0
Your Καλαθι
Αναζητώντας το χαμένο χρόνο
Μια νευροβιολογική ανάγνωση
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Για χρόνια πλάγιαζα νωρίς. Μερικές φορές μόλις έσβηνα το κερί, τα μάτια μου έκλειναν τόσο γρήγορα ώστε δεν πρόφταινα ν' αναλογιστώ "Με παίρνει ο ύπνος"». Ετσι άρχιζε ο Μαρσέλ Προυστ το έργο του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο, το οποίο έμελλε να αποτελέσει στις αρχές του 20ού αιώνα μια νέα αφετηρία για τη λογοτεχνία. Και ακόμη αναρωτιόμαστε: Είναι δυνατόν επτά τόμοι με λεπτομερείς αναμνήσεις να αποτέλεσαν ένα ενιαίο μυθιστόρημα; Και να έχει επιτευχθεί αυτό μέσα σε λίγο χρόνο από έναν απομονωμένο στο δωμάτιό του συγγραφέα; Γιατί δεν το επανέλαβε κανείς ως σήμερα;
Την απάντηση δίνει ο νευροβιολόγος αναγνώστης/συγγραφέας Αθανάσιος Ντινόπουλος. Δεν ήταν το παρελθόν που απασχολούσε τον Προυστ. Τη δύναμη του μυαλού του ήθελε να καταλάβει. Μοιάζει σαν να «χρησιμοποίησε ένα τηλεσκόπιο για να "δει" τους νόμους που διέπουν τη λειτουργία της μνήμης, δόμησε με τους νόμους αυτούς το ίδιο του το έργο και μας "ανάγκασε" να τους βιώσουμε μέσα από το μακροσκελές μυθιστόρημά του». Και γιατί να το κάνει αυτό; «Μήπως ο Προυστ είχε κατανοήσει βαθιά πώς λειτουργεί ο εγκέφαλος καθώς και το μεγάλο παράδοξο: το ότι ο εγκέφαλος πρέπει να κατανοεί τον ίδιο του τον εαυτό; Δηλαδή το όργανο που παράγει τη νόηση, τη μνήμη και τα διάφορα συναισθήματα να είναι το ίδιο και ερμηνευτής του εαυτού του;». Αλλωστε ως πρόδρομος της νευροβιολογίας ο Προυστ πρέπει να αντιλήφθηκε νωρίς ότι «κάποιος που θυμάται τα πάντα, είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνει τίποτα».
Καθηγητής Ανατομικής και Ιστολογίας στο ΑΠΘ και πρώην πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας για τις Νευροεπιστήμες, ο συγγραφέας επιχειρεί να αλιεύσει από το επτάτομο έργο ειδικά τις απόψεις του Προυστ για τη μνήμη και τις άλλες εγκεφαλικές λειτουργίες και να τις ελέγξει με βάση τα σημερινά δεδομένα. Ο συγγραφέας κατάφερε να προσφέρει μια ξαφνική συρρίκνωση του ογκώδους έργου και ταυτόχρονη διαστολή του με την προσθήκη των απόψεων της σύγχρονης επιστήμης. Ενα γλωσσάρι όρων στο τέλος του βιβλίου μάς κάνει όλους άτυπους νευροεπιστήμονες. Ο Προυστ άλλωστε το κατόρθωσε μόνος του. Εκανε και κάποια λάθη βέβαια, αλλά αυτά αποτελούν σταγόνα στον ωκεανό των διορατικών διαπιστώσεων.
Ο τυφλός έρωτας
Στο ερώτημα, παραδείγματος χάριν, «γιατί ο έρωτας είναι "τυφλός"» έδωσαν απάντηση τόσο ο Προυστ όσο και η επιστήμη με κάποιες δεκαετίες καθυστέρηση. Και ιδού πώς ταυτίζονται: Στην ενότητα «Η μεριά του Γκερμάντ» ο Προυστ γράφει: «Η τρομερή δολιότητα του έρωτα είναι πως αρχίζει κάνοντάς μας να παίζουμε όχι με μια γυναίκα του εξωτερικού κόσμου αλλά με μια κούκλα μέσα στο μυαλό μας, τη μόνη άλλωστε που έχουμε πάντα στη διάθεσή μας, τη μόνη που θα κάνουμε δική μας, που η αυθαιρεσία της ανάμνησης - σχεδόν τόσο απόλυτη όσο και η αυθαιρεσία της φαντασίας - μπορεί να την έχει κάνει τόσο διαφορετική από την πραγματική γυναίκα όσο ήταν διαφορετικό για μένα το πραγματικό Μπαλμπέκ από το Μπαλμπέκ του ονείρου - δημιούργημα πλασματικό στο οποίο σιγά σιγά, για το δικό μας το κακό, θα αναγκάσουμε την πραγματική γυναίκα να μοιάζει». Και η άποψη της επιστήμης από τον κ. Ντινόπουλο: «...Η φαινυλαιθυλαμίνη (ΡΕΑ), η οποία είναι σύμφωνα με κάποιους ερευνητές η ορμόνη της ερωτικής ορμής, της λίμπιντο, φαίνεται να συμπεριλαμβάνεται στο εκρηκτικό κοκτέιλ των χημικών ουσιών που πλημμυρίζουν τον ερωτευμένο εγκέφαλο. Η ΡΕΑ παράγεται στον εγκέφαλο στο στάδιο του μεγάλου πάθους και δρα σαν τις αμφεταμίνες, πλημμυρίζοντάς μας με ενέργεια και αισθήματα ευφορίας... Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι φερομόνες δεν ασκούν μόνο σεξουαλική έλξη, αλλά ότι φέρνουν πιο κοντά τα ζευγάρια ανανεώνοντας το ενδιαφέρον και προκαλώντας μεγαλύτερη προσήλωση και τάση για περιποίηση». Και όταν περάσει το κύμα της τρέλας; Για την επιστήμη, «όταν το στάδιο του έντονου ερωτικού πάθους παρέλθει και στο ζευγάρι αναπτύσσεται το ήρεμο, συναισθηματικό δέσιμο που χαρακτηρίζει τις μακροχρόνιες σχέσεις, στον εγκέφαλο κυριαρχούν η ωκυτονίνη και η αγγειοπιεσίνη, καθώς και οι ενδορφίνες, που βοηθούν στην αίσθηση της χαλάρωσης και της ηρεμίας, μειώνοντας παράλληλα και το άγχος». Για τον Προυστ χρειάστηκαν πολλαπλές καταδύσεις στο δικό του παρελθόν για να καταλάβει πώς λειτουργούσε το μυαλό του σε κάθε περίπτωση.
Η γεύση και η όσφρηση
Η ουσία του έργου βασίστηκε στη διαίσθησή του ότι «η μνήμη συνδέοντας τη ζωή μας με το παρελθόν την εκτείνει προς το μέλλον». Η σύγχρονη επιστήμη γνωρίζει ότι «τμήματα της μνήμης, που μπορεί να είναι οπτικά, ακουστικά, απτικά, γευστικά ή οσφρητικά, αφορούν τις αισθητικές περιοχές του φλοιού που ελέγχουν τις αντίστοιχες λειτουργίες και μπορούν να προκαλέσουν συνειρμούς ή συσχετισμούς. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο άνθρωπος δέχεται το 80% των πληροφοριών από το περιβάλλον μέσω του οπτικού συστήματος, είναι παράδοξο ότι ο Προυστ «ξεχωρίζει από τις αισθήσεις τα δύο "ορφανά", τη γεύση και την, ακόμα πιο υποτιμημένη και αινιγματική, όσφρηση». Ο λόγος είναι ότι προτιμά κάτι πιο βαθύ, πρωτόγονο, λιγότερο επεξεργασμένο και "λογικό"». Και αυτό για να φέρει το ποθητό αποτέλεσμα στην αναζήτησή του.
Από την άλλη πλευρά, «το αμερικανικό Πεντάγωνο δαπανά είκοσι εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο για την ανεύρεση τρόπων που θα "επεκτείνουν τη διαθέσιμη μνήμη" και θα αυξήσουν την αντοχή των στρατιωτών στην έλλειψη ύπνου. Μήπως έχει ήδη ανατείλει η εποχή των "έξυπνων" φαρμάκων τα οποία υπόσχονται αποτελεσματικότερη χρήση των πληροφοριών και ενδυνάμωση της μνήμης, γενικά πιο "κοφτερό" μυαλό, μέσω της χημείας;». Κάτι τέτοιο μοιάζει μάταιο, όπως αφήνει να εννοηθεί το επτάτομο έργο τώρα. Ο εγκέφαλος είναι «σχεδιασμένος» με τέτοιο τρόπο ώστε να αναζητεί το ουσιώδες, αντί να καταγράφει κάθε ασήμαντη λεπτομέρεια. Και ο Προυστ αναζητεί τον χρόνο σε ένα πλέγμα τόπων, ονομάτων και αναμνήσεων. Καθώς προχωρεί ο χρόνος της ανάμνησης (το παρελθόν), προχωρεί και ο χρόνος (το παρόν) στον οποίο βρίσκεται ο αφηγητής για να θυμηθεί το παρελθόν του. «Είναι γνωστό πως οι τελευταίες σελίδες όλου του μυθιστορήματος γράφτηκαν σχεδόν ταυτόχρονα με τις πρώτες: ο Προυστ είχε σχεδιάσει από την αρχή τη μορφή του έργου του, την πολυσύνθετη και πολυδαίδαλη αυτή μυθιστορηματική πορεία στον χώρο και στον χρόνο» είχε επισημάνει ο Π. Ζάννας. Αυτό δεν καλείται μνήμη, αλλά ευφυΐα. Οι υπερμνήμονες και οι πρωταθλητές στο σκάκι χρησιμοποιούν την αποθηκευμένη γνώση, αντί να επεξεργάζονται κάθε παιχνίδι και τη στρατηγική του. Οι μετρ δεν χρειάζεται να σκεφθούν, γνωρίζουν εκατοντάδες παρτίδες από μνήμης, αναγνωρίζουν διατάξεις. Εν ολίγοις, «οι μετρ έχουν μάθει να θέτουν τη μακροχρόνια μνήμη τους σε βραχυχρόνια χρήση». Ενας αριθμομνήμονας δεν πρόκειται ποτέ να γίνει Αϊνστάιν.
Ενα γεμάτο δοχείο
Ο Προυστ ίσως θα μπορούσε. Στην ενότητα «Ο ξανακερδισμένος χρόνος» διαβάζουμε: «Μια ώρα δεν είναι απλά μια ώρα, είναι ένα δοχείο γεμάτο με ευωδιές, ήχους, σχέδια και ατμόσφαιρες. Αυτό που ονομάζουμε πραγματικότητα είναι μια συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των αισθήσεων αυτών και των αναμνήσεων που ταυτόχρονα μας περιβάλλουν - μια σχέση που καταπνίγεται σε ένα απλό κινηματογραφικό όραμα, το οποίο στην πραγματικότητα απομακρύνεται τόσο από την αλήθεια όσο περισσότερο περιορίζεται, δήθεν, σε αυτήν».
Και πού έκανε λάθος αυτός ο άνθρωπος; Κάπου περιπλέκει τις συνειδητές με τις ασυνείδητες αναμνήσεις, την ηθελημένη με την ακούσια μνήμη, αλλά πάλι καταφέρνει να τα εντάξει όλα συνειδητά στην προσωπική του ιστορία. Είναι αυτό το «θαύμα της αναλογίας» που επιτρέπει στον Προυστ να δραπετεύσει από το παρόν και να ξαναβρεί τις παλιές ημέρες, τον χαμένο χρόνο. Και να εκτείνει με αυτόν τον τρόπο τη ζωή του προς το μέλλον.
Φαίνεται ότι ο νευροβιολόγος συγγραφέας προτείνει κάτι ανάλογο σε όλους. Ο ίδιος άλλωστε αφιερώνει το βιβλίο του «Στη Μαρία, για τα ξανακερδισμένα χρόνια».
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 14/10/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις