0
Your Καλαθι
James Joyce Η απόκρημνη όψη μιας μεγαλοφυίας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
15%
15%
Περιγραφή
Με τον χοϊκό αισθησιασμό και την εξαιρετική αφηγηματικότητα που την έκαναν μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες Ιρλανδέζες συγγραφείς, η Έντνα Ο'Μπράιεν συνθέτει ένα παθιασμένο, προσωπικό και γοητευτικό πορτρέτο του μεγάλου συμπατριώτη της. Η ιδιότυπη βιογραφία της είναι ένα ταξίδι επιστροφής στη χώρα της πολιτικής, της ιστορίας, των αγίων και των λογίων που διαμόρφωσαν τον δημιουργό του πιο τολμηρού βιβλίου του 20ού αιώνα - του "Οδυσσέα".
Περίτεχνα, προσεκτικά, ποιητικά, η Ο'Μπράιεν παρακολουθεί την δύσκολη παιδική ηλικία, την επαναστατημένη εφηβεία, την φιλόδοξη νεότητα του Τζόυς -το πρώτο σκίρτημα του έρωτά του για την ψηλή κοκκινομάλλα Νόρα Μπάρνακλ- την αυτοεξορία του στην Τεργέστη, όπου θα συναντηθεί με την επιτυχία, τον έρωτα και την απελπισία.
Μόνο η Έντνα Ο'Μπράιεν με την επιδέξια, ευλύγιστη γραφή της, την ατίθαση ιρλανδική της ιδιοσυγκρασία και το ευγενικό της πνεύμα θα μπορούσε να συλλάβει τόσο απόλυτα τη δύναμη και την πολυπλοκότητα του μεγάλου μοντερνιστή συγγραφέα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνθρωπος που κατηφόριζε ένα δρόμο στο Δουβλίνο κι έλεγε πως τ' όνομά του είναι Δαίδαλος ο γητευτής». Ετσι ξεκινά την αφηγηματική ανάπλαση της ζωής του Τζαίημς Τζόυς η πολυβραβευμένη μυθιστοριογράφος Εντνα Ο' Μπράιαν. Γεννημένη το 1932 στην Ιρλανδία έκανε σπουδές στη φαρμακολογία, όταν κάποια μέρα διάβασε την Εισαγωγή στον Τζόυς γραμμένη από τον Τ.Σ. Ελιοτ. «Μέχρι τότε έγραφα ευφάνταστη πρόζα με πολλά κοσμητικά επίθετα και καλολογικά στοιχεία» λέει η Ο' Μπράιαν. «Οταν όμως διάβασα τη σκηνή του χριστουγεννιάτικου δείπνου από το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη κατάλαβα ένα πράγμα: ότι, για οτιδήποτε επρόκειτο να γράψω, δε χρειαζόταν να πάω βαθύτερα από το δικό μου εσωτερικό εαυτό, τη δική μου εμπειρία. Ηταν πραγματικά μια απίστευτη αποκάλυψη για μένα, όμοια με αυτήν του Απόστολου Παύλου».
Πολλοί μελετητές του Τζόυς έχουν αναγνωρίσει τα αυτοβιογραφικά στοιχεία στο έργο του μεγάλου μοντερνιστή συγγραφέα. Ο ίδιος άλλωστε είχε κάποτε ομολογήσει σε κάποιο φίλο ότι ένα από τα πράγματα που δεν μπορούσε να συνηθίσει όταν ήταν νέος ήταν η διαφορά που διαπίστωνε ανάμεσα στη λογοτεχνία και στη ζωή. Ο Τζόυς αποφάσισε να απαλείψει αυτή τη διαφορά και, πραγματοποιώντας το, διαμόρφωσε την πορεία της λογοτεχνίας στον 20ό αιώνα. Την πεποίθηση ότι το μυθιστορηματικό έργο του Τζόυς είναι ουσιαστικά αυτοβιογραφικό φαίνεται να συμμερίζεται και η Εντνα Ο' Μπράιαν, παρέχοντας τη δική της ερμηνευτική άποψη για την πολύπλοκη προσωπικότητα του Τζόυς. Ενώ ο Ρίτσαρντ Ελλμαν, επίσημος βιογράφος του ιρλανδού συγγραφέα, ανασκευάζει σχολαστικά τη χρονολογική πορεία της ζωής του ακολουθώντας τον από το Δουβλίνο (την πόλη όπου γεννήθηκε και εκπαιδεύτηκε) στην Πόλα, στη Ρώμη και στην Τεργέστη (όπου αυτεξορίστηκε και έγραψε τους Δουβλινέζους και το Πορτρέτο του Καλλιτέχνη), στη Ζυρίχη (όπου τελείωσε τον Οδυσσέα), στο Παρίσι (όπου έγραψε το Finnegans Wake) και, τέλος, πάλι πίσω στη Ζυρίχη (όπου και πέθανε), η Ο' Μπράιαν ακολουθεί μια πιο ιδιοσυγκρασιακή δομή στη δική της αφήγηση: διερευνά τις προσωπικές σχέσεις με τα λιγοστά άτομα του οικείου περιβάλλοντός του (τους γονείς του, τη γυναίκα του Νόρα και την κόρη του Λουτσία), δίνει έμφαση στους αγαπημένους του συγγραφείς (Ιψεν, Αριστοτέλη, Βίκο) τονίζοντας συγχρόνως την πολυμάθειά του και επιχειρεί μέσα από τα όνειρα, τις προκαταλήψεις, τις εμμονές και τις φοβίες του να καταγράψει την εσωτερική διαδρομή που οδήγησε τον Τζόυς στη σύλληψη των δύο τελευταίων αριστουργηματικών του έργων.
Η επίδραση της ιησουίτικης εκπαίδευσης, για παράδειγμα, φαίνεται ασήμαντη μπροστά στην επιρροή που άσκησε στον νεαρό Τζαίημς η μητέρα του Μαίη Τζόυς. Παρά την οργισμένη ανταρσία του, και ενώ «είχε αποσύρει συναισθηματικά τον εαυτό του από τη μητέρα του», η ανάμνησή της τον «στοίχειωνε» σ' όλη του τη ζωή. Τα γράμματά της προς τον γιο της, ισχυρίζεται η Ο' Μπράιαν, είναι γεμάτα λατρεία, αλλά αρθρώνουν και μια κραυγή συμφιλίωσης, μια βαθιά ανάγκη αναγνώρισης από τον γιο της. Είναι γράμματα κρυπτοερωτικά, σαν κι αυτά που αργότερα θα στείλει ο ίδιος στην κόρη του Λουτσία. Είναι όμως τα γράμματα αυτά, πάντα σύμφωνα με την Ο' Μπράιαν, που τον εμπνέουν για να δημιουργήσει τον χαρακτήρα της Μόλλυ Μπλουμ. «Παρά το ότι μεγάλο μέρος της λιμπιντικής Μόλλυ έχει την πηγή του στη (γυναίκα του) Νόρα, αυτός ο μεγάλος ποταμός του πεζού λόγου, χωρίς καθόλου κόμματα και μόνο μια τυχαία χωρίς λόγο τελεία εδώ και εκεί, είναι δημιούργημα της Μαίη Τζόυς».
Η άλλη γυναικεία φιγούρα που δεσπόζει στη ζωή του είναι η Νόρα Μπάρνακλ, το ζωηρό και κεφάτο κορίτσι με τα πυρόξανθα μαλλιά που τη νύχτα της 16ης Ιουνίου «τον μετέτρεψε σε άντρα». Αυτήν ακριβώς την ημερομηνία διάλεξε για να στήσει γύρω της τον Οδυσσέα, η οποία εκ των υστέρων ονομάστηκε «Μπλουμζντέη», «μέρα του Μπλουμ», από το όνομα του ήρωα του Οδυσσέα Λέοπολντ Μπλουμ. Η αγάπη του Τζόυς για τη Νόρα ήταν ολοκληρωτική, γεμάτη πάθος, ρομαντισμό και συναίσθημα, και παρέμεινε έτσι ως τον θάνατό του. Ποτέ δεν την πρόδωσε και δεν επιχείρησε να δημιουργήσει άλλες σχέσεις (εκτός από τρεις σύντομες πλατωνικές ερωτοτροπίες), ενώ αντίθετα την προέτρεπε να αποκαλυφθεί, να αφαιρέσει από πάνω της «ό,τι μπορούσε να θυμίζει προσωπείο και κάλυμμα, να τη διαπεράσει αν γινόταν, να μάθει όλο το μυστικό της ύπαρξής της». Η αλληλογραφία του ζευγαριού, όταν ο Τζόυς επέστρεψε για λίγο στο Δουβλίνο, είναι αποκαλυπτική του ορμητικού και παθιασμένου έρωτά τους. Στα γράμματα την αποκαλεί «γαλάζιο λουλούδι του βουνού», βασίλισσα και θεά του, και ταυτόχρονα την εκλιπαρεί να τον κρατήσει σε σεξουαλική διέγερση. Η Ο' Μπράιαν αναφέρεται στη διαμάχη που ξέσπασε ανάμεσα στους λογοτέχνες και κριτικούς μετά τη δημοσίευση της τόσο τολμηρής προσωπικής αλληλογραφίας του ζευγαριού. Ο Μπέκετ ήταν έξαλλος με τη δημοσιοποίησή της, αλλά η Ο' Μπράιαν προφανώς δεν συμμερίζεται την άποψή του. Σύμφωνα με την ιρλανδή συγγραφέα, ούτε αλλοιώνει την εικόνα του Τζόυς ούτε υποτιμά τον γάμο του. Αντίθετα, αποκαλύπτει την ιδιοφυΐα του Τζόυς, ο οποίος - αποτυπώνοντας τις απόκρυφες παρορμήσεις του στο χαρτί - κατάφερε να μετουσιώσει τη σεξουαλικότητά του σε τέχνη, δημιούργησε «υπερβατικές καταστάσεις που μας κόβουν την ανάσα μέσα από ένα σάρκινο πυρακτωμένο υλικό» και έκανε να «πάλλουν οι καρδιές ανθρώπων και αγγέλων».
Η «παχουλή κι ηδονικά γεμάτη» λογοδιάρροια της Μόλλυ Μπλουμ (Οδυσσέας) ή η «έξαλλη ευδαιμονία» της Αννας Λίβια μετά τη σεξουαλική επαφή (Finnegans Wake) οδήγησε μερικές γυναίκες κριτικούς στο συμπέρασμα ότι ο Τζόυς περιφρονούσε τις γυναίκες (Μέριλυν Φρεντς) ή - στην καλύτερη περίπτωση - ότι «συμμετείχε και αυτός στην αφελή λατρεία της πρωτόγονης γυναίκας» (Κέιτ Μίλετ). Και εδώ όμως η Ο' Μπράιαν αντιπαραθέτει τα επιχειρήματά της: η άποψη του Τζόυς για τις γυναίκες είναι πολυδιάστατη (και διαμετρικά αντίθετη με αυτήν του Λώρενς, με τον οποίον τον συγκρίνουν). Οι γυναίκες είναι θύματα της σκληρότητας των ανδρών (Α Painful Case) αλλά και απόλυτα κυρίαρχες στον δικό τους κόσμο (Οι Νεκροί). Είναι εξιδανικευμένες υπάρξεις (Πορτρέτο του Καλλιτέχνη) αλλά και πειρασμοί και μάγισσες, «μαστόρισσες της πονηριάς και της γητειάς» (Οδυσσέας). Μπορεί η Μόλλυ να περιγράφεται ως άσεμνη και ακόλαστη, αλλά, σύμφωνα με τον Τζόυς, αυτού του είδους η γυναίκα είναι «υγιής, πλήρης, αμοραλιστική, γονιμοποιημένη, απατηλή, γοητευτική». Οπως επίσης και η Αννα Λίβια, που, ενώ στα νιάτα της τη χαρακτηρίζει η ελευθεριότητα, μεγαλώνοντας αντιμετωπίζει με συμπόνια τον έκφυλο άνδρα της, καθώς και την αντικατάστασή της από νεότερα κορίτσια, συμπεριλαμβανομένης της κόρης της Ιζόλδης.
Η εκθρόνιση της Αννας Λίβια από την καρδιά του ανδρός της για τη νεότερη Ιζόλδη θυμίζει τη λατρευτική αφοσίωση του Τζόυς προς την κόρη του όταν εκείνη έφθασε στην εφηβεία. Ηταν τέτοια η αγάπη του πατέρα προς τη Λουτσία που ποτέ δεν παραδέχθηκε ότι η διαταραγμένη της προσωπικότητα είχε παθολογικές αιτίες. Ο ίδιος προτιμούσε να πιστεύει πως «η διαταραχή της ήταν η έκφραση μιας μεγαλοφυΐας που είχε παραδρομίσει». Στα γράμματα που της στέλνει όταν εκείνη βρίσκεται εσώκλειστη σε θεραπευτικές κλινικές ο Τζόυς είναι πατέρας, θεράπων ιατρός και ερωμένος. Μιλάει με τρυφερότητα στο «μαγεμένο του παιδί», στέλνει όμορφες ιστορίες του Τολστόι για να τη διασκεδάσει, αλλά ποτέ δεν παραδέχεται την ψυχική της ασθένεια. Γι' αυτόν η Λουτσία απλώς χρησιμοποιεί μια δική της παράξενη γλώσσα, όμοια μ' αυτήν που είχε εκείνος ξετυλίξει στο Finnegans Wake. Σύμφωνα με την Ο' Μπράιαν, ο στρεβλωμένος και υπό διάλυση κόσμος της Λουτσία σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη αδιαφορία του λογοτεχνικού κόσμου για το Finnegans Wake ήταν οι δύο κύριοι παράγοντες που συνετέλεσαν στον κλονισμό της υγείας του Τζόυς και στη βαθμιαία απομάκρυνση και σιωπή του.
Ωστόσο πραγματικός πρωταγωνιστής σε ολόκληρο το έργο του Τζόυς - παραδέχεται η Ο' Μπράιαν - είναι η γλώσσα σε συνεχή ροή, που ξεδιπλώνεται «με μια εκτυφλωτική δεξιοτεχνία βιρτουόζου». Ο Τζόυς διάλεγε τις λέξεις του «ασυγκίνητα και ψυχρά» και τις χρησιμοποιούσε σαν σκοπευτής, υποστηρίζοντας ότι διέθετε ικανό αριθμό λέξεων αλλά όφειλε να τις τοποθετήσει στη σωστή σειρά. Μελετούσε κάθε λέξη για τον ρυθμό της, την έννοιά της, την καταλληλότητά της, την ομορφιά της, τη χυδαιότητά της, τους συσχετισμούς της και τον προφητικό της χαρακτήρα. Η γλώσσα ήταν για αυτόν το κλειδί της ζωής και μόνο μέσω αυτής μπορούσε να αποσπάσει τα μυστικά των ανθρώπων. Καθώς τα χρόνια περνούσαν και χαλάρωνε ο δεσμός του με τους ανθρώπους και τα πράγματα του κόσμου, η γλώσσα παρέμενε γι' αυτόν η βασική κινητήρια δύναμη. «Ηράκλειο άθλο» χαρακτηρίζει η Ο' Μπράιαν την πάλη του με τις λέξεις. Εχοντας χάσει σχεδόν ολότελα την όρασή του τα τελευταία χρόνια της ζωής του προσπαθούσε να νιώσει τις λέξεις με την αφή και ο αγώνας αυτός τον έκανε να κλαίει.
Η αφηγηματική ανάπλαση της ζωής του ιρλανδού συγγραφέα από την Ο' Μπράιαν μας παρουσιάζει έναν μεγαλοφυή Τζόυς αλλά ταυτόχρονα πολύ ανθρώπινο, εγωκεντρικό αλλά και αξιαγάπητο, ανεξάρτητο αλλά και ευάλωτο, αλαζονικό αλλά και μετριόφρονα. Ωστόσο, όπως συμβαίνει με τους πραγματικούς καλλιτέχνες, το μυστικό της μεγαλοφυΐας του μας διαφεύγει. Η αγάπη και ο θαυμασμός της Ο' Μπράιαν, όπως ομολογεί άλλωστε και η ίδια, δεν καταφέρνουν να αποκωδικοποιήσουν το μυστικό και έτσι η μεγαλοφυής προσωπικότητα του Τζόυς παραμένει «ένα παντοτινό αίνιγμα».
Ντόρα Τσιμπούκη (αναπληρώτρια καθηγήτρια Αγγλικής Λογοτεχνίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 21-07-2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις