Έμβολα

Τα ύφη του Νίτσε
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 8.17
4.90
Τιμή Πρωτοπορίας
+
133821
Συγγραφέας: Ντεριντά, Ζακ
Εκδόσεις: Εστία
Σελίδες:94
Μεταφραστής:ΦΑΡΑΚΛΑΣ ΓΙΩΡΓΟΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2002
ISBN:9789600510065
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Περιορισμένη διαθεσιμότητα
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το βιβλίο αυτό περιέχει την μελέτη του Ζακ Ντερριντά πάνω στο
έργο του Νίτσε.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η διάλεξη Εμβολα - Τα ύφη του Νίτσε εκφωνήθηκε από τον J. Derrida στο ιστορικό συμπόσιο του Cerisy (1972) με τον ερωτηματικό τίτλο Ο Νίτσε σήμερα; Στη διάλεξή του ο Ντερριντά, αποτίοντας φόρο τιμής στην Kofman και στους Rey, Lacoue-Labarthe και Pautrat, κάνει λόγο για τη διάνοιξη μιας νέας φάσης στη διαδικασία της «αποδομητικής» ερμηνείας. Τη νέα αυτή πρακτική ανάγνωσης και επαναγραφής των κειμένων ο Ντερριντά την αποκαλεί ενεργητική και «καταφατική ερμηνεία».

Τι θα ήταν όμως μια παθητική ή αρνητική ερμηνεία; Σύμφωνα με μια πρώτη και επιφανειακή ανάγνωση του ντερριντιανού κειμένου, πρόκειται μάλλον για εκείνη τη χαϊντεγκεριανή προ-κριτική θεωρία του νοήματος και της αλήθειας, η οποία υποδέχεται και προσλαμβάνει ως ήδη προαποφασισμένη τη δυνατότητα μιας αρχέγονης δωρεάς. Στην περίπτωση αυτή ο ερμηνευτής δεν έχει παρά να επανενεργοποιήσει ένα λανθάνον νόημα που προηγείται της ανάγνωσης, ένα βαθύτερο «θέλειν ειπείν», και να το καταστήσει έκδηλο. Ο Ντερριντά αναγνωρίζει σε αυτή την αντίθεση του δούναι και λαβείν του νοήματος, όπως και γενικά σε όλες τις αντιθέσεις (αλήθεια - φαινομενικότητα, κυριολεξία - άκυρον, ανδρικό - γυναικείο), το κατ' εξοχήν δόλωμα της μεταφυσικής, στο οποίο «τσιμπάει», ή μάλλον «δαγκώνει», ανέκαθεν ο δογματικός φιλόσοφος (αλίμονό του αν δεν έχει γερά δόντια). Η άλλη, η πέραν κάθε αντίθεσης καταφατική ερμηνεία που ο Ντερριντά θεωρεί ότι μπορεί κανείς να τη βρει έμμεσα και άμεσα διατυπωμένη στη φιλοσοφία του Νίτσε, δεν πιστεύει σε καμία καταγωγική αλήθεια ή σε κάποιο οντοθεολογικά δεδομένο νόημα που θα πρέπει να αποκαλυφθεί. Εδώ η απόσυρση της αλήθειας και η απουσία νοήματος δεν βιώνονται αρνητικά ως απουσία αυθεντικότητας αλλά ως στρατηγικοί ελιγμοί, ως ύφη ή πέπλα που κρατούν σε απόσταση ασφαλείας το βλέμμα του μη δογματικού φιλοσόφου από την απειλή μιας απροκάλυπτης και θανατηφόρας παρουσίας: της γυναίκας-αλήθειας.

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι ο Ντερριντά ακολουθεί στις κινήσεις του μια συμβουλή του Κλοσοβσκί, στον οποίον αναφέρεται συχνά στη διάλεξή του, χωρίς όμως να παραπέμπει ρητά στο ενδιαφέρον για τα συμφραζόμενά μας δοκίμιο του τελευταίου Το λουτρό της Αρτεμης (1953) (Ρ. Klossowski, Το λουτρό της Αρτεμης, εκδόσεις Αγρα, 1992). Εκεί διαβάζουμε: «Μην κοιτάξεις ποτέ καταπρόσωπο την Αρτεμη: το βλέμμα της θα σε αφανίσει. [...] Να τη θαυμάζεις λοξά, αν μπορείς· ή πλάγια· ή καλύτερα από πίσω».

Ο Ντερριντά επιλέγει τον λοξό ή πλάγιο τρόπο προσέγγισης του ζητήματος του νιτσεϊκού ύφους καθώς και του χαϊντεγκεριανού ερωτήματος για την ουσία τού Είναι. Με τον τρόπο αυτόν δείχνει ότι δεν σκοπεύει να πραγματευθεί το θέμα του ουδέτερα αλλά μιμητικά. Κοντολογίς, ένα κείμενο που πραγματεύεται το ζήτημα του ύφους δεν μπορεί παρά να κατατρύχεται από το υφολογικό στοιχείο. Το ύφος δεν είναι, όπως πολλοί πιστεύουν, ένα απλό μέσο διακόσμησης του κειμένου, αλλά (απο)συγκροτητικός παράγοντας της ίδιας του της δομής. Ισως αυτός να είναι και ο λόγος που ώθησε τον Βαλερύ στην περίφημη ρήση του «το ύφος είναι ο διάβολος». Αν μάλιστα προστεθεί και η ρήση του μείζονος αρχειοθέτη της τέχνης, Aby Warburg, ότι ο διάβολος κρύβεται στη λεπτομέρεια (λ.χ., στα εισαγωγικά ή γενικά σε ό,τι ο Ντερριντά ονομάζει αλλού «γραφική ρητορική»), τότε ίσως κατανοήσουμε καλύτερα γιατί ο Ντερριντά ήδη (deja: αναγραμματισμός των αρχικών του Jacques Derrida) στην αρχή του δοκιμίου του ομολογεί ότι το «περιθώριο» είναι ο τόπος στον οποίο θα σταθεί ως σχολιαστής και θα αποσυρθεί ως υπογράφων.

Στην προσπάθειά του να εισαγάγει μια διαφορά στο εννοιολογικό οπλοστάσιο του νιτσεϊκού έργου ο Ντερριντά δεν επιλέγει τις καταξιωμένες λέξεις-κλειδιά μιας ήδη κυρίαρχης ερμηνευτικής, υπαρξιακής ή και διαλεκτικής παράδοσης (Jaspers, Heidegger, Lowith, Gadamer), η οποία έλκεται από τα κύρια ονόματα του νιτσεϊκού στοχασμού (π.χ. Θέληση για δύναμη, Αιώνια επανάληψη, Υπεράνθρωπος), αλλά εκείνο το οριακό και περιθωριακό σημείο στο οποίο προσκρούει πάντοτε η «ερμηνευτική μορφή του ερωτάν»: το ζήτημα του ιδίου, της ιδιοποίησης και της αποιδιοποίησης του κειμένου. Και αυτό όμως δεν το πραγματεύεται ευθέως αλλά πλαγίως, προτάσσοντας αντ' αυτού το «θέμα» της γυναίκας (η οποία υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο ιδιοποίησης αλλά και απώλειας ή διαφυγής, όπως και η «γραφή» εξάλλου), ένα δηλαδή μάλλον έλασσον ζήτημα στην ιστορία της πρόσληψης του νιτσεϊκού έργου. Ετσι το κείμενό του ακολουθεί κατά την παρουσίαση των θεμάτων του μια μη γραμμική, πλάγια και ελλειπτική κίνηση, αποφεύγοντας τις θεμελιώσεις, τις τελεολογικές και ουσιοκρατικές «θέσεις», που χαρακτηρίζουν εν γένει ένα μεταφυσικό κείμενο. Εντός αυτής της κίνησης έκκεντρης φυγής σκηνοθετεί με σκωπτικότητα και καταφατικότητα την πολλαπλότητα και μη αναγωγιμότητα των νιτσεϊκών τρόπων της έμμεσης ανακοίνωσης περί της ουσίας της γυναίκας-αλήθειας. Σύμφωνα με την ντερριντιανή λογική της διαφοράς, άνδρας δεν είναι αυτός που αντιπαρατίθεται στη γυναίκα, αλλά εκείνος που (μετα)φέρει τον ανδρισμό (ύφος) του όπως μια γυναίκα (γραφή) τη μάσκα της. Στη σεξουαλική δραστηριότητα η «κυριότητα» του φύλου είναι μη αποκρίσιμη.

Το δοκίμιο του Ντερριντά είναι ένα από τα σημαντικότερα ιστορικά ντοκουμέντα στη διαμάχη μεταξύ ερμηνευτικής και αποδόμησης, όπου η δεύτερη δεν αντιτίθεται διαλεκτικά στην πρώτη (η σχέση της μεταφυσικής με το Αλλο της δεν μπορεί να είναι μια σχέση αντίθεσης αλλά κατάφασης μέσω της επαναγραφής της), αλλά επιχειρεί να την εντάξει σε μια γενικότερη στρατηγική της γραφής και του κειμένου.

«Ενα κείμενο», διατείνεται ο Ντερριντά στην Πλάτωνος Φαρμακεία, «δεν είναι κείμενο παρά μόνον εάν κρύβει σε πρώτη όψη, στον πρώτο τυχόντα, τον νόμο της σύνθεσής του και τους κανόνες του παιχνιδιού του. Ενα κείμενο εξάλλου παραμένει πάντα αδιόρατο».

Οι προγραμματικές αυτές δηλώσεις στοιχειώνουν σχεδόν όλα τα γραπτά του Ντερριντά. Αυτά φαίνεται πως απαιτούν από τους αναγνώστες τους μια τέχνη που οι περισσότεροι έχουν ξεμάθει στις ημέρες μας και που ο Νίτσε συνέστηνε ιδιαιτέρως στους δικούς του αναγνώστες: το αναμάσημα. Μεταφρασμένο σε ντερριντιανούς όρους: την επανάληψη της ανάγνωσης, μια και ο γραπτός λόγος (το caput mortuum της παρουσίας) αφήνει πάντοτε, κατά την εκάστοτε ιδιοποίησή του, ένα «αχώνευτο» υπόλοιπο που θα πρέπει να ξαναμασηθεί. Ο Ντερριντά δεν τρώγεται, αναμασάται.

Συνιστάται λοιπόν πριν από την ανάγνωση μια επίσκεψη στον οδοντογιατρό.



Διονύσης Καββαθάς (λέκτορας στο Τμήμα ΕΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου)

ΤΟ ΒΗΜΑ , 17-03-2002





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η επιθυμία του Ντεριντά να «γράψει σαν γυναίκα» θέτει από μόνη της πολλά ερωτήματα. Η γυναίκα της οποίας το λόγο θέλει να οικειοποιηθεί και πασχίζει να καταλάβει τη θέση, ενόσω διατηρεί ακόμα τη θέση του άντρα, δεν πρόκειται για κάποια πραγματική γυναίκα αλλά για ένα ακόμα ρητορικό σχήμα λόγου, μια μεταφορά. Τώρα το πώς θα γίνει δυνατό να αποσπάσει τη θέση τού «άλλου» (εν προκειμένω της άλλης), τη γυναικεία θέση, αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω μιας ανταλλαγής ανάμεσα σε φιλοσόφους (Νίτσε, Ντεριντά), ώστε η γυναίκα του ενός να περάσει και στα κείμενα του άλλου, το θηλυκό να εισχωρήσει και στα ντεριντιανά κείμενα μέσα από μια αποδομιστική ανάγνωση των νιτσεϊκών κειμένων που βρίθουν από πλήθη γυναικών. Αυτό το «γράφω σαν γυναίκα» θέτει ένα ακόμα ζήτημα: Ποιος είναι εξουσιοδοτημένος να μιλάει εκ μέρους των γυναικών, και με ποιον τρόπο μπορεί (έστω και μεταφορικά) ένας άντρας να γράψει σαν γυναίκα; Αν ένας άντρας ισχυριστεί πως υιοθετεί τη γυναικεία φωνή, αυτό δεν είναι μια ακόμα υπεξαίρεση του ήδη κακοποιημένου «γυναικείου λόγου»; Ο Ντεριντά στα «Εμβολα», τα οποία ορίζονται σαν τα σημεία εκείνα των κειμένων όπου η γραφίδα αφήνει «μια χαρακιά», ένα «σημάδι», αποφασίζει να δει το σημάδι να «αίρεται» και να αφήσει να φανεί «μια κάποιου είδους συναλλαγή μεταξύ νιτσεϊκού ύφους και νιτσεϊκής γυναίκας» γι' αυτό και θέμα του είναι «...το ζήτημα ύφους» και «η γυναίκα», καθώς «είναι αδύνατον να αποσυνδέσουμε τα θέματα της τέχνης, του στιλ και της αλήθειας από το θέμα της γυναίκας...» το οποίο σημαίνει πως η διαφορά των φύλων και της υφολογικής τεχνικής υπόκεινται στην ανάγνωση και πως ακόμα και τα νιτσεϊκά κείμενα μπορούν να αναγνωστούν ως φεμινιστικά ή ακόμα και ως θηλυκά. Δηλώνοντας πως «θέμα» του «θα είναι η γυναίκα», και ταυτίζοντάς τη με μια μορφή η οποία ανθίσταται σε κάθε περιγραφή (ακατανόητη), όπως και η αλήθεια, η οποία είναι από μόνη της μια πολύσημη έννοια, υποψιαζόμαστε πως στόχος του είναι να μετατοπίσει την αλήθεια από τον εγκλωβισμό της στις διπολικές αντιθέσεις:

«Δεν υπάρχει αλήθεια της γυναίκας, αλλά δεν υπάρχει επειδή η γυναίκα, το αβυσσαλέο αφίστασθαι της αλήθειας, αυτή η αναλήθεια, είναι η "αλήθεια".

Γυναίκα είναι αυτή η αναλήθεια της αλήθειας». σελ. 33).

Στο σημείο αυτό προβάλλει και ο αντιφεμινισμός του Νίτσε, ο οποίος δηλώνει πως η γυναίκα ταυτίζεται με το παράλογο, μια μορφή που ξελογιάζει τον άντρα φιλόσοφο και τον απομακρύνει από την αναζήτηση της αλήθειας, σύμφωνα όμως με την επισήμανση του Ντεριντά και οι δύο έννοιες (αλήθεια και γυναίκα) είναι μυθεύματα, ειρωνική επισήμανση καθώς, εφόσον ο Νίτσε επιδίδεται στην εξάρθρωση των φιλοσοφικών αξιωμάτων και της ίδιας της διεκδίκησης της αλήθειας και η γυναίκα ορίζεται ως το αντίθετο της αλήθειας, «η αρχή της μη αλήθειας», τότε πρόκειται για σύμμαχό του.



Υπονόμευση της ερμηνείας

Στα «Εμβολα», μέσα από την ανάγνωση των κειμένων του Νίτσε, ο Ντεριντά υπαινίσσεται πως μια ανάγνωση μπορεί να υπονομεύσει ή ακόμα και να ανατρέψει μια καταφανή ερμηνεία. Χρησιμοποιώντας την πολλαπλότητα των γυναικών στα νιτσεϊκά κείμενα, αποκαλύπτει πως το αντικείμενο γυναίκα δεν είναι συμπαγές, επομένως ούτε και το υποκείμενο. Στον ντεριντιανό λόγο αποδομούνται τα δίπολα υποκείμενο/αντικείμενο, έννοια/μεταφορά, άντρας/γυναίκα, η οποία, λόγω της πολλαπλότητάς της, γίνεται το σημείο έναρξης του ακατανόητου στη γλώσσα ή αυτού που ονομάζεται «ύφος». Η «γυναίκα» υπήρξε μια εμβληματική μορφή στα κείμενα του Νίτσε και του Ντεριντά, και έχει συσχετισθεί με τη μεταφορά, το ύφος, τη γραφή. Επιχειρώντας να αποκαλύψουν και οι δυο κάποια από τα στρατηγικά θέματα που έχουν σταθεί εμπόδιο στην επισήμανση των μεταφορών και των ρητορικών σχημάτων στη φιλοσοφία, εξερευνούν την προκατάληψη του φιλοσοφικού λόγου απέναντι στην ποιητική και σχηματική γλώσσα. Ο Νίτσε, συσχετίζοντας τη μεταφορά με τη γυναίκα και όλα όσα αποπλανούν την καθολικότητα των φιλοσοφικών εννοιών, κι εν συνεχεία ο Ντεριντά, προωθώντας το νιτσεϊκό λόγο, επισημαίνουν πως πάντα οι φιλόσοφοι χρησιμοποιούσαν τη μεταφορά, απλώς μετά τη συνεχή χρήση έχουν λησμονήσει πως πρόκειται για μεταφορά. Η Σάρα Κόφμαν, στη μελέτη της «Ο Νίτσε και η Μεταφορά», αναλύοντας τη γραφή του Νίτσε σημειώνει πως «πρόκειται για γραφή που περιέχει την αποδόμησή της, φιλοσοφία που συνδυάζει όλα τα "είδη" και που απαλείφει τις αντιθετικότητες».

Ομως, όταν η ταυτότητα της γυναίκας δεν είναι προσδιορίσιμη και λειτουργεί ως μεταφορά, ως απόσταση («ως γυναίκα, ως μη ταυτότητα, μη σχήμα, προσποίηση. Είναι η άβυσσος της απόστασης, η αποστασίωση της απόστασης, η τομή του διάκενου, η απόσταση η ίδια, αν δεν ήταν αδύνατον να λέμε η απόσταση η ίδια»), σημαίνει επίσης πως οι γυναίκες λειτουργούν ως μεταφορά γιατί απέχουν και από τον εαυτό τους («η γυναίκα δεν έχει ουσία») και παραμένουν στη θέση που τους έχει επιδοθεί, τη θέση του «άλλου». Στην περιγραφή των γυναικών τού Ντεριντά οι γυναίκες είναι περισσότερο σκιές παρά πλάσματα με σάρκα και οστά, τόσο που μπορούν ακόμα και να αποσπάσουν τη θέση τους, ακόμα και να γράψουν αντί γι' αυτές. Μέσα από μια τέτοια ανάγνωση επιβεβαιώνεται η θέση της γυναίκας ως «ξένης», έξω από το κλειστό κύκλωμα των μεταφυσικών εννοιών: αν μια γυναίκα επιχειρήσει να εισχωρήσει στο «αντρικό βασίλειο» της γλώσσας ή της επιστημολογικής σκέψης, βάζει την ίδια τη σφαίρα σε κίνδυνο. Ποια γυναίκα μπορεί να διεκδικήσει μια θέση στον ανδροκρατούμενο φιλοσοφικό λόγο παρ' εκτός ως μεταφορά; Με ποιον τρόπο θα μπορούσαν οι γυναίκες να υπερβούν τη θέση του αντικειμένου στο σύγχρονο φιλοσοφικό λόγο; Πολλές από τις αναγνώσεις των «Εμβόλων» του Ντεριντά, και ειδικά οι φεμινιστικές, σημειώνουν πως με το να ταυτίζει τη γυναίκα με τη «μη αλήθεια» και με το ακατανόητο, ακυρώνει την όποια διεκδίκηση της αλήθειας της γυναίκας στο φιλοσοφικό λόγο.



Μια εκδοχή της αντρικής γραφής

Η γυναίκα δεν είναι μία, αλλά πολλές, όσες και οι διαφορές. Οι θεωρητικοί και οι φιλόσοφοι έχουν την τάση να μιλούν εξ ονόματός της σαν να μην έχει αυτή (η φιλοσοφική γυναίκα) καμία σχέση με την πραγματική γυναίκα. Ολα όσα λέγονται για τη γυναίκα ανήκουν στο πλαίσιο εκείνο που εξυπηρετεί συγκεκριμένες στρατηγικές ερμηνείας. Ο τρόπος που χειρίζεται ο Ντεριντά τη γυναίκα στα «Εμβολα» είναι μια ακόμα τέτοια στρατηγική. Αλλά πού ακριβώς βρίσκεται η γυναίκα; Πρόκειται για γυναικεία επιθυμία να ταυτιστεί με τη «μη αλήθεια» ή είναι μια ακόμα φορά η αντρική επιθυμία εκφρασμένη, και επομένως η δήλωση «γράφω σαν γυναίκα» δεν είναι παρά μια ακόμα εκδοχή της αντρικής γραφής; Δηλαδή αν και οι άντρες γράφουν σαν γυναίκες, οι αληθινές γυναίκες ως τι θα πρέπει να γράψουν· μήπως με τη διεκδίκηση της θηλυκότητας; (Ακούμε συχνά άντρες συγγραφείς να δηλώνουν πως γράφει η θηλυκή τους πλευρά.) Αν δηλαδή ο άντρας οικειοποιείται και το θηλυκό, τότε σημαίνει πως δεν υπάρχει ανάγκη από γυναικεία γραφή γιατί μόνον οι άντρες μπορούν να γράψουν σαν γυναίκες. 'Η αλλιώς, σύμφωνα με τη Λούσι Ιριγκαράι, «καλλιτέχνες και φιλόσοφοι επαινούν τη θηλυκότητα, όταν υπάρχει κάτι χρήσιμο να αποκομίσουν από αυτήν».



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/05/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!