0
Your Καλαθι
Οι χρόνοι του σώματος ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Από τη δημοσίευση του πρώτου μυθιστορήματός του (Americana) ο Ντον Ντελίλλο εκφράζει, εδώ και τριάντα χρόνια, το πνεύμα των καιρών.
Τώρα, με το γύρισμα του αιώνα, μας παραδίδει τους Χρόνους του σώματος. Σε αυτό το λιτό, σαγηνευτικό μυθιστόρημα, ο συγγραφέας έχει εγκατασταθεί στον σιωπηλό κόσμο της Λόρεν Χάρτκι, που αψηφά με την καλλιτεχνική της πράξη τα όρια του σώματος. Η Λόρεν ζει σε μια ερημική ακτή, σε ένα τεράστιο νοικιασμένο σπίτι, όπου συναντά έναν παράξενο άντρα χωρίς ηλικία, έναν άνθρωπο με αναπάντεχα λεπτομερή γνώση της δικής της ζωής. Θα ταξιδέψουν μαζί στην εξορία του χρόνου, της αγάπης και της ανθρώπινης αντίληψης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Κείμενα σαν τους «Χρόνους του σώματος» αποδεικνύουν ότι η σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία έχει σφρίγος και δυναμισμό. Τη διακρίνει ανοιχτό πνεύμα και δεν διστάζει να σκύψει πάνω από τα διδάγματα του μοντερνισμού,αναζητώντας νέους εκφραστικούς δρόμους και μέσα από τις εμπειρίες της συγκυρίας (τα οπτικοασκουστικά δεδομένα, κυρίως). Δεν απορρίπτει τον πειραματισμό, ο οποίος παρ' ημίν είναι καταδικαστέος από ορισμένους λάτρεις των ακαδημαϊκών τρόπων.
Ο γράφων θυμάται αρνητική κριτική για βιβλίο σε στήλη εγκρίτου εφημερίδας, η οποία είχε τον τίτλο «Πειραματισμοί» (!). Λες και η ιστορία της αναζήτησης κάποιων αποκλινόντων του αφηγηματικού «κανόνα» προτάσεων είναι απορριπτέα ασυζητητί, σε βαθμό ...σκοταδισμού. Δυστυχώς, η κρατούσα άποψη για τη λογοτεχνική γραφή ενισχύει έναν λόγο ο οποίος οφείλει να περνάει αναγκαστικά μέσα από τους βαρετά αναπαραγωγικούς δρόμους του χυδαίου τηλεοπτικού πολιτισμού μας και όλων των άλλων παραμέτρων έκφρασης του νεοελληνικού «συμπτώματος»... Η γραφή αυτή, συνήθως ρεαλιστική και άμουση, αποτυπώνει με εντελώς φθαρμένα μέσα μια πραγματικότητα χαμηλών πτήσεων. Φαίνεται ότι σε γενικές γραμμές στο χώρο της πεζογραφίας δεν έχουμε απαλλαγεί από παρωχημένες φόρμες, από διάφορες «Σχολές» ρεαλισμού, οι οποίες μεταπολεμικά κυριάρχησαν και σήμερα συνεχίζουν να εμπνέουν...
Ο Ντον Ντελίλο (γεννημένος το 1936), λίγο νεότερος του Τζον Αμπντάικ και αρκετά μικρότερος του Κερτ Βόνεγκατ, για να θυμηθούμε δύο σημαντικά ονόματα του αμερικανικού μεταμυθιστορήματος, μας είχε συνηθίσει σε κείμενα περισσότερο «ανοιχτά», λιγότερο αυστηρά. Σε πολλά απ' αυτά το πολιτικοκοινωνικό στοιχείο κυριαρχούσε, ενώ η παράμετρος του φίξιον διαπλεκόταν με το ντοκουμέντο. Ο δημιουργός των «Ονομάτων» με πρωτότυπες αφηγηματικές λύσεις έκανε τη δική του κριτική στο «αμερικανικό όνειρο».
Στους «Χρόνους...» γίνεται πιο εσωτερικός, κοιτάζει τα πράγματα εκ των έσω. Αυτή η οπτική του επιβάλλει και ένα στιλ που παραπέμπει στη μικροχειρουργική και την εντομολογία. Το θέμα του (ο χρόνος και η ύπαρξη), τον οπλίζει με μια ισχυρή κάμερα ακριβείας, η οποία παρακολουθεί εξ επαφής τις ψυχολογικές αντιδράσεις των ηρώων. Καλύτερα: η γραφή του σαν παλμογράφος συλλαμβάνει την αύρα των πιο αδιόρατων εσωτερικών διακυμάνσεών τους μπροστά στο ρευστό του χρόνου, που αργά επιχειρεί να τους συνθλίψει.
Και επειδή, βέβαια, δεν υπάρχει παρθενογένεση, το βασικό μοτίβο, το εύρημα, της ιστορίας που αφηγείται ο Ντελίλο, μπορούμε να το εντοπίσουμε, ώς έναν βαθμό, στο σενάριο της ταινίας του Κριστόφ Κισλόφσκι «Μπλε»: εκεί μια γυναίκα, μετά το θάνατο του άντρα της, προσπαθεί μόνη σ' ένα σπίτι να βρεί καινούργιο νόημα στη ζωή της. Αναλογικά, το ίδιο συμβαίνει και στην ηρωίδα των «Χρόνων του σώματος» Λόρεν Χάρτκι, μια καλλιτέχνιδα, ας πούμε παντομίμας, που εκφράζεται, δηλαδή, αισθητικά με το σώμα της. Εξ ου και ο αγγλικός τίτλος του μυθιστορήματος «The body artist», που αναφέρεται ακριβώς σε εκείνον που χρησιμοποιεί το κορμί του ως μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης. Καλώς έπραξε ο, πολύ αποτελεσματικός στη μετάφρασή του, Θωμάς Σκάσσης και δεν προσπάθησε να μεταφέρει στα καθ' ημάς με παρεμφερή όρο, ο οποίος μάλλον δεν θα μετέδιδε επαρκώς την ειδική αυτή φράση. Η επιλογή του τίτλου «Χρόνοι του σώματος» είναι απολύτως επιτυχημένη. Αποδίδει καίρια αυτή τη σωματοποίηση, κατά κάποιον τρόπο, του χρόνου που πραγματοποιείται, όταν η Λόρεν, δεύτερη γυναίκα του κινηματογραφικού σκηνοθέτη Ρέι Ρόμπλς, αφήνει τον εαυτό της εκτεθειμένο στη μοναξιά, μετά την αυτοκτονία του άντρα της.
Ενα παλιό, ξύλινο σπίτι στη θάλασσα αποτελεί το ερημητήριο της ηρωίδας. Αν και όχι ακριβώς «ερημητήριο», αφού λίγο καιρό μετά την αναχώρηση της Λόρεν από τα εγκόσμια, για να βιώσει βαθιά το γεγονός της απώλειας του Ρέι, η γυναίκα ανακαλύπτει έναν αφασικό άντρα να κρύβεται στο σπίτι. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος, ένα προφανές σύμβολο, δεν ξέρει ούτε να μιλάει και έχει μια πρωτοβάθμια, σαν βρέφος, σχέση με το σώμα του. Χωρίς ταυτότητα, σχεδόν σαν σκιά, αφήνεται στα χέρια τής συγκατοίκου του, η οποία τον εντάσσει μέσα στη διαδικασία της επανανακάλυψης του κόσμου γύρω της: όπως η ηρωίδα του Κισλόφσκι, παρατηρεί και αυτό το πλάσμα σαν μία «πρώτη ύλη», η οποία πιθανόν θα τη βοηθήσει στη νέα νοηματοδότηση κατά την καινούργια «έξοδό» της στην πραγματικότητα (η έγκλειστη γυναίκα στο «Μπλε» παρακολουθεί με προσοχή τον τοκετό ενός τρωκτικού στην αποθήκη, το θαύμα της αναπαραγωγής). Εδώ η ζωή ως χρόνος και το αντίθετο εκπροσωπούνται από σύμβολα μιας «ανήλικης» κατάστασης, από ένα μηδέν, με βάση το οποίο θα οικοδομηθεί η αντίληψη του όλου. Το σώμα συμμετέχει, μάλλον πρωταγωνιστεί, στη διαδικασία εγγραφής της πραγματικότητας, μετά το σκότος που προξένησε ο χαμός του αγαπημένου προσώπου.
Ο Ντελίλο σ' αυτό το υπαρξιακό έργο βυθομετρά ανελέητα το ανίσχυρο σώμα μπροστά στο δίπολο ζωή/χρόνος. Η Λόρεν μπορεί να εκληφθεί κι αυτή, επίσης, ως ανοϊκή, όπως ο απρόσκλητός της συνένοικος, ο οποίος κάποια στιγμή εξαφανίζεται (ήταν μάλλον κάποιος δραπέτης ασύλου με «λευκή συνείδηση»). Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό η γυναίκα μοιάζει να μην εισπράττει πολλά από το περιβάλλον. Τότε επιχειρεί να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο στο οποίο την εξαναγκάζει η πραγματικότητα: να εγκύψει στο σώμα της, προσπαθώντας να το δει συνειρμικά με όσα συμβαίνουν, συλλαβίζοντας έτσι τα στοιχεία της νέας ταυτότητάς της. Το σκέφτεται εξάλλου: ο χρόνος «συμβαίνει», το σώμα, ο κόσμος επίσης ζουν μέσα σ' αυτό το αμετάκλητο.
Η γραφή του Ντελίλο διαθέτει τη ροϊκότητα που απαιτεί αυτό το ανοιχτό ερωτηματολόγιο. Οταν τα πάντα αποδιαρθρώνονται για να ξαναστηθούν στα πόδια τους, οι λέξεις κάνουν το ίδιο, αφού κι αυτές «συμβαίνουν», είναι μια αμετάκλητη πραγματικότητα, άρα τις συνειδητοποιείς όπως αναπνέεις, αφήνει να εννοηθεί ο Ντελίλο. Η πρόταση του Αμερικανού συγγραφέα έχει να κάνει με μια προωθημένη άποψη της μοντερνικότητας, η οποία δεν αφήνει τη γραφή να πάθει ασφυξία μέσα στη λογική μιας μονοσήμαντης αναπαράστασης. Η γλώσσα του κειμένου ταυτίζεται με τις ανάγκες της αναπνοής τής ηρωίδας, είναι φυσική λειτουργία που σχετίζεται και με τον τελευταίο σπασμό του ψυχισμού τής Λόρεν.
Πολλά θα είχαν να πάρουν από τις προτάσεις του Ντελίλο ένιοι πεζογράφοι μας που λιμνάζουν στον ηθογραφικό ρεαλισμό και στην «εξωτερική» αφήγηση.
Ο χρόνος, λοιπόν, το σώμα, οι λέξεις. Αλλά κυρίως η ζωή, η οποία στη φυσική της κατάσταση μπορεί και εμφυσά περιεχόμενο στα πάντα. «Μήπως στα όνειρα ή όταν έχουμε ψηλό πυρετό ή είμαστε φτιαγμένοι ή νιώθουμε κατάθλιψη δεν μοιάζει ο χρόνος να σταματάει;» μας τονίζει ο Ντελίλο. Ετσι ωθεί την ηρωίδα του προς μια θέα από το παράθυρο στο φινάλε.
Ο Θωμάς Σκάσσης πέτυχε απολύτως στο να αποδώσει αυτή την τόσο «ευαίσθητη» γλώσσα του πρωτοτύπου, η οποία σαν ανιχνευτής μετάλλων συλλαμβάνει λεπτούς ψυχικούς κραδασμούς.
ΤΑΣΟΣ ΓΟΥΔΕΛΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 01/03/2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι ένα γαλήνιο, συνηθισμένο πρωινό στη Νέα Αγγλία. Το φως πλημμυρίζει το μεγάλο νοικιασμένο σπίτι και τους ανθρώπους στη χορογραφία των καθημερινών τους συνηθειών. Ο Ρέι Ρομπλς, 64 ετών, παλιό τρομερό παιδί της σκηνοθεσίας, τώρα στην πτωτική τροχιά του κύκλου της δημιουργίας, ψήνει τις φρυγανιές του και τις αλείφει με βούτυρο, ακούει τις ειδήσεις και διαβάζει την πρωινή εφημερίδα. Η Λόρεν, η τρίτη του γυναίκα, ακούει κι εκείνη αφηρημένα τις ειδήσεις, αλλά κυρίως τον καιρό, τρώει τη μακροβιοτική της σόγια και παραμένει κλεισμένη στον εαυτό της - ακόμη και όταν κουβεντιάζει με τον άντρα της.
«Τι χαζό πράγμα που είναι να τρως διαβάζοντας εφημερίδα!» μονολογεί ο αφηγητής. Μετά ο Ρέι φεύγει - για τη δουλειά του θα νόμιζε κανείς. Αλλά όχι. Μπαίνει στο αυτοκίνητό του, οδηγεί ως τη Νέα Υόρκη και πηγαίνει κατευθείαν στο διαμέρισμα της πρώτης του γυναίκας, όπου τινάζει τα μυαλά του στον αέρα.
Ετσι ξεκινάει το αφήγημα του Ντον ΝτεΛίλλο, με τον ευρηματικό ελληνικό τίτλο «Οι χρόνοι του σώματος». Οι πρώτες αυτές σελίδες περιγράφουν κάτι κοινότοπο, αλλά με τέτοια εξαιρετική λεπτομέρεια και διεισδυτικότητα που εντυπωσιάζουν.
Μετά τον μνημειώδη Υπόγειο Κόσμο των 950 σελίδων, ο ΝτεΛίλλο, ένας από τους χαρισματικότερους βορειοαμερικανούς λογοτέχνες, έστρεψε τον φακό του τηλεσκοπίου ανάποδα και έφτιαξε ένα πολύ μικρό βιβλίο, μικρότερο κατά 800 σελίδες, το οποίο, παρ' όλο που τιτλοφορείται μυθιστόρημα, είναι μάλλον ένα μεγάλο διήγημα. Πρόκειται για ένα κομψοτέχνημα, ένα χάι κου που ασχολείται με τα απλά και τα θεμελιώδη στη λεπτομέρειά τους, μια αφήγηση που επιστρέφει στα βασικά της γλώσσας και της έκφρασης. Ο ΝτεΛίλλο έχει πει πως «γράφει για να ανακαλύψει πόσα ξέρει», αλλά εδώ μάλλον γράφει για να ανακαλύψει αυτά που δεν ξέρει, για να καταστρέψει (να αποδομήσει;) και να ξαναφτιάξει τον λόγο με τους δικούς του κανόνες. Το αποτέλεσμα βρίσκεται πολύ κοντά στην ποίηση και είναι μια προσπάθεια του συγγραφέα να διεισδύσει στο πώς σκεφτόμαστε και πώς συζητάμε.
Ο ΝτεΛίλλο δεν επιλέγει την οδό της καθαρότητας σε όλο του το κείμενο. Σε αρκετά σημεία ο λόγος του θαμπώνει, σαν το νερό της βρύσης που «στην αρχή έτρεχε ασημί και διαυγές κι έπειτα, μέσα σε δευτερόλεπτα, θόλωνε». Τότε αυτός ο περίπου αφασικός λόγος μοιάζει με τη λαλιά εκείνου του αλλόκοτου πλάσματος ακαθόριστης ηλικίας και προέλευσης, τον όποιον η Λόρεν ανακαλύπτει στη σοφίτα του σπιτιού και που βαφτίζει κύριο Τατλ. Εχει μείνει εκεί κρυμμένος, ίσως για πολύ καιρό, και έχοντας την εκπληκτική ικανότητα να μιμείται τις φωνές των άλλων, επαναφέρει - κάπως - στη ζωή τον Ρέι. Ο λόγος του ενέχει τον τρόμο της αυτιστικής εκφοράς, πανικοβάλλοντας εμάς τους φυσιολογικούς με τη διαρκή επανάληψη, το εγώ που γίνεται εσύ και την ηχολαλία - μια σύγχυση εν τέλει για το ποιο είναι το μέσα, ποιο το έξω και πού ακριβώς βρίσκονται τα όρια. Ο κύριος Τατλ είναι ένα παράξενο πλάσμα που δεν μπορεί να συναισθανθεί τον χρόνο, ούτε να προσλάβει σαφώς τα αντικείμενα που βλέπει, μήτε να ζήσει πλήρως με όλες του τις αισθήσεις. Αλλά και η Λόρεν, που θεωρείται νορμάλ, πόσο λιγότερο απομονωμένη είναι από τον κόσμο;
Εκτός από σύζυγος του Ρέι, η Λόρεν έχει και μια άλλη ιδιότητα. Είναι η καλλιτέχνις του σώματος, μια body artist (o πρωτότυπος - και δυσμετάφραστος - τίτλο) που γυμνάζεται αυστηρά, σχεδόν αυτοτιμωρητικά, σαν να θέλει να εξαϋλώσει το σώμα της. Μέσω αυτών των εμπειριών αρχίζει να μαθαίνει ποια είναι, ζώντας αρχικά στα όρια ανάμεσα στην απομόνωση και στη φυσιολογική ζωή, εκεί που «η ροή του χρόνου στο σώμα της» της λέει ποια είναι. Κάποια στιγμή συνειδητοποιεί απότομα πως «δεν ξέρεις να αγαπάς αυτούς που αγαπάς, ώσπου ξαφνικά χάνονται. Τότε καταλαβαίνεις από πόσο κοντά βιώνεις την οδύνη τους, πόσο φειδωλή ήσουν συχνά στο δόσιμο του είναι σου, πόσο σπάνια άνοιγες την καρδιά σου, αναπτύσσοντας το πλέγμα των σχέσεών σου στη βάση του δούναι και λαβείν». Μέσα από αυτή τη συνειδητοποίηση το αίσθημα της απώλειας είναι βαρύτερο, ουσιαστικότερο.
Αυτό το πολύ δύσκολο κείμενο το μετέφρασε ο Θωμάς Σκάσσης με περισσή φροντίδα. Σε μερικά σημεία υπερβολική θα λέγαμε, ιδίως όταν νιώθει την ανάγκη να επεξηγήσει περιφραστικά ορισμένα πράγματα που ο ΝτεΛίλλο θέλησε να τα αφήσει θαμπά για να τα φανταστεί, ή να τα συμπληρώσει, ο ίδιος ο αναγνώστης.
Γιώργος Ναθαναήλ (σύμβουλος πληροφορικής)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 14-07-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις