Η μέγκενη

119431
Συγγραφέας: Ντεμπρέ, Ρεζίς
Εκδόσεις: Καστανιώτης
Σελίδες:219
Μεταφραστής:ΤΣΕΡΕΖΟΛΕ ΕΛΕΝΗ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/03/2001
ISBN:9789600329698


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Όταν το 1999 ο Ρεζίς Ντεμπρέ έστειλε μια ανοιχτή επιστολή στο Γάλλο πρόεδρο Σιράκ διαμαρτυρόμενος για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία και στο Κοσσυφοπέδιο, αντί για τον επιδιωκόμενο διάλογο, ο Ντεμπρέ συνάντησε την κάθετη απόρριψη από τους συναδέλφους του, διανοούμενος και δημοσιογράφους. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα, η «υπόθεση Κοσσυφοπέδιο» μετατράπηκε σε «υπόθεση Ντεμπρέ». Η μέγκενη είναι, κατά κάποιον τρόπο, η απάντηση του Ντεμπρέ στους επικριτές του. Στο βιβλίο του αυτό ο συγγραφέας δεν αναφέρεται μόνο στο Κοσσυφοπέδιο και στη νατοϊκή «ανθρωπιστική» παρέμβαση, αλλά προχωρεί και σε μια ανάλυση της σύγχρονης δημοσιογραφίας, η οποία, κατά τον Ντεμπρέ, θυμίζει όλο και περισσότερο «μια θρησκεία με τους ιερείς της, τα σύνορά της, τους άπιστους και τους αιρετικούς της». Ένα βιβλίο αιχμηρό, προκλητικό και αέναα επίκαιρο.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Πραγματικό λιντσάρισμα» είχε χαρακτηρίσει ο διευθυντής της «Le Monde Diplomatique», Ιγκνάσιο Ραμονέ, την επίθεση που δέχτηκε ο Ρεζίς Ντεμπρέ από τη συντριπτική πλειοψηφία του γαλλικού Τύπου, μετά την «Ανοιχτή επιστολή (του) προς τον πρόεδρο της Δημοκρατίας», στην οποία επισήμαινε τη λανθασμένη πολιτική της Γαλλίας στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου.

«Κεκαλυμμένο υποστηρικτή του Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς» τον χαρακτήρισε ο Ζακ Αμαλρίκ, «Αυτοκτονία ενός διανοουμένου σε ζωντανή σύνδεση» έγραψε ο Μπερνάρ - Ενρί Λεβί, για να ακολουθήσουν πλήθος άλλοι. Ο αιφνιδιασμός του Ρ. Ντεμπρέ δεν προκλήθηκε τόσο από την αγανάκτηση που προκάλεσαν οι διαπιστώσεις του για το Κόσοβο, αλλά από το ύφος των αναθεμάτων και των αφορισμών εις βάρος του. Και το παρόν βιβλίο δεν είναι παρά η προσπάθειά του να δώσει μια λογική εξήγηση σ' αυτή τη συμπεριφορά.

Τα ΜΜΕ, σήμερα, σύμφωνα με τον Ρ. Ντεμπρέ, έχουν κοινά σημεία με την εκκλησιαστική εξουσία του παρελθόντος και καθορίζουν τη «γραμμή» στο όνομα μιας μεταφυσικής, όπως ακριβώς συνέβαινε με το «ρόλο του κόμματος ανατολικού τύπου». Η ενημέρωση δεν είναι μόνο εμπόρευμα, αλλά και μια πίστη. Η δημοσιογραφία έχει γίνει το εργαστήριο του «πνεύματος της εποχής», είναι «η φωνή του αιώνα» και καλύπτει τον πλανήτη όπως και ο χριστιανισμός. Αλλά κι εδώ ισχύει ό,τι με τον υψηλόβαθμο και το χαμηλόβαθμο κλήρο του 18ου αιώνα, καθώς από τη μια πλευρά βρίσκονται οι πολυάριθμοι ρεπόρτερ που υποφέρουν και έχουν μικρή βαρύτητα κι από την άλλη «η δικτυωμένη και συμπαγής ελίτ» των αρθρογράφων και των λεγόμενων «διαμορφωτών της κοινής γνώμης που είναι μια χούφτα άνθρωποι». Ο Τύπος, όμως, δεν μπορεί να γίνει κανονιστικός ή θρησκευτικός χωρίς μια ισχυρή συνιστώσα διανόησης στο εσωτερικό του, έτσι η συνύπαρξη «δημοσιογράφων - διανοουμένων» μετέτρεψε τα παλιά όργανα από ενημερωτικά μέσα σε μέσα επέμβασης μιας δράκας παραγόντων, έκανε τη δημοσιογραφία μια «αγωνιστική πλατφόρμα» και τη δημοσιογραφική δεοντολογία μια «ηθική» των πολιτών. Η μετάβαση αυτή έγινε δυνατή μέσω της θεματολογίας του εκσυγχρονισμού, της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αυτή η παρεμβατική βουλιμία της δημοσιογραφίας οδηγεί, μέσα από την επιδίωξή της να αφαιρεί την κυριαρχία ή να υπαγορεύει την ακολουθητέα συμπεριφορά στους κυβερνώντες, στο σφετερισμό. Το παλιό όργανο ελέγχου των εξουσιών έγινε το ίδιο ανεξέλεγκτο. Η «αρχή της δημοσιότητας», που προστάτευε από τη μυστικότητα των ιερών εξετάσεων, τείνει να μετατραπεί η ίδια σε «Ιερά Εξέταση». «Οι ορθόδοξοι κληρικοί - δημοσιογράφοι» ανάγουν κάθε αντίσταση σε αμαρτία κατά του πνεύματος που οδηγεί στην ηθική αυτοκτονία διά του αφορισμού. Τέτοια είναι η ισχύς των οπλισμένων με πένες, κάμερες και μικρόφωνα «ιερέων», ώστε «από τη στιγμή που θα θεωρηθείς ύποπτος δεν είσαι πια αθώος». Ιδιαίτερη είναι η περίπτωση του πολιτικού ο οποίος κάτω από το άγχος της «κακής εικόνας» του φτάνει στο σημείο να αρνηθεί τον εαυτό του, δημιουργώντας μια συνθετική εικόνα, μια εικόνα δηλαδή χωρίς τον ίδιο. Και τότε η μόνη δυνατότητα επιβίωσής του θα γίνει η προσφυγή στη «θεολογική υποκρισία» της διπλής σκέψης και της διγλωσσίας. Η πνευματική «μέγκενη» των ΜΜΕ συνίσταται ακριβώς στο γεγονός ότι αυτά διαμορφώνουν, στις μέρες μας, τη βασική ιδέα πάνω στην οποία εδράζονται τόσο το κλίμα της συναίνεσης όσο και το κύρος της κοσμικής εξουσίας. Και, επειδή ο άνθρωπος έχει πάντα ανάγκη να πιστεύει σε κάτι, «τα ανθρώπινα δικαιώματα» στην ηθική και απολιτική εκδοχή τους θα γίνουν το περιεχόμενο της πίστης της νέας μιντιακής θρησκείας. Η αμερικανική οπτική, η οποία έχει κυριαρχήσει ως αντίληψη για τη συναίνεση, έχει καταστήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα ένα απολιτικό δόγμα και από εδώ ακριβώς απορρέει η υποκρισία, καθώς αποκρύπτεται ότι ο συσχετισμός των ιδεών αντιστοιχεί σ' έναν ορισμένο συσχετισμό δυνάμεων. Επειδή, όμως, «μία πολιτική θρησκεία που απολιτικοποιεί ό,τι αγγίζει, ξαναδημιουργεί εκείνο ενάντια στο οποίο εξεγείρεται», τότε έρχεται ένας επιλεκτικός συναισθηματισμός, εν είδει στρατηγικής, για να καλύψει «την απώλεια ιστορικού νοήματος». Έτσι, η παγκοσμιοποίηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ενοποίηση των αγορών και η ολοκλήρωση των δικτύων συγκλίνουν, με συναισθηματικό τρόπο, σε μια «παγκόσμια εταιρεία», έναν αυτοκράτορα, μια πίστη κι ένα νόμο. Αλλά όπως μια θρησκεία αγάπης κατέληξε να καίει ζωντανούς όσους δεν αποδέχονταν το δόγμα της, το ίδιο και σήμερα, ένα δόγμα παγκόσμιας ανεκτικότητας μπορεί να καταλήγει στους συστηματικούς βομβαρδισμούς, στην εκδίκηση και την παραπληροφόρηση. Ο Ντεμπρέ διευκρινίζει ότι η νέα θρησκεία δεν είναι μια θρησκεία των «μίντια», αλλά μια θρησκεία του «πραγματικού», η οποία κοινωνικοποιείται από τα πρώτα μέσω μιας συγκεκριμένης λειτουργίας τους. Η λατρεία μας, μάλιστα, για το «πραγματικό» είναι ειδωλολατρικού τύπου, καθώς το «γεγονός» ταυτίζεται με την αναπαράστασή του στη σελίδα της εφημερίδας ή στην τηλεοπτική οθόνη, καθιστάμενο, έτσι, φετίχ. Αυτή η απολυτοποίηση, μέσω της φετιχοποίησης του προϊόντος της ενημέρωσης, «χαρακτηρίζει τον οπαδό του ολοκληρωτισμού, τον δογματικό και τον φανατικό», χωρίς αυτό να συνιστά ένα πρόβλημα της δημοσιογραφικής δεοντολογίας, αλλά ένα πρόβλημα που αφορά τη δομή της σκέψης μας.

Τα ΜΜΕ λειτουργούν ως «ο θερμοστάτης των συμπεριφορών» και κεντρικό όργανο «ώθησης και συντονισμού του συλλογικού», καθώς, σύμφωνα με τον «κύκλο της κυβερνητικής», η εφημερίδα διδάσκει την κοινή γνώμη, τα γεγονότα κατασκευάζονται από τις ενδείξεις των μετρήσεων, η κοινή γνώμη αντιδρά στις ενδείξεις αυτές και ο «υπεύθυνος» θα ευθυγραμμίσει τη συμπεριφορά του με την κοινή γνώμη. Το «κυβερνητικό κύκλωμα» θα ολοκληρωθεί με τον «κεντρικό ρυθμιστή» που θέτει σε επικοινωνία τις τρεις κορυφές. Εν τέλει, ό,τι δεν θα «περάσει» από την τηλεόραση δεν υπάρχει, δεν είναι πραγματικό. Και επειδή η κάθε πίστη έχει ανάγκη από μια εξωτερική και αναγνωρισμένη επιβεβαίωση, καταλήγουμε να αναζητούμε τα κλειδιά της ηθικής μέσα στο κουτί των εικόνων.

Βέβαια, όπως η Βίβλος έγινε επιχείρημα εξέγερσης των Διαμαρτυρόμενων κατά των Καθολικών, έτσι και κάθε μοναδική πηγή πληροφόρησης περικλείει ακόμα και τους αιρετικούς της. Κατ' αυτόν τον τρόπο «μια διαφορετική επιλογή στην προσφερόμενη πληροφόρηση αρκεί για την οικοδόμηση ενός διαφορετικού ορίζοντα αναφοράς. Η πηγή αποφασίζει: αίρεση από την εδώ πλευρά της Αδριατικής... ορθοδοξία από την άλλη». Στην προκειμένη περίπτωση ο Ρ. Ντεμπρέ κάνει ρητή αναφορά στη στάση των ελληνικών ΜΜΕ και της ελληνικής διανόησης σε σχέση με την αντίστοιχη γαλλική κατά την κρίση στο Κοσσυφοπέδιο. Κατά τη γνώμη του, η διαφορετική επιλογή των «μίντια» στις δύο περιοχές διαμόρφωσαν δύο ασύμβατες πραγματικότητες, με συνέπεια την παντελή αδυναμία επικοινωνίας τους.

Λίγοι μπορούν να αντισταθούν στη σύγχρονη «βιομηχανία της συνείδησης» που δεν περιορίζεται απλώς στην ενημέρωση, αλλά επιδιώκει να καθορίζει και το πλαίσιό της. Η βιομηχανία αυτή οδηγεί την πολιτική εξουσία στην εξαφάνισή της και, μάλιστα, άνευ λαϊκής εντολής. Παρ' όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν πολίτες και πολιτικοί, «αυτοί οι πεισματάρηδες οπαδοί της λαϊκότητας», όπως τους αποκαλεί ο Ρ. Ντεμπρέ, που προσπαθούν να διακρίνουν μεταξύ ορθολογισμού και πίστης, να δώσουν στην κοσμική εξουσία τον αναγκαίο χώρο, χωρίς να κάνουν μεταφυσικές παραχωρήσεις.

Εν τέλει, ο Γάλλος φιλόσοφος θα διαπιστώσει ότι η κρίση του σύγχρονου πολιτισμού «είναι μια κρίση μεταδόσεων (transmissions)» και ότι το ενδιαφέρον μας για την εξαγωγή των ορθών διαγνώσεων πρέπει να εστιαστεί στην αμφίδρομη σχέση μεταξύ «μιας λογικής των μηνυμάτων» και «μιας λογικής του μέσου». Όσο για τους αιρετικούς, σ' αυτούς συνιστά υπομονή, καθώς, όπως λέει, υπάρχει πάντα μια «σοφία του κοινωνικού σώματος» και «οι επικίνδυνες ηλιθιότητες διορθώνονται από μόνες τους με τον καιρό»!

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!