Τατουάζ στον παράμεσο

Έκπτωση
30%
Τιμή Εκδότη: 10.60
7.42
Τιμή Πρωτοπορίας
+
501522
Συγγραφέας: Νταουλτζής, Γιάννης
Εκδόσεις: Momentum
Σελίδες:136
Επιμελητής:ΤΑΜΠΑΚΑΚΗ ΕΦΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:23/05/2019
ISBN:9786188436206
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή

Διηγήματα που διατρέχουν τον ελληνικό χώρο και χρόνο. Δράμα, Θεσσαλονίκη, Κοζάνη, Βελβεντό, Άμφισσα, Περιστέρι, Αθήνα... Από το 1941 έως το 2019, χρόνος ιστορικός και χρόνος βιωμένος.
Αφετηρία ένας κήπος που πέρασε κάποτε απ' τη ζωή του συγγραφέα και με τη μνήμη χτίζει μνήμα...
Ο γάμος-περμανάντ της Πηνούλας από τη Ρωμυλία.
Ο θείος Μιχάλης, πρώην φθισικός και νυν χαρταετός.
Μια ραπτομηχανή οδηγεί την προσφυγιά Ελλήνων της βουλγαροκρατούμενης Δράμας στη γερμανοκρατούμενη Θεσσαλονίκη.
Μια πόρνη ανταμώνει με έναν δράκο.
Ο Νίκος Β. ταξιδεύει παρέα με την Ελλάδα του '50 από το Βελβεντό της Κοζάνης στο Περιστέρι της Αττικής.
Η 13χρονη τσιγγάνα που θα παντρευότανε.
Ένα τατουάζ στον παράμεσο αφηγείται την ιστορία του εφήβου που είδε τον 15χρονο φίλο του να πυροβολείται - τα δακρυγόνα στο μυαλό του και η φωτιά στο κέντρο της Αθήνας.
Μετανάστες, με ψυχή ναρκοπέδιο και διόδια από σιδερογροθιά, που γίνονται μεταστάντες.
Στην πρώτη του λογοτεχνική εμφάνιση ο Γιάννης Νταουλτζής καταθέτει μια συλλογή διηγημάτων με τα μικρά περιστατικά που καθορίζουν τη ζωή αφανών ηρώων, για τους οποίους η πόρνη ιστορία θαρρεί πως ξοφλήσανε. Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση δίνει τη σκυτάλη στην τριτοπρόσωπη και αντιστρόφως, ενώ το τραγικό διαπλέκεται με το κωμικό, όπως στην καθημερινή ζωή, το γέλιο με το δάκρυ. Οι ιστορίες των ανθρώπων που συνθέτουν το ψηφιδωτό της Ιστορίας.

Κριτικές

Ανθούλα Δανιήλ: Γιάννης Νταουλτζής, Τατουάζ στον παράμεσο, Εκδ. Momentum, 2019
Ανθούλα Δανιήλ - 8 Ιουνίου 2019

Το βιβλίο του Γιάννη Νταουλτζή με τον τίτλο Τατουάζ στον παράμεσο αποτελείται από πολλά μικρά ή μεγαλύτερα ιστορικά αφηγήματα. Το κουβάρι –χρόνος- αρχίζει να ξετυλίγεται κάπου στο χίλια εννιακόσια σαράντα… τόσο. Τα διηγήματα αναπαράγουν καθένα και μια ξεχωριστή ιστορική ή προσωπική στιγμή, η οποία θα μπορούσε να γίνει σενάριο για κινηματογραφική ταινία, εφόσον, και το τονίζω, ο συγγραφέας, φαίνεται πάρα πολύ καλά ενημερωμένος πάνω στον κινηματογράφο, όπως και σε κάποια είδη μουσικής, στέκια και μπαράκια, ποτά και κυρίως ΠΟΙΗΣΗ. Στίχοι και ποιήματα ολόκληρα, αποσπάσματα από πεζά γνωστών δημιουργών, βρίσκονται ως μότο και όχι μόνο, στο κήτος, δηλαδή στην καρδιά του διηγήματος και όλα λειτουργικά ενσωματωμένα, στρώνουν το κόκκινο χαλί της αφήγησης.
Τα κείμενα γεννήθηκαν από την καταγραφή αναμνήσεων από την πατρική γη και την παιδική ηλικία, αλλά και τη μετέπειτα. Έχουμε λοιπόν, επιστροφή στο χώρο ή στον χρόνο, όπου έχουν απλώσει ρίζες μέσα του εικόνες, θρεμμένες από ό,τι είδε, άκουσε, διάβασε. Μια επιστροφή, λοιπόν, στην ηλικία της αθωότητας, της πρόωρης ωρίμασης, των πρώτων συγκινήσεων, εντυπώσεων, του ανεξήγητου φόβου και τρόμου, της φριχτής εμπειρίας, γιατί να γίνουν αυτά που έγιναν και σημάδεψαν σαν τατουάζ όχι μόνο τον παράμεσο αλλά την ψυχή και το μυαλό αυτού που γράφει. Αυτού που ταυτοποιεί το ιστορικό του «εγώ» με το λιγνό κορμάκι που αναφύεται, ανδρώνεται, γρήγορα γρήγορα, εξαναγκασμένο από τη βία της εμπειρίας.
Και αρχίζοντας, όπως κάθε σοβαρός συγγραφέας τη δική του καταγραφή, πιάνει το νήμα από τον Ησίοδο, οποίος μίλησε για το Χάος. Το Χάος ήταν στην αρχή. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι ο Λόγος ήταν στην αρχή· ο Θεός είπε και εγένετο. Και αιώνες μετά ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης είπε ότι ήταν το Φως. Το φως ήταν η αρχή και η ώρα η πρώτη και γεννήθηκε ο όμορφος κόσμος, ηθικός αγγελικά πλασμένος. Όμως τα χρόνια που πέρασαν έδειξαν ότι δεν είναι έτσι· αγγελικά πλασμένος. Ή μήπως ήταν αλλά οι άνθρωποι είχαν από άγνοια μελανουργήσει και είχανε πράξει το κακό; Κι έτσι του δόθηκε του Πάνου Οικονόμου η αφορμή να πει πως στην αρχή γεννιέται η τυφλότητα, η στραβομάρα δηλαδή· το ου γαρ οίδασι τι ποιούσι.
Και χαραμίστηκε το φως και βεβηλώθηκε ο κόσμος και οι άνθρωποι κατάργησαν τα μάτια τους και ήρθαν χρόνοι δίσεκτοι και μήνες οργισμένοι, ήρθανε άνθρωποι κακοί και από τον κήπο του Θεού έκλεψαν την Ειρήνη κι έκαναν τη γη κόλαση.
Η εκδικητική κόλαση ξεφυτρώνει από κάθε διήγημα στο οποίο ο συγγραφέας θα αναδείξει τα τιμαλφή της μνήμης του. Θυμάται. Amarcord– Θυμάμαι, ήταν μια ταινία του Φελίνι. Κι ο Ντουαλτζής θυμάται ότι «Απ’ τη ζωή μου πέρασε κήπος κάποτε» (Κική Δημουλά):
«Η μνήμη. Η μνήμη. Η μνήμη. Η μνήμη, τυμβωρύχος, για πράγματα και ανθρώπους που φύγαν. Οστεοφύλακας φωνών, μορφών, συναισθημάτων η μνήμη κι η γραφή. Έκτη αίσθηση, που συγκρατεί τα ίχνη που αφήσαν οι δικοί, αποτυπώματα, άλλα αχνά – ξεθωριάζουν, άλλα βαθιά – αυλακώνουν, είναι αυτή που τη θαρρούμε χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια (Σεφέρης). Και αίφνης ξυπνάει, άλλοτε σιγανό ρυάκι, που γίνεται ποτάμι, άλλοτε χείμαρρος, που κατεβάζει από τη Ντράνοβα πέτρες και ξύλα, λάσπη και πηλό (κι εδώ Σεφέρης κι ας μην το κατονομάζει). Θυμάμαι, σημαίνει «ξαναζωντανεύω, ανασταίνω και διαστέλλω τη στιγμή, επιμηκύνω τον χρόνο, συστέλλω τη θλίψη». Ήτοι, ξανακερδίζω τον χαμένο χρόνο. Ψυχαναλύομαι και θεραπεύομαι, τουλάχιστον προσωρινά. Τα φάρμακά της φέρνει η τέχνη της Ποιήσεως που κάμνουνε -για λίγο- να μη νοιώθεται η πληγή… Ωστόσο, όπου και να την αγγίξεις η μνήμη πονεί…
Από το σπίτι στο σχολείο, φεύγοντας, ο δρόμος του θα περάσει από τον τσιγγάνικο μαχαλά. Μετά από τους Λαιστρυγόνες του 3ου νεκροταφείου «Με τις μαυροφορεμένες εικόνες, μαραζωμένες επιγραφές σε μάρμαρα, … Δεκοχτούρες να θρηνούν… Σκιές θανάτου». Και μετά τελευταίος άθλος «τα λιοντάρια της Νεμέας» όχι του μύθου αλλά «Τα αδέσποτα σκυλιά. Συμμορίες καλοθρεμμένες, σβέρκοι χοντροί, απόγονοι τσομπανόσκυλων, αυτιά κρεμασμένα, παρατημένα κυνηγάρικα, κορμιά μικρόσωμα, εγκαταλειμμένα του σαλονιού· χίλια λιμάρικα σκυλιά του κουρελιάζουν τα μπατζάκια, γράφει ο Σεφέρης στα 1943. Και η θεομηνία. « Ο κεραυνός που έπεσε και ο Θωμάς που, βλέποντας ανήμπορος τον αφανισμό, γδύθηκε, ξάπλωσε ανάσκελα και, δείχνοντας τους κάλους στις παλάμες του που σημαδεύανε τ’ αχαμνά του, φώναζε στον Θεό με βρισιές, βλαστήμιες φοβερές για το σόι Του. Κι αμέσως χαλάζι. Και τρία αστροπελέκια επέσανε, ένα ξοπίσω στ’ άλλο (Σολωμός). Δίχως να αντιληφθώ πώς, βρέθηκα στον αέρα. Σαν να με σήκωσε ο άνεμος, σαν έντρομη Μαίρη Πόπινς στη σκηνή ενός θρίλερ. Ο μπαμπάς με άρπαξε από το μπράτσο και, τρέχοντας, με έσυρε στο καλυβάκι του Θωμά. Στη θέση που αφήσαμε έσκασε ο τέταρτος κεραυνός, καρβουνιάζοντας το καβάκι που ακουμπούσα πριν από λίγα δευτερόλεπτα».
Η σκόνη του χρόνου καλύπτει με διαδοχικά στρώματα το παρελθόν ( Θόδωρος Αγγελόπουλος). Από τη σκόνη αναδύονται τώρα οι Βούλγαροι:
«Οι βουλγαρικές αρχές είχαν …την ευκαιρία. Από το πρωί της είκοσι εννιά Σεπτέμβρη ξεσκίστηκαν στις μαζικές συλλήψεις, λεηλασίες, βασανισμούς και μαζικές εκτελέσεις. Πάνω από 100.000 φύγαν τρομοκρατημένοι» (σαν πολεμικό ανακοινωθέν, ο λόγος). Έτσι μέσα σε τέσσερις λέξεις -συλλήψεις, λεηλασίες, βασανισμούς, εκτελέσεις- αναποδογυρίζεται ο κόσμος, αλλάζουν εκ θεμελίων όλα και εξαφανίζεται η ζωή.
Τον πατέρα «Τον πιάσαν πίσω από το νεκροταφείο. Τον στήσαν στη σειρά μαζί με άλλους, κυρίως γέρους, και οπλίσανε». «Την ύστατη στιγμή», μου έλεγε τριάντα χρόνια μετά (ο πατέρας), εγώ στα δώδεκα (ο σημερινός αφηγητής), «ένας ξερακιανός Βούργαρος» τον άρπαξε και του είπε να φύγει τρέχοντας. Και το Δοξάτο ξεκληρίστηκε. Η οργή του ουρανού, η ύβρις του ανθρώπου, οι καιρικές συνθήκες που μεταλλάσσονται σε θεομηνίες, οι θεομηνίες που ερμηνεύονται ως θεοδικίες, όλα συσχετίζονται και συνυπολογίζονται σ’ αυτό το συμπαντικό ανακάτεμα. To «Χάος», ο «Λόγος» το «Φως» η «τυφλότητα». Τυφλότητα. Τίποτα δεν ξέρουμε, θα έλεγε ο Σεφέρης. Και να μέσα στον χαμό, ουρανός, τη μια φορά με τον κεραυνό, ο πόλεμος την άλλη, το χέρι του πατέρα την πρώτη φορά, το χέρι του Βούλγαρου την άλλη έσωσε πατέρα και γιο. Και οι σωσμένοι λίγο αργότερα βρέθηκαν στη δίνη του εμφύλιου μίσους. Πόλεμος πατήρ πάντων και μέγας εξολοθρευτής.
Κεραυνός ή Βούλγαρος ή ρομφαία αρχαγγέλου, δεν έχει σημασία, τη ώρα της μεγάλης οργής, όταν ο ουρανός ξερνάει φωτιά και ο άνθρωπος έχει χάσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά του, το ίδιο ισχύει. Ο μικρός ήταν τυχερός και σώθηκε. Μοιάζει μ’ εκείνο το νόμισμα το κέρδισε ο μικρός και χάθηκε λέει ο Σεφέρης… μόνο που εδώ ο μικρός ήταν τυχερός και δεν χάθηκε.
Μας θυμίζει ακόμα εκείνον τον μικρό στο Κάμελοτ, που ζητάει από τον βασιλιά Αρθούρο κι αυτός να πολεμήσει. Κι ο Αρθούρος τον διώχνει γιατί είναι μικρός, αλλά να πάει σε ασφαλές μέρος και να βλέπει για να αφηγηθεί μετά στους άλλους πώς έγιναν τα πράγματα… Run, boy, run…φωνάζει ο Αρθούρος στο μικρό αγόρι· στον ιστορικό του μέλλοντος. Τέτοιο αγόρι και ο Νταουλτζής.
«Ο πατέρας στα τριάντα εφτά του ανύπαντρος… Η μάνα στα είκοσι τέσσερά της, σ’ ένα χωριό, … που οι άντρες όχι δεν περισσεύανε, αλλά δεν φτάνανε. Άλλοι σκοτωμένοι στο μέτωπο, άλλοι αγνοούμενοι, άλλοι διωκόμενοι, άλλους του φάγανε οι ναζί ή οι πεταλάδες, άλλοι σε ξερονήσια, άλλοι κρυμμένοι στην Αθήνα δίχως χαρτιά και, κάθε που μπαίνανε στο λεωφορείο ή στο τραμ, όρθιοι στο σκαλοπάτι στο πίσω μέρος, να πεταχτούν στον δρόμο, αν βλέπανε κάτι ύποπτο. … Πέτρινα χρόνια».
Οι ομαδοποιήσεις δεν γίνονται τυχαία. Ο χείμαρρος της αφήγησης τρέχει με το ασύνδετο σχήμα για να δείξει το μέγεθος της συμφοράς, όπου οι λέξεις ζυγίζουν βαριά και οι κινηματογραφικοί τίτλοι και οι κινηματογραφικές σκηνές συμπληρώνουν το βίωμα.
Στο διήγημα το αφιερωμένο στον Θείο Τάκη, το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, «Μετά την ήττα» μιλάει για την πανωλεθρία στους Αιγός Ποταμούς αλλά η ουσία είναι στο τώρα. Οπότε λαμπρά ταιριάζει και ο Θίασος του Αγγελόπουλου. Η περιγραφή της σκηνής σαν χορός τραγωδίας, ένθεν και ένθεν της ορχήστρας, χορός ανδρών νέων και αριστερών, με ντάμες, το ένα ημιχόριο. Χορός απελπισμένων και οπλισμένων δεξιών, χωρίς ντάμες, το άλλο. Πρόκληση το τραγούδι του Σκόμπι σε ρυθμό σουίγκ, για τους μεν, βαρύ το τραγούδι των άλλων σε παθητικό ταγκό «γύρνα ξανά, βασιλιά». Η περιγραφή βήμα βήμα της σκηνής, σαν Μονομαχία στο Ελ Πάσο. Κάπως έτσι σκότωσε τον θείο Τάκη ο ζανταρμάς Αρίστος… ποιος φταίει; το μετεμφυλιακό κλίμα ή το ενδέκατο-δωδέκατο τσίπουρο που του είχε θολώσει το μυαλό ή και οι δυο γυναίκες που τον έσπρωχναν να πράξει;
Κι άλλος κινηματογράφος. Η Σιμώτα. Η δραματική ζωή της μας θυμίζει την δύστυχη Μαλένα με την Μόνικα Μπελούτσι. Ο γάμος της Πηνούλας που μοιάζει με την ταινία Ο Φανούρης και το σόι του, αλλά χωρίς χάπι έντ.
Η απαγωγή του Κράιπε. Ο Μπαντουβάς, γνωστός αντάρτης με δικό του στρατό και εξουσία στο βουνό, θα χτυπήσει τους Γερμανούς και θα πάρει τη στρατιωτική του εκδίκηση· κι εκείνοι ανήμερα Του Τιμίου Σταυρού του ’43 θα πάρουν τη δική τους: Κεφαλόβρυση, Πεύκος, Άνω Βιάννος, Κρεββατάς, Μύρτος, Μάλλες, Κάτω Σύμη, Συκολόγος θα μαρτυρήσουν. «Πέτρα στην πέτρα. Φωτιά και δυναμίτης. Αμούστακα θα ριχτούν σε γούβες και θα χωθούν μισοπεθαμένα». Οι Γερμανοί με την κλασική παιδεία, αναπαρήγαγαν σκηνές της Ιλιάδας, όπου η αγριότητα εκλαμβάνεται ως ηρωισμός. Όμως ο συγγραφέας δεν κάνει σχόλια. Αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους και να νιώσει ο αναγνώστης βαθιά ως τη ρίζα την ανατριχίλα του βιώματος.
Το βιβλίο του Γιάννη Νταουλτζή είναι λογοτεχνία, γραμμένη με όλες τις αριστοτελικές τεχνικές της αφήγησης, όπου τα ομοιοτέλευτα, ομόηχα, ισοσύλλαβα, σχήματα ασύνδετα μετατρέπουν τον πεζό λόγο σε ποιητική πρόζα.
Διαβάζεται, σαν παθολογία πολέμου και συμπλήρωμα της επίσημης ιστορίας, με καταγραμμένη όλη την αγριότητα και τη μεθόδευσή της για να πείσει τον έναν να σηκώσει τα όπλα εναντίον του άλλου. Ο συγγραφέας χειρίζεται με σεβασμό το υλικό του, με αγάπη για τους πνευματικούς, μακρινούς και κοντινούς προγόνους του, με κατανόηση για τους «άλλους», με πόνο για τους κατατρεγμένους συγγενείς και συντοπίτες. Το βιβλίο του πηγάζει από την ψυχή του, την καρδιά του και την σημαδεμένη μνήμη του.

… για το διήγημα «Εγώ ο Νίκος Β… - ο θείος Τάκης», από τη συλλογή διηγημάτων «Τατουάζ στον παράμεσο» του Γιάννη Νταουλτζή, εκδ. momentum

Αν είχα χρόνο και χρήμα θα το έκανα σενάριο και θα το γύριζα ΑΥΡΙΟ!

Γιατί; Γιατί πρόκειται για ένα μικρό αριστούργημα!
Ας ξεκινήσω από μια διαπίστωση που γεννάει ένα ερώτημα:
Πρόκειται για ένα διήγημα χειμαρώδες στη ροή του που οποιαδήποτε φόρμα - αν προηγείτο – θα περιόριζε τον καταιγισμό των συναισθημάτων αδυνατώντας να κρύψει τις αρθρώσεις της.
Από την άλλη πρόκειται για μία φόρμα τόσο επιμελημένη και σοφά επεξεργασμένη που μόνο ως τέτοια μπορεί να αποδώσει, με τέτοια ακρίβεια μια τόσο αντιφατική περίοδο της ιστορίας μας, με τέτοια διεισδυτικότητα την ψυχή των χαρακτήρων, με τέτοια ψυχραιμία τόσο μεγάλα συναισθήματα! Και αυτό… σε πέντε σελίδες!
Η απάντηση στο ερώτημα για τον τρόπο της σύνθεσης, στο τι προηγείται δηλαδή και τί έπεται και πώς αλληλεπιδρά φόρμα και περιεχόμενο ανήκει στο συγγραφέα. Θα προσπαθήσω όμως να αιτιολογήσω γιατί αυτό το διήγημα το θεωρώ Αριστούργημα!

Ξεκινάει το 1958, όπου την ίδια μέρα και ώρα που γεννιέται ο “αφηγητής” πεθαίνουν οι “μπέμπηδες”, η παγκοσμίως αγαπητή ποδοσφαιρική ομάδα (με τέτοιες μεγαλώνουν τα παιδιά) σε μία αεροπορική τραγωδία. Συγκυρία; Μεταφυσική σύμπτωση; Ανήκει στη μεταγνώση (κάτι που κάνει στις ταινίες του ο σκηνοθέτης της “αμφιβολίας” Κισλόφσκι βλ. “Διπλή ζωή της Βερόνικα, κ.α.); Μετά την πρώτη αντίθεση, γέννηση – θάνατος, από το παγκόσμιο και μεταφυσικό ερώτημα της ουσίας του όντος προσγειωνόμαστε σε μία δεύτερη αντίθεση, της ουσίας της ύπαρξης, στο οικογενειακό δράμα του αφηγητή, αυτό της πολιτικής αντίθεσης των γονιών του.
“Η ενότητα των αντιθέτων”, αυτός ο νόμος της διαλεχτικής, γίνεται πειστικός μπούσουλας για να οδηγηθούμε με περιέργεια στη συνέχεια.
Από το ίχνος του προλόγου, προδιαγράφεται και η διακριτική - αλλά όχι άτολμη! – προσέγγιση του συγγραφέα, σε εικόνες της κατοχής, του εμφυλίου και μετέπειτα. Η διακριτικότητα που προκύπτει από το ανεξήγητο στην κοσμική σύμπτωση του προλόγου - η οποία είναι προφανώς μυθοπλαστική - ισορροπεί με την τολμηρή εισαγωγή ενός αφηγητή σε πρώτο πρόσωπο, υπερπηδώντας την δήθεν αντικειμενικότητα του πλάγιου λόγου κάποιων συγγραφέων.

Με αφορμή τον γάμο των γονιών του ο αφηγητής σκιαγραφεί σε πέντε σειρές μία κοινωνία στους λάκους και τα κάγκελα. Πέτρινα χρόνια. Η απλότητα στη σύνδεση και τη ροή όμως κάθε άλλο παρά περιγραφική μοιάζει. Περιφρονούνται οι αυτάρεσκες τεκμηριώσεις που καταντούν τη διήγηση δοκίμιο. Εικόνες, εικόνες και συναισθήματα για τα μεγάλα γεγονότα!

Και να, στην επόμενη παράγραφο στα 1946, η δραματική συμπύκνωση. Σε δυο λέξεις, μια σειρά, η ποίηση φωτίζει περισσότερα από ότι δεκάδες άλλα συγγράμματα με τεκμήρια:
“Η Βάρκιζα ήταν φρέσκια ακόμη κι ο εμφύλιος ψηνόταν”. Και στη συνέχεια… ”…γυρνούσαν ακόμη, αφελώς ανέμελα…”!
Με την υπογραφή της συνθήκης της Βάρκιζας εμβολιαζόταν και το βακτήριο του καρκίνου (“εμφυλίου”) με οπλισμένους και αόπλους, μας λέει ο συγγραφέας. Πριν στεγνώσει η μελάνη (“φρέσκια”) το βακτήριο μεταδιδόταν στο κοινωνικό σώμα (“ο εμφύλιος ψηνόταν”).
Βλέπετε πόσο πεζή είναι η τεκμηρίωση σε σχέση με την ποιητική ελευθερία και απλότητα που μας δωρίζει η φράση!!!
Και να, που με επικεφαλίδα τη φράση, στην ίδια παράγραφο, στήνεται το σκηνικό της τραγωδίας. Ό χορός σε δύο ημιχόρια. Στο ένα ημιχόριο ο θείος Τάκης, εικοσάχρονος και οι φίλοι/ες του που τραγουδούν στο δρόμο αντάρτικα (είναι ύβρις;;;). Στο άλλο ημιχόριο ο Αρίστος ο χωροφύλακας με την αδελφή του και τη φίλης της τη Ζαχαρούλα. Ο Αρίστος ζαχαρώνει τα μάτια της.
Φτωχοί οι νέοι αλλά χαρούμενοι, ερωτικοί (ελαφρά πιωμένοι, αγκαζέ) μεταξύ τους αλλά και με την κοινωνία, “προκλητικοί” όπως η νεότητα αλλά με ιδανικά και τόλμη. Δεν το λέει ο συγγραφέας, αποφεύγοντας τη μεροληπτική στάση αλλά το τραγούδι που τραγουδούν.
Εδώ ο συγγραφέας χρησιμοποιεί την Μπρεχτική αποστασιοποίηση παρουσιάζοντας το ίδιο το τραγούδι ως αποδεικτικό υλικό των τότε πεποιθήσεων, “χωρίς να πάρει ο ίδιος θέση” και με σεμνότητα αποτίει φόρο τιμής στο Θόδωρο Αγγελόπουλο για τη σκηνή της πρωτοχρονιάς του 1946 στο “Θίασο”!
…σκηνή τραγουδιού

Είμαστε εμείς Ελλάδα τα παιδιά σου
οργανωμένα σε πόλεις και χωριά
και για σένα και για τη λευτεριά σου
θα αγωνιστούμε όλοι με καρδιά.

Δε μας τρομάζουν των προδοτών τα βόλια,
των φασιστών τα άδοξα σπαθιά.

Το `χουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας,
θάνατος, θάνατος ή ελευθεριά.

Μετά από αυτό το τραγούδι των νέων της ημιχορίου της αριστεράς θα ακολουθήσουν άλλα δύο που χρησιμοποιήθηκαν στο “Θίασο”, με ρητή αναφορά του συγγραφέα στον Αγγελόπουλο. Αφορούν εθνοφύλακες, βασιλόφρονες και όσους δρούν κάτω από την ομπρέλα του Σκόμπυ. Έτσι εισάγεται και η δράση του Αρίστου του χωροφύλακα.
Και σ’αυτό το ημιχόριο όμως διακρίνουμε την αδογμάτιστη στάση του συγγραφέα. Δεν θέλησε να δαιμονοποιήσει τους αντιπάλους. Αντίθετα μας δείχνει τον Αρίστο που θα αγρίευε αλλιώς… να κατευνάζεται από το Θεό – έρωτα για τη Ζαχαρούλα. Και ακόμη πιο επιεικής τού περιορίζει τη συνειδητή ευθύνη (την ύβρη) ρίχνοντας μέρος της στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ! Και δεν θα ξεσηκωνόταν μετά αν δεν τον τσίγκλιζε η αδελφή του και αν δεν του προκαλούσε το αντριλίκι η πουτάνα η Ζαχαρούλα. Εδώ για την Ελένη έγινε ολόκληρος Τρωικός πόλεμος, δεν θα ξαρματωνόταν ο Αρίστος ενάντια σε έξι για τη Ζαχαρούλα;
Να λοιπόν που ο συγγραφέας μας φωτίζει μία άλλη πτυχή του εμφυλίου πέρα από την καθαρά πολιτική. Αναδεικνύει το προσωπικό στοιχείο ως δεσπόζουσας σημασίας, τη στάση ζωής του καθενός ως στάση ζωής ή θανάτου. Εδώ - ευρύτερα βέβαια - υποβόσκει και το “περί ατομικής και συλλογικής ευθύνης” που τόμοι έχουν γραφεί.


Ο θείος Τάκης τραγουδούσε αντάρτικα πράγματι, ήταν όμως το μέγεθος της ύβρεως τέτοιο που έπρεπε να χάσει τη ζωή του τόσο αναπάντεχα; Και είναι ύβρις το να θες να ζεις ελεύθερος;
Αναβιβάζοντας ο συγγραφέας τον χαρακτήρα του θείου Τάκη στο επίπεδο του συμβόλου, με το διττού χαρακτήρα τραγούδι, μας κάνει να νιώσουμε την αγάπη του για την ελευθερία που χωρίς αυτήν μόνο ο θάνατος υπάρχει.
Για να φθάσουμε όμως στο τραγούδι έχει προοικονομηθεί ο θάνατος του θείου Τάκη με μία στημένη ίντριγκα, με τη μορφή της “τραγικής ειρωνίας”!!! Το σκαλοπάτι που θα αποβεί μοιραίο. Πώς όμως; Εδώ είναι το εκπληκτικό. Όχι τυχαία. Με ευθύνη του θείου Τάκη που…
“Όλο έλεγε ο Τάκης ότι θα την καρφώσει κι όλο το ξέχναγε”.
Και είναι εκπληκτικό γιατί αν δεν είχε καμία ευθύνη θα λέγαμε: …ήταν μοιραίο. Με αυτή την ελάχιστη ευθύνη που “του βάζει’’ να έχει ο συγγραφέας βουλιάζουμε στη δίνη της αφήγησης, αγανακτούμε και ξεχνώντας πως πρόκειται για διήγημα λέμε: δεν την κάρφωνε τη σανίδα ρε παιδί μου!
Η τραγική ειρωνία όμως αποκτά ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις μέσα από τον τρόπο που στήνεται… με τη μάνα του.
“Αύριο θα τον έβαζε (“έλεγε” η μάνα του) να την καρφώσει το δίχως άλλο”.
Τί θα πει η μάνα σαν δει νεκρό το παιδί της; : “Γιατί δεν του τό’ πα από χθες;” Παίρνει όλη την ευθύνη επάνω της και αυτήν της μοίρας ακόμη, αυτή που καθόλου δεν της ανήκει αλλά θα τη βασανίζει μέχρι να μπει κι αυτή στο λάκο.
Και όλο αυτό το τεράστιο βάθος δίνεται με αριστοτεχνικά δομημένους ήρωες και λίγες λέξεις!!!

Θα μπορούσε να γραφεί ένα βιβλίο γι αυτή τη σκηνή. Παρενθετικά, στο σχολιασμό του διηγήματος, αναλύονται κάποια κλειδιά και κώδικες της αρχαίας τραγωδίας που συνειδητά η υποσυνείδητα χρησιμοποιεί ο συγγραφέας.
Η τραγωδία δεν δέχεται ότι για αυτά που συμβαίνουν ευθύνεται μόνον η μοίρα. Υπάρχει ένας βαθμός ελευθερίας του ήρωα να πράξει τό ένα ή το άλλο. Όσο μεγαλύτερος είναι ο βαθμός ελευθερίας τόσο μεγαλύτερη είναι και ή “ύβρις” για την ίδια πράξη. Οι δραματικές του πράξεις τότε έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα – ευθύνη. Δεν έχει τον ίδιο βαθμό ελευθερίας ο πλούσιος σε σχέση με το φτωχό, ένας καθηγητής πανεπιστημίου μέ έναν αγράμματο, ένας κάτοικος του Λονδίνου με αυτόν από το Λιόπεσι ένας που κατέχει αξίωμα με έναν αδύναμο. Ο ψυχικά άρωστος δεν θεωρείται καν τραγικό πρόσωπο γιατί δεν έχει πλήρη ευθύνη των πράξεών του. Ακόμη και στον κώδικα της κωμωδίας δεν είναι ενδεδειγμένα για σάτιρα τα κατά φύσιν αδύναμα άτομα (π.χ. ΑΜΕΑ) αλλά μόνον τα κατά θέσιν (Καυχησιάρης, Τσιγγούνης, προληπτικός…)
Στην αρχαία ελληνική τραγωδία οι δραματικές πράξεις των Θεών και των ηρώων έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτές των βασιλιάδων και αυτών μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτές των ταπεινών ανθρώπων του λαού. Όλοι όμως είναι “μορφές” γιατί είναι αμαλγάματα όχι μόνον κάποιων ιστορικών αληθειών αλλά και των δοξαδιών του λαού. Και στις Σαιξπηρικές τραγωδίες υπάρχει μια αποκλιμάκωση της ευθύνης ανάλογα αν προέρχεται από βασιλιά, μαρκήσιο, δούκα, κόμη, βαρώνο, απλό αγρότη. Πρόκειται όμως για υπαρκτά πρόσωπα στις περισσότερες των τραγωδιών (βλ. Άμλετ βασιλιάς της Δανίας 4 αιώνες πριν). Γι αυτό μιλάμε για “Ξεχωριστούς χαρακτήρες” όπου οι δραματικές τους πράξεις εκτιμώνται κατά τι μικρότερης ευθύνης από αυτές τών “μορφών”. Και αυτές όμως των “ξεχωριστών χαρακτήρων” έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα των απλών “χαρακτήρων”.
Ένα άλλο στοιχείο όμως για να εκτιμηθούν οι δραματικές πράξεις των ηρώων – χαρακτήρων είναι το “μέγεθος της ύβρεως”. Δεν είναι ίδιο το μέγεθος της ύβρεως του Οιδίποδα με αυτό του Ξέρξη στους “Πέρσες” του Αισχύλου. Ο πρώτος όταν έμαθε από το Μαντείο των Δελφών ότι πρόκειται να σκοτώσει τον πατέρα του έφυγε από την Κόρινθο ενώ ο δεύτερος εξεστράτευσε συνειδητά κατά μίας άλλης χώρας.
Ποιός όμως μπορεί να εκτιμήσει το μέγεθος της ύβρεως ενός χαρακτήρα;
Στη μυθολογία μας η Νέμεσις απεικονίζεται να κρατάει “το μέτρο” και το καμτσίκι. Ένας πόντος αλαζονείας; – ένα μαστίγωμα. Τριάντα πόντοι; -Τριάντα μαστιγώματα και όποιος αντέξει. Δεν υπάρχει το απλουστευτικό “όλοι ευθυνόμαστε για την κρίση”.
Κανείς όμως δεν ξεκινάει να γράφει λέγοντας θα χρησιμοποιήσω αυτόν ή τον άλλο κώδικα της τραγωδίας ή αυτές τις εικόνες από τη ζωή… Οι γνώσεις, οι εμπειρίες και η διαμορφωμένη ψυχή του γίνονται ένα ποιητικό ρευστό που ρέει αυθόρμητα μέσα από την πένα.
Δεν ξέρουμε τις πηγές του συγγραφέα. Αλλά η διαχείρηση της ευθύνης της δράσης των ηρώων (μέγεθος ύβερως), η ίντριγκα της “τραγικής ειρωνίας”, η δομή του χορού με δύο ημιχόρια, η εναγώνια εκκρεμότητα (σασπένς) στο κυνηγητό Αρίστου – Θείου Τάκη καθώς και το εμφιλιοπολεμικό τραγικό περιβάλλον που ψήνεται… είναι αρκετά για να καταλάβουμε ότι υπάρχει υπόβαθρο! Πέρα από τη δομή όμως, σ’ αυτό το χαρτί νιώθουμε ότι ο συγγραφέας έχει αφομοιώσει βαθειά τί σημαίνει “τραγικό ρίγος”! Γι αυτό και δεν είναι τυχαία η ανατριχίλα στη σπονδυλική μας στήλη καθώς τρέχαν οι λέξεις.

…συνέχεια σκηνής Τάκη (Νέων) – και χωροφύλακα Αρίστου (Ζαχαρούλα)

Στη νέα σκηνή του κυνηγητού από τη στιγμή που ο Αρίστος…” βγαίνει στο μπαλκόνι τρεκλίζοντας μέχρι που σηκώνει το περίστροφο και … “ είναι φανερές οι κινηματογραφικές επιρροές του σκηνοθέτη, πολύ περισσότερο και από την τιμητική αναφορά του στον Θ. Αγγελόπουλο.
Πρόκειται για μία σκηνή θριλερικού χαρακτήρα με έντονη την εναγώνια εκκρεμότητα (suspense) και στοιχεία film noir (βλ. τη femme fatale Ζαχαρούλα).
Ο ρυθμός της σκηνής είναι ξέφρενος όχι μόνον από το κυνηγητό αλλά και από την απότομη εναλλαγή πλάνων από γενικό (Long shot) σε κοντινό (Close up) σε συνεχείς επαναλλήψεις χωρίς να περνάει από τη βαθμιαία κλιμάκωση του μεσαίου πλάνου (medium shot). Τα jump cut στο montage μπορεί να κάνουν εφιαλτική την ατμόσφαιρα. Ο συγγραφέας μας έχει έτοιμο μέχρι και το decoupage της ταινίας!!!
Τί περιμένετε; Το χρήμα μόνο για να γυριστεί.

Το διήγημα τελειώνει όπως τελείωναν τότε χιλιάδες δικογραφίες για δολοφονικές πράξεις αστυνομικών και γενικά καθεστωτικών: Αθώος!
Έτσι παίρνει ένα χαρακτήρα ντοκουμέντου τη στιγμή που ο μυθοπλαστικός του χαρακτήρας αναδεικνύει την αναγνωστική απόλαυση!
Είναι σαν να υπάρχει στους τίτλους τέλους : Βασισμένο σε πραγματική ιστορία!!!


Νίκος Βουτενιώτης, σκηνοθέτης



Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!