθαρτήριας πτώσης από τον ουρανοξύστη ή η σκηνή όπου η ηρωίδα καταλήγει, ύστερα από ολονύχτια εργασία, αναίσθητη κάτω από έναν σωρό σκουπίδια είναι από τα πιο δυνατά σημεία της αφήγησης.
Εν τούτοις το θέμα που φαίνεται να συγκινεί περισσότερο τη Νοτόμπ, και το οποίο απαντάται συχνά στα βιβλία της, είναι η δυναμική των σχέσεων εξουσίας. Ταπείνωση και εξιλέωση, σαδομαζοχιστικές εναλλαγές ρόλων, η ανάγκη απόλυτης παράδοσης ή ψυχικού εκμηδενισμού, όλα αυτά συνυπάρχουν στον Φόβο και τρόμο, μπολιασμένα από το ιδιότυπο ιλαρό ύφος της συγγραφέως.
Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 11-08-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τη γνωστή, παλαιά συνήθεια των κατοίκων της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου υπογραμμίζει στο μυθιστόρημά της η Βελγίδα Αμελί Νοτόμπ (γεννημένη το 1967), για να τονίσει, μεταξύ άλλων, αυτή τη δεσπόζουσα ηθική στη συμπεριφορά των κατώτερων ταξικά και επαγγελματικά Ιαπώνων προς τους ιεραρχικά ανώτερούς τους, ακόμα και σήμερα. Αφορμή για το σχόλιο της καθιερωμένης πεζογράφου δίνει το θέμα του βιβλίου της, το οποίο ασχολείται με τις δοκιμασίες μιας Ευρωπαίας νεαρής υπαλλήλου σε μεγάλη εταιρεία του Τόκιο.
Ημιαυτοβιογραφικό, μάλλον, το μυθιστόρημα αυτό (η Νοτόμπ έχει γεννηθεί στην Ιαπωνία από διπλωμάτες γονείς, η ηρωίδα της λέγεται Αμελί και καταλήγει συγγραφέας), επιχειρεί με βιτριολικό τρόπο να απομυθοποιήσει τους περίφημους κώδικες ζωής και ιδεολογίας της πατρίδας του Καβαμπάτα, του Μισίμα, του Μιζογκούτσι και τόσων άλλων πιστών στις παραδοσιακές αξίες της πατρίδας τους «σαμουράι». Τα ήθη αυτά η Νοτόμπ τα ανιχνεύει στη συγκυρία του ιαπωνικού «θαύματος» της σήμερον και τα στηλιτεύει ανελέητα.
Ο λίβελος της Νοτόμπ χρωματίζεται ιδιαίτερα και προβληματίζει από το γεγονός ότι η τελευταία δηλώνει στις σελίδες της τους βαθείς συναισθηματικούς της δεσμούς με τον τόπο γέννησής της. Η συγκεκριμένη χειρονομία θα μπορούσε να εκληφθεί και ως υποκριτική, από κάθε κακόπιστο ο οποίος σκεπτόμενος εξωαισθητικά θα ισχυριζόταν ότι έτσι λύνονται τα χέρια της συγγραφέως μας ώστε αυτή να εγκαλέσει με την άνεσή της τα αυταρχικά, τα κρυμμένα πίσω από διάφορα προσωπεία, ήθη των Ιαπώνων, ξεκαθαρίζοντας προσωπικές διαφορές.
Η Νοτόμπ, της οποίας είχαμε παρουσιάσει πριν από καιρό ένα άλλο μυθιστόρημα, τον «Σιωπηλό επισκέπτη», είναι μια αρκετά παράδοξη στιλιστική περίπτωση: ενώ έχεις την εντύπωση ότι χειρίζεται τα θέματά της με ύφος του συρμού (μπεστ σέλερ, ας το ονομάσουμε) την ίδια στιγμή ανοίγει μικρές και αλλεπάλληλες παγίδες στα πόδια μας, τις οποίες μας αναγκάζει να προσέχουμε... Εννοώ ότι υποδόρια κατορθώνει να θέσει σε κυκλοφορία το σημαίνον, ενώ σε πρώτο επίπεδο μοιάζει να θωπεύει το οικείο και ανώδυνο. Στο τέλος των αφηγήσεων της Νοτόμπ οι δύο παράμετροι συναντώνται σε ένα κοκτέιλ οξύ και ελαφρύ μαζί, που αφήνει δυσάρεστη γεύση.
Εν προκειμένω, η «δόλια» πεζογράφος αφήνει να ξετυλιχθεί μπροστά μας η σύγκρουση δύο πολιτισμών, του δυτικού και του (άπω) ανατολικού, εκκινώντας από ένα απλό, κοινότοπο εύρημα, όπως προανέφερα: την είσοδο μιας νεαρής Βελγίδας ως μεταφράστριας σε μια κολοσσιαία επιχείρηση εισαγωγών του Τόκιο και τις περιπέτειες της κοπέλας μέσα στο κλειστό ιθαγενές πλαίσιο που θα αντιμετωπίσει εκεί. Η Νοτόμπ, βέβαια, από ένα σημείο και μετά, μιλάει απερίφραστα, συμβολοποιώντας και γενικεύοντας. Ομως το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης στις πρώτες σελίδες είναι μάλλον σκόπιμα ανάλαφρο, καλών προθέσεων, με προσεκτικά υπόγειο κριτικό έλεγχο των πραγμάτων, προοικονομώντας τη λιβελογραφία της συνέχειας. Διότι, εδώ που τα λέμε, σπάνια σε σοβαρό κείμενο (δυτικό ή ιαπωνικό δεν έχει σημασία) συναντά κανείς τόσο αρνητισμό απέναντι στην παραδοσιακή και σύγχρονη αυτή χώρα των Χιροχίτο. Τόσο απύθμενο μίσος και απέχθεια για τον (πρώην;) πολιτισμό «του σπαθιού και των χρυσανθέμων» δύσκολα συναντάς στις καλλιτεχνικές και μη αφηγήσεις ή αναπαραστάσεις.
Αναρωτιέμαι: μετά την επιδέξια όσο και καταιγιστική αφοριστικότητα της Νοτόμπ, μπορεί να επιστρέψει κανείς ανεπηρέαστος σε κείμενα συνηγορίας και απέραντου σεβασμού απέναντι στις ιαπωνικές αξίες; Είναι δυνατόν να ξαναδιαβάσει γαλήνιος π.χ. το μουσικό εκείνο «Σπίτι του τσαγιού» του Κακούζο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ερατώ»), ένα έργο μεγάλης ευλάβειας και αρχιτεκτονημένων εσωτερικών ρυθμών για τη σοφία της ιαπωνικής ζωής (τουλάχιστον όσον αφορά το παρελθόν της); Ακόμα και ο κάπως mainstream Ισιγκούρο, ο οποίος προβληματίζεται πάνω στην αλύγιστη παραδοσιακότητα του Ιάπωνα, δεν καταλήγει σε κατεδαφίσεις, αφήνει ερωτηματικά να αιωρούνται. Ας μη μιλήσουμε για καλλιτεχνικές μορφές όπως αυτές του Οσιμα ή του Κουροσάβα, οι οποίες στέκονται στη χειρότερη περίπτωση τουλάχιστον αμφίθυμες απέναντι στην ιαπωνική ηθική και ιδεολογία.
Η Αμελί Νοτόμπ δεν δέχεται κανένα ελαφρυντικό της άλλης πλευράς και σβήνει τελικά με μονοκοντυλιά το φαινόμενο Ιαπωνία. Το κάνει, όπως καταλαβαίνουμε μέσα από το στέρεο λογοτεχνικό της «βήμα», που μεταβάλλει ακόμα και την απολυτότητα σε κάτι απολύτως φυσικό και ευπρόσδεκτο. Με αυτό το δεδομένο δεν μας δίνει τα περιθώρια να σκεφτούμε εάν το κάνει με αληθινό ψυχικό κόστος, όπως αφήνει να εννοηθεί: έτσι κι αλλιώς μας πείθει με το λογοτεχνικό της αποτέλεσμα για όσα ισχυρίζεται, και αυτό δεν είναι λίγο. Δεν είσαι σε θέση ύστερα από αυτή την πανέξυπνη, όσο και πανούργα, φαρμακεία, να αντιτείνεις τίποτα.
Ας δούμε τι είδους... Γολγοθά ανεβαίνει η ηρωίδα, μια Βελγίς, ονόματι Αμελί, στο «σκληρό» Τόκιο, που συμβαίνει να είναι και τόπος γέννησής της. Στην εταιρεία Γιουμιμότο, όπου προσλαμβάνεται, είναι μία από τις ελάχιστες αλλοδαπές εργαζόμενες εκεί. Η επιχείρηση εδρεύει σε έναν ουρανοξύστη, από τα παράθυρα του οποίου η απελπισμένη αργότερα Αμελί φαντασιώνεται μια πτώση προς την αγκαλιά της «ανθισμένης» Ιαπωνίας των παιδικών της ονείρων. Η Αμελί, με όλη τη δυτική της παρορμητικότητα, αρχίζει να παραβιάζει τους αυστηρούς, ή μάλλον τους παράδοξους, κώδικες του φέρεσθαι προς τους ανωτέρους της. Καταλαβαίνει γρήγορα (αλλά δεν μπορεί να διαφοροποιήσει τα αντανακλαστικά της) ότι οι γύρω της υπακούουν σε ιδεολογικά σχήματα και αισθητικές απόλυτα προσαρμοσμένες στην εργασιακή αποδοτικότητα. Οι περίφημες αρχές του Κακούζο, με βάση τις οποίες οφείλει κάποιος να ανακαλύψει πίσω και από την παραμικρή ενέργεια του Ιάπωνα μια καλλιεργημένη σκέψη στηριγμένη στη σοφία αιώνων, δήθεν (ισχυρίζεται η Νοτόμπ), διαψεύδονται καθώς η Αμελί διαπιστώνει ότι όλα εκπορεύονται από ένα στείρο, πατριαρχικό πνεύμα, αναχρονιστικό και εν τέλει παράλογο έως παραφροσύνης. Η περίφημη φιλοκαλία των κατοίκων της μακρινής αυτής χώρας, όπως και άλλες ιδέες των τελευταίων, είναι στην πραγματικότητα υποκριτικές: κατάλληλα διαμορφωμένες ώστε να υπηρετούν ένα τυραννικό και εξουθενωτικό αξιακό σύστημα. Ο όρος, ας πούμε, πρωτοβουλία, έχει για τους εργοδότες της Βελγίδας ειδική, ανελεύθερη έννοια και όχι τη γνωστή δυτική.
Επίσης, η σχέση της Αμελί με την όμορφη προϊσταμένη της, δεσποινίδα Μόρι, θα την αναγκάσει να εμβαθύνει για πρώτη φορά και στον ψυχισμό της Ιαπωνίδας, που είναι θύμα φοβερών προκαταλήψεων. Η Μόρι, εκλεκτό παράδειγμα ανερχόμενης μπίζνες-γούμαν (πράγμα σπάνιο για Ιαπωνίδα), δεν έκανε τίποτε άλλο στη ζωή της από το να εκμεταλλευθεί τους πρωτόγονους κανόνες ζωής της κοινωνίας της, απολύτως υπάκουη στη φαλλοκρατική λογική, όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο. Η Αμελί συναντά, βέβαια, και υπαλλήλους που αποκλίνουν του κανόνα και της συμπαρίστανται διακριτικά, φοβούμενοι τις συνέπειες. Διότι οι διάφοροι διευθυντές, μαζί και η Μόρι, καταπιέζουν την Αμελί και δεν της αφήνουν κανένα περιθώριο δημιουργίας. Την υποβιβάζουν και την ταπεινώνουν ανελέητα, επειδή εκείνη αρνείται να υπακούσει στον τύπο, ο οποίος της είναι ακατανόητος. Η Αμελί φθάνει στο σημείο να καθαρίζει τουαλέτες, στα όρια του απόλυτου εξευτελισμού, μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος επαίρεται για την ευγένεια των αισθημάτων του, ενώ έχει αντιστρέψει τις ηθικές έννοιες επειδή αυτό τον εξυπηρετεί. Η Νοτόμπ είναι το ίδιο ανελέητη με τους «εχθρούς» της, τους καταδικάζει χωρίς κανένα ελαφρυντικό.
Ο κ. Κώστας Κουρεμένος απέδωσε πολύ καλά αυτόν το μικρό φιλιππικό, ο οποίος δεν ...σηκώνει από το έδαφος τον αντίπαλό του ακόμα και όταν τον έχει αφήσει εκεί αιμόφυρτο. Μικρή παρατήρηση: είναι αδόκιμη η φράση «να συνέλθει εις γάμου κοινωνίαν» (σελ. 88).
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/11/2002
Κριτικές
04/09/2017, 22:13