0
Your Καλαθι
Αισθητικά
Γραπτά για την αισθητική και την τέχνη
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Εισαγωγή: Έπη Μελοπούλου-Αλούπη
Τέσσερα κείμενα του Ντιντερό (1713-1784), το καθένα κι ένα είδος, μα με κοινή αναφορά τις καλές τέχνες, αποδίδονται στην παρούσα έκδοση στα ελληνικά, μεταφέροντας περίτεχνα το γούστο και τη χάρη του κατεξοχήν γαλλικού αιώνα που είναι ο 18ος, ο αιώνας του Διαφωτισμού, αξεχώριστος όμως από τις φιλάρεσκες, προσφυείς και παιγνιώδεις επιδόσεις σε κάθε απόκρυφη ή εμφανή πτύχωση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, ο Ντιντερό (1713-1784) έχει συνδέσει το όνομά του τόσο με εργώδεις συλλογικές κινήσεις (π.χ., την έκδοση της πολύτομης Εγκυκλοπαίδειας που περίπου επί μία εικοσαετία φωτοδοτούσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το πανευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό) όσο και με προσωπικές μεγάλες και ρηξικέλευθες για την εποχή του στιγμές (π.χ., τον Ανιψιό του Ραμώ, που πρωτοκυκλοφόρησε μεταφρασμένος από τον Γκαίτε στα γερμανικά, τον Ιάκωβο τον μοιρολάτρη, ευρηματική παρωδία του Τρίστραμ Σάντυ του Στερν, τα Αδιάκριτα κοσμήματα, τη Μοναχή, το Παράδοξο με τον ηθοποιό και πλήθος άλλα κείμενα, συνδυάζοντας τη διαφωτιστική ποιητική και ηθική με τη φιλοσοφία της εποχής, που θα καταλήξει σε άρτια αισθητική πρόταση).
Στην Ελλάδα γνωρίζουμε μάλλον περισσότερο τον «λογοτέχνη» Ντιντερό, αν και είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσει ή να στεγανοποιήσει κανείς το έργο του: φιλοσοφεί λογοτεχνώντας, αρτύνει με μπρίο και φιλόσοφο πνεύμα τους διαλόγους του, είδος που επανέρχεται θριαμβευτικά στον αιώνα του και καλλιεργείται επιμελώς από τους διανοουμένους, ανατρέπει τον χαρακτήρα του παραδοσιακού μυθιστορήματος και διηγήματος, υπονομεύει τα όρια της μυθοπλασίας (ας θυμίσουμε έναν τίτλο του που θα έχει διαχρονική επιτυχία και θα ακουστεί ποικιλότροπα έως σήμερα: Ceci n' est pas un conte - Αυτό δεν είναι παραμύθι). Παρά ταύτα, ο έλληνας αναγνώστης είναι σε θέση να γνωρίζει κάπως και τον «φιλόσοφο», θεωρητικό Ντιντερό έχοντας στη διάθεσή του το Ονειρο του Ντ' Αλαμπέρ (Ηριδανός, 1991, και Ζήτρος, 1998), τους Αγριους και πολιτισμένους (Βάνιας, 1994), καθώς και τα Δοκίμια για την τέχνη και την αισθητική (Εστία, 1995, μεταφρασμένα και πάλι από την Κλαίρη Μιτσοτάκη, δυστυχώς εκτός εμπορίου αυτή τη στιγμή, άρα εκτός αυτοψίας).
Προς κωφαλάλους
Στον ανά χείρας τόμο συγκεντρώνονται ακριβώς σήμερα κείμενα του δαιμόνιου συγγραφέα που θα μπορούσαν να υπαχθούν σε μια Αισθητική και προσφυώς ονοματίζονται Αισθητικά (μολονότι ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί τον νεότευκτο όρο· αυτός αρχίζει να κυκλοφορεί στον χώρο των γραμμάτων γύρω στα μέσα του αιώνα κυρίως από τον Γερμανό Baumgarten με την Aesthetica acroamatica). Πρόκειται για τέσσερα κείμενα που επιμερίζονται σε δύο ενότητες: στην πρώτη εντάσσονται η Επιστολή για τους κωφάλαλους προς χρήσιν όσων ακούν και βλέπουν (1751) και οι Φιλοσοφικές αναζητήσεις για την προέλευση και τη φύση του ωραίου (επίσης το 1751, λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια «περί ωραίου»)· στη δεύτερη ανήκουν τα Δοκίμια για τη ζωγραφική (1766) και οι Σκόρπιες σκέψεις για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση (1777). Η πρώτη ενότητα είναι κατά κάποιον τρόπο καταστατική, παρέχει τους γερούς αρμούς για τα τεχνοκριτικά, όπως θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει, κείμενα του δεύτερου μέρους, αφενός δοκιμιακά και αφετέρου αφοριστικά, στη μορφή των αποφθεγμάτων του Πασκάλ («σκόρπιες σκέψεις» τα αποκαλεί ο ίδιος). Ωστόσο ένα κείμενο κυκλοφορεί υποδορίως στον τόμο, σύστοιχο της Επιστολής για τους κωφάλαλους, η περίφημη Επιστολή για τους τυφλούς προς χρήσιν όσων βλέπουν (1749). Περίφημη γιατί του κόστισε τον εγκλεισμό του στον πύργο-φυλακή της Vincennes για κάποιους μήνες (καλοκαίρι - φθινόπωρο 1749)· περίφημη επίσης γιατί εκεί ανέπτυσσε πρωτίστως την αισθησιοκρατική αισθητική του, που θα επαναλάμβανε, με άλλους όρους, στη δεύτερη Επιστολή για τους κωφάλαλους, δημιουργώντας έτσι ένα πρότυπο αισθητικό δίπτυχο. Εικάζουμε ότι η Επιστολή αυτή απουσιάζει από τον παρόντα τόμο επειδή είδε προσφάτως το φως σε άλλη έκδοση (Ντ. Ντιντερό, Φιλοσοφικές σκέψεις, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1998, σε μετάφραση του Ακη Καλογνωμή).
Σε αμφότερες τις Επιστολές προωθείται μια επαναστατική φιλοσοφία, στην οποία το σύμπαν δεν εμφανίζεται ως θαυμαστός μηχανισμός, αλλά με τη μορφή ενός χαοτικού συνόλου, σε διαρκή εξέλιξη, με εφήμερη συμμετρία και στιγμιαία τάξη. Τα έμψυχα όντα (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) δεν έρχονται στον κόσμο έτσι όπως τα βλέπουμε, από τα χέρια του Θεού, αλλά προκύπτουν από την εξελικτική κίνηση που συνδυάζει ποσότητες ύλης ώσπου αυτές να αποκτήσουν κάποια διάταξη που θα ρυθμίζει την επίμονη παρουσία τους. Στην προοπτική αυτή το κανονικό δεν είναι παρά μια περίπτωση του τερατώδους, οι όροι τυφλότητας και διαύγειας είναι σχετικοί και προβάλλεται σθεναρά η επιφύλαξη που θα πρέπει να έχουμε στις κατ' αίσθηση εμπειρίες μας. Οι τυφλοί, οι κωφάλαλοι, ισχυρίζεται σκανδαλωδώς ο Ντιντερό, ενδέχεται να «βλέπουν», να «ενωτίζονται» καλύτερα την πραγματικότητα από τους θεατές και ακροατές που έχουν «άρτια» αισθητηριακή αντίληψη. Η εικόνα της πραγματικότητας που οι αισθήσεις μας «φιλτράρουν» και μας μεταδίδουν δεν είναι η ακριβής αναπαράστασή της, αλλά μια νοητική κατασκευή, δημιούργημα του πνεύματός μας. Αλλωστε θα πρέπει να γίνει και η διάκριση ανάμεσα στους εκ γενετής τυφλούς και κωφάλαλους, και στους κατά συνθήκην. Σε κάθε περίπτωση, διαγράφεται με λεπτούς επαγωγικούς συλλογισμούς η πίστη στο «φυσικό» και στο ένυλο σύμπαν, αυτό που οι αισθήσεις μας μπορούν να καταγράψουν ώστε από το αισθητηριακό επίπεδο να γίνει η μετάβαση στο αισθητικό, στον κόσμον, παρακάμπτοντας τους παραδοσιακούς κανόνες και ποιητικές - μη λησμονούμε εν προκειμένω πως η «Αισθητική» του Ντιντερό αντιμάχεται σε μεγάλο βαθμό την κανονιστική, κλασικιστική ποιητική του Batteux, του Βατεύξιου, όπως τον αποκαλούν οι παλαιότερες ημέτερες ρητορικο-ποιητικές.
Περί μιμητικών τεχνών
Στα δύο κεφάλαια της δεύτερης ενότητας (μια μικρή πραγματεία σε μορφή δοκιμίων για τη ζωγραφική και Σκόρπιες σκέψεις, αφοριστικά τεχνογνωστικά εδάφια) μιλάει ο τεχνοκρίτης Ντιντερό, ο έμπειρος θιασώτης των Salons, ικανός να αναπτύσσει θεωρητικές απόψεις, ερειδόμενες όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στα μεν δοκίμια για το σχέδιο, για το χρώμα και τους κολορίστες, για τη φωτοσκίαση, για τη σύνθεση, για τη σχέση ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής, δημοσιευμένα κυρίως στο έντυπο του Grimm Correspondance litteraire (γεγονός που παλαιότερα προφύλασσε τον συγγραφέα από την αυστηρή λογοκρισία της εποχής), ο Ντιντερό αναδεικνύει τις γνώσεις του γύρω από τις μιμητικές τέχνες, με προεξάρχουσα τη ζωγραφική, εξυμνώντας τη φύση, το τοπίο, το φως, την εικαστική απόδοση της σάρκας και της ηλιόλουστης υπαίθρου. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο των αφορισμών ο τεχνοκριτικός και τεχνογνώστης κεντά ανάλαφρα τους στοχασμούς του για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση, στοιχειοθετώντας, κατά κάποιον τρόπο, μια συγκριτική ποιητική, έστω και αν αυτή είναι αποσπασματική, μορφολογικά δηλαδή συγγενής των πασκαλιανών στοχασμών, αλλά και συγκαιρινών γερμανικών αντίστοιχων κειμένων. Ο τεχνοκρίτης Ντιντερό μιλάει, όπως πάντα, μετά λόγου γνώσεως, εφόσον έχουν προηγηθεί ταξίδια του στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στη Ρωσία, έχει γνωρίσει δηλαδή εκ του σύνεγγυς τους μεγάλους ολλανδούς ζωγράφους και τους αξιόλογους πίνακες που φιλοξενεί το Ermitage στην Αγία Πετρούπολη. Κατά την Επη Μελοπούλου-Αλούπη, μάλιστα, η οποία έχει σκύψει με σέβας αλλά και βαθιά γνώση στο έργο του Ντιντερό (άφησε πίσω της μια εξόχως ενδιαφέρουσα διατριβή για τον συγγραφέα) και στην οποία οφείλουμε τη διαφωτιστική εικοσασέλιδη εισαγωγή του παρόντος τόμου, αυτός ο αφοριστικός, παιγνιώδης, αλλά συνάμα και στοχαστικός τρόπος έκφρασης θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το σύνολο έργο του συγγραφέα: έχοντας δοκιμάσει και δοκιμαστεί σε όλες τις δυνατές μορφές λόγου (επιστολή, διάλογος, μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο, απόσπασμα, φιλοσοφικός μύθος), ο διανοούμενος, εν τέλει, Ντιντερό επιλέγει να μιλήσει για τις καλές τέχνες και το καλλιτεχνικό γούστο με αυτές τις γοργές σαϊτιές, τις ευθύβολες παρατηρήσεις. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο χρήσιμη και εποικοδομητική θα ήταν για την αισθητική μας παιδεία μια μετάφραση όλων των Salons του Ντιντερό.
Η Κλαίρη Μιτσοτάκη, δόκιμη μεταφράστρια γαλλικών «δύσκολων» κειμένων, αναδεικνύει και εδώ την ευρηματικότητα και την οξύνοια του αναγνώστη-ερμηνευτή-μεταφραστή. Πρόκειται, άλλωστε, όπως το διευκρινίζει σε σχετικό σημείωμα, για έργο πολλών χρόνων, που ωρίμασε αρκούντως ώσπου να δει το φως της δημοσιότητας. Τα τέσσερα κείμενα σχολιάζονται και ακολουθούν ένας «θεματικός κατάλογος των μεταφρασμένων τεχνικών όρων», ένα καλό χρονολόγιο, καθώς και ένα άρτιο Ευρετήριο ονομάτων. Κοντολογίς, ένα καλαίσθητο, άψογο εκδοτικό επίτευγμα, το οποίο αναδεικνύει συνετά ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του αιώνα που τον είπαν των «Φώτων», και που ευχής έργο θα ήταν να τον γνωρίσουμε όσο γίνεται καλύτερα για το δικό μας όφελος, σήμερα, προετοιμάζοντας ένα λυσιτελές αύριο για τους επερχόμενους.
Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-11-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι πανθομολογούμενο πως ο γαλλικός Διαφωτισμός, σε αντίθεση με τη γερμανική φιλοσοφική σκέψη, δεν διέπεται από συστηματικότητα στην έκθεση των ιδεών του. Αυτή όμως η έλλειψη δεν οφείλεται σε πνευματική οκνηρία ή σε μεθοδολογικές επιλογές, αντιθέτως, αποτελεί απότοκο της προσπάθειας των philosophes να γνωρίσουν τα πάντα και να γράψουν για τα πάντα με έναν παιγνιώδη και αφοριστικό τρόπο που δεν θα πρόδιδε τις αρχές της ορθολογικής αφετηρίας της σκέψης τους. Αυτό ισχύει σε υπερθετικό βαθμό για τον Ντιντερό, ο οποίος θήτευσε σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου. Ο Ντιντερό είναι πρωτίστως φιλόσοφος που εκθέτει τις ιδέες του με έναν εξαιρετικά πολύπλευρο τρόπο. Εγραψε θεατρικά, δοκίμια, φιλοσοφικές σάτιρες, διαλογικά μυθιστορήματα. Κοινός στόχος όλων αυτών των μορφών - λόγων του είναι ο σχεδιασμός της λεωφόρου από την οποία οφείλει να διέλθει η κριτική σκέψη ως απαραίτητη προϋπόθεση του αγώνα κατά των προκαταλήψεων και της άγνοιας.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ντιντερό στη φιλοσοφική του σάτιρα «Ο ανιψιός του Ραμώ» («Καστανιώτης», 2002, μετάφραση Σάσα Τσακίρη) μας προειδοποιεί πως αν δεν γνωρίζουμε τα πάντα δεν γνωρίζουμε τίποτε καλά. Αυτό μπορεί να φαίνεται αλαζονικό, αλλά αποτελεί τη μέθοδο του Ντιντερό για να ενεργοποιήσει τους απελευθερωμένους από τα βαρίδια της θεολογικής αυθεντίας ανθρώπους, ώστε να επιτεθούν στο φρούριο της γνώσης που φυλασσόταν καλά από την απόλυτη εξουσία και το ιερατείο. Ως ανιδιοτελής διανοούμενος ανέλαβε το συντονισμό (αλλά και τη συγγραφή πολλών άρθρων εκτεινόμενων σχεδόν σε όλα τα πεδία της γνώσης) της έκδοσης του συλλογικού έργου των διαφωτιστών με το γενικό τίτλο Εγκυκλοπαίδεια ή Λογικό Λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων, που αποτελούσε το τέλειο μέσο για να γνωρίσουν οι άνθρωποι αυτά «τα πάντα».
Κίνητρό του είναι η πνευματική περιέργεια και η ανησυχία, που παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον άνθρωπο της αναγέννησης για να την παραδώσει στον άνθρωπο της νεωτερικότητας. Αυτή η περιέργεια των τυχοδιωκτών θαλασσοπόρων, των καινοτόμων ζωγράφων της αναγεννησιακής προοπτικής, των αρχιτεκτόνων και των φιλοσόφων αμφισβητιών της εξ αποκαλύψεως αληθείας στηρίζεται σε τρία δεδομένα: στο ανοιχτό μυαλό, στη δυνατή αλλά και αυτοελεγχόμενη φαντασία και στην επαναστατημένη ψυχή. Η περιέργεια και αυτά τα τρία δεδομένα αποτελούν τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του παράδοξου θεάτρου του Ντιντερό, οι πράξεις του οποίου εκτελούνται στη σκηνή της κριτικής και ορθολογικής σκέψης. Η μέθοδος διάδοσης αυτής της περιέργειας δεν είναι τόσο ο υλισμός ή ο εμπειρισμός, αλλά αυτό που αποκαλείται ως το παράδοξο του Ντιντερό. Η χρήση δηλαδή του διαλόγου ως μεθόδου για να υποστηρίζει τις ιδέες του μέσα από την έκθεση των απόψεων των αντιπάλων του. Αυτή η «ενότητα των αντιθέτων» προαναγγέλλει τις καντιανές αντινομίες.
Οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις
Το 1746 ο Ντιντερό έγραψε τις Φιλοσοφικές Σκέψεις, τις οποίες καταδίκασε αμέσως το κοινοβούλιο του Παρισιού. Το 1749, επηρεασμένος από το έργο του Κοντιγιάκ Δοκίμιο περί καταγωγής των ανθρωπίνων γνώσεων, (1746), («Καστανιώτης», 2001, μετάφραση Ευθύμης Σπετσιέρης) δημοσίευσε την περίφημη Επιστολή για τους τυφλούς προς χρήση αυτών που βλέπουν, (και τα δύο αυτά κείμενα καθώς και άλλα ιδιαίτερα σημαντικά φιλοσοφικά του δοκίμια δημοσιεύτηκαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ζήτρος», 1998, σε μετάφραση Ακη Καλογνώμη). Εκεί υποστηρίζει πως οι γνώσεις αλλά και η ηθική θεμελιώνονται στις αισθήσεις. Η δημοσίευση αυτού του δοκιμίου τού στοίχισε μια ολιγόμηνη φυλάκιση στο Βενσέν.
Στον παρόντα τόμο συγκεντρώνονται τέσσερα κείμενα που συνθέτουν το παζλ της αισθητικής του σύλληψης. Στο πρώτο κείμενο, Επιστολή για τους κωφάλαλους προς χρήση όσων ακούν και βλέπουν (1751), πιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει με την Επιστολή για τους τυφλούς, σκοπός του όμως τώρα είναι να εκθέσει τις απόψεις του για τα στηρίγματα της τάξης του λόγου. Ανεβαίνοντας στην άμαξα των αισθητικών ιδεών του Ντιντερό, αρχικά, βλέπουμε την προτεραιότητα της φυσικής τάξης των ιδεών, στην οποία τα επίθετα που αναπαριστούν τις ιδιότητες των αισθητών κατέχουν την πρώτη θέση. Στον επιστημονικό όμως λόγο είναι τα αφηρημένα ουσιαστικά που κατέχουν αυτή τη θέση. Οι κωφάλαλοι που επικοινωνούν με χειρονομίες που υπαγορεύονται από τη φύση και όχι από τις προκαταλήψεις ακολουθούν τη φυσική τάξη των ιδεών. Η προτεραιότητα της φυσικής τάξης αποτελεί και το εφαλτήριο της αντίληψής του για τη γλώσσα και την εξέλιξή της.
Το δεύτερο κείμενο, Φιλοσοφικές αναζητήσεις για την προέλευση και τη φύση του ωραίου (1751) αποτελεί και το λήμμα «Περί Ωραίου» στο δεύτερο τόμο της εγκυκλοπαίδειας. Ο διαφωτιστής Ντιντερό μας προειδοποιεί πως το ωραίο είναι κάτι που όλοι αισθάνονται την παρουσία του και όλοι μιλούν για αυτό, λίγοι όμως γνωρίζουν τι είναι αυτό. Οι περισσότεροι στοχαστές αναζητούν την ουσία του ωραίου σε μια ιδιότητα. Ο Πλάτων περιορίζεται να μας πει τι δεν είναι ωραίο, ο ιερός Αυγουστίνος περιορίζει το ωραίο στην ενότητα και στην ακριβή σχέση κάθε μέρους του όλου με τα υπόλοιπα, ο Βολφ συγχέει το ωραίο με την ευχαρίστηση που αυτό προκαλεί, ο Κρουζά εμμένοντας στα πολλαπλά γνωρίσματά του το κατακερματίζει, η δε αρχή του Χάτσεσον για το ωραίο ως ομοιομορφία μέσα στην εναλλαγή δεν έχει γενική ισχύ. Στόχος του Ντιντερό είναι η κατάδειξη του μονομερούς χαρακτήρα αυτών των θεολογικών, νατουραλιστικών και ψυχολογικών ερμηνειών που αποξενώνουν το ωραίο από τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η αισθητική ολοκλήρωση
Οι έννοιες της τάξης, της οργάνωσης, της συμμετρίας, της αναλογίας, της ενότητας, του μεγάλου, του ωφέλιμου προέρχονται από τις αισθήσεις και είναι κατασκευάσιμες, γι' αυτό, αν και αποδίδουν πλευρές του ωραίου, δεν ταυτίζονται με αυτό. Η εκ των ένδον αισθητική του φιλόσοφου ανακαλύπτει το Ωραίο που ξυπνάει στη νόησή μας την ιδέα των σχέσεων. Αυτή η ιδέα αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του ωραίου.
Τρία σημεία πρέπει να προσεχθούν εδώ. Το πρώτο αφορά το γεγονός πως οι σχέσεις αυτές δεν είναι κάποιες νοητές ή φανταστικές σχέσεις που μεταφέρονται από τη φαντασία μας, αλλά πραγματικές σχέσεις που υπάρχουν εντός του ωραίου και οι οποίες εντοπίζονται με τη βοήθεια των αισθήσεων. Αν όμως το ωραίο συνίσταται στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα μέρη ενός μεγάρου ή τους ήχους ενός μουσικού κομματιού, το γεγονός πως αυτές οι σχέσεις είναι απροσδιόριστες και γίνονται αντιληπτές με ευχαρίστηση, οδηγεί στο σφάλμα να εκλαμβάνεται το ωραίο ως υπόθεση του αισθήματος και όχι της λογικής. Μόνο όμως χάρη στο γεγονός πως το ωραίο αποτελεί υπόθεση της λογικής εξηγούνται οι διαφορετικές αντιλήψεις γι' αυτό. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο.
Το τρίτο σημείο αφορά τη σχέση της μίμησης και του γούστου με το ωραίο και είναι το αντικείμενο διαπραγμάτευσης στα επόμενα δύο κείμενα, στα Δοκίμια για τη ζωγραφική (1766) και στις Σκόρπιες σκέψεις για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση (1777). Ο συγγραφέας υποστηρίζει μεν το μιμητικό χαρακτήρα των εικαστικών τεχνών, αποστρέφεται όμως όσο τίποτε τις νατουραλιστικές θέσεις. Γι' αυτόν η φύση, η οποία δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, είναι μία και μοναδική και το έργο τέχνης δεν αποτελεί αντίγραφό της. Η φύση είναι το πρότυπο - σχέδιο πάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης κάνει τη δική του εκτέλεση. Το πρότυπο του ποιητή, του ηθοποιού, του ζωγράφου, του αρχιτέκτονα δεν είναι η φύση, αλλά το σχέδιό της. Η μεγάλη δυσκολία της τέχνης είναι στο να περισώσει τη δυσκολία αυτού του σχεδίου. Μόνο μέσα από αυτήν τη διευκρίνιση μπορεί να κατανοηθεί η άποψη του τεχνοκριτικού Ντιντερό «πως η αρμονία του πιο ωραίου πίνακα δεν είναι παρά μια ελάχιστη μίμηση της αρμονίας της φύσης».
Δεν είναι όμως εδώ το τέρμα της αισθητικής διαδρομής του φιλόσοφου. Η αισθητική του στηρίζεται στην έννοια του γούστου, που αργότερα αποτέλεσε και την κεντρική έννοια της καντιανής αισθητικής. Εφόσον το αληθινό, το καλό και το ωραίο βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο, τότε το γούστο είναι η ευχέρεια να νιώθουμε το καλό και το αληθινό συγχρόνως με την περίσταση που το κάνει ωραίο. Ας μην κατεβούμε όμως ακόμη από την άμαξα της ντιντεριανής αισθητικής. Θα κατεβούμε όταν μάθουμε πως η εμπειρία και η μελέτη, και όχι η ευαισθησία, είναι «τα προκαταρκτικά στοιχεία για όποιον κατασκευάζει με τα χέρια του και για όποιον κρίνει».
Στο πνευματικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα μας, με την περιφρονητική στάση μεγάλων τμημάτων της καλλιτεχνικής της διανόησης έναντι της γνώσης, της πειθαρχίας και της λογικής, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο από την καλαίσθητη αυτή έκδοση. Η δε αντίληψή για το ωραίο ως ανθρώπινη και ιστορική σχέση μπορεί να μας εξηγήσει και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η έκθεση «Outlook».
Ολοι οι συντελεστές της έκδοσης είναι άψογοι. Η μετάφραση της Κλαίρης Μιτσοτάκη, γνωστής και δόκιμης μεταφράστριας υψηλών κειμένων, η εισαγωγή της Επης Μελοπούλου - Αλούπη, η οποία έφυγε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω της αξιόλογες μελέτες για την αισθητική του Ντιντερό, οι κατατοπιστικές σημειώσεις και το βιογραφικό χρονολόγιο, καθώς και ο θεματικός κατάλογος των μεταφρασμένων όρων σε συνδυασμό με το ευρετήριο ονομάτων μάς παραδίδουν έναν πολύτιμο τόμο. Η συνεισφορά της «Εστίας» στην ανάδειξη της ελληνικής λογοτεχνίας και στη μεταφραστική υποστήριξη σημαντικών ξενόγλωσσων λογοτεχνικών έργων είναι αναμφισβήτητη. Με χαρά όμως παρατηρούμε πως η προσφορά του εκδοτικού οίκου εντατικοποιείται και στο χώρο του κριτικού δοκιμίου (από τις σειρές «Φιλοσοφία» και «Εστίες Ιδεών»). Δεν μας μένει τίποτε άλλο από το να ελπίζουμε πως θα συνεχισθεί και θα εμπλουτισθεί με νέα έργα αυτή η προσπάθεια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/02/2004
Τέσσερα κείμενα του Ντιντερό (1713-1784), το καθένα κι ένα είδος, μα με κοινή αναφορά τις καλές τέχνες, αποδίδονται στην παρούσα έκδοση στα ελληνικά, μεταφέροντας περίτεχνα το γούστο και τη χάρη του κατεξοχήν γαλλικού αιώνα που είναι ο 18ος, ο αιώνας του Διαφωτισμού, αξεχώριστος όμως από τις φιλάρεσκες, προσφυείς και παιγνιώδεις επιδόσεις σε κάθε απόκρυφη ή εμφανή πτύχωση της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Γνήσιο τέκνο του Διαφωτισμού, ο Ντιντερό (1713-1784) έχει συνδέσει το όνομά του τόσο με εργώδεις συλλογικές κινήσεις (π.χ., την έκδοση της πολύτομης Εγκυκλοπαίδειας που περίπου επί μία εικοσαετία φωτοδοτούσε όχι μόνο το γαλλικό αλλά και το πανευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό) όσο και με προσωπικές μεγάλες και ρηξικέλευθες για την εποχή του στιγμές (π.χ., τον Ανιψιό του Ραμώ, που πρωτοκυκλοφόρησε μεταφρασμένος από τον Γκαίτε στα γερμανικά, τον Ιάκωβο τον μοιρολάτρη, ευρηματική παρωδία του Τρίστραμ Σάντυ του Στερν, τα Αδιάκριτα κοσμήματα, τη Μοναχή, το Παράδοξο με τον ηθοποιό και πλήθος άλλα κείμενα, συνδυάζοντας τη διαφωτιστική ποιητική και ηθική με τη φιλοσοφία της εποχής, που θα καταλήξει σε άρτια αισθητική πρόταση).
Στην Ελλάδα γνωρίζουμε μάλλον περισσότερο τον «λογοτέχνη» Ντιντερό, αν και είναι δύσκολο να κατηγοριοποιήσει ή να στεγανοποιήσει κανείς το έργο του: φιλοσοφεί λογοτεχνώντας, αρτύνει με μπρίο και φιλόσοφο πνεύμα τους διαλόγους του, είδος που επανέρχεται θριαμβευτικά στον αιώνα του και καλλιεργείται επιμελώς από τους διανοουμένους, ανατρέπει τον χαρακτήρα του παραδοσιακού μυθιστορήματος και διηγήματος, υπονομεύει τα όρια της μυθοπλασίας (ας θυμίσουμε έναν τίτλο του που θα έχει διαχρονική επιτυχία και θα ακουστεί ποικιλότροπα έως σήμερα: Ceci n' est pas un conte - Αυτό δεν είναι παραμύθι). Παρά ταύτα, ο έλληνας αναγνώστης είναι σε θέση να γνωρίζει κάπως και τον «φιλόσοφο», θεωρητικό Ντιντερό έχοντας στη διάθεσή του το Ονειρο του Ντ' Αλαμπέρ (Ηριδανός, 1991, και Ζήτρος, 1998), τους Αγριους και πολιτισμένους (Βάνιας, 1994), καθώς και τα Δοκίμια για την τέχνη και την αισθητική (Εστία, 1995, μεταφρασμένα και πάλι από την Κλαίρη Μιτσοτάκη, δυστυχώς εκτός εμπορίου αυτή τη στιγμή, άρα εκτός αυτοψίας).
Προς κωφαλάλους
Στον ανά χείρας τόμο συγκεντρώνονται ακριβώς σήμερα κείμενα του δαιμόνιου συγγραφέα που θα μπορούσαν να υπαχθούν σε μια Αισθητική και προσφυώς ονοματίζονται Αισθητικά (μολονότι ο ίδιος δεν χρησιμοποιεί τον νεότευκτο όρο· αυτός αρχίζει να κυκλοφορεί στον χώρο των γραμμάτων γύρω στα μέσα του αιώνα κυρίως από τον Γερμανό Baumgarten με την Aesthetica acroamatica). Πρόκειται για τέσσερα κείμενα που επιμερίζονται σε δύο ενότητες: στην πρώτη εντάσσονται η Επιστολή για τους κωφάλαλους προς χρήσιν όσων ακούν και βλέπουν (1751) και οι Φιλοσοφικές αναζητήσεις για την προέλευση και τη φύση του ωραίου (επίσης το 1751, λήμμα στην Εγκυκλοπαίδεια «περί ωραίου»)· στη δεύτερη ανήκουν τα Δοκίμια για τη ζωγραφική (1766) και οι Σκόρπιες σκέψεις για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση (1777). Η πρώτη ενότητα είναι κατά κάποιον τρόπο καταστατική, παρέχει τους γερούς αρμούς για τα τεχνοκριτικά, όπως θα μπορούσε κανείς να τα χαρακτηρίσει, κείμενα του δεύτερου μέρους, αφενός δοκιμιακά και αφετέρου αφοριστικά, στη μορφή των αποφθεγμάτων του Πασκάλ («σκόρπιες σκέψεις» τα αποκαλεί ο ίδιος). Ωστόσο ένα κείμενο κυκλοφορεί υποδορίως στον τόμο, σύστοιχο της Επιστολής για τους κωφάλαλους, η περίφημη Επιστολή για τους τυφλούς προς χρήσιν όσων βλέπουν (1749). Περίφημη γιατί του κόστισε τον εγκλεισμό του στον πύργο-φυλακή της Vincennes για κάποιους μήνες (καλοκαίρι - φθινόπωρο 1749)· περίφημη επίσης γιατί εκεί ανέπτυσσε πρωτίστως την αισθησιοκρατική αισθητική του, που θα επαναλάμβανε, με άλλους όρους, στη δεύτερη Επιστολή για τους κωφάλαλους, δημιουργώντας έτσι ένα πρότυπο αισθητικό δίπτυχο. Εικάζουμε ότι η Επιστολή αυτή απουσιάζει από τον παρόντα τόμο επειδή είδε προσφάτως το φως σε άλλη έκδοση (Ντ. Ντιντερό, Φιλοσοφικές σκέψεις, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη, 1998, σε μετάφραση του Ακη Καλογνωμή).
Σε αμφότερες τις Επιστολές προωθείται μια επαναστατική φιλοσοφία, στην οποία το σύμπαν δεν εμφανίζεται ως θαυμαστός μηχανισμός, αλλά με τη μορφή ενός χαοτικού συνόλου, σε διαρκή εξέλιξη, με εφήμερη συμμετρία και στιγμιαία τάξη. Τα έμψυχα όντα (συμπεριλαμβανομένου του ανθρώπου) δεν έρχονται στον κόσμο έτσι όπως τα βλέπουμε, από τα χέρια του Θεού, αλλά προκύπτουν από την εξελικτική κίνηση που συνδυάζει ποσότητες ύλης ώσπου αυτές να αποκτήσουν κάποια διάταξη που θα ρυθμίζει την επίμονη παρουσία τους. Στην προοπτική αυτή το κανονικό δεν είναι παρά μια περίπτωση του τερατώδους, οι όροι τυφλότητας και διαύγειας είναι σχετικοί και προβάλλεται σθεναρά η επιφύλαξη που θα πρέπει να έχουμε στις κατ' αίσθηση εμπειρίες μας. Οι τυφλοί, οι κωφάλαλοι, ισχυρίζεται σκανδαλωδώς ο Ντιντερό, ενδέχεται να «βλέπουν», να «ενωτίζονται» καλύτερα την πραγματικότητα από τους θεατές και ακροατές που έχουν «άρτια» αισθητηριακή αντίληψη. Η εικόνα της πραγματικότητας που οι αισθήσεις μας «φιλτράρουν» και μας μεταδίδουν δεν είναι η ακριβής αναπαράστασή της, αλλά μια νοητική κατασκευή, δημιούργημα του πνεύματός μας. Αλλωστε θα πρέπει να γίνει και η διάκριση ανάμεσα στους εκ γενετής τυφλούς και κωφάλαλους, και στους κατά συνθήκην. Σε κάθε περίπτωση, διαγράφεται με λεπτούς επαγωγικούς συλλογισμούς η πίστη στο «φυσικό» και στο ένυλο σύμπαν, αυτό που οι αισθήσεις μας μπορούν να καταγράψουν ώστε από το αισθητηριακό επίπεδο να γίνει η μετάβαση στο αισθητικό, στον κόσμον, παρακάμπτοντας τους παραδοσιακούς κανόνες και ποιητικές - μη λησμονούμε εν προκειμένω πως η «Αισθητική» του Ντιντερό αντιμάχεται σε μεγάλο βαθμό την κανονιστική, κλασικιστική ποιητική του Batteux, του Βατεύξιου, όπως τον αποκαλούν οι παλαιότερες ημέτερες ρητορικο-ποιητικές.
Περί μιμητικών τεχνών
Στα δύο κεφάλαια της δεύτερης ενότητας (μια μικρή πραγματεία σε μορφή δοκιμίων για τη ζωγραφική και Σκόρπιες σκέψεις, αφοριστικά τεχνογνωστικά εδάφια) μιλάει ο τεχνοκρίτης Ντιντερό, ο έμπειρος θιασώτης των Salons, ικανός να αναπτύσσει θεωρητικές απόψεις, ερειδόμενες όμως σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στα μεν δοκίμια για το σχέδιο, για το χρώμα και τους κολορίστες, για τη φωτοσκίαση, για τη σύνθεση, για τη σχέση ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής, δημοσιευμένα κυρίως στο έντυπο του Grimm Correspondance litteraire (γεγονός που παλαιότερα προφύλασσε τον συγγραφέα από την αυστηρή λογοκρισία της εποχής), ο Ντιντερό αναδεικνύει τις γνώσεις του γύρω από τις μιμητικές τέχνες, με προεξάρχουσα τη ζωγραφική, εξυμνώντας τη φύση, το τοπίο, το φως, την εικαστική απόδοση της σάρκας και της ηλιόλουστης υπαίθρου. Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο των αφορισμών ο τεχνοκριτικός και τεχνογνώστης κεντά ανάλαφρα τους στοχασμούς του για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση, στοιχειοθετώντας, κατά κάποιον τρόπο, μια συγκριτική ποιητική, έστω και αν αυτή είναι αποσπασματική, μορφολογικά δηλαδή συγγενής των πασκαλιανών στοχασμών, αλλά και συγκαιρινών γερμανικών αντίστοιχων κειμένων. Ο τεχνοκρίτης Ντιντερό μιλάει, όπως πάντα, μετά λόγου γνώσεως, εφόσον έχουν προηγηθεί ταξίδια του στην Ολλανδία, στη Γερμανία και στη Ρωσία, έχει γνωρίσει δηλαδή εκ του σύνεγγυς τους μεγάλους ολλανδούς ζωγράφους και τους αξιόλογους πίνακες που φιλοξενεί το Ermitage στην Αγία Πετρούπολη. Κατά την Επη Μελοπούλου-Αλούπη, μάλιστα, η οποία έχει σκύψει με σέβας αλλά και βαθιά γνώση στο έργο του Ντιντερό (άφησε πίσω της μια εξόχως ενδιαφέρουσα διατριβή για τον συγγραφέα) και στην οποία οφείλουμε τη διαφωτιστική εικοσασέλιδη εισαγωγή του παρόντος τόμου, αυτός ο αφοριστικός, παιγνιώδης, αλλά συνάμα και στοχαστικός τρόπος έκφρασης θα μπορούσε να χαρακτηρίσει το σύνολο έργο του συγγραφέα: έχοντας δοκιμάσει και δοκιμαστεί σε όλες τις δυνατές μορφές λόγου (επιστολή, διάλογος, μυθιστόρημα, θέατρο, δοκίμιο, απόσπασμα, φιλοσοφικός μύθος), ο διανοούμενος, εν τέλει, Ντιντερό επιλέγει να μιλήσει για τις καλές τέχνες και το καλλιτεχνικό γούστο με αυτές τις γοργές σαϊτιές, τις ευθύβολες παρατηρήσεις. Αντιλαμβάνεται κανείς πόσο χρήσιμη και εποικοδομητική θα ήταν για την αισθητική μας παιδεία μια μετάφραση όλων των Salons του Ντιντερό.
Η Κλαίρη Μιτσοτάκη, δόκιμη μεταφράστρια γαλλικών «δύσκολων» κειμένων, αναδεικνύει και εδώ την ευρηματικότητα και την οξύνοια του αναγνώστη-ερμηνευτή-μεταφραστή. Πρόκειται, άλλωστε, όπως το διευκρινίζει σε σχετικό σημείωμα, για έργο πολλών χρόνων, που ωρίμασε αρκούντως ώσπου να δει το φως της δημοσιότητας. Τα τέσσερα κείμενα σχολιάζονται και ακολουθούν ένας «θεματικός κατάλογος των μεταφρασμένων τεχνικών όρων», ένα καλό χρονολόγιο, καθώς και ένα άρτιο Ευρετήριο ονομάτων. Κοντολογίς, ένα καλαίσθητο, άψογο εκδοτικό επίτευγμα, το οποίο αναδεικνύει συνετά ένα από τα λαμπρότερα πνεύματα του αιώνα που τον είπαν των «Φώτων», και που ευχής έργο θα ήταν να τον γνωρίσουμε όσο γίνεται καλύτερα για το δικό μας όφελος, σήμερα, προετοιμάζοντας ένα λυσιτελές αύριο για τους επερχόμενους.
Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 16-11-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι πανθομολογούμενο πως ο γαλλικός Διαφωτισμός, σε αντίθεση με τη γερμανική φιλοσοφική σκέψη, δεν διέπεται από συστηματικότητα στην έκθεση των ιδεών του. Αυτή όμως η έλλειψη δεν οφείλεται σε πνευματική οκνηρία ή σε μεθοδολογικές επιλογές, αντιθέτως, αποτελεί απότοκο της προσπάθειας των philosophes να γνωρίσουν τα πάντα και να γράψουν για τα πάντα με έναν παιγνιώδη και αφοριστικό τρόπο που δεν θα πρόδιδε τις αρχές της ορθολογικής αφετηρίας της σκέψης τους. Αυτό ισχύει σε υπερθετικό βαθμό για τον Ντιντερό, ο οποίος θήτευσε σε όλα σχεδόν τα είδη του γραπτού λόγου. Ο Ντιντερό είναι πρωτίστως φιλόσοφος που εκθέτει τις ιδέες του με έναν εξαιρετικά πολύπλευρο τρόπο. Εγραψε θεατρικά, δοκίμια, φιλοσοφικές σάτιρες, διαλογικά μυθιστορήματα. Κοινός στόχος όλων αυτών των μορφών - λόγων του είναι ο σχεδιασμός της λεωφόρου από την οποία οφείλει να διέλθει η κριτική σκέψη ως απαραίτητη προϋπόθεση του αγώνα κατά των προκαταλήψεων και της άγνοιας.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ντιντερό στη φιλοσοφική του σάτιρα «Ο ανιψιός του Ραμώ» («Καστανιώτης», 2002, μετάφραση Σάσα Τσακίρη) μας προειδοποιεί πως αν δεν γνωρίζουμε τα πάντα δεν γνωρίζουμε τίποτε καλά. Αυτό μπορεί να φαίνεται αλαζονικό, αλλά αποτελεί τη μέθοδο του Ντιντερό για να ενεργοποιήσει τους απελευθερωμένους από τα βαρίδια της θεολογικής αυθεντίας ανθρώπους, ώστε να επιτεθούν στο φρούριο της γνώσης που φυλασσόταν καλά από την απόλυτη εξουσία και το ιερατείο. Ως ανιδιοτελής διανοούμενος ανέλαβε το συντονισμό (αλλά και τη συγγραφή πολλών άρθρων εκτεινόμενων σχεδόν σε όλα τα πεδία της γνώσης) της έκδοσης του συλλογικού έργου των διαφωτιστών με το γενικό τίτλο Εγκυκλοπαίδεια ή Λογικό Λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων, που αποτελούσε το τέλειο μέσο για να γνωρίσουν οι άνθρωποι αυτά «τα πάντα».
Κίνητρό του είναι η πνευματική περιέργεια και η ανησυχία, που παραλαμβάνει τη σκυτάλη από τον άνθρωπο της αναγέννησης για να την παραδώσει στον άνθρωπο της νεωτερικότητας. Αυτή η περιέργεια των τυχοδιωκτών θαλασσοπόρων, των καινοτόμων ζωγράφων της αναγεννησιακής προοπτικής, των αρχιτεκτόνων και των φιλοσόφων αμφισβητιών της εξ αποκαλύψεως αληθείας στηρίζεται σε τρία δεδομένα: στο ανοιχτό μυαλό, στη δυνατή αλλά και αυτοελεγχόμενη φαντασία και στην επαναστατημένη ψυχή. Η περιέργεια και αυτά τα τρία δεδομένα αποτελούν τους πραγματικούς πρωταγωνιστές του παράδοξου θεάτρου του Ντιντερό, οι πράξεις του οποίου εκτελούνται στη σκηνή της κριτικής και ορθολογικής σκέψης. Η μέθοδος διάδοσης αυτής της περιέργειας δεν είναι τόσο ο υλισμός ή ο εμπειρισμός, αλλά αυτό που αποκαλείται ως το παράδοξο του Ντιντερό. Η χρήση δηλαδή του διαλόγου ως μεθόδου για να υποστηρίζει τις ιδέες του μέσα από την έκθεση των απόψεων των αντιπάλων του. Αυτή η «ενότητα των αντιθέτων» προαναγγέλλει τις καντιανές αντινομίες.
Οι φιλοσοφικές προϋποθέσεις
Το 1746 ο Ντιντερό έγραψε τις Φιλοσοφικές Σκέψεις, τις οποίες καταδίκασε αμέσως το κοινοβούλιο του Παρισιού. Το 1749, επηρεασμένος από το έργο του Κοντιγιάκ Δοκίμιο περί καταγωγής των ανθρωπίνων γνώσεων, (1746), («Καστανιώτης», 2001, μετάφραση Ευθύμης Σπετσιέρης) δημοσίευσε την περίφημη Επιστολή για τους τυφλούς προς χρήση αυτών που βλέπουν, (και τα δύο αυτά κείμενα καθώς και άλλα ιδιαίτερα σημαντικά φιλοσοφικά του δοκίμια δημοσιεύτηκαν στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ζήτρος», 1998, σε μετάφραση Ακη Καλογνώμη). Εκεί υποστηρίζει πως οι γνώσεις αλλά και η ηθική θεμελιώνονται στις αισθήσεις. Η δημοσίευση αυτού του δοκιμίου τού στοίχισε μια ολιγόμηνη φυλάκιση στο Βενσέν.
Στον παρόντα τόμο συγκεντρώνονται τέσσερα κείμενα που συνθέτουν το παζλ της αισθητικής του σύλληψης. Στο πρώτο κείμενο, Επιστολή για τους κωφάλαλους προς χρήση όσων ακούν και βλέπουν (1751), πιάνει το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει με την Επιστολή για τους τυφλούς, σκοπός του όμως τώρα είναι να εκθέσει τις απόψεις του για τα στηρίγματα της τάξης του λόγου. Ανεβαίνοντας στην άμαξα των αισθητικών ιδεών του Ντιντερό, αρχικά, βλέπουμε την προτεραιότητα της φυσικής τάξης των ιδεών, στην οποία τα επίθετα που αναπαριστούν τις ιδιότητες των αισθητών κατέχουν την πρώτη θέση. Στον επιστημονικό όμως λόγο είναι τα αφηρημένα ουσιαστικά που κατέχουν αυτή τη θέση. Οι κωφάλαλοι που επικοινωνούν με χειρονομίες που υπαγορεύονται από τη φύση και όχι από τις προκαταλήψεις ακολουθούν τη φυσική τάξη των ιδεών. Η προτεραιότητα της φυσικής τάξης αποτελεί και το εφαλτήριο της αντίληψής του για τη γλώσσα και την εξέλιξή της.
Το δεύτερο κείμενο, Φιλοσοφικές αναζητήσεις για την προέλευση και τη φύση του ωραίου (1751) αποτελεί και το λήμμα «Περί Ωραίου» στο δεύτερο τόμο της εγκυκλοπαίδειας. Ο διαφωτιστής Ντιντερό μας προειδοποιεί πως το ωραίο είναι κάτι που όλοι αισθάνονται την παρουσία του και όλοι μιλούν για αυτό, λίγοι όμως γνωρίζουν τι είναι αυτό. Οι περισσότεροι στοχαστές αναζητούν την ουσία του ωραίου σε μια ιδιότητα. Ο Πλάτων περιορίζεται να μας πει τι δεν είναι ωραίο, ο ιερός Αυγουστίνος περιορίζει το ωραίο στην ενότητα και στην ακριβή σχέση κάθε μέρους του όλου με τα υπόλοιπα, ο Βολφ συγχέει το ωραίο με την ευχαρίστηση που αυτό προκαλεί, ο Κρουζά εμμένοντας στα πολλαπλά γνωρίσματά του το κατακερματίζει, η δε αρχή του Χάτσεσον για το ωραίο ως ομοιομορφία μέσα στην εναλλαγή δεν έχει γενική ισχύ. Στόχος του Ντιντερό είναι η κατάδειξη του μονομερούς χαρακτήρα αυτών των θεολογικών, νατουραλιστικών και ψυχολογικών ερμηνειών που αποξενώνουν το ωραίο από τις ανθρώπινες σχέσεις.
Η αισθητική ολοκλήρωση
Οι έννοιες της τάξης, της οργάνωσης, της συμμετρίας, της αναλογίας, της ενότητας, του μεγάλου, του ωφέλιμου προέρχονται από τις αισθήσεις και είναι κατασκευάσιμες, γι' αυτό, αν και αποδίδουν πλευρές του ωραίου, δεν ταυτίζονται με αυτό. Η εκ των ένδον αισθητική του φιλόσοφου ανακαλύπτει το Ωραίο που ξυπνάει στη νόησή μας την ιδέα των σχέσεων. Αυτή η ιδέα αποτελεί την ειδοποιό διαφορά του ωραίου.
Τρία σημεία πρέπει να προσεχθούν εδώ. Το πρώτο αφορά το γεγονός πως οι σχέσεις αυτές δεν είναι κάποιες νοητές ή φανταστικές σχέσεις που μεταφέρονται από τη φαντασία μας, αλλά πραγματικές σχέσεις που υπάρχουν εντός του ωραίου και οι οποίες εντοπίζονται με τη βοήθεια των αισθήσεων. Αν όμως το ωραίο συνίσταται στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα μέρη ενός μεγάρου ή τους ήχους ενός μουσικού κομματιού, το γεγονός πως αυτές οι σχέσεις είναι απροσδιόριστες και γίνονται αντιληπτές με ευχαρίστηση, οδηγεί στο σφάλμα να εκλαμβάνεται το ωραίο ως υπόθεση του αισθήματος και όχι της λογικής. Μόνο όμως χάρη στο γεγονός πως το ωραίο αποτελεί υπόθεση της λογικής εξηγούνται οι διαφορετικές αντιλήψεις γι' αυτό. Αυτό είναι το δεύτερο σημείο.
Το τρίτο σημείο αφορά τη σχέση της μίμησης και του γούστου με το ωραίο και είναι το αντικείμενο διαπραγμάτευσης στα επόμενα δύο κείμενα, στα Δοκίμια για τη ζωγραφική (1766) και στις Σκόρπιες σκέψεις για τη ζωγραφική, τη γλυπτική και την ποίηση (1777). Ο συγγραφέας υποστηρίζει μεν το μιμητικό χαρακτήρα των εικαστικών τεχνών, αποστρέφεται όμως όσο τίποτε τις νατουραλιστικές θέσεις. Γι' αυτόν η φύση, η οποία δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, είναι μία και μοναδική και το έργο τέχνης δεν αποτελεί αντίγραφό της. Η φύση είναι το πρότυπο - σχέδιο πάνω στο οποίο ο καλλιτέχνης κάνει τη δική του εκτέλεση. Το πρότυπο του ποιητή, του ηθοποιού, του ζωγράφου, του αρχιτέκτονα δεν είναι η φύση, αλλά το σχέδιό της. Η μεγάλη δυσκολία της τέχνης είναι στο να περισώσει τη δυσκολία αυτού του σχεδίου. Μόνο μέσα από αυτήν τη διευκρίνιση μπορεί να κατανοηθεί η άποψη του τεχνοκριτικού Ντιντερό «πως η αρμονία του πιο ωραίου πίνακα δεν είναι παρά μια ελάχιστη μίμηση της αρμονίας της φύσης».
Δεν είναι όμως εδώ το τέρμα της αισθητικής διαδρομής του φιλόσοφου. Η αισθητική του στηρίζεται στην έννοια του γούστου, που αργότερα αποτέλεσε και την κεντρική έννοια της καντιανής αισθητικής. Εφόσον το αληθινό, το καλό και το ωραίο βρίσκονται πολύ κοντά το ένα στο άλλο, τότε το γούστο είναι η ευχέρεια να νιώθουμε το καλό και το αληθινό συγχρόνως με την περίσταση που το κάνει ωραίο. Ας μην κατεβούμε όμως ακόμη από την άμαξα της ντιντεριανής αισθητικής. Θα κατεβούμε όταν μάθουμε πως η εμπειρία και η μελέτη, και όχι η ευαισθησία, είναι «τα προκαταρκτικά στοιχεία για όποιον κατασκευάζει με τα χέρια του και για όποιον κρίνει».
Στο πνευματικό κλίμα που επικρατεί στη χώρα μας, με την περιφρονητική στάση μεγάλων τμημάτων της καλλιτεχνικής της διανόησης έναντι της γνώσης, της πειθαρχίας και της λογικής, τίποτε δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρο από την καλαίσθητη αυτή έκδοση. Η δε αντίληψή για το ωραίο ως ανθρώπινη και ιστορική σχέση μπορεί να μας εξηγήσει και τις αντιδράσεις που προκάλεσε η έκθεση «Outlook».
Ολοι οι συντελεστές της έκδοσης είναι άψογοι. Η μετάφραση της Κλαίρης Μιτσοτάκη, γνωστής και δόκιμης μεταφράστριας υψηλών κειμένων, η εισαγωγή της Επης Μελοπούλου - Αλούπη, η οποία έφυγε από αυτόν τον κόσμο αφήνοντας πίσω της αξιόλογες μελέτες για την αισθητική του Ντιντερό, οι κατατοπιστικές σημειώσεις και το βιογραφικό χρονολόγιο, καθώς και ο θεματικός κατάλογος των μεταφρασμένων όρων σε συνδυασμό με το ευρετήριο ονομάτων μάς παραδίδουν έναν πολύτιμο τόμο. Η συνεισφορά της «Εστίας» στην ανάδειξη της ελληνικής λογοτεχνίας και στη μεταφραστική υποστήριξη σημαντικών ξενόγλωσσων λογοτεχνικών έργων είναι αναμφισβήτητη. Με χαρά όμως παρατηρούμε πως η προσφορά του εκδοτικού οίκου εντατικοποιείται και στο χώρο του κριτικού δοκιμίου (από τις σειρές «Φιλοσοφία» και «Εστίες Ιδεών»). Δεν μας μένει τίποτε άλλο από το να ελπίζουμε πως θα συνεχισθεί και θα εμπλουτισθεί με νέα έργα αυτή η προσπάθεια.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 06/02/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις