0
Your Καλαθι
Τα χαμένα ημερολόγια του Γκιούλιβερ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣ
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Ο βραβευμένος Γάλλος συγγραφέας Michel Deon το χειμώνα του '67 εγκατεστημένος στο νησί των Σπετσών, άλλοτε με θέα τη θάλασσα κι άλλοτε με θέα το παλιό λιμάνι, ξεκίνησε τη συγγραφή της συνέχειας των ταξιδιών του Γκιούλιβερ...
«Το μέλλον, μου είπε μια μέρα ο Μεγαλομύτης, ανήκει στους λαούς που ξέρουν να ονειρεύονται. Δε γνωρίζω καλύτερο όπιο. Για να ζεις πρέπει να μάθεις να υποφέρεις, αλλά στους Κεράτες δεν αρέσει να υποφέρουν. Τους νανουρίζω με θαυματουργές εφευρέσεις μιλώντας γους για το χρυσό αιώνα. Φυσικά αυτός ο αιώνας δεν υπάρχει, και μια χώρα ματαιόδοξη και άπληστη, που αγαπά τις παρατεταμένες σιέστες και τις ατελείωτες διακοπές, είναι ανάξια προόδου. Παλιά οι κουρείς μας έγρφαν μονίμως στην πόρτα τους: «Αύριο κουρεύουμε δωρεάν». Οικειοποιήθηκα αυτή την επιγραφή που μου επιτρέπει να κυβερνώ, ενώ οι Κεράτες γεμίζουν τις κοιλιές τους και απλώνουν τα χέρια στο μέλλον».
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι πολύ λίγες οι περιπτώσεις που οι ουτοπίες και οι αντι-ουτοπίες κατορθώνουν να μετουσιώσουν τον καταγγελτικό τους λόγο σε λογοτεχνικό. Σ' αυτές ανήκει ο μεγαλοφυής Ιρλανδός συγγραφέας Τζόναθαν Σουίφτ (1667-1745). Το σπουδαίο έργο του «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» (1726) μπορεί να είναι μια δηκτική, επιθετική σάτιρα εναντίον της μισαλλοδοξίας και της διαφθοράς της αγγλικής κοινωνίας της εποχής του, της χυδαιότητας της ανθρωπότητας γενικότερα, η μυθολογία του, όμως, και η λογοτεχνική του διαπραγμάτευση είναι ένας θρίαμβος της δημιουργικής φαντασίας. Η Λιλιπούτη, η Μπλεφουσκού, η Μπρόμπντινγκναγκ, η Λαπούτα, η Μπάλνιμπαρμπ ή η Χώρα των Χουίχνχμν, των σοφών ευγενικών αλόγων, που επισκέπτεται ο διάσημος ήρωάς του, είναι κόσμοι ονείρου και μαγείας, όπου το θαυμαστό έχει τον πρώτο λόγο. Κατά βάθος, ωστόσο, είναι «ρεαλιστικοί», όχι τόσο γιατί η δημιουργία τους γίνεται με υλικές προδιαγραφές, όσο γιατί η υποδομή τους στηρίζεται στη γνώση της πραγματικότητας, της οποίας «τα στραβά και τα ανάποδα» ο Τζόναθαν Σουίφτ εκθέτει με αυτόν τον ανεπανάληπτο «παραμορφωτικό» τρόπο.
Την ίδια μέθοδο -και όχι μόνο ως φόρο τιμής στο μεγάλο συγγραφέα- χρησιμοποιεί και ο Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ντεόν (Παρίσι, 1919) -στον οποίο οφείλουμε, εκτός από τη σπουδαία, πλουσιότατη λογοτεχνική παραγωγή του, και τα πολύ ενδιαφέροντα «ελληνικά» του μυθιστορήματα, «Μπαλκόνι στις Σπέτσες» (1962) και «Συνάντηση στην Πάτμο» (1965)- για να ασκήσει οξύτατη κριτική στη σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα του καιρού του, τα «καρκινώματα» της οποίας υπό άλλες μεταμφιέσεις συνεχίζουν να υφίστανται. Σε μια τέτοια «πραγματικότητα», εξίσου «παράλογη» και «μαγική» με αυτές που συνάντησε στα προηγούμενα ταξίδια του, «ναυαγεί» και πάλι ο γιατρός (με την έννοια του «επιστήμονα» που εντοπίζει τις νοσογόνες εστίες στο σώμα της ανθρωπότητας) -ταξιδιώτης Σάμιουελ Γκιούλιβερ. Το νησί Κέρας, στο οποίο βρέθηκε τώρα, δεν στερείται «θαυμάτων» έναντι των άλλων. Κατ' αρχάς είναι γεμάτο με «αλλόκοτες» και «παράξενες» μηχανές, που ονομάζονται τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, σιδηρόδρομος, αεροπλάνο, τανκ, περίστροφο· ακόμη και το φως του νησιού είναι «μυστηριώδες»: ονομάζεται ηλεκτρισμός. Αρχοντας του νησιού που καθορίζει τη μοίρα όλων, το παρόν και το μέλλον τους, και από του οποίου τον άγρυπνο οφθαλμό -ο Μεγάλος Αδερφός σε βλέπει, για να θυμηθούμε τον Οργουελ- τίποτε απολύτως δεν διαφεύγει, είναι ο Μεγαλομύτης (που δίνει και τον πρωτότυπο τίτλο του βιβλίου). Στο πρόσωπό του ο Μισέλ Ντεόν, με σκληρές γραμμές και «κακόγουστα» χρώματα, σχεδιάζει το γκροτέσκο πρόσωπο του «τέλειου» δικτάτορα, που έχει οργανώσει το κράτος του με όλες τις ανατριχιαστικές προδιαγραφές ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος. «Ειδικευμένοι καθηγητές», για παράδειγμα, «διδάσκουν την κατάδοση στα παιδιά, διότι χωρίς την κατάδοση το κράτος δεν είναι πλέον ασφαλές». Και πρέπει να είναι, με κάθε τρόπο. Διότι «ένα "υγιές" και καλά οργανωμένο κράτος δεν μπορεί να διατρέχει κινδύνους (είτε από εσωτερικούς είτε από εξωτερικούς εισβολείς. Γι' αυτό), στη δημόσια πλατεία θα παρευρεθείτε στον απαγχονισμό επίορκων αξιωματικών». Που πρόκειται να γίνει χωρίς προηγουμένως οι «ένοχοι» να έχουν δικαστεί νομίμως. Δεν είναι το μοναδικό φρικτό γεγονός που χαρακτηρίζει το εφιαλτικό καθεστώς και τις πρακτικές παγίωσής του που έχει επιβάλει στο λαό του νησιού του ο Μεγαλομύτης. Μια σειρά γκροτέσκων σκηνών και ανατριχιαστικά σουρεαλιστικών καταστάσεων, με αποθέωση ένα «άγριο» πάρτι (που παραπέμπει στο διήγημα του Ε.Α. Πόε «Το σύστημα του Δρος Πίσα και του καθηγητή Φτερά», 1845), οικοδομούν αυτό το παρανοϊκό «σύστημα», που αποσκοπεί στην πλήρη εξαθλίωση και τυποποίηση του ατόμου, προκειμένου να επιτευχθεί η «κοινωνικοπολιτική σταθερότητα» που οραματίστηκαν με ανάλογες μεθόδους ο Ζαμιάτιν, ο Χάξλεϊ, ο Οργουελ, αντλώντας την έμπνευσή τους, όπως και ο Μισέλ Ντεόν, από την πραγματικότητα. Και είναι αυτή ακριβώς η αποκρουστική πραγματικότητα που του προσφέρει το κατάλληλο υλικό για να σχεδιάσει και να «εκθέσει» το δικτάτορα στις σωστές του διαστάσεις, και ως χαρακτήρα και ως πολιτικό πρόσωπο. Είναι «μικρός», νάνος, ασήμαντος, δύσμορφος, μικρόψυχος, κατωτερικός, φανφαρόνος, πομπώδης, μεγαλοϊδεάτης, εθνικόφρων, υστερικός, τρομαγμένος μονίμως στο βάθος και ως εκ τούτου σατανικά επικίνδυνος.
Στο πικασικά σχεδιασμένο πρόσωπό του, που με την εν λόγω τεχνοτροπία αποκαλύπτει το εσωτερικό τερατώδες του, ο Μισέλ Ντεόν με λεπτό, υποδόριο, σαρκαστικό, σαρδόνιο χιούμορ επιτίθεται απροκάλυπτα εναντίον της διαπιστωμένης ανευθυνότητας των ανθρώπων της εξουσίας και της κυνικής αντίληψης της πολιτικής. Κατά βάθος, όπως και ο Σουίφτ, σχολιάζει την ανθρώπινη υπεροψία, ανηθικότητα και κτηνωδία της πραγματικότητας, την οποία οι δημοτικοί της άρχοντες, αν διέθεταν σωστή φιλοσοφική γνώση του φαινομένου της ύπαρξης, θα έπρεπε να προσπαθούν να την κάνουν απλώς ανεκτικά βιώσιμη και όχι να επιχειρούν ανεδαφικά να μεταμορφώσουν σε εκ των προτέρων αποτυχημένο ιδεολογικά και πρακτικά παράδεισο. Διότι «αυτό που εμμένει μετά την αποτυχία του επίγειου παραδείσου είναι το χάος του κόσμου, η βαναυσότητα και η ματαιότητά του».
Ο Μισέλ Ντεόν είναι ένας ιδιοφυής συγγραφέας, που γνωρίζει κάλλιστα να μεταστοιχειώνει την ήδη στοιχειωμένη πραγματικότητα σε ευθύβολο μύθο παγκόσμιων διαστάσεων. Η επιλογή του φανταστικού, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, δεν είναι τυχαία. Το κάνει έχοντας απόλυτη επίγνωση της δυναμικότητάς του ως είδους· επειδή γνωρίζει ότι «το φανταστικό είναι ένα βασίλειο χωρίς σύνορα, που καταργεί τους αιώνες και ανοίγει απέραντους ορίζοντες», στους οποίους το ανθρώπινο ον αναγνωρίζει τον εαυτό του, πέρα από γεωγραφικούς και τοπικιστικούς περιορισμούς. Ετσι, ο Μισέλ Ντεόν εξασφαλίζει μέσα από τη διαχρονική αιωνιότητα της γοητευτικής μυθολογίας του και την καθολικότητα του προβλήματος και την αμεσότητα μετάδοσης του μηνύματός του.
Η πολύ ωραία μετάφραση της Μάρθας Οικονόμου, στα θετικά της επικοινωνίας με το πνεύμα του έργου.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/09/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις