0
Your Καλαθι
Ο δικαστής και ο δήμιός του
Μια αστυνομική ιστορία από εντελώς άλλη εποχή
Περιγραφή
[...]«Ήσουν πεπεισμένος βαθιά ότι ο λόγος για την αναγκαία αποκάλυψη των περισσότερων εγκλημάτων είναι η ανθρώπινη ατέλεια, το γεγονός ότι εμείς δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια τον τρόπο ενέργειας των άλλων, καθώς και ο παράγοντας της τύχης που κάνει τις προβλέψεις μας αναξιόπιστες. Το να κάνεις ένα έγκλημα, ήταν για σένα κουταμάρα, επειδή κατά τη γνώμη σου ήταν αδύνατο να μεταχειρίζεσαι τους ανθρώπους σαν να ήταν πιόνια σκακιού. Εγώ, αντίθετα, έφτιαξα μια θεωρία, περισσότερο από πνεύμα αντιλογίας και όχι από πεποίθηση, ότι ακριβώς το πλέξιμο και η αλληλεξάρτηση των ανθρώπινων σχέσεων διευκολύνουν την τέλεση ενός εγκλήματος το οποίο δεν μπορεί να αποκαλυφθεί». Ο συγγραφέας μας παραπλανά με την σκέψη ότι η ανισορροπία και η απανθρωπιά έχει τους δικούς τους μηχανισμούς εξισορρόπησης, φτάνει μόνο να το κατανοήσει ένας σκεπτόμενος και ακέραιος άνθρωπος που ξέρει να ενεργήσει την κατάλληλη στιγμή. Με την εναλλαγή μεταξύ μιας γλώσσας λιτής και μινιμαλιστικής από τη μία, και εξαιρετικά σχολαστικής από την άλλη, ο Ελβετός συγγραφέας θυμίζει τον παλμό μιας εποχής χαρακτηρισμένης από μια έντονη αίσθηση της πολιτιστικής παρακμής. Μέσα από το θέμα και την έκβαση που δίνει στο μυθιστόρημα ο Ντύρενματ ασκεί τη δική του «Zeitkritik».[...]
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Φρίντριχ Ντύρενματ (1921-1990), ένας κατ' εξοχήν ανανεωτής του μεταπολεμικού γερμανόφωνου θεάτρου, υπήρξε και σκηνοθέτης αλλά και διασκευαστής γνωστών δραμάτων. Επηρεασμένος από τον προπολεμικό γερμανικό εξπρεσιονισμό, κυρίως τους Φρανκ Βέντεκιντ («Το κουτί της Πανδώρας», «Λούλου», «Το πνεύμα της γης»), Τέοντορ Φοντάνε («Σέχλιν», «Έφι Μπριστ»), Καρλ Κράους («Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας») αλλά και τον ιστορικό Λεοπόλντ φον Ράνκε, από τους ιδρυτές της ιστορικοκριτικής μεθόδου («Οι Πάπες της Ρώμης», «Παγκόσμια Ιστορία»), εμφανίστηκε ως δραματουργός το 1947 με το έργο «Είναι γραμμένο». Το κοινό της Ζυρίχης, που σκανδαλίστηκε από τον καινοτόμο συγγραφέα, υποδέχτηκε με ψυχραιμία το επόμενο έργο του «Ο τυφλός» την ίδια χρονιά και αναστατώθηκε ξανά το 1956 με το «Ρωμύλος ο Μέγας». Παγκοσμίως γνωστός έγινε με την «τραγική κωμωδία» δικός του ο χαρακτηρισμός «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» (1956) που ανέβηκε με επιτυχία στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Μόσχα (στην Αθήνα παίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο).
Γεννημένος στο Κόνολφίνγκεν της Ελβετίας, στο καντόνι της Βέρνης, όπου ο πατέρας του ήταν πάστορας και πρόεδρος της κοινότητας ο παππούς του υπήρξε πολιτικός και ποιητής , σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία. Αρχικά εργάστηκε ως σχεδιαστής και γραφίστας έτρεφε μεγάλο έρωτα για τη ζωγραφική , στη συνέχεια δε ασχολήθηκε επαγγελματικά με το γράψιμο. Πνεύμα ανήσυχο, αιρετικό, δηκτικό και κριτικό ταυτόχρονα, ο Ντύρενματ, το ένα από τα δύο «τρομερά παιδιά» της ελβετικής λογοτεχνίας και δραματουργίας, πραγματεύτηκε την ανθρώπινη φύση και τον θάνατο, ενώ το άλλο, ο Μαξ Φρις, ο επηρεασμένος από τον Πιραντέλο και τον Μπρεχτ, «ένας μεγάλος συγγραφέας της ανησυχίας και του κλυδωνισμού του κόσμου», σύμφωνα με τη Σώτη Τριανταφύλλου (βλέπε «Το Βήμα» / Βιβλία της 23ης Αυγούστου 1998), εξετάζει την αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας.
Προερχόμενος από τη φιλοσοφία, την άλλη μεγάλη του αγάπη οφείλει πολλά στον Καντ και στον Σοπενάουερ , ασχολήθηκε με θεμελιώδη φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα, πράγμα που είναι εμφανές σε όλα του τα έργα. Η έμμονη ιδέα του περιστρέφεται πάντα γύρω από το κακό που υφαίνει ένα πλέγμα γύρω από την ανθρώπινη συνείδηση σαν ένας αόρατος ιστός αράχνης.
Πώς όμως αυτός ο διακεκριμένος στοχαστής και καταξιωμένος δραματουργός αποφάσισε να εμπλακεί στην αστυνομική λογοτεχνία, το περιφρονημένο είδος που το αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι οι έλληνες ομότεχνοί του και όχι μόνον αυτοί με τη φωτεινή εξαίρεση του Πέτρου Μάρκαρη ή ακόμη του Γιώργου Σκούρτη; Τον λόγο τον εξηγεί ο ίδιος σε μια συνέντευξή του (θα τη βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο του «Η υπόσχεση», εκδόσεις Ροές): «Είχα πάει, νεαρός συγγραφέας, στη Βασιλεία (η γυναίκα μου έπαιζε εκεί στο θέατρο). Μετά ήρθε το άνοιγμα του δρόμου μου, η επιτυχία ή η αποτυχία, με το "Είναι γραμμένο". (...) Ύστερα όμως ήρθε η μεγάλη καταστροφή με τον "Μισισιπή"· Απορρίφθηκε απ' τον εκδοτικό οίκο· το "Κορνισόν" κατέρρευσε. Ξαφνικά δεν είχα τίποτε. Τότε έπρεπε να γράψω, δεν είχα άλλη εκλογή. Έγραψα λοιπόν κατά παραγγελία τα αστυνομικά μυθιστορήματα "Ο δικαστής και ο δήμιός του" και "Υποψία". Για το πρώτο πήρα, νομίζω, 1.000 φράγκα και για το δεύτερο 2.000. Αστεία ποσά...». Το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1951, το δεύτερο το 1953 και ακολούθησαν άλλα δύο: «Η υπόσχεση» (1958) και «Η δικαιοσύνη» (1985).
«Ο δικαστής και ο δήμιός του» εκδόθηκε περιέργως μόλις πρόσφατα στην Ελλάδα από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, ενώ τα υπόλοιπα κυκλοφόρησαν πριν από χρόνια από τις «Ροές» σε μετάφραση Αγγελου Παρθένη υπάρχει και ένα πέμπτο, «Η βλάβη», αστυνομικής υφής, με καφκικές επιδράσεις, που βγήκε από τον «Επίκουρο» σε μετάφραση του Γιώργου Βαμβαλή. Το υπό παρουσίαση μυθιστόρημα έχει ως κεντρικό ήρωα τον επιθεωρητή Μπέρλαχ, ο οποίος, παρά τη σοβαρή του ασθένεια, το φθινόπωρο του 1948 αναλαμβάνει να διαλευκάνει τη δολοφονία του υφισταμένου του Ούλριχ Σμιντ, υπαστυνόμου της Βέρνης, που βρέθηκε νεκρός μέσα στο αυτοκίνητό του.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες και την επισφαλή υγεία του και παρ' ότι ο προϊστάμενός του εκτιμά ότι η δίωξη του εγκλήματος στην Ελβετία παραμένει «στα σπάργανα», ο επιθεωρητής εξιχνιάζει τη δολοφονία με απαρχαιωμένες μεθόδους και κίνδυνο της ζωής του. Παράλληλα, όντας άνθρωπος με αδυναμίες, αντιμετωπίζει με δολιότητα παρόμοια με εκείνη του Οδυσσέα που χρησιμοποίησε τον Δούρειο Ιππο στην πολιορκία της Τροίας έναν παλιό του γνώριμο με τον οποίο έχει ανοιχτούς λογαριασμούς. Ικανός και πείσμων, ξεπερνά τα εμπόδια που του βάζουν οι ισχυροί της πόλης, ακολουθώντας το αλάνθαστο ένστικτό του και έχοντας ως οδηγό την πεποίθηση ότι υπάρχουν καλοί και κακοί αστυνομικοί και ότι «πολλοί απ' αυτούς δεν είναι καλύτεροι από τον ταλαίπωρο συρφετό με τον οποίο γεμίζουμε τις φυλακές μας, μόνο που συμπτωματικά στέκονται στην άλλη πλευρά του νόμου».
«Ο δικαστής και ο δήμιός του», κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, άριστο δείγμα του είδους, έχει πολλά απρόοπτα και ανατροπές. Το ελβετικό στοιχείο στην ατμόσφαιρά του, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην αφήγηση, παίρνει θέση συμβόλου «εντείνοντας το αίσθημα του παραλόγου σε πολλά από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, καθώς μηχανισμοί όπως η Αστυνομία, η Δικαιοσύνη, το κράτος, οι κεντρικές τράπεζες συμπεριφέρονται ιδιότροπα και με μια δική τους εσωτερική λογική» όπως τονίζει στο επίμετρό του ο Ανδρέας Αποστολίδης.
Αν στη «Δικαιοσύνη» καταφέρεται κατά της αστικής τάξης και των μεθόδων της για εκμαυλισμό των κατώτερων τάξεων, αν στην «Υποψία» σχολιάζει αρνητικά τον χριστιανισμό και τον κομμουνισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στην Ευρώπη (κατά την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα), εδώ ο Ντύρενματ, ο μη κομμουνιστής Ντύρενματ, επιχειρεί να ξεσκεπάσει τη διαφθορά της εξουσίας, να αποκαλύψει ό,τι ποταπό κυριαρχεί στον αφρό της κοινωνίας.
Όλο του το έργο διαπνέεται από το πνεύμα του παραλόγου, αφού θεωρεί ότι ο κόσμος μας κινείται σε μια παράλογη τροχιά και ότι η ίδια η πραγματικότητα αποτελεί ένα αξεπέραστο θέατρο του παραλόγου. Τα κωμικά στοιχεία που αφθονούν σε αυτό είναι προϊόν της άποψής του που θέλει την κωμωδία ως το ιδανικότερο μέσον για την αμφισβήτηση κάθε λογής κατεστημένου οι επιρροές του Αριστοφάνη είναι έκδηλες. Αυτός ο χαλκέντερος και μανιακός της εργασίας συγγραφέας, που έγραψε κείμενα φιλοσοφικού και πολιτικού περιεχομένου, δοκίμια για το θέατρο, λιμπρέτα για όπερες, κωμικά μυθιστορήματα (π.χ. το «Έλληνας ζητάει Ελληνίδα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βασιλείου), τοποθετεί τον εαυτό του έξω από κάθε σύμβαση κάθε είδους. Προφανώς γι' αυτό τόλμησε να γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα. «Ισως γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα να είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνει κάποιος τέχνη σε ένα πεδίο που δεν θα το υπέθετε κανείς» έχει πει.
Φίλιππος Φιλίππου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-10-1998
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Φρίντριχ Ντύρενματ (1921-1990), ένας κατ' εξοχήν ανανεωτής του μεταπολεμικού γερμανόφωνου θεάτρου, υπήρξε και σκηνοθέτης αλλά και διασκευαστής γνωστών δραμάτων. Επηρεασμένος από τον προπολεμικό γερμανικό εξπρεσιονισμό, κυρίως τους Φρανκ Βέντεκιντ («Το κουτί της Πανδώρας», «Λούλου», «Το πνεύμα της γης»), Τέοντορ Φοντάνε («Σέχλιν», «Έφι Μπριστ»), Καρλ Κράους («Οι τελευταίες μέρες της ανθρωπότητας») αλλά και τον ιστορικό Λεοπόλντ φον Ράνκε, από τους ιδρυτές της ιστορικοκριτικής μεθόδου («Οι Πάπες της Ρώμης», «Παγκόσμια Ιστορία»), εμφανίστηκε ως δραματουργός το 1947 με το έργο «Είναι γραμμένο». Το κοινό της Ζυρίχης, που σκανδαλίστηκε από τον καινοτόμο συγγραφέα, υποδέχτηκε με ψυχραιμία το επόμενο έργο του «Ο τυφλός» την ίδια χρονιά και αναστατώθηκε ξανά το 1956 με το «Ρωμύλος ο Μέγας». Παγκοσμίως γνωστός έγινε με την «τραγική κωμωδία» δικός του ο χαρακτηρισμός «Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» (1956) που ανέβηκε με επιτυχία στη Νέα Υόρκη, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Μόσχα (στην Αθήνα παίχτηκε από το Εθνικό Θέατρο).
Γεννημένος στο Κόνολφίνγκεν της Ελβετίας, στο καντόνι της Βέρνης, όπου ο πατέρας του ήταν πάστορας και πρόεδρος της κοινότητας ο παππούς του υπήρξε πολιτικός και ποιητής , σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία. Αρχικά εργάστηκε ως σχεδιαστής και γραφίστας έτρεφε μεγάλο έρωτα για τη ζωγραφική , στη συνέχεια δε ασχολήθηκε επαγγελματικά με το γράψιμο. Πνεύμα ανήσυχο, αιρετικό, δηκτικό και κριτικό ταυτόχρονα, ο Ντύρενματ, το ένα από τα δύο «τρομερά παιδιά» της ελβετικής λογοτεχνίας και δραματουργίας, πραγματεύτηκε την ανθρώπινη φύση και τον θάνατο, ενώ το άλλο, ο Μαξ Φρις, ο επηρεασμένος από τον Πιραντέλο και τον Μπρεχτ, «ένας μεγάλος συγγραφέας της ανησυχίας και του κλυδωνισμού του κόσμου», σύμφωνα με τη Σώτη Τριανταφύλλου (βλέπε «Το Βήμα» / Βιβλία της 23ης Αυγούστου 1998), εξετάζει την αναζήτηση της ατομικής ταυτότητας.
Προερχόμενος από τη φιλοσοφία, την άλλη μεγάλη του αγάπη οφείλει πολλά στον Καντ και στον Σοπενάουερ , ασχολήθηκε με θεμελιώδη φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα, πράγμα που είναι εμφανές σε όλα του τα έργα. Η έμμονη ιδέα του περιστρέφεται πάντα γύρω από το κακό που υφαίνει ένα πλέγμα γύρω από την ανθρώπινη συνείδηση σαν ένας αόρατος ιστός αράχνης.
Πώς όμως αυτός ο διακεκριμένος στοχαστής και καταξιωμένος δραματουργός αποφάσισε να εμπλακεί στην αστυνομική λογοτεχνία, το περιφρονημένο είδος που το αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι οι έλληνες ομότεχνοί του και όχι μόνον αυτοί με τη φωτεινή εξαίρεση του Πέτρου Μάρκαρη ή ακόμη του Γιώργου Σκούρτη; Τον λόγο τον εξηγεί ο ίδιος σε μια συνέντευξή του (θα τη βρει ο αναγνώστης στο βιβλίο του «Η υπόσχεση», εκδόσεις Ροές): «Είχα πάει, νεαρός συγγραφέας, στη Βασιλεία (η γυναίκα μου έπαιζε εκεί στο θέατρο). Μετά ήρθε το άνοιγμα του δρόμου μου, η επιτυχία ή η αποτυχία, με το "Είναι γραμμένο". (...) Ύστερα όμως ήρθε η μεγάλη καταστροφή με τον "Μισισιπή"· Απορρίφθηκε απ' τον εκδοτικό οίκο· το "Κορνισόν" κατέρρευσε. Ξαφνικά δεν είχα τίποτε. Τότε έπρεπε να γράψω, δεν είχα άλλη εκλογή. Έγραψα λοιπόν κατά παραγγελία τα αστυνομικά μυθιστορήματα "Ο δικαστής και ο δήμιός του" και "Υποψία". Για το πρώτο πήρα, νομίζω, 1.000 φράγκα και για το δεύτερο 2.000. Αστεία ποσά...». Το πρώτο του αστυνομικό μυθιστόρημα εκδόθηκε το 1951, το δεύτερο το 1953 και ακολούθησαν άλλα δύο: «Η υπόσχεση» (1958) και «Η δικαιοσύνη» (1985).
«Ο δικαστής και ο δήμιός του» εκδόθηκε περιέργως μόλις πρόσφατα στην Ελλάδα από τις Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, ενώ τα υπόλοιπα κυκλοφόρησαν πριν από χρόνια από τις «Ροές» σε μετάφραση Αγγελου Παρθένη υπάρχει και ένα πέμπτο, «Η βλάβη», αστυνομικής υφής, με καφκικές επιδράσεις, που βγήκε από τον «Επίκουρο» σε μετάφραση του Γιώργου Βαμβαλή. Το υπό παρουσίαση μυθιστόρημα έχει ως κεντρικό ήρωα τον επιθεωρητή Μπέρλαχ, ο οποίος, παρά τη σοβαρή του ασθένεια, το φθινόπωρο του 1948 αναλαμβάνει να διαλευκάνει τη δολοφονία του υφισταμένου του Ούλριχ Σμιντ, υπαστυνόμου της Βέρνης, που βρέθηκε νεκρός μέσα στο αυτοκίνητό του.
Παρά τις αντίξοες συνθήκες και την επισφαλή υγεία του και παρ' ότι ο προϊστάμενός του εκτιμά ότι η δίωξη του εγκλήματος στην Ελβετία παραμένει «στα σπάργανα», ο επιθεωρητής εξιχνιάζει τη δολοφονία με απαρχαιωμένες μεθόδους και κίνδυνο της ζωής του. Παράλληλα, όντας άνθρωπος με αδυναμίες, αντιμετωπίζει με δολιότητα παρόμοια με εκείνη του Οδυσσέα που χρησιμοποίησε τον Δούρειο Ιππο στην πολιορκία της Τροίας έναν παλιό του γνώριμο με τον οποίο έχει ανοιχτούς λογαριασμούς. Ικανός και πείσμων, ξεπερνά τα εμπόδια που του βάζουν οι ισχυροί της πόλης, ακολουθώντας το αλάνθαστο ένστικτό του και έχοντας ως οδηγό την πεποίθηση ότι υπάρχουν καλοί και κακοί αστυνομικοί και ότι «πολλοί απ' αυτούς δεν είναι καλύτεροι από τον ταλαίπωρο συρφετό με τον οποίο γεμίζουμε τις φυλακές μας, μόνο που συμπτωματικά στέκονται στην άλλη πλευρά του νόμου».
«Ο δικαστής και ο δήμιός του», κλασικό αστυνομικό μυθιστόρημα, άριστο δείγμα του είδους, έχει πολλά απρόοπτα και ανατροπές. Το ελβετικό στοιχείο στην ατμόσφαιρά του, παίζοντας καθοριστικό ρόλο στην αφήγηση, παίρνει θέση συμβόλου «εντείνοντας το αίσθημα του παραλόγου σε πολλά από αυτά που συμβαίνουν γύρω μας, καθώς μηχανισμοί όπως η Αστυνομία, η Δικαιοσύνη, το κράτος, οι κεντρικές τράπεζες συμπεριφέρονται ιδιότροπα και με μια δική τους εσωτερική λογική» όπως τονίζει στο επίμετρό του ο Ανδρέας Αποστολίδης.
Αν στη «Δικαιοσύνη» καταφέρεται κατά της αστικής τάξης και των μεθόδων της για εκμαυλισμό των κατώτερων τάξεων, αν στην «Υποψία» σχολιάζει αρνητικά τον χριστιανισμό και τον κομμουνισμό, κυρίαρχη ιδεολογία στην Ευρώπη (κατά την εποχή που γράφτηκε το μυθιστόρημα), εδώ ο Ντύρενματ, ο μη κομμουνιστής Ντύρενματ, επιχειρεί να ξεσκεπάσει τη διαφθορά της εξουσίας, να αποκαλύψει ό,τι ποταπό κυριαρχεί στον αφρό της κοινωνίας.
Όλο του το έργο διαπνέεται από το πνεύμα του παραλόγου, αφού θεωρεί ότι ο κόσμος μας κινείται σε μια παράλογη τροχιά και ότι η ίδια η πραγματικότητα αποτελεί ένα αξεπέραστο θέατρο του παραλόγου. Τα κωμικά στοιχεία που αφθονούν σε αυτό είναι προϊόν της άποψής του που θέλει την κωμωδία ως το ιδανικότερο μέσον για την αμφισβήτηση κάθε λογής κατεστημένου οι επιρροές του Αριστοφάνη είναι έκδηλες. Αυτός ο χαλκέντερος και μανιακός της εργασίας συγγραφέας, που έγραψε κείμενα φιλοσοφικού και πολιτικού περιεχομένου, δοκίμια για το θέατρο, λιμπρέτα για όπερες, κωμικά μυθιστορήματα (π.χ. το «Έλληνας ζητάει Ελληνίδα» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βασιλείου), τοποθετεί τον εαυτό του έξω από κάθε σύμβαση κάθε είδους. Προφανώς γι' αυτό τόλμησε να γράψει αστυνομικά μυθιστορήματα. «Ισως γράφοντας αστυνομικά μυθιστορήματα να είναι ο καλύτερος τρόπος να κάνει κάποιος τέχνη σε ένα πεδίο που δεν θα το υπέθετε κανείς» έχει πει.
Φίλιππος Φιλίππου
ΤΟ ΒΗΜΑ, 18-10-1998
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις