Σαν να μην είμαι εγώ

Ένα μυθιστόρημα για τα Βαλκάνια
140568
Σελίδες:229
Μεταφραστής:ΚΟΥΜΠΑΡΕΛΗ ΜΠΕΛΙΚΑ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/05/2002
ISBN:9789604061242


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Η ηρωίδα του βιβλίου είναι δασκάλα σε ένα χωριό της Βοσνίας. Ζει στο δικό της σπίτι, είναι είκοσι εννιά χρονών, έξυπνη, όμορφη και βιώνει την καθημερινότητά της. Μέχρι που μια ανοιξιάτικη μέρα ένας νεαρός στρατιώτης εισβάλλει στο διαμέρισμά της και ανατρέπει τη ζωή της. Καθώς ο ουρανός γίνεται μαύρος από τους βομβαρδισμούς, η ηρωίδα εισέρχεται σε έναν καινούργιο κόσμο όπου η ειρήνη απουσιάζει και αντί για σπίτια υπάρχουν μόνο στρατόπεδα· στρατόπεδα υποδοχής, διερχομένων, καταναγκαστικών έργων, εκτελέσεων.
Με ευαισθησία αλλά κα με άτεγκτη εμμονή στη λεπτομέρεια, η Σβαβένκα Ντράκουλιτς καταγράφει τον αγώνα μιας γυναίκας να διατηrήσει την ανθρωπιά και την ελπίδα μέσα στην τραγωδία και την ερήμωση τους γιουγκοσλαβικού πολέμου.



«Η Σλαβένκα Ντράκουλιτς μας βυθίζει στο σκοτάδι του γιουγκοσλαβικού πολέμου και στη συνέχεια μας δείχνει το δρόμο προς το φως και την ελπίδα...»

Michael Ignatief







ΚΡΙΤΙΚΗ



Στη συγκλονιστική αυτή μαρτυρία, μια γυναίκα, θύμα του πολέμου της Βοσνίας (1992-95), που υπήρξε αιχμάλωτη λόγω της εθνικότητάς της, σπάζει τη σιωπή της και περιγράφει από απόσταση και με την ουδετερότητα του παρατηρητή όσα τής έχουν συμβεί κατά τη διάρκεια της παραμονής της στα στρατόπεδα. Η ηρωίδα και αφηγήτρια του βιβλίου έχει κοινή καταγωγή με τη συγγραφέα, προέρχεται από πατέρα μουσουλμάνο και μητέρα Σέρβα, και καθ' όλη τη διάρκεια της αφήγησης αναφέρεται με το αρχικό του ονόματός της, το «Σ». Με τα αρχικά τους αναφέρονται και οι υπόλοιποι κρατούμενοι, δεσμοφύλακες και στρατιώτες, καθώς φαίνεται πως τους ενώνει μια κοινή μοίρα: η μοίρα του πολέμου, η οποία αφαιρεί από τον άνθρωπο κάθε ατομικότητα, ακόμα και αυτή που του προσφέρει ένα όνομα.

Αποφεύγοντας τους μελοδραματισμούς αλλά και χωρίς να εξωραΐζει την πραγματικότητα, η Ντράκουλιτς καταγράφει μια ανώνυμη φωνή από το πλήθος των γυναικών που υπέστησαν τον απόλυτο εξευτελισμό και την ταπείνωση της εθνοκάθαρσης, και που, ύστερα από την απόλυτα ισοπεδωτική υποταγή της, εξήλθε από τη δοκιμασία του στρατοπέδου μη αναγνωρίσιμη ούτε και από τον ίδιο της τον εαυτό. Μια σπάνια μαρτυρία, καθώς το σπάσιμο της σιωπής δεν είναι εύκολη υπόθεση για το πλήθος των γυναικών αιχμαλώτων που, αν κατορθώσουν να επιβιώσουν, δύσκολα μαρτυρούν όσα υπέστησαν, είτε λόγω ντροπής είτε γιατί οι ίδιες δεν αντέχουν να αναδιηγηθούν εμπειρίες που θέλουν να σβηστούν από τη μνήμη τους για πάντα.

Η ηρωίδα του «Σαν να μην είμαι εγώ» κάνει μια ύστατη προσπάθεια να συναντήσει αυτή που προϋπήρξε της συμφοράς, χωρίς να ξεχάσει τον εαυτό που αλώθηκε και βιάστηκε με κάθε τρόπο στο στρατόπεδο, γιατί όπως λέει χαρακτηριστικά: «Οι δολοφόνοι χρειάζονται την αμνησία, όμως τα θύματα δεν πρέπει να τους το επιτρέψουν». Η συνωμοσία σιωπής ανάμεσα στις γυναίκες προστατεύει ταυτόχρονα και τους βιαστές. Η απόπειρα γεφύρωσης του πριν και του μετά του πολέμου προϋποθέτει την επανάληψη της εμπειρίας μέσα από τις λέξεις, όμως δεν βρίσκονται εύκολα λόγια για τον απόλυτο τρόμο, «η πραγματικότητα αυτή δεν περιλαμβάνεται στις γνωστές μας λέξεις». Για όλο το διάστημα της αιχμαλωσίας ήταν αδύνατο να συλλάβει αυτό που τής συνέβαινε. Στο στρατόπεδο ο πρώτος κανόνας είναι η αποστασιοποίηση και η αποφυγή ερωτήσεων, γιατί «αν ψάχνεις απαντήσεις σε παράλογες ερωτήσεις μπορεί να τρελαθείς».

Με μελανές περιγραφές, που καθηλώνουν τον αναγνώστη, αποδίδεται όλο το χρονικό της βίαιης απομάκρυνσης τής Σ. από ένα χωριό της Βοσνίας το Μάιο του 1992, όπου διέμενε προσωρινά και εργαζόταν ως δασκάλα, και η προσαγωγή της, μαζί με ένα πλήθος άλλων γυναικών του χωριού, στο στρατόπεδο. Η κοπέλα είναι είκοσι εννέα χρόνων, γεννημένη στο Σεράγεβο, όπου και κατοικούσαν οι γονείς και η αδελφή της, που τώρα είναι αγνοούμενοι. Παρουσιάζεται ως μια κοπέλα υγιής, με μια ομαλή ζωή, με όνειρα για το μέλλον και ισορροπημένο ψυχισμό.

Κι όλα αυτά, μέχρι που μια ανοιξιάτικη μέρα ένας νεαρός στρατιώτης εισβάλλει στο διαμέρισμά της και τη διατάζει να τον ακολουθήσει. Η Σ. δεν γνωρίζει ούτε πού πάει ούτε τους λόγους για τους οποίους τη συνέλαβαν, είχε ακούσει για τον πόλεμο, αλλά πάντα νόμιζε πως συνέβαινε κάπου μακριά και πως ποτέ δεν θα έφθανε σ' αυτό το μικρό χωριό.

Αυτή η μακάβρια πορεία προς το στρατόπεδο αλλά και η εκεί παραμονή της περιγράφονται με κάθε μικρή λεπτομέρεια, σε αντίστιξη με τις εναλλαγές του καιρού και τις διαθέσεις της φύσης, ενώ τα πρόσωπα και οι κινήσεις των γυναικών που οδηγούνται στην αιχμαλωσία δίνονται με εικόνες γεμάτες αντιθέσεις. Στο στρατόπεδο, πέρα από την ταπείνωση και τον εξευτελισμό, την περιμένει και η μοιραία απώλεια του εαυτού, μια ακραία μορφή αυτοάμυνας: ο μοναδικός τρόπος για να παραμείνει ζωντανή, όταν δεν υπάρχει δυνατότητα επιλογής, καθώς ούτε η λογική ούτε η σκέψη της μπορούν να αντέξουν αυτό που τής συμβαίνει.

Οι αιχμάλωτες πολέμου δεν αντιδρούν. Τα δέχονται όλα καρτερικά με τη μοιρολατρική υποταγή που χαρακτηρίζει τους κρατουμένους των στρατοπέδων συγκέντρωσης, και που -όπως θα ομολογήσει αργότερα- πίσω από αυτή την έλλειψη αντίδρασης «κρύβεται ο τρόμος που παραλύει το σώμα, τις σκέψεις, τις κινήσεις, τα συναισθήματα». Δεν είναι μόνο τα θύματα που χάνουν την ταυτότητά τους σ' αυτές της συνθήκες της ψυχικής εξαθλίωσης, αλλά και οι θύτες. Και ούτε είναι μόνο οι κρατούμενες αιχμάλωτες αλλά και οι δεσμοφύλακές τους, καθώς κι εκείνοι καταλήγουν απρόσωποι, παραχωρώντας τα σώματα και τη βούλησή τους σε κάποιον άλλο - στο στρατό, στον αρχηγό, στο έθνος. Και εκείνοι «υπακούουν εντολές που προέρχονται από κάποιους που πιστεύουν ή φοβούνται».

Η γραφή της Ντράκουλιτς, ακριβής και επεξεργασμένη, αποδίδει τη φρίκη με υποβλητικές και συχνά σπαρακτικές περιγραφές. Η συγκλονιστικότερη στιγμή αυτού του τραγικού απολογισμού είναι όταν η ηρωίδα οδηγείται, ύστερα από λίγες εβδομάδες, στο «Δωμάτιο των Γυναικών», μια «αποθήκη γυναικών, όπου βρίσκονται γυναικεία σώματα, αποθηκευμένα για κάθε αντρική χρήση». Πρόκειται για έναν τόπο συγκέντρωσης των νεαρότερων γυναικών και προορίζεται για την εξυπηρέτηση των νυχτερινών αναγκών των στρατιωτών. Η κοπέλα εκεί μαθαίνει πως το γυναικείο σώμα δεν είναι μόνο πεδίο εκτόνωσης των πλέον βάρβαρων ενστίκτων των κατακτητών αλλά και μια προέκταση της γης στην οποία επέδραμαν.

Σ' αυτό το χώρο οπλίζεται με μια επιλεκτική τύφλωση, μια άλλη μορφή αυτοσυντήρησης, μαθαίνει να αποστασιοποιείται και να μην αντιδρά σε τίποτα που δεν απευθύνεται στο άτομό της. Σταδιακά όμως γίνεται η αναπόφευκτη εσωτερίκευση του στρατοπέδου, που παύει να είναι ένας χώρος αιχμαλωσίας αλλά γιγαντώνεται σε μια «κατάσταση του κορμιού και της ψυχής» και, ως τέτοια, δεν είναι εύκολο να λησμονηθεί ακόμα και μετά τη φυσική της απομάκρυνση από το κολαστήριο.

Δέσμια της αβάσταχτης φρίκης, καθώς φέρει μέσα της το παιδί του πολέμου, προϊόν βιασμού, θα πάει πρόσφυγας στη Σουηδία αλλά κι εκεί θα βρεθεί παγιδευμένη στη μνήμη της, ανήμπορη να ξεχάσει. «Το μόνο που έμαθα στο στρατόπεδο», λέει, «είναι την αξία της αμνησίας».

Ανίκανη να χειριστεί την ελευθερία της, αφού έχει πλέον εξαναγκαστεί να μετατραπεί σε θεατή του εαυτού της, χάνει το κέντρο της, τα λόγια της, παρατηρώντας σαστισμένη το σώμα της να μεταβάλλεται.

Το «Σαν να μην είμαι εγώ» είναι μια αντιπολεμική κραυγή για την αθέατη όψη του πολέμου, προερχόμενη από ένα ανώνυμο θύμα, μια γυναίκα που λόγω καταγωγής, πατρίδας και θρησκείας υπέστη τα μαρτύρια και τη φρίκη του πολέμου, που πήρε το πρόσωπο του καρπού του βιασμού της, του παιδιού που έφερε στον κόσμο.

Γλώσσα κοφτή και κοφτερή, πένα ασκημένη από μια συγγραφέα αξιώσεων, ικανή να κρατήσει τον αναγνώστη όμηρο στις σελίδες της.



ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 02/08/2002

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!