Τα γουρουνάκια δεν είναι δεσποινίδες
20%
Περιγραφή
Τα παιδιά της Νάπολης γράφουν για τα ζώα: για κατοικίδια και για άγρια θηρία, για πουλιά και ψάρια και ερπετά, ακόμα και για προϊστορικά τέρατα.
Οι σκέψεις τους ακολουθούν παράξενες διαδρομές, είναι όμως πάντα εύστοχες, αν όχι και καταλυτικές. Γράφοντας για τα ζώα, εκφράζουν τις δικές τους απόψεις για τον άνθρωπο και τη φύση, για τη δική τους Νάπολη, για όλο τον πλανήτη.
«Αν τα ζώα είχανε μιλιά, ποιος ξέρει τι θα μας σούρνανε».
«Εγώ θα 'θελα να 'χω πιτμπούλ, αλλά μόνο από μακριά».
«Η αγελάδα ικανοποιεί τους ανθρώπους έμμεσα».
«Αν καμιά φορά μάς φέρουνε πληγωμένο κυνηγό στο νοσοκομείο του Καρνταρέλι, εκεί που θα είμαι γιατρός, θα του πω πως δεν έχουμε κρεβάτι».
«Τα πουλιά χέζουνε πάνω στα κεφάλια μας για να μας εκδικηθούνε για το φαινόμενο του θερμοκηπίου».
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Πρόλογος
Δε θα ξεχάσω ποτέ, το κλάμα ενός παιδιού μπροστά στο άψυχο σώμα της Μαριάνας.
Η Μαριάνα ήταν ένας τεράστιος αρουραίος, που ζούσε στο Βίκο Λιμοντσέλο, ένα στενό σοκάκι στο ιστορικό κέντρο της Νάπολης, όπου είδα το φως της μέρας τη μακρινή χρονιά του 1953.
Στη Νάπολη αυτούς τους μεγάλους αρουραίους τους λένε zoccola, όπως άλλωστε και τις κυρίες του αγοραίου έρωτα. Η Μαριάνα ήταν ένας αρουραίος, που το τεράστιο μέγεθός του θα δικαιολογούσε ακόμα και ολόκληρο σαφάρι.
Ήταν ταυτόχρονα ο εφιάλτης των γυναικών (τσίριζαν με φρίκη μόλις εμφανιζόταν ξαφνικά), και η διασκέδαση των παιδιών του δρόμου, που τον σημάδευαν με πέτρες ή ό,τι άλλο –όχι για να τον σκοτώσουν, αλλά για να καυχηθούν πως είχαν πιάσει ένα ζώο που έτρεχε πιο γρήγορα κι από τον Ρομπέν των Δασών.
Για τα παιδιά η Μαριάνα ήταν η μασκότ του δρομάκου, κι έτσι την κανάκευαν και την υπερασπίζονταν, ή τουλάχιστον αυτή την πρόθεση είχαν. Εκείνη την εποχή τα παιδιά έπαιζαν ακόμα έξω, και πολύ συχνά ο αρουραίος έτρεχε μέσα στα πόδια τους, σαν σκιουράκι που ξετρύπωσε από τις λόχμες για να εξαφανιστεί και πάλι. Οι αντίστοιχες λόχμες στο Βίκο Λιμοντσέλο ήταν οι σωροί των σκουπιδιών που υπήρχαν παντού.
Μετά από χρόνια άγριων διωγμών, ο αρουραίος χτυπήθηκε από τα σκάγια του κυρίου Ντε Μπιάτσε, του ταξιτζή από το τρίτο πάτωμα, και ψυχορραγούσε ακριβώς μπροστά στο παρεκκλήσι της Αγίας Άννας, ανάμεσα στα δροσερά λουλούδια και τα αναμμένα κεριά.
Το παιδί που θρηνούσε το θάνατό του, για πολλές μέρες δεν ξαναβγήκε στο δρόμο, και μετά ξαναφάνηκε, πιο ζωηρό από πριν. Αν πίστευα στην μετενσάρκωση, θα έλεγα πως ο αρουραίος μετακόμισε στο σώμα του.
Το ειλικρινές ενδιαφέρον των παιδιών για τα ζώα μπορεί κατά τη γνώμη μου να ερμηνευτεί με ένα είδος αλληλεγγύης που αισθάνονται όλοι οι κοινωνικά αδύναμοι, όπως είναι τα παιδιά, απέναντι στα πλάσματα, που τα εκμεταλλεύονται οι άνθρωποι από παλιά (κι αυτό με τους πιο διαφορετικούς τρόπους, που ανάμεσά τους η εξημέρωση είναι ο πιο «ανώδυνος»). Θέλησα να πληροφορηθώ περισσότερα γι’ αυτή τη συμπόνια και απευθύνθηκα στην LAV (Lega Anti-Vivisezione, δηλαδή Ένωση Κατά της Ζωοτομίας). Είναι η πιο σημαντική φιλοζωική οργάνωση της Ιταλίας και αγωνίζεται εδώ και πολλά χρόνια ενάντια σε κάθε μορφή βίας κατά των ζώων, αλλά και ενάντια στην κακομεταχείρισή τους. Ήξερα ότι αυτή η οργάνωση, παράλληλα με τις άλλες της δραστηριότητες, πραγματοποιεί και σχολικά προγράμματα, κι έτσι μου ήρθε μια ιδέα: να βάλουμε τα παιδιά των δημοτικών σχολείων της Νάπολης να γράψουν εκθέσεις με θέμα τα ζώα.
Επρόκειτο για την ήδη δοκιμασμένη μέθοδο συλλογής εκθέσεων Εγώ ελπίζω να τη βολέψω. Αυτή τη φορά δεν ήμουνα εγώ ο δάσκαλος, κι έτσι υπήρχαν και μαθητές που δεν τους γνώριζα, αλλά αυτό σε τελευταία ανάλυση δεν έχει καμιά διαφορά. Αν τους δώσεις τη δυνατότητα να εκφραστούν ελεύθερα, τα παιδιά της Νάπολης αφήνουν τη φαντασία τους να τρέξει και αποκαλύπτουν τις μύχιες σκέψεις τους, αδιαφορώντας για το ποιος είναι ο δάσκαλος.
Οι «πράκτορες» της LAV χτένισαν τα σχολεία της πόλης (κάποιες φορές και της επαρχίας) και μοίρασαν –σε συνεννόηση με τους διευθυντές και τους δασκάλους– τα ερωτηματολόγια που είχα ετοιμάσει εγώ? κουβέντιασαν με τους μαθητές, προκάλεσαν συζητήσεις, κατέγραψαν τις απαντήσεις, ή άφησαν τους μαθητές να συντάξουν οι ίδιοι τις απαντήσεις τους.
Από τη διαδικασία αυτή προέκυψαν μικρά διαμάντια, που δεν υπολείπονται καθόλου από αυτά των θρυλικών πια μαθητών του Αρζάνο.
Στη συνέχεια ασχολήθηκα εγώ (που εδώ και δεκαοχτώ χρόνια δεν διδάσκω πια) για τα υπόλοιπα. Προσπάθησα να μπω στο πετσί ενός Σωκράτη, που χρησιμοποιεί τη μαιευτική του τέχνη με τους μαθητές του, κι έτσι περιδιάβηκα τις απλές και λαϊκές συνοικίες της πόλης (Φορτσέλα, Σεγκοντιλιάνο, Σανιτά κλπ.) και ενθάρρυνα τα παιδιά να μου πουν τις απόψεις τους σχετικά με το θέμα «ζώα», κι έτσι κατέγραψα υπέροχα πράγματα. Με κόλλα και ψαλίδι μάζεψα όλο αυτό το υλικό και φτιάχτηκε ένα βιβλίο, που δείχνει πόσο αυτονόητη είναι για τα παιδιά η αλληλεγγύη τους προς τα ζώα, και πόσο μεγάλη έγνοια έχουν για το μέλλον τους.
Πριν από λίγο καιρό δημοσιεύτηκε μια μελέτη που υποστηρίζει πως η καλύτερη συντροφιά για ένα άρρωστο παιδί είναι μια γάτα, ενώ ο πατέρας βρίσκεται μόλις στην έκτη θέση (τρεις ολόκληρες θέσεις πίσω από το σκύλο).
«Αν τα ζώα είχανε μιλιά, ποιος ξέρει τι θα μας σούρνανε» γράφει ένα παιδί. Και δεν έχει καθόλου άδικο.
Μαρτσέλο Ντ’ Όρτα
Αποσπάσματα (σελ.15- 18)
Μια φορά είδα έναν που κλότσαγε ένα μικρό κουταβάκι, για να το παρατήσει στο δρόμο, κι εγώ του είπα πως δεν ήτανε σωστό, κι εκείνος μου είπε να κοιτάζω τα δικά μου χάλια.
Δεν παρατάνε όμως όλοι τα ζώα στο δρόμο. Εγώ ξέρω μια γριά που φοράει πάντα μαύρα ρούχα και ταΐζει περιστέρια και αδέσποτα σκυλιά. Στέκεται πάντα κάτω από το άγαλμα του Πάπα Πίου. Όλοι την ξέρουνε. Τη λένε τρελή. Άμα πεθάνει, θα της φτιάξω ένα άγαλμα δίπλα στο άγαλμα του Πάπα Πίου.
Ο παππούς μου είναι ενενήντα χρονών και ποτέ του δεν παράτησε σκυλί στο δρόμο, αλλά ξέρω και κάποιον, που είναι τριάντα σαράντα χρονών, και ήδη έχει παρατήσει δύο.
Τα σκυλιά πρέπει να τα παρατάμε στο δρόμο μόνο όταν πιάνουν ψύλλους.
Αυτοί οι άνθρωποι, αν τους κάνουμε μια ακτινογραφία, θα δούμε ότι δεν έχουν καρδιά. Βάζω στοίχημα πως αυτοί οι άνθρωποι δεν πηγαίνουν ποτέ να εξομολογηθούν. Αν ήμουνα παπάς, το πρώτο που θα τους ρώταγα θα ’τανε: Παρατήσατε ποτέ σκυλί στο δρόμο;
Μπροστά στο νεκροταφείο είναι ένα σκυλί. Αυτό δεν το παράτησε κανένας εκεί, απλώς του αρέσει να τριγυρνάει μόνο του.
Υπάρχουν και γέροι που κάποιος τους παρατάει στο δρόμο, αλλά κανένας δεν τους νοιάζεται, κανένας δεν ενδιαφέρεται μια στάλα γι’ αυτούς.
Τα παρατημένα σκυλιά δεν είναι πολύ χρήσιμα σ’ αυτόν που τα μαζεύει.
Καμιά φορά, μπορεί να πετάξουνε κανένα σκυλί στον κάδο των σκουπιδιών, και να ’ναι μαζί του και κανένα νεογέννητο μωρό, αλλά όταν έρχεται η δημοτική αστυνομία, παίρνει μόνο το μωρό κι αφήνει το σκυλί στη μοίρα του.
Δεν ήτανε ακριβώς στην άκρη του δρόμου, πιο πολύ προς τη μέση ήτανε. Αλλά τι σημασία έχει;
Στην πόλη αυτή είναι πέντε σκυλιά με σπασμένο πόδι, κι είναι σίγουρο πως είναι αδέσποτα.
Τα σκυλιά των ζητιάνων, αυτά έχουνε βέβαια αφεντικό, αλλά πάντως είναι σαν μισοπαρατημένα στο δρόμο.
Και από τα πολλά κορναρίσματα κουφαίνονται και λίγο.
Αν εκείνος που τα παρατάει στο δρόμο είναι και κτηνίατρος, τότε είναι δύο φορές άσπλαχνος.
Ήτανε δυο αδέσποτα σκυλιά, σίγουρα αρσενικό και θηλυκό, γιατί στεκόντουσαν πλάι πλάι και τρέμανε. Τα κοιτάζαμε από τα παράθυρα του αυτοκινήτου, αλλά δεν μπορούσαμε να τα πάρουμε για να τα μεγαλώσουμε εμείς.
Στην Μπαΐα υπάρχει ένας πολύ κακός δρόμος, εκεί παρατάνε πολλά σκυλιά.
Στο Ποτσουόλι τα σκυλιά είναι πονηρά. Στέκονται στην άκρη του δρόμου, για να τα μαζέψει κάποιος και να τα ’χει δικά του.
Ένα λυκόσκυλο δάγκωσε ένα παιδί και του κάνανε δέκα ράμματα, κι ύστερα ο πατέρας του παιδιού το πέταξε στο δρόμο. Εγώ αυτό το βρίσκω πολύ σωστό.
Στο Αρζάνο τα σκυλιά τα παρατάνε στο Καζαβατόρε, τη γειτονική κοινότητα. Ξέρω ένα σκυλί, που θα προτιμούσε να το παρατήσουνε και δεύτερη φορά στο δρόμο, παρά να το κάνουνε μπάνιο.
Αυτούς που παρατάνε σκυλιά στο δρόμο, θα ’πρεπε να τους πετάνε πέτρες από τις γέφυρες των αυτοκινητόδρομων και να τους χαλάνε τα αυτοκίνητα.
Από τότε που ένα σκυλί έσωσε μια γνωστή μου, πίνει παραπάνω απ’ το κανονικό.
Είναι ένα παρατημένο σκυλί που το λένε Λίλι, και κάθε φορά που περνάμε απ’ το δρόμο που το είχαμε παρατήσει, γαβγίζει σαν τρελό.
Αν τα ζώα είχανε μιλιά, ποιος ξέρει τι θα μας σούρνανε.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις