0
Your Καλαθι
Οι πατέρες μας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
21%
21%
Περιγραφή
Ο έφηβος Τζέιμι εγκαταλείπει για πάντα την οικογενειακή εστία, τον αλκοολικό και βίαιο πατέρα του και την υποταγμένη μητέρα του. Καταφεύγει στον παππού και τη γιαγιά του, που τον υποδέχονται με ανοιχτές ακάλες, και κοντά τους θα ζήσει μέχρι την ενηλικίωσή του. Ο Τζέιμι θα ανακαλύψει την ισχυρή προσωπικότητα του παππού του, ιδεαλιστή πολιτικού, υπεύθυνου για το πρόγραμμα ανέγερσης σύγχρονων εργατικών κατοικιών στη Γλασκόβη, που όμως είναι ανίκανος ν' αγαπήσει έναν γιο με αδύναμο χαρακτήρα, τη ζωή και τις επιλογές του οποίου αποδοκιμάζει.
Αρκετά χρόνια μετά, ο τριανταπεντάχρονος πλέον Τζέιμι επιστρέφει στο σπίτι του παππού του που είναι ετοιμοθάνατος και πικραμένος. Οι καιροί έχουν αλλάξει. Οι ουρανοξύστες, οι «πύργοι» που έχτισε για τους εργάτες και για τους οποίους ήταν τόσο υπερήφανος, δεν αποτελούν πια σύμβολο της προόδου και της αδελφότητας. Αντιθέτως θεωρούνται ως σύμπτωμα μιας κοινωνίας που οδηγεί τους ανθρώπους στην απομόνωση και το μαρασμό και, ως εκ τούτου, κατεδαφίζονται.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ως γνωστόν, η Σκωτία παρέμεινε ανεξάρτητη ως το 1707, οπότε με την Πράξη της Ένωσης ενώθηκε με την Αγγλία και ως σήμερα παραμένει τμήμα τής (πάλαι ποτέ) Μεγάλης Βρετανίας, εκπροσωπούμενη στη Βουλή των Κοινοτήτων με 72 βουλευτές και στην κυβέρνηση από το υπουργείο Σκωτσέζικων Υποθέσεων. Οι Σκωτσέζοι, που έφτασαν στα βόρεια της Αγγλίας προερχόμενοι από την Ιρλανδία, μιλούν ιδιαίτερη γλώσσα, τη σκωτσέζικη, μια κελτική διάλεκτο, ωστόσο η λογοτεχνία τους συμπεριλαμβάνεται στην αγγλική λογοτεχνία. Σε αντίθεση με την ιρλανδική λογοτεχνία και το θέατρο, που εκπροσωπείται από ονόματα του μεγέθους των Τζόναθαν Σουίφτ, Όσκαρ Γουάιλντ, Γ. Μπ. Γέιτς, Τζορτζ Μπέρναντ Σο, Τζέιμς Τζόις, Σάμιουελ Μπέκετ, Σέιμους Χίνι (ανάμεσά τους 4 Νομπέλ λογοτεχνίας) και πολλών άλλων, οι σκωτσέζοι φιλόσοφοι, ποιητές και συγγραφείς, εκτός ίσως του Ντέιβιντ Χιουμ, του Ανταμ Σμιθ και του σερ Γουόλτερ Σκοτ, δεν απέκτησαν παγκόσμια εμβέλεια. Η Σκωτία όμως είναι υπερήφανη για το πλήθος των επιστημόνων και των εφευρετών της (Τζέιμς Βατ, Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ, Αλεξάντερ Φλέμινγκ κ. ά.). Μάλιστα υπάρχει και ένας κατάλογος με τις σκωτσέζικες εφευρέσεις (ποδήλατο, έγχρωμη φωτογραφία, ηλεκτρικό φως, γκολφ, ινσουλίνη, λογάριθμοι, μορφίνη, πενικιλίνη, αντισηπτικά, ραντάρ, ατμομηχανή, τηλέφωνο, τηλεσκόπιο, τηλεόραση κτλ., κτλ.), που τονώνει το σκωτσέζικο εθνικό αίσθημα.
Τα τελευταία χρόνια και ενώ αυξάνεται η απήχηση του Σκωτσέζικου Εθνικού Κόμματος (SNP), το οποίο υποστηρίζει όχι απλώς την αυτονομία εντός του Ηνωμένου Βασιλείου αλλά την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας (ο ηθοποιός Σον Κόνερι ανήκει στους ένθερμους θιασώτες του), μια πλειάδα σκωτσέζοι συγγραφείς επιχειρούν να καλλιεργήσουν την ιδιαιτερότητα του σκωτσέζικου λαού, γράφοντας μυθιστορήματα με σκωτσέζους ήρωες και χώρο δράσης τη Γλασκώβη, το Εδιμβούργο και άλλες πόλεις.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος του Αντριου Ο' Χάγκαν (Γλασκώβη, 1968) Οι πατέρες μας, ο τριανταπεντάχρονος Τζέιμι Μπάουν, κάτοικος του Λίβερπουλ, αφήνει την ωραία και άνετη ζωή του στην Αγγλία και επιστρέφει στο Αϊρσαϊρ της σκωτσέζικης ακτής, όπου τα σπίτια αντικρίζουν τη Βόρεια Θάλασσα, για να δει τον ετοιμοθάνατο παππού του.
Αφηγούμενος, θυμάται τα παιδικά του χρόνια, μιλάει για τους γονείς του, μα κυρίως για τον θυμό του πατέρα του, που είχε κάτι «από την εθνική μας ιδιοσυγκρασία». Θυμάται επίσης πως τότε την πατρίδα του την κατοικούσαν άντρες φοβισμένοι, που έλεγαν μεγάλα λόγια, ζούσαν ασήμαντες ζωές, δεν είχαν κότσια, ήταν φτιαγμένοι από θλίψη και το μόνο που επιζητούσαν ήταν η ηρεμία του ηττημένου. Και η Σκωτία τους, συνεχίζει, ήταν ταπεινωμένη, προδομένη και ξεχασμένη. Ευθύς εξαρχής ο αφηγητής σκιαγραφεί τον πατέρα του, έναν αλκοολικό, βίαιο και οξύθυμο τύπο που γρονθοκοπούσε τη γυναίκα του, έβριζε τους συμπατριώτες του και απειλούσε οποιονδήποτε του πήγαινε κόντρα. Οπαδός μιας ανεξάρτητης Σκωτίας, καταφερόταν εναντίον του Γουίνστον Τσόρτσιλ και της Αγγλίας, κάτι που έκανε και ο καθηγητής των αγγλικών, ο οποίος ήταν υπέρμαχος της γλώσσας των προγόνων του και οραματιζόταν για την πατρίδα του ένα φωτεινό μέλλον, έναν τόπο που θα θύμιζε Ουτοπία. Θυμάται τον παππού του, τον Χιου, γεννημένο το 1913, κάτοικο της Γλασκώβης, μιας βιομηχανικής πόλης που κατοικούνταν από εργάτες, ο οποίος πρωτοστάτησε στην ανέγερση φτηνών εργατικών κατοικιών - η προγιαγιά του, η Φάμη, δημοτική σύμβουλος Γλασκώβης, υπήρξε εκ των ιδρυτών του Εργατικού Κόμματος.
Η επιστροφή του Τζέιμι τον κάνει να δει τις τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην πόλη, τις αλλαγές που βρίσκονται εν προόδω και οδηγούν στην κατεδάφιση των πολυκατοικιών του παππού (που κάποιοι τον κατηγορούν ότι πλούτισε χάρη σ' αυτές), τα σύμβολα του εκσυγχρονισμού και της ανθρώπινης αλληλεγγύης. Επίσης, αντιλαμβάνεται πως οι παλιοί κάτοικοι της πόλης δεν μπορούν να αποκολληθούν από το παρελθόν τους, όπως και κάποιοι νεότεροι, π.χ. η φίλη του η Κάρεν από το Λίβερπουλ, η οποία ανίκανη να δεχθεί την πραγματικότητα αισθάνεται ντροπή για τη νοοτροπία των συμπατριωτών της και το νέο Εργατικό Κόμμα του Τόνι Μπλερ.
Ο αναγνώστης γρήγορα αντιλαμβάνεται πως ο Ο' Χάγκαν (με σπουδές φιλολογίας, δημοσιογράφος, κριτικός κινηματογράφου της «The Daily Telegraph», πρώην κριτικός λογοτεχνίας της εφημερίδας «The Guardian») μέσα από την ιστορία του πατέρα του, του παππού του, γενικότερα της οικογένειάς του, και της δικής του παιδικής ηλικίας («το παιδί που υπήρξες δεν θα σε εγκαταλείψει ποτέ» διαβάζουμε), δεν φιλοδοξεί να γράψει ένα νοσταλγικό μυθιστόρημα για το εξιδανικευμένο παρελθόν.
Στόχος του είναι να αναδείξει όλα εκείνα τα συμβάντα που συνδέονται με την ιστορία της Σκωτίας και των ανθρώπων της του εικοστού αιώνα, οι οποίοι έδρασαν στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες (σε κάποιο βαθμό, το ίδιο συμβαίνει και με τον Αλισντερ Γκρέι, γεννημένο επίσης στη Γλασκώβη, ο οποίος στο μυθιστόρημά του Χαμένα κορμιά, που εκδόθηκε πρόσφατα από τη Νεφέλη, σαρκάζει τη Βρετανική Αυτοκρατορία).
Για τους παλιούς Σκωτσέζους η Σκωτία είναι ολόκληρος ο κόσμος, υπογραμμίζει, είναι ακόμη «όλη η ιστορία, όλη η γεωλογία, η αληθινή πολιτική, ένας παράδεισος πλημμυρισμένος από μπαλάντες και τραγούδια» και επιπλέον το λίκνο ολόκληρης της ανθρωπότητας, με τις μεγαλόπνοες ιδέες της και τους εξέχοντες επιστήμονες και εφευρέτες της (ο παππούς αρέσκεται να μνημονεύει τους μεγάλους Σκωτσέζους που σημάδεψαν την ιστορία των εφευρέσεων).
Ενίοτε ο συγγραφέας βάζει τους ήρωές του να υπαινίσσονται ή να επιθυμούν μιαν ανεξάρτητη Σκωτία, μέσω του παραδείγματος της Ιρλανδίας: «Οι λαοί της Σκωτίας και της Ιρλανδίας πίνουν από το ίδιο ποτήρι». Η ελληνική έκδοση του βιβλίου είναι φροντισμένη, η μετάφραση εξαιρετική και οι σημειώσεις του μεταφραστή κατατοπιστικές.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας), ΤΟ ΒΗΜΑ , 19-05-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Οι πατέρες μας» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Σκοτσέζου δημοσιογράφου και κριτικού Αντριου Ο' Χάγκαν μετά το «The Missing» (Οι Αγνοούμενοι), ένα ρεπορτάζ/χρονικό που ερευνά τις περιπτώσεις ανθρώπων που ξαφνικά αποφάσισαν να «βγουν» από τη ζωή τους. Στο μυθιστόρημά του, με έντονα λυρική διάθεση παρουσιάζεται η απώλεια των ιδανικών, η συντριβή της πίστης και η αποκαθήλωση των ηρώων του τόπου, μέσα από τις μεταβολές που επιφέρει ο χρόνος.
Ο τριανταπεντάχρονος Τζέιμι Μπάουν επιστρέφει στην πατρίδα του, στο Αϊρσάιρ της Γλασκόβης, από το Λίβερπουλ της Αγγλίας όπου ζει, για να παρασταθεί στον παππού του Χιου Μπάουν που ψυχορραγεί. Ο Χιου υπήρξε οραματιστής, σοσιαλιστής που σχεδίασε και υλοποίησε το στεγαστικό πρόγραμμα της χώρας, γνωστός ως «Ο κύριος Στέγαση», και που κατά τη δεκαετία του πενήντα και του εξήντα κατεδάφισε τις τρώγλες στις φτωχογειτονιές και έκτισε προσιτά διαμερίσματα σε πολυκατοικίες/ουρανοξύστες.
Τώρα ο Χιου βρίσκεται στο δέκατο όγδοο όροφο ενός άθλιου ουρανοξύστη, ακινητοποιημένος από την αρρώστια, ενώ ο θυμός -που υπήρξε η κινητήριος δύναμη της ζωής του- δεν τον εγκαταλείπει και εκτοξεύεται σε όποιον τον πλησιάζει, ακόμα και στον εγγονό του, που επέστρεψε με τις καλύτερες προθέσεις.
Οι ανελκυστήρες δεν λειτουργούν, οι σκάλες τρίζουν, οι σοβάδες ξεφλουδίζουν και αυτά τα υπέροχα κάποτε σπίτια/μνημεία βρίσκονται πλέον στη διαδικασία της κατεδάφισης. Ένας ένας οι πύργοι γκρεμίζονται καθώς οι καιροί αλλάζουν και οι προδιαγραφές τους δεν καλύπτουν τις ανάγκες των σύγχρονων ανθρώπων.
Ο Ο' Χάγκαν ακολουθεί την ιστορία τεσσάρων γενεών των Μπάουν καθώς και την ιστορία του τόπου τους, ενώ ταυτόχρονα καταγράφει τον τρόπο που η επόμενη γενιά γκρεμίζει αδίστακτα ό,τι η προηγούμενη είχε κτίσει. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση του Τζέιμι, ο οποίος έχει στο Λίβερπουλ την επίβλεψη των κατεδαφίσεων πολυκατοικιών, ανάλογων με αυτές που έκτιζε ο παππούς του. Η ιστορία της αποκαθήλωσης των προγόνων επαναλαμβάνεται από γενιά σε γενιά ενώ σε πολλά σημεία της ιστορίας ο αφηγητής θα επαναλάβει τη φράση: «Η θλίψη ταίριαζε στους πατεράδες μας». Για να εξερευνήσει αυτή τη θλίψη και για να καθησυχάσει το τρομαγμένο παιδί που υπήρξε, κατευνάζοντας τα όνειρα που στοιχειώνουν την ενήλικη ζωή του, επιστρέφει στην πατρίδα του.
Η υλοποίηση των οραμάτων
Στην οικογένεια των Μπάουν υπήρξε μια εμπνευσμένη γιαγιά, η μητέρα του Χιου, η Έφη Μπάουν, διάσημη σουφραζέτα που οργάνωνε απεργίες για τα ενοίκια και αποκαλούσε τον εαυτό της σοσιαλίστρια, και η οποία δίδαξε στο γιο της τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης και της δέσμευσης για την υλοποίηση των οραμάτων. Ο Χιου συνεχίζει το έργο της μητέρας του, ασπάζεται τις αρχές του σοσιαλισμού, ιδεαλιστής και πρωτοπόρος αγωνίζεται να στεγάσει τους πολίτες της χώρας στους υψηλούς, καθαρούς και ευάερους ουρανοξύστες που έκτιζε με φτηνά υλικά, ενίοτε εις βάρος της ποιότητας, ώστε να είναι προσιτοί σε όλους.
Για την εποχή του ποιοτική και αισθητική αναβάθμιση σήμαινε την εξαφάνιση κάθε τρώγλης από τις φτωχογειτονιές. Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι άνθρωποι θέλουν να ζουν ο καθένας με το δικό του τρόπο και η ομοιομορφία των παλιών μοντέρνων πολυκατοικιών θεωρείται ισοπεδωτική. Οι κατοικίες τώρα πρέπει να διαθέτουν το δικό τους γκαράζ, εξώπορτα και κήπο της επιλογής τους, ενώ τα ίδια πλήθη που κάποτε συγκεντρώνονταν με πλακάτ με τα αιτήματά τους για στέγαση, τώρα συγκεντρώνονται για να δουν το υπερθέαμα της συντριβής τους. Μαζί με το τέλος της εποχής των πανομοιότυπων κατοικιών έρχεται και το τέλος των πρώην πρωτοπόρων. Ένας από αυτούς είναι και ο Χιου Μπάουν, ο οποίος ακόμα και τις τελευταίες του μέρες δεν εγκαταλείπει το όνειρό του. Γι' αυτόν, το όραμα θα είναι πάντα το ίδιο: τα κάστρα στον αέρα. «Ανεβαίνοντας ψηλά, ξεφεύγουμε από τα προβλήματά μας. Αφήνουμε πίσω το παρελθόν και τα ερείπιά του... Σπίτια πιο κοντά στο φεγγάρι, πιο κοντά στη ζεστασιά του ήλιου». Ο Χιου τώρα κατηγορείται για απάτες και κατάχρηση χρημάτων κατά την ανέγερση των πολυκατοικιών, που με την πάροδο του χρόνου αποδείχθηκαν κακές κατασκευές και δικάζεται. Γεμάτος οργή λέει στον εγγονό του πως η γενιά του βρήκε έναν καινούργιο τρόπο για να σκοτώνει τους πατεράδες: «Να τους σταυρώνετε για τα λάθη τους».
Ταξίδι στο παρελθόν
Ο Τζέιμι, επιστρέφοντας στην πατρίδα του, αντικρίζει έπειτα από δεκαετίες τον κόσμο όπου μεγάλωσε, με τα μάτια τρομαγμένου παιδιού. Οι παιδικές αναμνήσεις ξυπνούν και αναβιώνει τα θλιβερά παιδικά του χρόνια με έναν πατέρα αυτοκαταστροφικό και αλκοολικό, τον Ρόμπερτ, γιο του Χιου, μονίμως θυμωμένο να χτυπάει τη μητέρα του. «Ο θυμός του πατέρα», λέει «είχε κάτι από την εθνική μας ιδιοσυγκρασία. Τα πάντα ξεριζωμένα κι ο νους στέρφα γη. Τη δική του πατρίδα την κατοικούσαν άντρες φοβισμένοι: μεγάλα λόγια, ασήμαντες ζωές και κάθε υπόσχεση ένα καινούργιο ψέμα... Ο Ρόμπερτ ήταν το είδος που ανατράφηκε με μπαλάντες που υμνούν το θάρρος αλλά δεν είχαν οι ίδιοι θάρρος να αντιδράσουν. Ο κόσμος ήταν κάτι που έπρεπε να μισείς, να το βρίζεις και να το τρέμεις». Ο πατέρας του έδινε τον αγώνα του καλά οπλισμένος με την μπουκάλα κι έτσι «κρατούσε τον εαυτό του μακριά από τον εαυτό του». Η δε μητέρα του υπέμεινε αυτή τη θλιβερή ζωή, «εν μέρει ερωτευμένη με το χάος» και, παρ' όλη τη νοσταλγία που είχε για την κανονική ζωή, θαύμαζε εκείνους που ξέφευγαν από τα όρια της. Ο μικρός Τζέιμι, για να αποφύγει την αποπνικτική ατμόσφαιρα του σπιτιού του, καταφεύγει στα βιβλία και στην ονειροπόληση. Από μικρός αγαπούσε τη σκοτσέζικη ποίηση, που τον έχει διαμορφώσει. Έφηβος πια θα αφήσει τους γονείς του και θα πάει να ζήσει με τους παππούδες του, όπου και θα μυηθεί στην τέχνη της κατασκευής πύργων, για να γίνει αργότερα ειδικός στην κατεδάφισή τους. Η επιστροφή του είναι ένα νοσταλγικό ταξίδι σε εσωτερικά τοπία, με μια κυρίαρχη γκρίζα ατμόσφαιρα παλιών φωτογραφιών να κατακλύζει το παρόν.
Μαζί με την καταστροφή των πύργων ακούγονται και οι τριγμοί των παλιών αξιών και βεβαιοτήτων, που ραγίζουν και συντρίβονται. Ο Τζέιμι συνεχίζει να αναζητά κάτι που να έμεινε αλώβητο από το χρόνο, «μια θάλασσα που δεν γερνάει» σύμφωνα με τα λόγια του Τόμας Χάρντι που επαναλαμβάνονται στην αφήγηση, και αυτό είναι δύσκολο να το συναντήσει στους ανθρώπους, παρότι όλοι κρατάνε ένα κομμάτι από τη γη όπου μεγάλωσαν, από την παράδοση και τον πολιτισμό της. Το συναντάει αστραπιαία σε κάποια σύμβολα ή σε κάποιες λεπτομέρειες του τοπίου και συνήθως σε κάποιες στιγμές παρατεταμένου στοχασμού όπου και παρουσιάζεται μια καινούργια όψη των παλιών και γνώριμων πραγμάτων, που του συστήνονται ξανά με τη νέα τους όψη. Στα μάτια του αγοριού ο πατέρας του ήταν ένας άνθρωπος «εθισμένος στην αποτυχία», στα μάτια του ενηλίκου ένας άντρας που «δάμασε τον εχθρό του, τον εαυτό του», ενεργό μέλος πλέον της ομάδας των Ανώνυμων Αλκοολικών. Η θλιμμένη μητέρα του έχει ξαναφτιάξει τη ζωή της με έναν άντρα που σέβεται το παρελθόν της και της μιλάει με ευγένεια. Όλοι έχουν μάθει πλέον «να ζουν με τα λάθη τους», εκτός από τον παππού, που δεν έχει το χρόνο να τα αποδεχτεί.
Το πρώτο αυτό μυθιστόρημά του Ο' Χάγκαν είναι ένας ύμνος στη γη της Σκοτίας. Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι προβολές των μεταπολεμικών και μεταβιομηχανικών ονείρων της χώρας ενώ η αφήγηση διακρίνεται για τη μαστοριά των περιγραφών, στις οποίες το πλέον ασήμαντο γεγονός αποκτά σημασία. Ο συγγραφέας, με συγκινησιακά φορτισμένη γραφή, επιχειρεί κάτι φιλόδοξο στις σελίδες του μυθιστορήματός του: να δώσει την ιστορία του τόπου του, καθώς και την ατομική ιστορία των χαρακτήρων που επέλεξε, μέσα από μια αφήγηση διαποτισμένη από το λυρισμό και την ποίηση του τόπου.
Η μετάφραση του Θωμά Σκάσση είναι ιδιαίτερα προσεγμένη, με σημειώσεις για την ιστορία και την ποίηση της Σκοτίας και εμπλουτισμένη με την επεξήγηση των λογοτεχνικών, ιστορικών και άλλων αναφορών από τις οποίες κατακλύζεται η αφήγηση.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 17/05/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις