0
Your Καλαθι
Κ. Γ. Καρυωτάκης
Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης
Περιγραφή
Η ποίηση του Κ.Γ. Καρυωτάκη υπερβαίνει τους κοινούς τόπους της μεταρομαντικής μελαγχολίας και της φυγής από την πραγματικότητα που σηματοδοτούν την εποχή του. Ποιητής της κοινωνικής αμφισβήτησης και της υπαρξιακής αγωνίας, ο Καρυωτάκης φώτισε «το αγριωπό βάραθρο» που άνοιξε στα θεμέλια του εγχώριου ποιητικού λόγου. Με αυτή την έννοια αναδεικνύεται ως σημείο τομής στην ιστορία της λογοτεχνίας μας: υπάρχει ένα πριν και ένα μετά την ποίησή του.
Το έργο του Καρυωτάκη, παρά τη συντονισμένη επίθεση που δέχτηκε, έχει αποδείξει πως άναπτύσσει σταθερά μια ισχυρότατη αντίσταστη στο χρόνο. Ακριβώς για το λόγο αυτό η περιπέτεια της πρόσληψής του παρουσιάζεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η αμφισβήτηση της αξίας του από τη γενιά του '30, η αμφιθυμία και οι διχογνωμίες των μαρξιστών απένταντι στην κοινωνική του προοπτική, η όψιμη και υπερθετική αναγνώρισή του από τους υπερρεαλιστές συνιστούν καίριες όψεις αυτής της περιπέτειας.
Στα 75χρονα από τη γέννηση του ποιητή, στο αφιέρωμα της Νέας Εστίας (Νοέμβριος 1971), ο Γ. Π. Σαββίδης με το άρθρο του «Ο Καρυωτάκης και οι κριτικοί του (1919-1928)» έθιγε στοιχειωδώς το ζήτημα της πρόσληψης της καρυωτακικής ποίησης, θέλοντας κατά βάση να δείξει πως «ο ποιητής ούτε αγνοήθηκε ούτε παραγνωρίστηκε από τους συγχρόνους του»· τον επόμενο χρόνο στο τέλος της χρηστικής έκδοσης των Ποιημάτων και πεζών (Ερμής, 1972) παρέθετε ένα σημαντικό μέρος αποκαλυπτικών Κρίσεων για τον Καρυωτάκη και το έργο του. Σήμερα, χάρη στον πολύχρονο ερευνητικό μόχθο αλλά και τη συνδυαστική φαντασία της Χριστίνας Ντουνιά έχουμε σχεδόν πλήρη τον «κριτικό φάκελο» του Καρυωτάκη επαρκώς σχολιασμένο και συνετά τοποθετημένο σε λογοτεχνικά και ιστορικά συμφραζόμενα.
Η λογική του βιβλίου διαφαίνεται εν μέρει και από τη δομή του ή την κατανομή του «όγκου» του: Πρώτο μέρος και επτά κεφάλαια (Ιδεολογία και κριτική, περίπου 250 σελίδες), Δεύτερο μέρος και δύο κεφάλαια (Ο Καρυωτάκης και οι «απεγνωσμένοι της αισιοδοξίας», περίπου 70 σελίδες) και Παράρτημα κριτικών κειμένων (80 περίπου σελίδες), που ακολουθείται από εμπεριστατωμένη βιβλιογραφία. Είναι δηλαδή σαφές ότι τη μερίδα του λέοντος κατέχει το ιδεολογικό πλαίσιο που προσδιορίζει την κριτική αποτίμηση του Καρυωτάκη, η εξέταση των προϋποθέσεων που επέτρεψαν τις ποικίλες κατά καιρούς αναγνώσεις του καρυωτακικού έργου.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει, λόγου χάριν, να επανατοποθετήσει ο σημερινός αναγνώστης τη διαβόητη απορριπτική κριτική του Β. Ρώτα (1928) για τις Ελεγείες και Σάτιρες, προπομπό των αρνήσεων και των επιφυλάξεων που θα γνωρίσει η καρυωτακική ποίηση τις δεκαετίες του '30 και του '50. Το ελληνοχριστιανικών παραδόσεων και αντικομμουνιστικού προσανατολισμού περιοδικό του Κ. Μπαστιά Ελληνικά Γράμματα υιοθετεί την αξιοδότηση της αρνητικής κριτικής, όπως την πρεσβεύουν οι διόσκουροι συνεργάτες του Γ. Αποστολάκης και Φ. Πολίτης· ο Ρώτας, υπεύθυνος για τη λογοτεχνική κριτική του περιοδικού, ασπάζεται πλήρως αυτές τις ιδέες και διόλου δεν έχει σχέση με τις απόψεις της μεσοπολεμικής Αριστεράς, όπως ευρέως πιστεύεται η ύστερη πολιτική του ένταξη προβάλλεται αναχρονιστικά σε τούτη τη συγγραφική του φάση. Αντίθετα, στη Νέα Επιθεώρηση, περιοδικό της κομμουνιστικής παράταξης υπό τη διεύθυνση του Αιμίλιου Χουρμούζιου (τότε Αντρέα Ζεβγά), εντοπίζεται ειδικό ενδιαφέρον για τη συλλογή του Καρυωτάκη που δεν πρέπει να είναι άσχετο με τη συνδικαλιστική δραστηριότητα και τη μαχητική αρθρογραφία του ποιητή. Στο τέλος της δεκαετίας του '20, όπως παρατηρεί εύστοχα η Ντουνιά, το έργο του Καρυωτάκη, όπως και το έργο του Πέτρου Πικρού ή του Κώστα Βάρναλη, εντάσσεται στην κατηγορία των κειμένων που βοηθούν στην κριτική και απομυθοποιητική λειτουργία της τέχνης και μέσα από αυτή την οπτική αξιολογούνται. Ο Χουρμούζιος, κύριος ανασκευαστής της κριτικής του Ρώτα, είναι από τους πρώτους που υπογραμμίζουν την οξύτητα και τη δυναμική της καρυωτακικής σάτιρας. Γύρω στα 1930 ο Βάρναλης των «Μοιραίων» και ο Καρυωτάκης του «Μιχαλιού» είναι εκείνοι που κυρίως έλκουν την προσοχή των αριστερόφρονων νέων. Ετσι, ο Ρίτσος δεν κατηγορείται για «καρυωτακισμό» από τους συντρόφους του αλλά από τον αντίπαλο ιδεολογικά χώρο των Νέων Γραμμάτων και τον Α. Καραντώνη (1935).
Τα περαιτέρω μάς είναι λίγο οικειότερα. Η διατεταγμένη αριστερή λογοτεχνική κριτική που θα προκύψει από τις αποφάσεις του Συνεδρίου των Σοβιετικών Συγγραφέων, το δόγμα δηλονότι του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και η αποθέωση των «θετικών» ηρώων, αντιμετωπίζει αμφίθυμα τον καρυωτακικό μύθο, ενώ η συντονισμένη κριτική της «γενιάς του '30» πλήττει ευθέως ό,τι η ίδια ονόμασε «καρυωτακισμό». Στα δεκάχρονα από την αυτοκτονία του ποιητή η έκδοση των Απάντων (1938), φροντισμένη από τον άσπονδο φίλο του, Χ. Σακελλαριάδη, παρά τις συνοδευτικές μελέτες του Κλ. Παράσχου και του Τ. Άγρα, θα αποτελέσει το έναυσμα για το εγχείρημα της απομυθοποίησης. Ο Κ. Θ. Δημαράς, ο Γ. Θεοτοκάς, ο Δ. Νικολαρεΐζης, μετά τον Καραντώνη, κωδικοποιούν τον αντικαρυωτακισμό ως τέλος μιας εποχής. Στην εκ βάθρων αυτή αποκαθήλωση («είναι η βαριά κατάρα της γενιάς μας», ομολογεί βαρύθυμα ο Βαρίκας) ελάχιστες είναι οι νηφάλιες απόψεις που θα αντιφωνήσουν. Δύο-τρεις σποραδικές μνείες για τον αμφιλεγόμενο ποιητή κατά την επόμενη δεκαετία και η επαναφορά του «προβλήματος Καρυωτάκη» μέσω της Επιθεώρησης Τέχνης θα διχάσουν την αριστερή διανόηση τη δεκαετία του '50. Το ριζοσπαστικό κείμενο του Μανόλη Λαμπρίδη «Il gran rifiuto. Καβάφης - Βάρναλης - Καρυωτάκης και η παρακμή», που δημοσιεύεται στο αριστερό έντυπο (1955), αμφισβητεί τα θέσφατα της επίσημης κομματικής γραμμής και ανοίγει δρόμους για αναθεωρητικές αναγνώσεις.
Ο έτερος «παρακμίας» Καβάφης θα αποκατασταθεί επιτέλους πανηγυρικά και χάρη στις σύντονες προσπάθειες και μελέτες του Τσίρκα το 1963 με ένα αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού, τομή στην αριστερή λογοτεχνική κριτική. Ο Καρυωτάκης όμως θα εξακολουθήσει να μένει «αδέσποτη» φωνή για την Αριστερά. Θα την προσεταιριστούν κατά κάποιον τρόπο οι αιρετικοί και ανορθόδοξοι, οι «ύποπτοι» αντιδογματικοί που, διά χειρός Β. Λεοντάρη, θα τολμήσουν να μιλήσουν για «ποίηση της ήττας» (1963). Στην ίδια γραφίδα άλλωστε οφείλουμε, δέκα χρόνια αργότερα (1973), τις «Θέσεις για τον Καρυωτάκη», ένα από τα πιο ρηξικέλευθα κείμενα που αποδεικνύουν την έμπρακτη και δραστική παρουσία της καρυωτακικής ποίησης στη συνείδηση των νεότερων λογοτεχνών-διανοουμένων.
Η δεκαετία του '60 πάντως αποδεικνύεται πολλαπλώς αποφασιστική για την όψιμη αναγνώριση του ποιητή. Κατά πρώτον, η δίτομη έκδοση του καρυωτακικού έργου, φροντισμένη υποδειγματικά από τον Γ. Π. Σαββίδη (1965, 1967), είναι το συμβολικό επιστέγασμα μιας γενικότερης συναίνεσης γύρω από τον αποσυνάγωγο Τριπολιτσιώτη. Με αφορμή τούτη την έκδοση θα δει το φως «Η ανώνυμη ιστορία» του Α. Τερζάκη, ένα στοχαστικό κείμενο που επιχειρεί αναδρομικά να φωτίσει τη θέση που το «φαινόμενο Καρυωτάκη» είχε για τη γενιά του, τη «γενιά του '30». Οι υπερρεαλιστές Εμπειρίκος και Εγγονόπουλος θα μιλήσουν υπερθετικά για τον αυτόχειρα ποιητή και θα τον εντάξουν ανεπιφύλακτα στο γενεαλογικό τους δέντρο.
Από την απόλυτη άρνηση λοιπόν στην απόλυτη κατάφαση; Δεν θα το υποστήριζα ανεπιφύλακτα, μολονότι σαφώς υπερέχουν όσοι αναγνωρίζουν πλέον στο καρυωτακικό έργο τη σφραγίδα του «κλασικού μοντέρνου». Εξακολουθεί, πιστεύω, να είναι, μαζί με τον Κάλβο, μείζων μοναχικός της ποίησής μας και να προκαλεί αμηχανία ή τουλάχιστον αυτή την έλξη-απώθηση που κρατά τα γραπτά του στην κόψη του ξυραφιού. Από την άποψη αυτή βρίσκω εξαιρετικά εύστοχο τον τίτλο της Ντουνιά: Η αντοχή μιας αδέσποτης τέχνης. Κατ' εξοχήν σύνδεσμος της γενιάς του Καβάφη, του Βάρναλη και του Σικελιανού με τη γενιά του Σεφέρη, του Ρίτσου και του Ελύτη, ο Καρυωτάκης παραμένει περίπτωση οριακή, με ό,τι αυτό συνδηλώνει.
Σαφώς πρόθεση της Χ. Ντουνιά είναι να υπογραμμίσει τους όρους των ιδεολογικών εμπλοκών που πρυτάνευσαν στην περιπετειώδη πρόσληψη του έργου του και αγωνία της η κατά το δυνατόν εξαντλητική τεκμηρίωση των κεφαλαίων αυτής της περιπέτειας. Οι παράμετροι των εκάστοτε καρυωτακικών «αναγνώσεων» προκύπτουν μετά από πολλαπλές διασταυρώσεις, ελέγχους, εύλογους ή και απροσδόκητους συνδυασμούς των στοιχείων, που δεν πρέπει να θεωρούνται αυτόχρημα δεδομένα είναι, συχνά, ευρήματα, προϊόντα δηλαδή προσωπικής και επίμονης έρευνας. Από την άποψη αυτή αποτελεί χρήσιμο εργαλείο στα χέρια του σημερινού και αυριανού μελετητή της καρυωτακικής ποίησης και, όπως κάθε αξιόλογη φιλολογική εργασία, δίνει πειστικές απαντήσεις σε ποικίλα προβλήματα, αλλά συνάμα ανοίγει πλήθος ερεθιστικών προοπτικών σε ένα έργο που, κατά τον ποιητή, «γράφει προς τους ορίζοντες ερωτηματικά...».
Λίζυ Τσιριμώκου, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 24-03-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από την αυτοκτονία του στην Πρέβεζα, το 1928, έως και τις ημέρες μας, ο Καρυωτάκης δεν έχασε ποτέ τη θέση του στο στερέωμα της νεοελληνικής ποίησης: λατρεύτηκε και αποθεώθηκε, μισήθηκε και εξοβελίστηκε, υμνήθηκε και λοιδορήθηκε, έθρεψε και συνάμα απώθησε τις πιο διαφορετικές γενιές και τάσεις και στο τέλος κέρδισε οριστικά (και δικαίως) το βάθρο του: κανείς στα χρόνια μας δεν αμφιβάλλει για την αξία της τέχνης του -μιας τέχνης που έχει πλέον στο ακέραιο διασφαλισμένα τα εχέγγυά της τόσο στην ποιητική κοινότητα όσο και στις ζητήσεις (για να το πω δημαρικά) της επιστημονικής έρευνας. Έτσι, ο Καρυωτάκης, όχι μόνο παραμένει ολοζώντανος ανάμεσά μας, αλλά και τροφοδοτεί αδιάκοπα έναν όλο και μεγαλύτερο όγκο φιλολογικών και κριτικών εργασιών, που εξετάζουν ποικίλες πλευρές του έργου και της ποιητικής του.
Η κοινωνική και η σατιρική διάσταση
Η μελέτη της Χριστίνας Ντουνιά παρακολουθεί τον Καρυωτάκη στο πεδίο της κριτικής και της ποιητικής του υποδοχής, εστιάζοντας την προσοχή της στον τρόπο με τον οποίο η καρυωτακική ποίηση (όχι τα καρυωτακικά φαινόμενα ή ο καρυωτακισμός) πέρασε από περίοδο σε περίοδο της νεοελληνικής γραμματείας, στοιχειοθετώντας κάθε φορά ένα διαφορετικό παράδειγμα απόρριψης και αποβολής ή προβολής και καθιέρωσης. Για να κάνει, ωστόσο, κάτι τέτοιο, και για να μπορέσει να αναπτύξει πανοραμικά αυτή την εν τω χρόνω πορεία, η μελετήτρια χρειάζεται (και υιοθετεί από την πρώτη στιγμή) ένα συνεκτικό κριτικό και ερμηνευτικό σχήμα: όχι ένα εκ των άνω επινόημα και μιαν αυθαίρετη ή βεβιασμένη κατασκευή, με μοναδική της φιλοδοξία την επιβεβαίωση μιας προαποφασισμένης γραμμής πλεύσης, αλλά, αντιθέτως, ένα δυναμικό και ευκίνητο πλέγμα, άμεσα συναρτημένο με το ειδικό βάρος του ώριμου καρυωτακικού έργου. Και ο λόγος εν προκειμένω είναι για την κοινωνική και τη σατιρική διάσταση της ποίησης του Καρυωτάκη, όπως εκφράστηκε ανάγλυφα στα Ελεγεία και σάτιρες (1927), προσδιορίζοντας τα μάλα την ταυτότητά του και υπερβαίνοντας, όπως με ιδιαίτερη έμφαση το υπογραμμίζει η Ντουνιά, τους κοινούς τόπους της μεταρομαντικής μελαγχολίας και της φυγής από την πραγματικότητα που σηματοδοτούν την εποχή του.
Το ράβε - ξήλωνε της κριτικής με τον Καρυωτάκη ξεκινάει από τον Μεσοπόλεμο και ενόσω ο ίδιος είναι ακόμη ενεργός. Όταν τα Ελληνικά Γράμματα του Κωστή Μπαστιά αντιτάσσουν στον άπιστο και ανατροπέα εμπνευστή των Ελεγείων το πρότυπο της μεσσιανικής αποστολής του ποιητή και τις αξίες του λαού και του έθνους (μια ιδεολογία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Φώτου Πολίτη και του Γιάννη Αποστολάκη), η Νέα Επιθεώρηση του Αιμ. Χουρμούζιου, που υπηρετεί τα επαναστατικά (και απερίφρακτα ακόμη) ιδανικά της Αριστεράς, τονίζει, λίγο μετά την αυτοκτονία του, το ρεαλισμό του και την άμεση επαφή του με την καθημερινή ζωή - την οργανική του, με άλλα λόγια, σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα. Όταν η πιστολιά της Πρέβεζας θα έχει μετατραπεί σε αντικείμενο ομαδικής λατρείας, τη σκυτάλη στον πόλεμο κατά του Καρυωτάκη θα πάρει η γενιά του '30, με προεξάρχοντες τον Αντρέα Καραντώνη, τον Βάσο Βαρίκα, τον Κ. Θ. Δημαρά και τον Γιώργο Θεοτοκά: η ποίησή του θα γίνει εδώ βαριά σκιά και αδιέξοδο, πεισιθάνατο όραμα και αφόρητη πεζολογία, μπουκωμένος στίχος και χαμηλή πτήση σ' έναν κόσμο που επείγεται να προχωρήσει σε μια γενναία αναστήλωση των πραγμάτων, συνδέοντας την τέχνη με τη δύναμη της παράδοσης και την προαγωγή της ελληνικότητας. Κι αν ο ίδιος ο Καρυωτάκης σώζεται ως καλλιτέχνης σε κάποιες περιπτώσεις (ο Καραντώνης και ο Βαρίκας δεν θα του αρνηθούν αυτή την ιδιότητα), το οξύ κοινωνικό και αποσαρθρωτικό του πνεύμα, όπως και το φάντασμα της ατομικής του εξέγερσης, δεν μπορεί παρά να σταλεί στο πυρ το εξώτερον. Το φρένο σ' αυτή την κατρακύλα θα βάλει και πάλι η Αριστερά, πρώτα με τον Γιώργο Κοτζιούλα, που, εν μέσω Εμφυλίου, θα τονίσει την καλλιτεχνική αξία του ποιητή, κι ύστερα (μεταπολεμικά πλέον) με τη μακρά συζήτηση στην Επιθεώρηση Τέχνης, όπου ο Μανόλης Λαμπρίδης, απαντώντας στον Μ.Μ. Παπαϊωάννου και στις περί παρακμής αιτιάσεις του, θα μιλήσει για γοερή και ενσυνείδητη αντίθεση προς τον κόσμο των αστών, τον γεμάτο ψέμα και απανθρωπιά. Ο δρόμος για τη γόνιμη επαφή των αριστερών ποιητών της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς με τον Καρυωτάκη έχει ανοίξει. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Τίτος Πατρίκιος (όπως και ο Κώστας Κουλουφάκος ή ο νεότερος Βύρων Λεοντάρης από τις κριτικές τους θέσεις) θα στήσουν τον ιδανικό αυτόχειρα για άλλη μια φορά στα πόδια του.
Ο αιφνιδιασμός των υπερρεαλιστών
Η μέθοδος σύνθεσης της Αντοχής μιας αδέσποτης τέχνης στηρίζεται στις συνεχείς επανεκκινήσεις. Αφού εξετάσει ώς τις έσχατες και τις πλέον παρατεταμένες συνέπειές της μιαν ορισμένη περίοδο υποδοχής του Καρυωτάκη, η Ντουνιά κάνει μεταβολή στο χρόνο και επιστρέφει στο παρελθόν για να ξεκινήσει από μια καινούργια αφετηρία: πρώτα μπαίνουν (κατά τον τρόπο που έχουμε κιόλας δει), οι σύγχρονοι του Καρυωτάκη, η γενιά του '30 και οι πρώτοι μεταπολεμικοί, μετά ο Ιωσήφ Ραφτόπουλος, ο Γιάννης Ρίτσος και ο Κώστας Βάρναλης (τρεις αλληλέγγυες με την κοινωνική αποστροφή του καρυωτακικού πνεύματος περιπτώσεις), και, τέλος, οι υπερρεαλιστές.
Και σ' αυτούς τους τελευταίους βρίσκεται, νομίζω, το πιο κρίσιμο κομμάτι τής ανά χείρας μελέτης, μια και οι ανιχνεύσεις της ανοίγονται σ' έναν πρωτόφαντο και κάθε άλλο παρά αναμενόμενο ορίζοντα συγγενειών και επιδράσεων. Η Ντουνιά δείχνει πρώτα την καταγωγική σχέση του διεθνούς υπερρεαλιστικού κινήματος με την αυτοκτονία, υπενθυμίζοντας τα εύσημα που της αποδίδουν ο Αντρέ Μπρετόν και ο Ρενέ Κρεβέλ, καθώς και με τη σάτιρα ή την ειρωνεία (η Ανθολογία του μαύρου χιούμορ του Μπρετόν), για να ανασκαλέψει εν συνεχεία τις επιτόπιες ρίζες: από τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που καταφεύγει στον Καρυωτάκη όταν χρειάζεται να αντιμετωπίσει τη σκληρή δοκιμασία της ελληνικής πραγματικότητας, και τον Νίκο Εγγονόπουλο, που συμπλέει με το υπόγειο πολιτικό ρεύμα των Ελεγείων, ώς τον Μίλτο Σαχτούρη, που συνδέεται μαζί τους μέσω του παραλόγου και της απόγνωσης.
Η μελέτη της Ντουνιά μάς παραδίδει έναν αειθαλή και, παρά τους πολλαπλούς κλυδωνισμούς της υποδοχής του, μονίμως ακμαίο Καρυωτάκη: έναν ποιητή που γλίτωσε εν τέλει από τις συμπληγάδες και εγκλιματίστηκε κατά το φυσικότερο τρόπο στο δικό μας ιστορικό και καλλιτεχνικό χρόνο. Και η δουλειά της (ό,τι συστηματικότερο έχω διαβάσει για τον ποιητή τις τελευταίες δεκαετίες) διαθέτει όχι μόνο πλήρη φιλολογική τεκμηρίωση, αλλά και εξαντλητική αναδίφηση των πηγών (ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο παράρτημα ολοκληρωμένη βιβλιογραφία, όπως κι ένα σπάνιο σώμα κριτικών κειμένων για τον Καρυωτάκη), ισχυρό θεωρητικό εξοπλισμό και επιχειρήματα με στέρεη αποδεικτική δύναμη.
Ας προσθέσω, κλείνοντας, την έμφυτη αφηγηματική ικανότητα της Ντουνιά, που αφήνει τις περιπέτειες της κριτικής να φανούν στο ανθρωπολογκό τους βάθος (ο βιογράφος του Καρυωτάκη, και πρώτος φιλολογικός επιμελητής του, Χ. Σακελλαριάδης, μοιάζει με έναν πολύ χειροπιαστό μυθιστορηματικό χαρακτήρα), όπως και στις πυκνές όσο και αντιθετικές ή αντιφατικές διαπλοκές τους.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/02/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις