0
Your Καλαθι
Ιμάμ μπαϊλντί
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Όταν τηλεφώνησα στη μητέρα μου από το Λονδίνο για να της πω ότι θα μετακόμιζα στην Αθήνα, η φωνή της έφτασε ώς εμένα διασχίζοντας τον Ατλαντικό: «Μονάχα μην παντρευτείς Έλληνα. Είναι το μόνο που σου ζητώ. Μη γυρίσεις πίσω με Έλληνα».
Χρειαζόμουν άραγε την προειδοποίηση της μητέρας μου; Οι ελληνικοί μύθοι σου λένε πως το σεξ μπορεί να σε κάνει να ξεχάσεις το όνομά σου, μπορεί να σε αποκλείσει σ' ένα νησί, μπορεί να σπείρει πολέμους και καταστροφές... Αυτό που πολεμάς λυσσαλέα, αυτό που πρέπει να μαζέψεις όλες σου τις δυνάμεις για να του αντισταθείς, είναι πάντα πολύ δυνατότερο απ' ό,τι περίμενες.
«Το πιο μαγευτικό βιβλίο για την Ελλάδα που έχει γραφτεί από τον καιρό του Λώρενς Ντάρρελ.»
The Times
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ανάγνωση του αυτοβιογραφικού βιβλίου της Κάθριν Τέμμα Ντέιβιντσον, μιας Αμερικανίδας ελληνικής καταγωγής που φθάνει στην Ελλάδα με σκοπό να εξερευνήσει τις ρίζες της, είναι αληθινά μια σαγηνευτική εμπειρία. Μέσα από μια τέτοια αφήγηση ο έλληνας αναγνώστης αισθάνεται άλλοτε αμήχανος, άλλοτε γοητευμένος, άλλοτε παρεξηγημένος και άλλοτε εθνικά υπερήφανος. Μνήμες ανασύρονται και ιστορίες υφαίνονται, αναπλάθονται και ξαναζωντανεύουν σ' ένα πολιτισμικό «μείγμα σχεδόν αναγνωρίσιμο, κάτι ξένο αλλά και οικείο μαζί», με αποτέλεσμα τόσο ο αναγνώστης όσο και η ηρωίδα να βιώνουν μια πραγματική περιπέτεια διερεύνησης αλλά και διεύρυνσης της προσωπικής και εθνικής τους ταυτότητας. Αλλωστε όπως και το γνωστό φαγητό ιμάμ μπαϊλντί - το οποίο δίνει τον τίτλο στο μυθιστόρημα - βασίζεται στην ανάμειξη διαφορετικών λαχανικών, ενώ η προέλευσή του διεκδικείται από πολλές χώρες της Ανατολής, έτσι και η ταυτότητα της ηρωίδας δεν είναι αμιγής αλλά αποτέλεσμα της διπλής πολιτιστικής της καταγωγής.
Οχι αδικαιολόγητα, η αμερικανική κριτική περιέγραψε το μυθιστόρημα ως «θηλυκή Οδύσσεια», κατατάσσοντάς το στη φεμινιστική παράδοση, ενώ όσον αφορά την αφηγηματική τεχνική του το χαρακτήρισε ένα αριστοτεχνικό pastiche από μύθους, συνταγές, θρυμματισμένες μνήμες και οικογενειακές ιστορίες στο πλαίσιο του μεταμοντέρνου προτύπου. Ωστόσο το ενδιαφέρον του βιβλίου για τον έλληνα αναγνώστη εστιάζεται στη σταδιακή αποδόμηση των στερεοτυπικών εικόνων για την ελληνική ταυτότητα που η ηρωίδα συντηρεί στη μνήμη της και την αντικατάστασή τους από μια πιο σύνθετη, πολυσχιδή και εν τέλει αντιφατική αναπαράσταση του εαυτού της, τον οποίο ανακαλύπτει στη διάρκεια της παραμονής της στην Ελλάδα. Ενώ δηλαδή στην αρχή της αφήγησης η ηρωίδα βιώνει την Ελλάδα μέσα από τους διπολικούς διαχωρισμούς του ντόπιου / ξένου, ίδιου / διαφορετικού, δυτικού λόγου / ανατολικού αισθησιασμού, με την πάροδο του χρόνου και καθώς απομακρύνεται από το μητροπολιτικό κέντρο και ανεβαίνει στα χωριά του Ολύμπου, από όπου και κατάγεται η γιαγιά της, ανακαλύπτει ότι τούτα τα δυϊκά σχήματα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Η γιαγιά της ήταν η γυναίκα που «ξεκίνησε την ιστορία του νέου κόσμου», της οποίας το θρυμματισμένο παρελθόν η ηρωίδα - και πριν από αυτήν η μητέρα της - επιχειρούν να αναπλάσουν προκειμένου να ανιχνεύσουν η καθεμιά τις δικές της άγνωστες μυστικές επιδράσεις: Μια φωτογραφία, ένα τοπίο, μια μυρωδιά, ένα φαγητό αποτελούν ψήγματα κουρελιασμένων ιστοριών από το παρελθόν. Οσο κι αν τις τροποποιεί ή τις αναπλάθει, όλες τους είναι «αληθινές», μας βεβαιώνει η ηρωίδα-αφηγήτρια, «όσο αληθινή είναι η μνήμη, όσο αληθινό είναι αυτό που πρέπει να ειπωθεί με οποιονδήποτε τρόπο».
Εξάλλου η επαφή της ηρωίδας με τη σύγχρονη Ελλάδα προσδιορίζεται και επηρεάζεται από τη γυναικεία της ταυτότητα: η συναναστροφή της με έλληνες άνδρες επιβεβαιώνει την εντύπωση με την οποία έχει ανατραφεί και η οποία αποδίδει στο γυναικείο φύλο δευτερεύοντα, υποβαθμισμένο ρόλο στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία. Ενας τέτοιος ρόλος δεν ταιριάζει σε γυναίκες από τον Νέο Κόσμο. Ετσι, αντί να ενστερνιστούν τον ελληνικό κώδικα της ηθικά αποδεκτής γυναικείας συμπεριφοράς, μητέρα (στα 1950) και κόρη (στα 1980) βιώνουν στην Αθήνα μια σειρά από ανατρεπτικές (κυρίως σεξουαλικές) εμπειρίες, αμφισβητώντας τον ανδρικό δεσποτισμό και υιοθετώντας σεξουαλικά προνόμια που παραδοσιακά κατέχουν οι άνδρες. Ωστόσο προκειμένου να διεκδικήσουν τέτοιου είδους ελευθερία χωρίς να διακινδυνεύσουν τον κοινωνικό εξοστρακισμό τους, υποχρεώνονται να προβάλλουν την αμερικανική τους ταυτότητα. Στα μάτια των ντόπιων γίνονται πάλι οι «ξένες» και όχι οι «δικές μας» κόρες. Αυτή η συνεχής μετακίνηση από τον έναν στον άλλο πόλο του δυϊκού σχήματος, η οποία προφανώς δεν φαίνεται να ισχύει στον ίδιο βαθμό για τους αμερικανούς άνδρες ελληνικής καταγωγής, κάνει διπλά πιο δύσκολη την προσπάθεια των γυναικών να εναρμονίσουν τις διαφορετικές τους καταγωγές και να συμφιλιωθούν με την υβριδική τους ταυτότητα.
Επιστρέφοντας στην Αμερική, η ηρωίδα γνωρίζει πολύ περισσότερα για την πατρίδα που άφησε κάποτε η γιαγιά της, όπως άλλωστε είναι σε θέση να μαντεύει σωστότερα τους λόγους για τους οποίους μια παράξενη σιωπή τυλίγει το ταξίδι της μητέρας της στην Ελλάδα. Τώρα όμως πιο καλά αναγνωρίζει τον εαυτό της, τη δική της διαπολιτισμική ταυτότητα: σαν μια συνταγή που, αν θέλουμε να μάθουμε, «πρέπει να τη μάθουμε μόνες μας, ακολουθώντας τη βήμα βήμα, μαθαίνοντάς την απέξω, γράφοντάς τη με το κορμί μας».
Ντόρα Τσιμπούκη (καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 17-03-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις