0
Your Καλαθι
Το φως μέσα μας
Υπερβάσεις σε αβέβαιους καιρούς
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Το φως μέσα μας είναι η βαθυστόχαστη απάντηση της Μ. Ομπάμα σε αυτά ακριβώς τα ερωτήματα. «Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν καθαρές λύσεις και περιεκτικές απαντήσεις στα μεγάλα προβλήματα της ζωής» γράφει. «Από τη φύση της, η ανθρώπινη εμπειρία τις αγνοεί αυτές. Η καρδιά μας είναι πολύ πιο περίπλοκη, οι ιστορίες της ζωής μας πολύ πιο μπερδεμένες». Αντί για μια «μαγική συνταγή» για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της ζωής, προσφέρει στους αναγνώστες της μια ματιά μέσα στην προσωπική της εργαλειοθήκη, θέτοντας ζητήματα όπως:
Η Δύναμη των Μικρών Πραγμάτων: Στη διάρκεια των πρώτων, αποπροσανατολιστικών ημερών της πανδημίας, η Μ. Ομπάμα έμαθε να ηρεμεί το αγχωμένο μυαλό της και να καταπολεμά τα συναισθήματα που την κατέβαλλαν ασχολούμενη με ένα νέο χόμπι: το πλέξιμο. Η απλή πράξη της παράδοσης « σε κάτι που ήταν μικρότερο από τον φόβο μου, μικρότερο από τις ανησυχίες και τον θυμό μου, μικρότερο από τη συντριπτική αίσθηση ανημποριάς που ένιωθα … οδηγούσαν το μυαλό μου σε μια νέα κατεύθυνση» εξηγεί. «Με έβαζαν σε έναν ορισμένο δρόμο, έναν δρόμο που οδηγούσε έξω από τη ρημαγμένη πόλη και ανέβαινε σε μια ήσυχη πλαγιά, σε κάποιο μέρος απ’ όπου μπορούσα να δω πιο καθαρά». Περιγράφοντας την αίσθηση της μοναξιάς που είχε εν αναμονή της διαδικτυακής της ομιλίας στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών το 2020, πιστώνει στην επιβεβλημένη ηρεμία και τη σταθερότητα που βρήκε με το πλέξιμο ότι τη βοήθησαν να φτάσει σε «εκείνη την εκρηκτική διαύγεια που έχεις όταν μιλάς από το εσώτερο κέντρο του είναι σου». «Έπρεπε να γυρίσω στα μικρά προκειμένου να σκεφτώ πάλι για τα μεγάλα» γράφει. «Συνταραγμένη από το τεράστιο μέγεθος όλων όσων συνέβαιναν, είχε χρειαστεί να με οδηγήσουν ξανά τα χέρια μου σε ό,τι είναι καλό, απλό και εφικτό. Και αυτό ήταν τελικά μεγάλη υπόθεση».
Αποκωδικοποιώντας τον Φόβο: Ο φόβος είναι εύλογο συναίσθημα σε έναν κόσμο όπου πολλοί άνθρωποι νιώθουν πραγματική ανησυχία για την προσωπική τους ασφάλεια και σταθερότητα, έχουν βιώσει κακοποίηση ή το τραύμα του πολέμου, ή είναι εκτεθειμένοι στη σκληρή κριτική και στις επικρίσεις των άλλων. Σε ορισμένες περιστάσεις, όμως, οι αφηρημένοι φόβοι –ο φόβος μην ντροπιαστούμε ή μη μας απορρίψουν, o φόβος για τις ασυνήθιστες εμπειρίες, για την ανάληψη μιας νέας δραστηριότητας– μπορεί να μας κρατήσουν πίσω, περιορίζοντας τις ευκαιρίες μας και στενεύοντας τον ορίζοντα της ζωής μας. «Και αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι πρέπει να προσέχουμε πολύ πώς αξιολογούμε τις ανησυχίες μας και να μάθουμε να επεξεργαζόμαστε τους φόβους μας» γράφει η κυρία Ομπάμα. «Οι επιλογές που κάνουμε όταν φοβόμαστε, πιστεύω, συχνά καθορίζουν την ευρύτερη έκβαση της ζωή μας». Συγκρίνοντας τον φόβο που ένιωσε όταν ο Μπαράκ Ομπάμα τής είπε για πρώτη φορά ότι ήθελε να βάλει υποψηφιότητα για Πρόεδρος με το βάρος της κληρονομιάς από τους δύο παππούδες της, υπερήφανους και ικανούς μαύρους άντρες, που η ζωή τους είχε, ωστόσο, περιοριστεί από μια συχνά απτή και εύλογη αίσθηση φόβου και δυσπιστίας, προερχόμενη από τα βιώματα ρατσισμού, η κυρία Ομπάμα προσκαλεί τους αναγνώστες να αναρωτηθούν: «Φοβάμαι επειδή βρίσκομαι σε πραγματικό κίνδυνο ή απλώς επειδή κοιτάζω κατά πρόσωπο το καινούργιο; Η αποκωδικοποίηση του φόβου ενέχει το να παραμερίζουμε τα ένστικτά μας, εξετάζοντας από τι κάνουμε πίσω και προς τι θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε πιο πρόθυμα και, ίσως το πιο σημαντικό, γιατί κάνουμε πίσω ή προχωράμε μπροστά».
Ξεκινώντας με Καλοσύνη: «Πολλοί από εμάς περνάμε όλη μας τη ζωή εντοπίζοντας τα πρόσωπα των κριτών γύρω μας, νιώθοντας να βομβαρδιζόμαστε από κρίσεις, ψάχνοντας να βρούμε τι έχουμε κάνει λάθος, και εσωτερικεύοντας τις απαντήσεις με επιζήμιους τρόπους που μένουν μέσα μας εφ’ όρου ζωής» γράφει η κυρία Ομπάμα. «Πάρα πολύ συχνά, στρέφουμε την επικριτική ματιά κατευθείαν στον εαυτό μας. Αυτοτιμωρούμαστε με τα κακώς κείμενα προτού καν προλάβουμε να ρίξουμε έστω μια ματιά σε ό,τι είναι καλώς καμωμένο». Αναγνωρίζοντας ότι, κι εκείνη η ίδια, έχει πολλά πρωινά που κοιτάζεται στον καθρέφτη του μπάνιου και, παρορμητικά, αρχίζει να απαριθμεί τις ατέλειές της, η κυρία Ομπάμα επιβεβαιώνει πόσο σπουδαίο είναι να ξεκινάμε κάθε μέρα με καλοσύνη προς τον εαυτό μας, να απωθούμε την αυτοεπίκριση και, αντί γι’ αυτήν, να χαιρετάμε τον εαυτό μας με ένα απλό μήνυμα συμπόνοιας και αποδοχής. To ίδιο, στις συναντήσεις με τους άλλους –ειδικά με τα παιδιά– είναι σημαντικό να μετριάζουμε το επικριτικό μας ένστικτο και την κριτική και, αντίθετα, να προτάσσουμε κάτι πιο θερμό και μια ορατή έκφραση «χαράς» για όλη τους την ύπαρξη. Κάνοντάς το αυτό, «επικυρώνουμε το φως τους, αυτή το μοναδική λάμψη που έχει καθένας μέσα του» και τους δείχνουμε ότι είναι μια δύναμη που τους ανήκει και μπορούν να την έχουν πάντα μαζί τους.
Ξεκινώντας με Καλοσύνη: Σχεδόν όλοι, κάποια στιγμή, βιώνουν την αίσθηση ότι δεν ανήκουν πουθενά, ότι τους βλέπουν σαν καταπατητές στον χώρο που εισέρχονται. «Για όσους από εμάς, ωστόσο, θεωρούμαστε διαφορετικοί –είτε λόγω της φυλής, της εθνικότητας, της σωματικής μας διάπλασης, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της αναπηρίας, της νευροδιαφορετικότητας, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, με οποιονδήποτε συνδυασμό– αυτά τα αισθήματα δεν είναι περιστασιακά. συχνά, είναι έντονα και μόνιμα» γράφει η κυρία Ομπάμα. «Χρειάζεται πολλή δουλειά για να μπορείς να ζεις με αυτά». Εξιστορώντας το πώς το γεγονός ότι ήταν ψηλή ως παιδί την έκανε να αναπτύξει την άβολη επίγνωση ότι ήταν διαφορετική και ότι δεν μετρούσε, η κυρία Ομπάμα περιγράφει πόσο επίμονα τη στοίχειωνε το αίσθημα ότι την έβλεπαν σαν την «άλλη» ή τη «μόνη» όλο τον καιρό που ήταν στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, όπου ήταν μέλος μιας διπλής μειονότητας, ως γυναίκα και ως μαύρη φοιτήτρια. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αφομοιώσει στη δική της ζωή το αξίωμα με το οποίο είχε ζήσει ο πατέρας της: «Κανείς δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις άσχημα, αν εσύ είσαι καλά με τον εαυτό σου». Σταδιακά, ωστόσο, έμαθε να φέρει τη διαφορετικότητά της με υπερηφάνεια, να την οικειοποιηθεί, και να αφήνει τις δικές της πράξεις, αντί για την κρίση των άλλων, να αντιπροσωπεύουν την αλήθεια της. «Όταν αρχίζεις να ξαναγράφεις την ιστορία του “δεν μετράς”, αρχίζεις να βρίσκεις ένα καινούργιο κέντρο» γράφει. «Αυτό, πιστεύω, είναι η ρίζα της αληθινής αυτοπεποίθησης, και γίνεται το μέρος από το οποίο μπορείς να μετακινηθείς προς περισσότερη ορατότητα, περισσότερη αυτενέργεια και μεγαλύτερη ικανότητα να προκαλείς ευρύτερες αλλαγές».
Εμείς Ολόκληροι: Ενώ όταν μοιραζόμαστε ολόκληρο τον εαυτό μας με τους άλλους με αυθεντικoύς τρόπους, μπορεί να νιώσουμε άβολα, ειδικά αν φέρουμε το φορτίο της διαφορετικότητας, για την κυρία Ομπάμα «είναι σημαντικό να αναζητάμε τις ευκαιρίες που θα μας κάνουν να νιώσουμε πιο άνετα με τον εαυτό μας και με την ιστορία μας, και, εξίσου σημαντικό, να δημιουργούμε χώρο και να υποδεχόμαστε τις ιστορίες των άλλων». Το να πάρουμε ένα λελογισμένο ρίσκο να βγάλουμε κάτι στο φως μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ανακούφισης, αλλά και να μας οδηγήσει σε μια ευρύτερη αντίληψη αυταξίας. «Είναι ένας τρόπος να βρούμε το δικό μας φως, πράγμα που θα βοηθήσει και τους άλλους να το δουν» εξηγεί η κυρία Ομπάμα. Και ενώ μπορεί να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς να κρατάμε τα τρωτά μας σημεία κρυφά, το να αφηγούμαστε ολόκληρη την ιστορία μας με υπερηφάνεια και με το κεφάλι ψηλά μπορεί να σηκώσει και τους άλλους, δημιουργώντας μια πιο ευρύχωρη σφαίρα όπου θα νιώθουν ορατοί και θα ξέρουν ότι ανήκουν εκεί. Γράφει η Μ. Ομπάμα: «Όταν κάποιος επιλέγει να σηκώσει την κουρτίνα και να αποκαλύψει μια υποτιθέμενη ατέλεια στην ιστορία του, για μια περίσταση ή συνθήκη που, τυπικά, μπορεί να εκληφθεί ως αδύνατο σημείο, αυτό που συχνά αποκαλύπτει, στην πραγματικότητα, είναι ο πηγαίος κώδικας της σταθερότητας και της δύναμής του».
Η Δύναμη των Μικρών Πραγμάτων: Στη διάρκεια των πρώτων, αποπροσανατολιστικών ημερών της πανδημίας, η Μ. Ομπάμα έμαθε να ηρεμεί το αγχωμένο μυαλό της και να καταπολεμά τα συναισθήματα που την κατέβαλλαν ασχολούμενη με ένα νέο χόμπι: το πλέξιμο. Η απλή πράξη της παράδοσης « σε κάτι που ήταν μικρότερο από τον φόβο μου, μικρότερο από τις ανησυχίες και τον θυμό μου, μικρότερο από τη συντριπτική αίσθηση ανημποριάς που ένιωθα … οδηγούσαν το μυαλό μου σε μια νέα κατεύθυνση» εξηγεί. «Με έβαζαν σε έναν ορισμένο δρόμο, έναν δρόμο που οδηγούσε έξω από τη ρημαγμένη πόλη και ανέβαινε σε μια ήσυχη πλαγιά, σε κάποιο μέρος απ’ όπου μπορούσα να δω πιο καθαρά». Περιγράφοντας την αίσθηση της μοναξιάς που είχε εν αναμονή της διαδικτυακής της ομιλίας στο Εθνικό Συνέδριο των Δημοκρατικών το 2020, πιστώνει στην επιβεβλημένη ηρεμία και τη σταθερότητα που βρήκε με το πλέξιμο ότι τη βοήθησαν να φτάσει σε «εκείνη την εκρηκτική διαύγεια που έχεις όταν μιλάς από το εσώτερο κέντρο του είναι σου». «Έπρεπε να γυρίσω στα μικρά προκειμένου να σκεφτώ πάλι για τα μεγάλα» γράφει. «Συνταραγμένη από το τεράστιο μέγεθος όλων όσων συνέβαιναν, είχε χρειαστεί να με οδηγήσουν ξανά τα χέρια μου σε ό,τι είναι καλό, απλό και εφικτό. Και αυτό ήταν τελικά μεγάλη υπόθεση».
Αποκωδικοποιώντας τον Φόβο: Ο φόβος είναι εύλογο συναίσθημα σε έναν κόσμο όπου πολλοί άνθρωποι νιώθουν πραγματική ανησυχία για την προσωπική τους ασφάλεια και σταθερότητα, έχουν βιώσει κακοποίηση ή το τραύμα του πολέμου, ή είναι εκτεθειμένοι στη σκληρή κριτική και στις επικρίσεις των άλλων. Σε ορισμένες περιστάσεις, όμως, οι αφηρημένοι φόβοι –ο φόβος μην ντροπιαστούμε ή μη μας απορρίψουν, o φόβος για τις ασυνήθιστες εμπειρίες, για την ανάληψη μιας νέας δραστηριότητας– μπορεί να μας κρατήσουν πίσω, περιορίζοντας τις ευκαιρίες μας και στενεύοντας τον ορίζοντα της ζωής μας. «Και αυτός είναι ο λόγος που πιστεύω ότι πρέπει να προσέχουμε πολύ πώς αξιολογούμε τις ανησυχίες μας και να μάθουμε να επεξεργαζόμαστε τους φόβους μας» γράφει η κυρία Ομπάμα. «Οι επιλογές που κάνουμε όταν φοβόμαστε, πιστεύω, συχνά καθορίζουν την ευρύτερη έκβαση της ζωή μας». Συγκρίνοντας τον φόβο που ένιωσε όταν ο Μπαράκ Ομπάμα τής είπε για πρώτη φορά ότι ήθελε να βάλει υποψηφιότητα για Πρόεδρος με το βάρος της κληρονομιάς από τους δύο παππούδες της, υπερήφανους και ικανούς μαύρους άντρες, που η ζωή τους είχε, ωστόσο, περιοριστεί από μια συχνά απτή και εύλογη αίσθηση φόβου και δυσπιστίας, προερχόμενη από τα βιώματα ρατσισμού, η κυρία Ομπάμα προσκαλεί τους αναγνώστες να αναρωτηθούν: «Φοβάμαι επειδή βρίσκομαι σε πραγματικό κίνδυνο ή απλώς επειδή κοιτάζω κατά πρόσωπο το καινούργιο; Η αποκωδικοποίηση του φόβου ενέχει το να παραμερίζουμε τα ένστικτά μας, εξετάζοντας από τι κάνουμε πίσω και προς τι θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε πιο πρόθυμα και, ίσως το πιο σημαντικό, γιατί κάνουμε πίσω ή προχωράμε μπροστά».
Ξεκινώντας με Καλοσύνη: «Πολλοί από εμάς περνάμε όλη μας τη ζωή εντοπίζοντας τα πρόσωπα των κριτών γύρω μας, νιώθοντας να βομβαρδιζόμαστε από κρίσεις, ψάχνοντας να βρούμε τι έχουμε κάνει λάθος, και εσωτερικεύοντας τις απαντήσεις με επιζήμιους τρόπους που μένουν μέσα μας εφ’ όρου ζωής» γράφει η κυρία Ομπάμα. «Πάρα πολύ συχνά, στρέφουμε την επικριτική ματιά κατευθείαν στον εαυτό μας. Αυτοτιμωρούμαστε με τα κακώς κείμενα προτού καν προλάβουμε να ρίξουμε έστω μια ματιά σε ό,τι είναι καλώς καμωμένο». Αναγνωρίζοντας ότι, κι εκείνη η ίδια, έχει πολλά πρωινά που κοιτάζεται στον καθρέφτη του μπάνιου και, παρορμητικά, αρχίζει να απαριθμεί τις ατέλειές της, η κυρία Ομπάμα επιβεβαιώνει πόσο σπουδαίο είναι να ξεκινάμε κάθε μέρα με καλοσύνη προς τον εαυτό μας, να απωθούμε την αυτοεπίκριση και, αντί γι’ αυτήν, να χαιρετάμε τον εαυτό μας με ένα απλό μήνυμα συμπόνοιας και αποδοχής. To ίδιο, στις συναντήσεις με τους άλλους –ειδικά με τα παιδιά– είναι σημαντικό να μετριάζουμε το επικριτικό μας ένστικτο και την κριτική και, αντίθετα, να προτάσσουμε κάτι πιο θερμό και μια ορατή έκφραση «χαράς» για όλη τους την ύπαρξη. Κάνοντάς το αυτό, «επικυρώνουμε το φως τους, αυτή το μοναδική λάμψη που έχει καθένας μέσα του» και τους δείχνουμε ότι είναι μια δύναμη που τους ανήκει και μπορούν να την έχουν πάντα μαζί τους.
Ξεκινώντας με Καλοσύνη: Σχεδόν όλοι, κάποια στιγμή, βιώνουν την αίσθηση ότι δεν ανήκουν πουθενά, ότι τους βλέπουν σαν καταπατητές στον χώρο που εισέρχονται. «Για όσους από εμάς, ωστόσο, θεωρούμαστε διαφορετικοί –είτε λόγω της φυλής, της εθνικότητας, της σωματικής μας διάπλασης, του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της αναπηρίας, της νευροδιαφορετικότητας, είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, με οποιονδήποτε συνδυασμό– αυτά τα αισθήματα δεν είναι περιστασιακά. συχνά, είναι έντονα και μόνιμα» γράφει η κυρία Ομπάμα. «Χρειάζεται πολλή δουλειά για να μπορείς να ζεις με αυτά». Εξιστορώντας το πώς το γεγονός ότι ήταν ψηλή ως παιδί την έκανε να αναπτύξει την άβολη επίγνωση ότι ήταν διαφορετική και ότι δεν μετρούσε, η κυρία Ομπάμα περιγράφει πόσο επίμονα τη στοίχειωνε το αίσθημα ότι την έβλεπαν σαν την «άλλη» ή τη «μόνη» όλο τον καιρό που ήταν στο πανεπιστήμιο Πρίνστον, όπου ήταν μέλος μιας διπλής μειονότητας, ως γυναίκα και ως μαύρη φοιτήτρια. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια για να αφομοιώσει στη δική της ζωή το αξίωμα με το οποίο είχε ζήσει ο πατέρας της: «Κανείς δεν μπορεί να σε κάνει να νιώσεις άσχημα, αν εσύ είσαι καλά με τον εαυτό σου». Σταδιακά, ωστόσο, έμαθε να φέρει τη διαφορετικότητά της με υπερηφάνεια, να την οικειοποιηθεί, και να αφήνει τις δικές της πράξεις, αντί για την κρίση των άλλων, να αντιπροσωπεύουν την αλήθεια της. «Όταν αρχίζεις να ξαναγράφεις την ιστορία του “δεν μετράς”, αρχίζεις να βρίσκεις ένα καινούργιο κέντρο» γράφει. «Αυτό, πιστεύω, είναι η ρίζα της αληθινής αυτοπεποίθησης, και γίνεται το μέρος από το οποίο μπορείς να μετακινηθείς προς περισσότερη ορατότητα, περισσότερη αυτενέργεια και μεγαλύτερη ικανότητα να προκαλείς ευρύτερες αλλαγές».
Εμείς Ολόκληροι: Ενώ όταν μοιραζόμαστε ολόκληρο τον εαυτό μας με τους άλλους με αυθεντικoύς τρόπους, μπορεί να νιώσουμε άβολα, ειδικά αν φέρουμε το φορτίο της διαφορετικότητας, για την κυρία Ομπάμα «είναι σημαντικό να αναζητάμε τις ευκαιρίες που θα μας κάνουν να νιώσουμε πιο άνετα με τον εαυτό μας και με την ιστορία μας, και, εξίσου σημαντικό, να δημιουργούμε χώρο και να υποδεχόμαστε τις ιστορίες των άλλων». Το να πάρουμε ένα λελογισμένο ρίσκο να βγάλουμε κάτι στο φως μπορεί να δημιουργήσει μια αίσθηση ανακούφισης, αλλά και να μας οδηγήσει σε μια ευρύτερη αντίληψη αυταξίας. «Είναι ένας τρόπος να βρούμε το δικό μας φως, πράγμα που θα βοηθήσει και τους άλλους να το δουν» εξηγεί η κυρία Ομπάμα. Και ενώ μπορεί να αισθανόμαστε πιο ασφαλείς να κρατάμε τα τρωτά μας σημεία κρυφά, το να αφηγούμαστε ολόκληρη την ιστορία μας με υπερηφάνεια και με το κεφάλι ψηλά μπορεί να σηκώσει και τους άλλους, δημιουργώντας μια πιο ευρύχωρη σφαίρα όπου θα νιώθουν ορατοί και θα ξέρουν ότι ανήκουν εκεί. Γράφει η Μ. Ομπάμα: «Όταν κάποιος επιλέγει να σηκώσει την κουρτίνα και να αποκαλύψει μια υποτιθέμενη ατέλεια στην ιστορία του, για μια περίσταση ή συνθήκη που, τυπικά, μπορεί να εκληφθεί ως αδύνατο σημείο, αυτό που συχνά αποκαλύπτει, στην πραγματικότητα, είναι ο πηγαίος κώδικας της σταθερότητας και της δύναμής του».
Κριτικές
22/11/2022, 10:22