0
Your Καλαθι
Rom και φυλετικές διακρίσεις ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Στην ιστορία, την κοινωνία, την κουλτούρα, την εκπαίδευση και τα ανθρώπινα δικαιώματα
Έκπτωση
69%
69%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν οι Rom (ή Roma) ή τσιγγάνοι ή γύφτοι (και πολλές άλλες προσωνυμίες με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις γιατί δεν αποτελούν ομόφυλο ή ομόγλωσσο ή ομόθρησκο ή ομοεθνές πληθυσμιακό σύνολο) κέντρισαν το ενδιαφέρον των ιστορικών, των γλωσσολόγων, των εθνολόγων και των ανθρωπολόγων για τη μελέτη της καταγωγής και του πολιτισμού τους, τελευταία μια άλλη διάσταση, η κοινωνική, προκάλεσε την προσοχή των κοινωνικών επιστημόνων. Η διερεύνηση της κοινωνικής οργάνωσής τους, της οικονομικής κατάστασής τους και της κοινωνικής παρουσίας τους στις σύγχρονες κοινωνίες ενθαρρύνθηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στα προγράμματα καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού οι τσιγγάνοι αντιμετωπίζονται ξεχωριστά ως η πληθυσμιακή εκείνη ομάδα που χωρίς ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα βρίσκεται αποκλεισμένη από τον «εθνικό τρόπο ζωής».
Στη χώρα μας οι τσιγγάνοι διασκορπισμένοι σε περισσότερες από 200 κοινότητες, σε όλους σχεδόν τους νομούς, αποτελούν το 1%-1,5% του ελληνικού πληθυσμού, εκτιμήσεις ωστόσο επισφαλείς αφού είτε δεν καταγράφονται καθόλου είτε υπολογίζονται άλλοτε στη μία και άλλοτε στην άλλη εθνική κατηγορία είναι οι περισσότεροι νομάδες που διαρκώς μετακινούνται, χωρίς ατομική περιουσία, με έντονες διακρίσεις από τους ντόπιους, και ζουν στο περιθώριο της δικής μας κοινωνίας.
Ο Δημήτρης Ντούσας έζησε από κοντά τη ζωή των ελλήνων τσιγγάνων σε όλους τους καταυλισμούς τους και βίωσε την καθημερινότητά τους. Επομένως όχι μόνο ως μελετητής αλλά και με βιωματικές εμπειρίες του ρατσισμού, των διώξεων, των εξευτελισμών, της ανεργίας, των στερήσεων, της φτώχειας και της αγραμματοσύνης τους, έθεσε στην εργασία του «Rom και Φυλετικές Διακρίσεις» ζητήματα που σχετίζονται με τη στέρηση κάθε ανθρωπίνου δικαιώματος αλλά και πρότεινε λύσεις και μέτρα για να βελτιωθεί η θέση τους ώστε να αντιμετωπισθούν ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας μας. Ο Δημήτρης Ντούσας υιοθετεί τον όρο Rom γιατί έτσι αυτοαποκαλούνται οι τσιγγάνοι της Ελλάδας αλλά και γιατί φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πληθυσμιακά τμήμα τους σε όλο τον κόσμο και χρησιμοποιώντας πηγές ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας αλλά και δικές του εμπειρικές διευκρινίσεις περιγράφει με συντομία αλλά και σαφήνεια το οδοιπορικό αυτού του λαού που δεν έχει ιστορία ούτε μνήμη πέρα από τρεις-τέσσερις γενιές. Λέγει πολύ παραστατικά μια τσιγγάνα: «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να ρωτήσω από πού ήρθαμε ούτε πού θα πάμε, δεν προλαβαίνουμε να ρωτήσουμε έτσι όπως φεύγαμε. Σαν να ψάχνεις αρχή και τέλος σ' ένα δαχτυλίδι...» (σελ. 34).
Η αρχική καταγωγή των Roma τοποθετείται στις Ινδίες του 8ου μ.Χ. αιώνα, ωστόσο άλλες απόψεις ισχυρίζονται ότι ένα τμήμα τους κατάγεται από την Αίγυπτο. Η μετανάστευσή τους σε άλλες χώρες της Ασίας και στη Μέση Ανατολή (Περσία, Αρμενία) γίνεται αργότερα κατά τον 10ο αιώνα ενώ η διείσδυσή τους στο Βυζάντιο και στη Βαλκανική Χερσόνησο συντελείται από τον 11ο ως τον 15ο αιώνα. Στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα οι Roma περνάνε από τον 16ο αιώνα ως και σήμερα αλλά στην εθνικά πολύμορφη Ευρώπη οι τσιγγάνοι από τα Βαλκάνια ήδη από τον 15ο αιώνα προχωρούν σταδιακά προς τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Είναι ενδιαφέρον ότι ανάμεσα στον 16ο και στον 19ο αιώνα τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη επιχείρησαν να λύσουν το πρόβλημα των τσιγγάνων με τη μέθοδο της υπερπόντιας εκτόπισης στην Αμερική (Βόρεια και Νότια), στην Αφρική, στην Καραϊβική ως την Αλάσκα και την Αυστραλία. Οι Rom έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους της γης και υπολογίζονται από 12 ως 15 εκατομμύρια σήμερα.
Η κοινωνική δομή και διαστρωμάτωσή τους αρθρώνεται: (α) στην οικογένεια που αποτελείται από το ενήλικο ζευγάρι, από τα ανύπαντρα παιδιά τους και από ένα τουλάχιστον παντρεμένο γιο μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, με αρχηγό αυτής της εκτεταμένης πατριαρχικής οικογένειας τον παππού, (β) στο γένος, δηλαδή ένα μεγαλύτερο σύνολο συγγενών οικογενειών που αποτελεί τη βάση ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, με αρχηγό τον γεροντότερο, (γ) στη φάρα, που την αποτελούν τα γένη που συνδέονται παραπέρα με τους κοινωνικούς δεσμούς «αίματος» και αγχιστείας και έχουν τον δικό τους καταυλισμό και τον δικό τους αρχηγό (πρόεδρο), ο οποίος επιλύει τις διαφορές μέσα στους κόλπους της και (δ) στην κοινωνική φυλή, που τη συγκροτούν οι φάρες των Roma οι οποίοι έχουν κοινή καταγωγή, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή γλωσσική διάλεκτο, λαϊκές παραδόσεις και κοινωνικές αξίες.
Ο Δημήτρης Ντούσας αφιερώνει μεγάλο μέρος της εργασίας του στον εκπαιδευτικό αποκλεισμό των Roma και σωστά κατά τη γνώμη μας γιατί στην αρχή της «συσσωρευτικής αιτιότητας» η εκπαίδευση γίνεται η απαρχή ενός μεγάλου αριθμού αποκλεισμών, με σημαντικότερο αυτόν της απασχόλησης, και δίνει μερικά ενδεικτικά στοιχεία από έρευνές του σε διάφορες περιοχές της χώρας, από τα οποία προκύπτει ότι το ποσοστό των τσιγγανόπουλων που φοιτούν στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες είναι ασήμαντο (3%-4% για τους άνδρες και 0% για τις γυναίκες).
Από αυτό το γενικό σχήμα της μειονεκτικής θέσης των Roma συγκριτικά με τον ντόπιο πληθυσμό εντοπίζονται ακόμη μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις στον γυναικείο πληθυσμό των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνες δεν πάνε στο σχολείο, δεν μετέχουν στην εσωτερική κοινωνική οργάνωση της φυλής τους και δεν μπορούν να διεκδικήσουν ηγετικές θέσεις στις δικές τους ιεραρχίες.
Ο Δημήτρης Ντούσας δεν περιορίστηκε σε βιβλιογραφικές μόνο πηγές για να μελετήσει τον κοινωνικό αποκλεισμό των Roma. Συνέλεξε στοιχεία και από δικές του εμπειρικές διερευνήσεις σε τρεις νομούς της χώρας, στην Καρδίτσα, στη Χίο και στη Φλώρινα, και επιβεβαίωσε όσα άλλοι προηγούμενοι ερευνητές είχαν επισημάνει και όσα η ελληνική και η διεθνής βιβλιογραφία είχαν καταγράψει. Προχώρησε ωστόσο παραπέρα με μιαν άλλη επιτόπια έρευνα σε 357 δασκάλους, νηπιαγωγούς, καθηγητές ΜΕ και φοιτητές παιδαγωγικών τμημάτων σε τέσσερις περιοχές της Αττικής με στόχο να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τη στάση, τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις φοβίες των εκπαιδευτικών, ώστε να φανεί με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται τα τσιγγανόπουλα από τους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Διαπιστώθηκε από την έρευνα αυτή ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί είχαν άγνοια για τους τσιγγάνους, την καταγωγή και τα προβλήματά τους, ωστόσο στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν θα είχαν αντίρρηση να δουλέψουν σε τάξεις όπου υπάρχουν και τσιγγανόπουλα και γενικά σε υψηλά ποσοστά (80%) τρέφουν αισθήματα συμπάθειας προς αυτόν τον πληθυσμό. Ωστόσο πιστεύει ότι με την πολιτισμική και διεθνικιστική εκπαίδευση με επίκεντρο τα τσιγγανόπουλα τα σχετικά προβλήματα θα ξεπερασθούν.
Η εργασία του Δημήτρη Ντούσα θίγει πολλά θέματα με επικέντρωση σε δύο πόλους: στην καταγωγή τους και στην εκπαίδευσή τους. Παραθέτει πληθώρα πληροφοριών και στοιχείων και επιχειρεί κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, όπως είναι οι αναφορές του στο τσιγγάνικο παραμύθι και οι οπτικές της ερμηνείας του. Φαίνεται φορτισμένος συναισθηματικά με το αντικείμενο που πραγματεύεται και γι' αυτό προβάλλει με πάθος τον κοινωνικό αποκλεισμό των τσιγγάνων σε όλα τα επίπεδα. Συνεισφέρει αυτή η μελέτη στην ελληνική βιβλιογραφία κυρίως ως προς το εμπειρικό της τμήμα στη διερεύνηση των Roma. Ασφαλώς κάποια θέματα απλώς εθίγησαν και γι' αυτό χρειάζεται διεξοδικότερη ανάλυση και ανάπτυξη και ακόμη δεν μας βρίσκει σύμφωνους η σειρά διάταξης των κεφαλαίων όπως και ορισμένες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που επιχειρεί αλλά αυτές οι παρατηρήσεις δεν αλλάζουν την άποψή μας ότι πρόκειται για ένα σημαντικό ανάγνωσμα που συμβάλλει στην κατανόηση αυτού του πληθυσμού.
Κούλα Κασιμάτη
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-11-1998
Αν οι Rom (ή Roma) ή τσιγγάνοι ή γύφτοι (και πολλές άλλες προσωνυμίες με αντίστοιχες διαφοροποιήσεις γιατί δεν αποτελούν ομόφυλο ή ομόγλωσσο ή ομόθρησκο ή ομοεθνές πληθυσμιακό σύνολο) κέντρισαν το ενδιαφέρον των ιστορικών, των γλωσσολόγων, των εθνολόγων και των ανθρωπολόγων για τη μελέτη της καταγωγής και του πολιτισμού τους, τελευταία μια άλλη διάσταση, η κοινωνική, προκάλεσε την προσοχή των κοινωνικών επιστημόνων. Η διερεύνηση της κοινωνικής οργάνωσής τους, της οικονομικής κατάστασής τους και της κοινωνικής παρουσίας τους στις σύγχρονες κοινωνίες ενθαρρύνθηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Στα προγράμματα καταπολέμησης του κοινωνικού αποκλεισμού οι τσιγγάνοι αντιμετωπίζονται ξεχωριστά ως η πληθυσμιακή εκείνη ομάδα που χωρίς ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα βρίσκεται αποκλεισμένη από τον «εθνικό τρόπο ζωής».
Στη χώρα μας οι τσιγγάνοι διασκορπισμένοι σε περισσότερες από 200 κοινότητες, σε όλους σχεδόν τους νομούς, αποτελούν το 1%-1,5% του ελληνικού πληθυσμού, εκτιμήσεις ωστόσο επισφαλείς αφού είτε δεν καταγράφονται καθόλου είτε υπολογίζονται άλλοτε στη μία και άλλοτε στην άλλη εθνική κατηγορία είναι οι περισσότεροι νομάδες που διαρκώς μετακινούνται, χωρίς ατομική περιουσία, με έντονες διακρίσεις από τους ντόπιους, και ζουν στο περιθώριο της δικής μας κοινωνίας.
Ο Δημήτρης Ντούσας έζησε από κοντά τη ζωή των ελλήνων τσιγγάνων σε όλους τους καταυλισμούς τους και βίωσε την καθημερινότητά τους. Επομένως όχι μόνο ως μελετητής αλλά και με βιωματικές εμπειρίες του ρατσισμού, των διώξεων, των εξευτελισμών, της ανεργίας, των στερήσεων, της φτώχειας και της αγραμματοσύνης τους, έθεσε στην εργασία του «Rom και Φυλετικές Διακρίσεις» ζητήματα που σχετίζονται με τη στέρηση κάθε ανθρωπίνου δικαιώματος αλλά και πρότεινε λύσεις και μέτρα για να βελτιωθεί η θέση τους ώστε να αντιμετωπισθούν ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας μας. Ο Δημήτρης Ντούσας υιοθετεί τον όρο Rom γιατί έτσι αυτοαποκαλούνται οι τσιγγάνοι της Ελλάδας αλλά και γιατί φαίνεται να είναι το μεγαλύτερο πληθυσμιακά τμήμα τους σε όλο τον κόσμο και χρησιμοποιώντας πηγές ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας αλλά και δικές του εμπειρικές διευκρινίσεις περιγράφει με συντομία αλλά και σαφήνεια το οδοιπορικό αυτού του λαού που δεν έχει ιστορία ούτε μνήμη πέρα από τρεις-τέσσερις γενιές. Λέγει πολύ παραστατικά μια τσιγγάνα: «Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να ρωτήσω από πού ήρθαμε ούτε πού θα πάμε, δεν προλαβαίνουμε να ρωτήσουμε έτσι όπως φεύγαμε. Σαν να ψάχνεις αρχή και τέλος σ' ένα δαχτυλίδι...» (σελ. 34).
Η αρχική καταγωγή των Roma τοποθετείται στις Ινδίες του 8ου μ.Χ. αιώνα, ωστόσο άλλες απόψεις ισχυρίζονται ότι ένα τμήμα τους κατάγεται από την Αίγυπτο. Η μετανάστευσή τους σε άλλες χώρες της Ασίας και στη Μέση Ανατολή (Περσία, Αρμενία) γίνεται αργότερα κατά τον 10ο αιώνα ενώ η διείσδυσή τους στο Βυζάντιο και στη Βαλκανική Χερσόνησο συντελείται από τον 11ο ως τον 15ο αιώνα. Στη νεότερη και σύγχρονη Ελλάδα οι Roma περνάνε από τον 16ο αιώνα ως και σήμερα αλλά στην εθνικά πολύμορφη Ευρώπη οι τσιγγάνοι από τα Βαλκάνια ήδη από τον 15ο αιώνα προχωρούν σταδιακά προς τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Είναι ενδιαφέρον ότι ανάμεσα στον 16ο και στον 19ο αιώνα τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη επιχείρησαν να λύσουν το πρόβλημα των τσιγγάνων με τη μέθοδο της υπερπόντιας εκτόπισης στην Αμερική (Βόρεια και Νότια), στην Αφρική, στην Καραϊβική ως την Αλάσκα και την Αυστραλία. Οι Rom έχουν εξαπλωθεί σε όλες τις ηπείρους της γης και υπολογίζονται από 12 ως 15 εκατομμύρια σήμερα.
Η κοινωνική δομή και διαστρωμάτωσή τους αρθρώνεται: (α) στην οικογένεια που αποτελείται από το ενήλικο ζευγάρι, από τα ανύπαντρα παιδιά τους και από ένα τουλάχιστον παντρεμένο γιο μαζί με τη γυναίκα του και τα παιδιά του, με αρχηγό αυτής της εκτεταμένης πατριαρχικής οικογένειας τον παππού, (β) στο γένος, δηλαδή ένα μεγαλύτερο σύνολο συγγενών οικογενειών που αποτελεί τη βάση ενός κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, με αρχηγό τον γεροντότερο, (γ) στη φάρα, που την αποτελούν τα γένη που συνδέονται παραπέρα με τους κοινωνικούς δεσμούς «αίματος» και αγχιστείας και έχουν τον δικό τους καταυλισμό και τον δικό τους αρχηγό (πρόεδρο), ο οποίος επιλύει τις διαφορές μέσα στους κόλπους της και (δ) στην κοινωνική φυλή, που τη συγκροτούν οι φάρες των Roma οι οποίοι έχουν κοινή καταγωγή, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή γλωσσική διάλεκτο, λαϊκές παραδόσεις και κοινωνικές αξίες.
Ο Δημήτρης Ντούσας αφιερώνει μεγάλο μέρος της εργασίας του στον εκπαιδευτικό αποκλεισμό των Roma και σωστά κατά τη γνώμη μας γιατί στην αρχή της «συσσωρευτικής αιτιότητας» η εκπαίδευση γίνεται η απαρχή ενός μεγάλου αριθμού αποκλεισμών, με σημαντικότερο αυτόν της απασχόλησης, και δίνει μερικά ενδεικτικά στοιχεία από έρευνές του σε διάφορες περιοχές της χώρας, από τα οποία προκύπτει ότι το ποσοστό των τσιγγανόπουλων που φοιτούν στις διάφορες εκπαιδευτικές βαθμίδες είναι ασήμαντο (3%-4% για τους άνδρες και 0% για τις γυναίκες).
Από αυτό το γενικό σχήμα της μειονεκτικής θέσης των Roma συγκριτικά με τον ντόπιο πληθυσμό εντοπίζονται ακόμη μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις στον γυναικείο πληθυσμό των τσιγγάνων. Οι τσιγγάνες δεν πάνε στο σχολείο, δεν μετέχουν στην εσωτερική κοινωνική οργάνωση της φυλής τους και δεν μπορούν να διεκδικήσουν ηγετικές θέσεις στις δικές τους ιεραρχίες.
Ο Δημήτρης Ντούσας δεν περιορίστηκε σε βιβλιογραφικές μόνο πηγές για να μελετήσει τον κοινωνικό αποκλεισμό των Roma. Συνέλεξε στοιχεία και από δικές του εμπειρικές διερευνήσεις σε τρεις νομούς της χώρας, στην Καρδίτσα, στη Χίο και στη Φλώρινα, και επιβεβαίωσε όσα άλλοι προηγούμενοι ερευνητές είχαν επισημάνει και όσα η ελληνική και η διεθνής βιβλιογραφία είχαν καταγράψει. Προχώρησε ωστόσο παραπέρα με μιαν άλλη επιτόπια έρευνα σε 357 δασκάλους, νηπιαγωγούς, καθηγητές ΜΕ και φοιτητές παιδαγωγικών τμημάτων σε τέσσερις περιοχές της Αττικής με στόχο να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τη στάση, τα στερεότυπα, τις προκαταλήψεις και τις φοβίες των εκπαιδευτικών, ώστε να φανεί με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται τα τσιγγανόπουλα από τους φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Διαπιστώθηκε από την έρευνα αυτή ότι οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί είχαν άγνοια για τους τσιγγάνους, την καταγωγή και τα προβλήματά τους, ωστόσο στο μεγαλύτερο ποσοστό τους δεν θα είχαν αντίρρηση να δουλέψουν σε τάξεις όπου υπάρχουν και τσιγγανόπουλα και γενικά σε υψηλά ποσοστά (80%) τρέφουν αισθήματα συμπάθειας προς αυτόν τον πληθυσμό. Ωστόσο πιστεύει ότι με την πολιτισμική και διεθνικιστική εκπαίδευση με επίκεντρο τα τσιγγανόπουλα τα σχετικά προβλήματα θα ξεπερασθούν.
Η εργασία του Δημήτρη Ντούσα θίγει πολλά θέματα με επικέντρωση σε δύο πόλους: στην καταγωγή τους και στην εκπαίδευσή τους. Παραθέτει πληθώρα πληροφοριών και στοιχείων και επιχειρεί κοινωνιολογικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις, όπως είναι οι αναφορές του στο τσιγγάνικο παραμύθι και οι οπτικές της ερμηνείας του. Φαίνεται φορτισμένος συναισθηματικά με το αντικείμενο που πραγματεύεται και γι' αυτό προβάλλει με πάθος τον κοινωνικό αποκλεισμό των τσιγγάνων σε όλα τα επίπεδα. Συνεισφέρει αυτή η μελέτη στην ελληνική βιβλιογραφία κυρίως ως προς το εμπειρικό της τμήμα στη διερεύνηση των Roma. Ασφαλώς κάποια θέματα απλώς εθίγησαν και γι' αυτό χρειάζεται διεξοδικότερη ανάλυση και ανάπτυξη και ακόμη δεν μας βρίσκει σύμφωνους η σειρά διάταξης των κεφαλαίων όπως και ορισμένες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που επιχειρεί αλλά αυτές οι παρατηρήσεις δεν αλλάζουν την άποψή μας ότι πρόκειται για ένα σημαντικό ανάγνωσμα που συμβάλλει στην κατανόηση αυτού του πληθυσμού.
Κούλα Κασιμάτη
ΤΟ ΒΗΜΑ, 15-11-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις