Ο άγγελος του σπιτιού ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Στο Λονδίνο, στο Μουσείο Βικτορίας και Αλβέρτου, ο Ρόμπερτ γνωρίζει και ερωτεύεται την Άντζελα, τον άγγελο που περίμενε όλη του τη ζωή. Και η Άντζελα ερωτεύεται τον Ρόμπερτ, τον άντρα που δεν περίμενε όλη της τη ζωή. Τι πιο απλό;
Γιατί όμως ο Ρόμπερτ φοβάται τόσο να αγαπήσει; Και ποια στα αλήθεια είναι η γλυκιά και μυστηριώδης Άντζελα; Γιατί δεν τον καλεί ποτέ στο σπίτι της; Και γιατί ο θείος της ο Μάικι έχει περάσει τα τελευταία πενήντα χρόνια κλεισμένος σε μια σοφίτα στην Ιρλανδία;
Τα φαινόμενα απατούν: να κάτι που ισχύει για όλους τις ήρωες της συναρπαστικής αυτής φάρσας. Πλάθοντας ολοζώντανους χαρακτήρες, τόσο πολύπλευρους που από μόνος του ο καθένας μοιάζει να αποτελεί μια Κιβωτό, η Ο’Ρίορνταν μας ξεναγεί σε ένα ταξίδι συνεχών ανατροπών και απροόπτων, μας οδηγεί στα χνάρια που βαδίζουν ο Ρόμπερτ και η Άντζελα καθώς αποκαλύπτουν την αλήθεια για τον εαυτό τους, ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα ο ένας τον άλλο.
Ο Άγγελος του σπιτιού είναι ένα μυθιστόρημα που ξεχωρίζει για τις οξυδερκείς παρατηρήσεις του, για τη ζωντάνια και τη ζεστασιά του, ένα μυθιστόρημα που μαγεύει τον αναγνώστη μιλώντας για τον κίνδυνο του να ποθείς αυτό που δεν μπορείς να έχεις, και να θέλεις να γίνεις κάτι που δεν είσαι τελικά- όμως, και για την ευτυχία του να μαθαίνεις να αγαπάς ό,τι σου δίνεται.
«Η Ο’Ρίορνταν είναι μια συγγραφέας που έχει την ικανότητα να λέει τα πράγματα όπως είναι και όχι όπως νομίζουμε ότι θα έπρεπε να είναι. Και να το κάνει με πάθος, αλλά και με χιούμορ. Πάνω απ’ όλα, με πλήρη συναίσθηση της δύναμης που έχει η γλώσσα να μας συγκινεί και να μας αλλάζει».
Φαίη Γουέλντον
«Η Κέιτ Ο’Ρίορνταν είναι μια συγγραφέας δυνατή, προικισμένη με την επιθετικότητα ενός ράπερ και την ευγλωττία ενός ποιητή».
Literary Review
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η αγγελική γυναικεία μορφή που δέσποζε στα έργα της βικτοριανής περιόδου, όπως αυτή περιγράφεται και στο ομότιτλο ποίημα του Κόβεντρι Πάτμορ που παρατίθεται και ως μότο στο μυθιστόρημα, ήταν μια «εξαϋλωμένη» οντότητα, απαλλαγμένη από κάθε μορφής σεξουαλικότητα, ανιδιοτελής και δοτική, η ιδανική γυναίκα, προορισμένη να εκτελεί τα καθήκοντά της στο σπίτι και να είναι αφοσιωμένη στο σύζυγό της. Κάθε άντρας ευχόταν τη συνάντηση και την ένωση με μια τέτοια ύπαρξη. Το βικτοριανό πρότυπο δεν λειτουργούσε μονάχα στην οικιακή ιδιωτική σφαίρα αλλά και στην πνευματική: εξυψωμένη στο επίπεδο του αντικειμένου λατρείας έχει εξυμνηθεί ως η Παρθένος Μαρία της εστίας.
Αργότερα, στο πλαίσιο της γυναικείας χειραφέτησης, το στερεότυπο αυτό -από τη Βιρτζίνια Γουλφ έως τη Σύλβια Πλαθ- πολεμήθηκε, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνο για τη χειραγώγηση και την καταστολή της γυναικείας δημιουργικότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση, παρά τη δυσκολία, για την έξοδο της γυναίκας στο δημόσιο βίο ήταν «η δολοφονία του αγγέλου του σπιτιού» και όπως γράφει στο δοκίμιό της «Σύγχρονα επαγγέλματα» η Βιρτζίνια Γουλφ «είναι δυσκολότερο να σκοτώσεις ένα φάντασμα από μια πραγματικότητα».
Πολλές γυναίκες επιχειρώντας να «σκοτώσουν» τον εγκαθιδρυμένο στο σύστημά τους άγγελο, ύστερα από αιώνες συγκατοίκησης, αστοχούσαν στην προσπάθεια και σκότωναν μεταφορικά και πολλές φορές κυριολεκτικά, κομμάτια του εαυτού τους, συντρίβοντας και ζωτικά τους μέλη.
Το διαδεδομένο αυτό στερεότυπο του θηλυκού αγγέλου εμφανίζεται παράλληλα με ένα άλλο, εξίσου διαδεδομένο, αυτό της «τρελής της σοφίτας», της γυναίκας που αποσύρεται σε μια κρύπτη, και αποτελεί το όνειδος της οικογένειας.
Στο μυθιστόρημα της Ιρλανδέζας Ο' Ρίορνταν τα δύο αυτά στερεότυπα παρουσιάζονται διαφοροποιημένα καθώς ο μεν άγγελος εξελίσσεται σε μια άλλη ανανεωμένη εκδοχή, αυτή του «δημόσιου αγγέλου», η δε «τρελή της σοφίτας», αλλάζει φύλο και τη θέση της παίρνει ένας άντρας αναχωρητής που εκουσίως εγκαταλείπει τα εγκόσμια και τους οικείους του γιατί τους έχει απορρίψει.
Οι τρεις όρκοι
Η Αντζελα του μυθιστορήματος είναι μια ανεπιτήδευτα όμορφη κοπέλα που «πάσχει» από ένα γενικευμένο σύνδρομο καλοσύνης: Ιρλανδέζα, δόκιμη μοναχή βρίσκεται στο Λονδίνο, προσφέροντας τις υπηρεσίες της στους «άντρες της» σε ένα άσυλο άστεγων και ανιάτων, περιμένοντας διακαώς να χειροτονηθεί και να δώσει τους τρεις όρκους «της ακτημοσύνης, παρθενίας και υπακοής», καθώς δεν έχει ακόμα αφουγκραστεί τους ήχους των δικών της επιθυμιών. Με ζέση και πάθος ρίχνεται στον αγώνα υπεράσπισης όλων των κατατρεγμένων, ο οποίος δεν περιορίζεται στα όρια του ασύλου αλλά και σε όποιον συναντά στο δρόμο της και χρήζει βοηθείας, έναν αγώνα εξοντωτικό υπεράσπισης των άλλων, και, όπως προκύπτει, ο αληθινός εαυτός της δεν έχει ακόμα κάνει την εμφάνισή του για να θέσει υπό αμφισβήτηση τον όρκο της παρθενίας. Αναρωτιέται γιατί η χειροτόνησή της καθυστερεί, αλλά με ατελείωτη υπομονή και ενέργεια αφιερώνει τη ζωή της στη διαρκή προσφορά -είτε κατά τις περιφορές της στο Λονδίνο είτε κατά τις επισκέψεις της στην εκκεντρική οικογένειά της στους βάλτους της Ιρλανδίας. Ομως, η Ηγουμένη, Μαίρη Μάργκαρετ, αλκοολική και αθυρόστομη, αμφιβάλλει για τα κίνητρά της, παρά τις διαβεβαιώσεις τής Αντζελα πως ο μοναδικός άντρας της ζωής της ήταν και θα είναι ο Ιησούς, από τη στιγμή που οι θείες της αποφάσισαν για λογαριασμό της.
Στη γυναικοκρατούμενη οικογένεια της Αντζελα όλες οι γυναίκες του σπιτιού ήταν οπαδοί της παρθενίας και υπέρμαχοι της αγνότητας, με αποτέλεσμα να την πείσουν πως αυτός και είναι ο προορισμός της. Η Αντζελα είναι η κόρη της Μπίνα, της μοναδικής αδελφής που ξεστράτισε από το κοπάδι στα 39, αλλά επέστρεψε μετά το θάνατο του άντρα της στην παρθενική εστία με τις θρησκευόμενες αδελφές και τις μικρές, ακύμαντες ικανοποιήσεις. Οι θείες της, σαν «αρχαιοελληνικός χορός», εισβάλλουν στις σκέψεις της ουρλιάζοντας και της υπενθυμίζουν τα καθήκοντά της, σχολιάζουν, αποδοκιμάζουν και χλευάζουν τις αντιδράσεις της και η Αντζελα αδυνατεί «να κάνει έξωση σε όλα όσα της είχαν χώσει στο κεφάλι», ενώ ο μοναδικός άντρας της οικογένειας, ο αδελφός τους, εδώ και πενήντα χρόνια περίπου βρίσκεται εκουσίως κλεισμένος στη σοφίτα του σπιτιού, θαμμένος ζωντανός, αρνούμενος να κατέλθει ή να επικοινωνήσει με οποιονδήποτε άλλον εκτός από την Αντζελα, που έχει βρει έναν κώδικα επικοινωνίας μαζί του. Με έναν ανάλογο τρόπο έχει και η Αντζελα παραδοθεί στην προοπτική της μοναστικής ζωής, μιας ζωή που θα την απαλλάξει από το βάρος του εαυτού της και θα τη βάλει σε έναν, χωρίς εκπλήξεις, δρόμο.
Το πορτρέτο
Ολες αυτές οι προοπτικές για την Αντζελα όμως δοκιμάζονται όταν ο Ρόμπερτ, συντηρητής έργων τέχνης που ξεναγεί τους επισκέπτες του βικτοριανού μουσείου Αλμπερτ και Βικτόρια μία φορά την εβδομάδα, την εντοπίζει αρχικά στο δρόμο να μοιράζει νομίσματα σε όλους τους ζητιάνους και αργότερα ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ που ξεναγεί. Στο πρόσωπό της βλέπει τη γυναίκα που θα μπορούσε επιτέλους να εμπιστευτεί και να τον απαλλάξει από το βάρος της μοναξιάς του.
Ο Ρόμπερτ ζει μόνος, απογοητευμένος από την προσωπική αλλά και την επαγγελματική του ζωή, καθώς το όνειρό του για τη δημιουργία πρωτογενών έργων έχει παραμεριστεί. Η μοναδική του συναναστροφή είναι η εκκεντρική Αμερικανίδα μητέρα του, που ζει σε ένα πλωτό σπίτι και η υποτιθεμένη τέλεια οικογένεια του καλύτερου φίλου του Πίτερ. Οταν συναντάει την Αντζελα της ζητάει να τη ζωγραφίσει και έχοντας το πρόσωπό της ως θέμα ανακαλύπτει την κλίση του στα πορτρέτα, γεγονός που του ανοίγει έναν καινούργιο, αθέατο, έως πριν από λίγο, ορίζοντα.
Η συνάντηση των δύο αυτών ανθρώπων εξελίσσεται σε μια αρκετά προβλέψιμη ιστορία αγάπης, αλλά το πλήθος των χαρακτήρων που παρεισφρέουν στην αφήγηση, οι αντιξοότητες και οι παρεξηγήσεις που το ζευγάρι πρέπει να υπερβεί μέχρι την τελική συνεύρεση, οι διάλογοι και η επιμέρους ιστορία των δύο πρωταγωνιστών δεν επιτρέπουν τη χαλάρωση του ενδιαφέροντος και ο αναγνώστης βρίσκεται να το διαβάζει όχι για να μάθει το τι θα συμβεί παρακάτω, αλλά γιατί ο τρόπος που αυτοί οι δυο άνθρωποι έρχονται σε επαφή είναι από μόνος του συναρπαστικός. Ο Ρόμπερτ αγνοεί πως η Αντζελα είναι μοναχή και οι υποθέσεις που κάνει για την εκκεντρική συμπεριφορά της τον βασανίζουν: Η ίδια του δήλωσε πως είναι κοινωνική λειτουργός και δεσμευμένη με κάποιον άλλον, ενώ οι μυστηριώδεις εξαφανίσεις της τον πείθουν πως υπάρχει και μια δεύτερη κρυφή ζωή. Η δε Αντζελα θεωρεί περίεργη την οικειότητα που έχει με την οικογένεια του φίλου του Πίτερ και τη σύζυγό του Ανίτα και υποψιάζεται πως οι κόρες τους είναι δικές του.
Η δοκιμασία
Στον «Αγγελο του Σπιτιού», πέρα από το θέμα του έρωτα και της δύναμής του να αλλάζει και να μεταστρέφει την πορεία των ανθρώπων, κυρίαρχο είναι και το θέμα των διάφορων γυναικείων μεταλλασσόμενων προσωπείων: από αυτό του αγαθού αγγέλου που προσφέρεται για εξιδανίκευση, στο πορτρέτο της πόρνης που παρέχει τις υπηρεσίες της επί πληρωμή, αλλά και στο λιγότερο ελκυστικό πορτρέτο της μοναχής που υπηρετεί ανιδιοτελώς, στρατευμένης στην ενασχόλησή της (μια άλλη εκδοχή της γυναίκας αφοσιωμένης στην καριέρα της), μιας γυναίκας με ευνουχισμένη σεξουαλικότητα. Οταν δε αυτές οι εκδοχές προβάλλουν διαδοχικά, τότε ένας αριθμός θεμάτων εγείρεται που αφορούν τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις του αντρικού ψυχισμού που θα πρέπει, με τη σειρά του, ο ήρωας, να υπερβεί.
Αυτή είναι και η δοκιμασία του Ρόμπερτ, ο οποίος θα πρέπει να αποδεχθεί πως η γυναίκα που αγαπά δεν είναι άγγελος ούτε πόρνη, αλλά μοναχή, και πως η αγάπη είναι η συνάντηση παραπληρωματικών παθολογιών και έχει σχέση με την αποδοχή, διαδικασία που αφορά και τη δική του ενασχόληση, της συντήρησης έργων τέχνης: «Οι πλευρές ενός ανθρώπου που σε έκαναν αρχικά να τον ερωτευθείς είναι οι πλευρές που δεν γνώριζες... Η αλήθεια ήταν πως δεν απείχε και πολύ από αυτό που έκανε ένας συντηρητής ο οποίος αφαιρούσε, καθάριζε, έγδυνε την εικόνα μπροστά του, λίγο λίγο μέχρι να μείνει γυμνός ο σκελετός... και μετά άρχιζε πάλι να καλύπτει. Να προσθέτει καινούργια χρώματα, μια νέα υφή, ένα προστατευτικό επίστρωμα από διάφανο βερνίκι. Αυτό δεν πρόσφεραν τα ζευγάρια, ο ένας στον άλλο; Προστατευτικά επιστρώματα».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 13/10/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις