Να ’σαι κοντά μου
Περιγραφή
Η ζωή στην απομονωμένη και κλειστοφοβική πόλη Ντάλγκαρνοκ, στη Σκωτία, δεν είναι εύκολη για τον πατέρα Ντέιβιντ Άντερτον, έναν ιδιαίτερα καλλιεργημένο Άγγλο ιερέα. Έχοντας να αντιμετωπίσει τον άγριο σωβινισμό των κατοίκων, νιώθει να τον στοιχειώνουν θραύσματα του παρελθόντος του - o απρόσμενος θάνατος του πατέρα του, ο φανταστικός κόσμος των ιστοριών της μητέρας του, τα ήσυχα μαθητικά του χρόνια στο Άμπλφορθ, η μεθυστική και απατηλή περίοδος της Οξφόρδης και κυρίως ο χαμένος έρωτας. Μέσα στη μοναξιά του γοητεύεται από δύο ρηχούς εφήβους της πόλης, τον Μαρκ και τη Λίσα, και την τραχιά τους νεότητα. Πασχίζοντας απελπισμένα να κερδίσει την εύνοια και τη συμπάθειά τους, ο πατέρας Ντέιβιντ επιλέγει να παραβλέψει τις ατασθαλίες τους. Καθώς η φιλία τους βαθαίνει, παρασύρεται σε μια καταστροφική οικειότητα με τον νεαρό, με συνέπεια τον επίσημο εξοστρακισμό του και την πρόκληση μαζικής υστερίας. Το μυθιστόρημα Να ’σαι κοντά μου είναι μια ιστορία για την τέχνη και την πολιτική, για τον έρωτα και την πίστη. Εγκλωβισμένος στη δίνη του ταξικού μίσους και των ελαττωμάτων του χαρακτήρα του, ο Ντέιβιντ αρχίζει να συνειδητοποιεί τι απέγιναν τα ιδανικά της γενιάς του. Το βιβλίο διαθέτει το συναισθηματικό βάθος και την καλλιτεχνική μαεστρία ενός πραγματικού αριστουργήματος της λογοτεχνίας.
Από τον εκδότη
Κριτική:
Δέηση στον εαυτό
Διερεύνηση των ορίων της ηθικής μέσα από τις υπαρξιακές αμφιταλαντεύσεις ενός ιερέα
Η πίστη βοηθάει στο να παίρνει κανείς αποστάσεις από την πραγματικότητα. Εκεί έγκειται και η λυτρωτική της επενέργεια. Ποικιλόχρωμες οι εκφάνσεις της, ως βεβαιότητα για την ισχύ του καλού ή του κακού, ως ακράδαντη εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, στον έρωτα, στην ομορφιά, στην τέχνη, στον ορθολογισμό, στον εθνικισμό, σε μια ποδοσφαιρική ομάδα. Η απαρίθμηση θα μπορούσε ευνόητα να εκτείνεται στο άπειρο. Μολονότι το θρησκευτικό αίσθημα αποκλίνει ενδεχομένως από την προάσπιση μιας ιδέας ή μιας απαρασάλευτης πεποίθησης, σχεδόν κάθε μορφή πίστης υπαγορεύει μια ενδεδειγμένη συμπεριφορά, προτείνει, με άλλα λόγια, ένα ηθικό χρέος. Το αντίτιμο για την ψυχική στήριξη είναι η δέσμευση. Σημείο τομής της πίστης με την πραγματικότητα, η απελπισία. Η πρώτη την ανακουφίζει, η δεύτερη τη συντηρεί. Ενίοτε και αντιστρόφως. Η αναπότρεπτη, ωστόσο, σύγκρουση με την πραγματικότητα επαναπροσδιορίζει και νοηματοδοτεί εκ νέου την ηθική στάση και παραπλεύρως το πλαίσιο της πίστης. Στο τελευταίο του μυθιστόρημα ο Andrew O'Hagan (Γλασκόβη, 1968), από τις σημαντικότερες φωνές της σύγχρονης βρετανικής πεζογραφίας, διερευνά τη δυσεπίτευκτη συναρμογή της θρησκευτικής πίστης και της ηθικής υποχρέωσης με το αδήριτο αίτημα της ευτυχίας, που συχνά έρχεται να υπονομεύσει την αξιοπιστία των δύο προηγούμενων βιοτικών αξόνων. Μέσα από την αριστοτεχνική προσωπογραφία του κεντρικού ήρωα προβάλλονται οι πολλαπλές και αποκλίνουσες οδοί, από τις οποίες ξεμακραίνει κανείς από τη θλίψη για να φτάσει να πιστέψει στον εαυτό του· αναμφίβολα το πιο απαιτητικό είδος πίστης.
Πένθιμη πίστη
Οταν ο Αγγλος ιερέας Ντέιβιντ Αντερτον αναλαμβάνει καθήκοντα στην ενορία της πόλης Ντάλγκαρνοκ της Σκοτίας έχει ήδη διανύσει μεγάλη απόσταση όσον αφορά τη σχέση του με τον Θεό. Από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο φανερώνει επικίνδυνες αμφιταλαντεύσεις. «Δεν είναι πάντα εύκολο να ξεχωρίσεις το θρησκευτικό πάθος από την εκστατική θλίψη». Λίγες σελίδες αργότερα, η ζοφερή περιγραφή του αβαείου της πόλης ενισχύει την εντύπωση ότι ο πατέρας Ντέιβιντ ενταφίασε στην Εκκλησία ένα πένθος. Οι σκελετοί ψόφιων πουλιών στα σκαλιά του κτίσματος, τα σταματημένα ρολόγια του πύργου, ο σωρός οι πέτρες συνθέτουν μιαν ατμόσφαιρα εγκατάλειψης που παραπέμπει ευθέως στην εσωτερική ερημιά του ήρωα. Δηλωτική της καταπόνησης του θρησκευτικού του αισθήματος η παρατήρησή του σχετικά με το κατερειπωμένο αβαείο: «Ηταν στραπατσαρισμένο, αλλά εξακολουθούσε να αποπνέει δύναμη, επιβλητικότητα, τόλμη». Ανέστιος και άπατρις ιδιοσυγκρασιακά, ο ιερέας αναζητεί έναν τόπο βεβαιότητας, ένα απρόσβλητο από τριγμούς πεδίο πίστης. Ο συντηρητισμός και ο ακραιφνής σοβινισμός της περίκλειστης κοινότητας οπωσδήποτε δεν επικουρούν την αναζήτησή του. Οι γηγενείς επιτείνουν την αίσθηση της ανεστιότητας, αντιμετωπίζοντάς τον εξαρχής σαν ένα ξένο σώμα και πιθανότατα βλαβερό. Υπό μία έννοια επιβεβαιώνουν την αυτοεικόνα του στον βαθμό που ο πατέρας Ντέιβιντ σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος εμφανίζεται ξένος, τόσο για τους άλλους όσο και για τον εαυτό του. Και ο ίδιος, με τη σειρά του, ασυναίσθητα ή από αδυναμία, επικυρώνει εμπράκτως τις προκαταλήψεις τους. Από τη μία πλευρά τραυματίζει (υποτίθεται, τουλάχιστον) τη θρησκευτική τους πίστη, από την άλλη, όμως, εντείνει την πίστη τους στην ανηθικότητά του και επαγωγικά στην αναγκαιότητα της εθνικής συνοχής. Παραδόξως, η ατίμωσή του τον καθαγιάζει ενώπιον του εαυτού του. Οπως στα παραμύθια τα μάγια του κακού λύνονται μ' ένα φιλί, ένα φιλί συντελεί τώρα στη βίαιη αφύπνιση του ήρωα. Οταν ο ιερέας φιλάει τον έφηβο Μαρκ κάνει στην ουσία το πρώτο βήμα για τη δική του αποπλάνηση, για την αποδέσμευσή του από παρηγορητικές πλάνες.
Περισσότερο από την πορεία αυτογνωσίας, το βιβλίο παρακολουθεί την πορεία μαθητείας του πατέρα Ντέιβιντ. Εξαιρετικά ευθύβολος ο ακόλουθος ισχυρισμός σχετικά με τον ιερατικό βίο: «Ζεις σαν ορφανό μέσα σε ένα όμορφο πατερναλιστικό όνειρο. Ως ιερέας, έχεις τη δυνατότητα να μη μεγαλώσεις». Μια έντονη παιδικότητα διαφαίνεται στις αντιδράσεις του ήρωα. Ο ενθουσιασμός, ο αυθορμητισμός, η καλοπιστία, η αφέλεια, η ανασφάλεια, μα πάνω απ' όλα η βαθύτατη ανάγκη του για τάξη και αρμονία αποκαλύπτουν έναν άγουρο ψυχισμό, τον ψυχισμό ενός παιδιού που νιώθει σιγουριά μόνο όταν βαδίζει σ' έναν ανοιγμένο δρόμο· ενός παιδιού στο οποίο προσφέρεται απλόχερα η καθοδήγηση και το οποίο δεν διανοείται να της αντισταθεί ή να την αμφισβητήσει. Αμήχανος ανάμεσα στην πληθωρική ελευθερία με την οποία τον ανέθρεψε η μυθιστοριογράφος μητέρα του και την ευδαίμονα σχολαστικότητα του πατέρα του, αναπαύτηκε ψυχικά στο ευλαβικό περιβάλλον του σχολείου Αμπλφορθ. Στην Οξφόρδη παλινδρομώντας ανάμεσα σε αντίπαλες ιδεολογικά φοιτητικές συντροφιές, βρήκε τον μεγάλο έρωτα, έναν μαχητικό φοιτητή που στη μορφή του συνοψίζονταν τα αιτήματα της δεκαετίας του '60. Οταν η μαθητεία του δίπλα σ' αυτόν τον ορμητικό νέο έληξε οδυνηρά, ο Ντέιβιντ επιθυμώντας περισσότερο από ποτέ την ενότητα αφοσιώθηκε στην Εκκλησία. Αφοσίωση που λίγο απέχει από αυτοτιμωρία. Ο Μαρκ του Ντάλγκαρνοκ με την τρομακτική, ενστικτώδη βεβαιότητα κομματιάζει το ασφαλές και τελικά εύθρυπτο περίβλημα του ιερέα. Ο O'Hagan αποτυπώνει με υποδειγματική λεπταισθησία την υπόγεια ιδιοτέλεια καθώς και τις αδιόρατες μετατοπίσεις αυτής της φιλίας, από την πλευρά του μεγαλύτερου. Ο πατέρας Ντέιβιντ αντικρίζει στον Μαρκ μια εναλλακτική ζωή, μια ενδεχόμενη αντανάκλαση του εαυτού του. Κατά τραγική ειρωνεία, ο δεκαπεντάχρονος, η προσωποποίηση του μέλλοντος, ενός κόσμου δυνατοτήτων, τον επιστρέφει στο παρελθόν, σε εκείνη την εποχή που ο ίδιος νέκρωσε ό,τι ακριβώς συνιστά το επίζηλο σφρίγος του Μαρκ. «Πρέπει να βρεις την ομάδα σου, πάτερ» τον προειδοποιεί εγκαίρως, αλλά ήδη ετεροχρονισμένα, ο τελευταίος.
Συγκλονιστικές προσωπογραφίες
Πέρα από την απερίγραπτη ωραιότητα της γραφής, εκείνο που εντυπωσιάζει στο μυθιστόρημα είναι η εκπληκτική ψυχογραφική διεισδυτικότητα του O'Hagan. Αξιοπρόσεκτο επίτευγμα, η σκιαγράφηση του πατέρα Ντέιβιντ, καθότι με ελαφρώς αδέξιους χειρισμούς θα μπορούσε να απολήξει σ' ένα πρόσωπο απωθητικό, του οποίου η ψυχική γενναιοδωρία και η στωικότητα θα εκλαμβάνονταν σαν υπέρμετρη αλαζονεία. Ο συγγραφέας ωστόσο διασώζει τον ήρωά του με διακριτικές, υπονομευτικές νύξεις, υποδεικνύοντας την αμφισημία των συναισθηματικών του εκδηλώσεων. Εξίσου προσεκτικό το ψυχογράφημα του Μαρκ, ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα στην ξιπασμένη αμεριμνησία και την πηγαία ευαισθησία του εφήβου. Από τα ομορφότερα πορτρέτα του βιβλίου και ίσως το πιο ανθρώπινο, εκείνο της κυρίας Πουλ, της οικονόμου. Φιγούρα μητρική η κυρία Πουλ, με το πρακτικό πνεύμα της, τη σιδηρά λογική της, την αταλάντευτη πίστη στην αυτοβελτίωση, τη μικρότητα και την ανυπόκριτη συμπόνια της, μέσα από την πολυπρισματική παρουσία της χαρίζει στο πρόσωπο του ιερέα ενδιαφέρουσες φωτοσκιάσεις.
«Τι είναι σημαντικότερο στον κόσμο, η ηθική ή το γούστο;» αναρωτιέται ο ήρωας, μαθητής ακόμα στο Αμπλφορθ. Η διατύπωση του ερωτήματος προϋποθέτει την αντίθεση ανάμεσα στα δύο, αντίθεση που ισοδυναμεί με το πλέον αμείλικτο δίλημμα του ιερέα. Ο κόσμος της Εκκλησίας για όσα χρόνια κι αν τον περιέθαλψε δεν του πρόσφερε ένα στέρεο έδαφος, ένα υπαρξιακό κέντρο στο οποίο να λογοδοτεί ισοβίως.
Χαρακτηριστική η συνειδητοποίηση απέναντι στο είδωλό του: «Εκείνα τα μάτια είχαν αντικρίσει πολλά, δεν ήμουν όμως καθόλου βέβαιος πως είχαν δει ποτέ την ενότητα». Ο πατέρας Ντέιβιντ, εξόριστος από εκεί όπου νομίζει πως οφείλει να ανήκει, νοσταλγός ενός τόπου που ποτέ δεν γνώρισε, δεν κατάφερε να συμμορφωθεί με την απλοϊκή προτροπή του Μαρκ. Δεν ξέρει με ποιον να συνταχθεί, ποια ομάδα να υποστηρίξει· μια επιλογή κατεξοχήν πολιτική. Στη σύγχυση και τη διάσπαση του ιερέα ο O'Hagan αντιτάσσει τη συμπαγή ομοιογένεια των κατοίκων, έναν σαρκαστικό αντικατοπτρισμό της ενότητας. Ο λαός, όπως αποκαλεί ο συγγραφέας τον τραγικό χορό της μυθοπλασίας του, αναγνωρίζει εύκολα στον ξένο τον εχθρό που έχει ανάγκη. Μέσα από τη βάναυση δίωξή του αμφότερες οι πλευρές οδηγούνται στην κάθαρση.
Ο ήρωας εγκαταλείποντας την απαντοχή μιας δυσθεώρητης θεολογικής επιφάνειας αποφασίζει να εμπιστευτεί την επιφάνεια των πραγμάτων, όπως υπονοείται στην καθηλωτική εναρκτήρια σελίδα. Διότι εν τέλει «[...] η επίγεια ζωή μπορεί να είναι όλο κι όλο ό,τι θα γνωρίσουμε ποτέ από τον Παράδεισο».
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις