0
Your Καλαθι
Καγκελάρης
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ο Καγκελάρης είναι ένα ποίημα με ρυθμικό σχήμα και αντιφωνία. Με το παράγγελμα ο κορυφαίος διπλώνει τον αρχαϊκό χορό του ―αγρότες, βοσκούς, εργάτες, εμιγκρέδες― προς την Ήπειρο και τα ριζά των βράχων. Στο δεύτερο παράγγελμα διπλώνει τον χορό προς το Ντίσελντορφ και τις σαΐτες των εργοστασίων ― ώστε να έρθουν οι θηλυκωμένοι στίχοι αντιμέτωποι.
Ο Καγκελάρης είναι ο άνθρωπος που επανέρχεται στον ανοιχτό του κύκλo: ξένος μες στο σπίτι του, ξένος σε ξένο τόπο ή αυτός που κάνει τον παράφορο κόσμο κόσμο του.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
[χειμώνας άγρια βραγιά και η πέτρα γλύφει πέτρα? όπου σκαλίζει χέρι: γκρίζο φως? και μπουρμπουνάρι κρύβεται σαλεύοντας με χώμα ― τσιάφι ασήμι στερεύουν ήλιο τα βουνά, γκρεμίζει ο θόλος ξένεμα. και αυτός:]
Βουίζει πυρετός από τη Λάκκα ώς το Βεστφάλεν
και πορφυρά καμίνια χωλαίνουν το φεγγάρι?
αγρύπνια τανυσμένο μέταλλο και η γυναίκα
του Εμίν ζυμώνει με το σχόλασμα ― μητέρα,
στον ύπνο σε φωνάζω Γιάσμιν
και είμαι διχαλωτό κλαδί σε σπίτι
αράχνη ― τι με γκρεμίζεις
η σκιά μου; Χάσκουν λευκά παράθυρα
―βολβοί ξεχειλωμένοι― και η καγκελόπορτα:
EINTRITT VERBOTEN [δεν δίνω σώμα στον Βορρά].
*
[ντύνεται και ο παγετός τον άγριο θάνατό του: σπαρτό καρδιά και χτύπος της μαζί κοκαλωμένα? βρίσκει την ώρα και χυμά αρπακτικά το κρύο και ό,τι σε φως ανδρώθηκε πάει και το σκυλεύει ― η κοσιά ξέρασε σκουριά? πάγος στη μαύρη πείνα:]
Ντίσελντορφ δύναμη άδυτο
στον δούλο ουρανό:
σύννεφα και αφράτο χιόνι λύσσα.
Το μεσημέρι είναι εγώ σκυλί
και μηχανή αντίλαλος? κρατώ φωνή
κάτω από σφεντάμι και ό,τι σκουριάζει σε ανθό:
στήμονες φως, πύρινα βάθη ― έκθετος ξαφνικά
σε μέλλοντα οβίδα: εδώ που στέκομαι? κι εδώ που πέφτει.
Ο Καγκελάρης είναι ο άνθρωπος που επανέρχεται στον ανοιχτό του κύκλo: ξένος μες στο σπίτι του, ξένος σε ξένο τόπο ή αυτός που κάνει τον παράφορο κόσμο κόσμο του.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
[χειμώνας άγρια βραγιά και η πέτρα γλύφει πέτρα? όπου σκαλίζει χέρι: γκρίζο φως? και μπουρμπουνάρι κρύβεται σαλεύοντας με χώμα ― τσιάφι ασήμι στερεύουν ήλιο τα βουνά, γκρεμίζει ο θόλος ξένεμα. και αυτός:]
Βουίζει πυρετός από τη Λάκκα ώς το Βεστφάλεν
και πορφυρά καμίνια χωλαίνουν το φεγγάρι?
αγρύπνια τανυσμένο μέταλλο και η γυναίκα
του Εμίν ζυμώνει με το σχόλασμα ― μητέρα,
στον ύπνο σε φωνάζω Γιάσμιν
και είμαι διχαλωτό κλαδί σε σπίτι
αράχνη ― τι με γκρεμίζεις
η σκιά μου; Χάσκουν λευκά παράθυρα
―βολβοί ξεχειλωμένοι― και η καγκελόπορτα:
EINTRITT VERBOTEN [δεν δίνω σώμα στον Βορρά].
*
[ντύνεται και ο παγετός τον άγριο θάνατό του: σπαρτό καρδιά και χτύπος της μαζί κοκαλωμένα? βρίσκει την ώρα και χυμά αρπακτικά το κρύο και ό,τι σε φως ανδρώθηκε πάει και το σκυλεύει ― η κοσιά ξέρασε σκουριά? πάγος στη μαύρη πείνα:]
Ντίσελντορφ δύναμη άδυτο
στον δούλο ουρανό:
σύννεφα και αφράτο χιόνι λύσσα.
Το μεσημέρι είναι εγώ σκυλί
και μηχανή αντίλαλος? κρατώ φωνή
κάτω από σφεντάμι και ό,τι σκουριάζει σε ανθό:
στήμονες φως, πύρινα βάθη ― έκθετος ξαφνικά
σε μέλλοντα οβίδα: εδώ που στέκομαι? κι εδώ που πέφτει.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις