Αττική αγγελικό και μαύρο φως

Φωτογραφικό Λεύκωμα
Έκπτωση
40%
Τιμή Εκδότη: 31.00
18.60
Τιμή Πρωτοπορίας
+
62304
Συγγραφέας: Ορδόλης, Κώστας
Εκδόσεις: Ίνδικτος
Σελίδες:197
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/1998
ISBN:9789605180478
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Το παρόν λεύκωμα κοσμείται με κείμενα των: Δημήτρη Πικιώνη, Αγγελου Σικελιανού, Γιώργου Σεφέρη, Περικλή Γιαννόπουλου, Τζούλιο Καϊμη, Λάμπρου Καμπερίδη, Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Αντώνη Ζέρβα, Ζήσιμου Λορεντζάτου, Νίκου Παναγιωτόπουλου. Η Αττική υπήρξε ένας από τους ιερούς τόπους της Ευρώπης. Είχε το προνόμιο να διδάξει στον άνθρωπο μια από τις πιο υψηλές μορφές της αποκάλυψης του παγκοσμίου λόγου. Και τη μορφή αυτή την έπλασε ο αρχαίος καθ' ομοίωσιν ετούτης της γης, την ανέσυρε, θα 'λεγε κανείς, μέσ' από το χώμα της. Μια περιδιάβαση λοιπόν στον τόπο αυτό μέσα από τις φωτογραφίες του Κώστα Ορδόλη καλείται να θαυμάσει ο επισκέπτης του λευκώματος αυτού.





Το λεύκωμα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Δημήτρη Πικιώνη με αφορμή τα 30 χρόνια από τον θάνατό του. Σκοπός της έκδοσης είναι να αναδειχθεί το αττικό τοπίο μέσα από το ιδιαίτερο φως που το περιβάλλει. Ένα εξαιρετικό αισθητικά λεύκωμα που χωρίζεται σε δύο μέρη, εκείνο του λόγου με κείμενα των Δ. Πικιώνη, Π. Γιαννόπουλου, Γ. Σεφέρη, Α. Παπαδιαμάντη, Ζ. Λορεντζάτου, Α. Σικελιανού, Α. Ζέρβα, Α. Καμπερίδη, Ν. Παναγιωτόπουλου, Τζ. Καΐμη και το άλλο της φωτογραφικής εξιστόρησης από τον Κ. Ορδόλη. Μέσα από τη ματιά του ακολουθούμε τη διαδρομή που χάραξε ο φωτογράφος σε μια «άλλη Αττική» όπου το γλαυκό τού ορίζοντα γίνεται συχνά μαύρο και οι γραμμές του σβήνουν τη νύχτα αφήνοντας το γλυκό ακούμπισμα στη θύμηση.

Πιο δίπλα η αρχή της γεωμετρίας, τα όρια που αχνοφαίνονται, το πάθος ή η συνήθεια για τη ζωή, το πνιχτό χαμόγελο, οι ατελείωτοι ασφαλτόδρομοι. Παράλληλες ευθείες, καμπύλες, ημικύκλια στεφανωμένα με μυρωδιές και την ατέλειωτη γλυκιά χαύνωση του σούρουπου. Παραλληλόγραμμα και όγκοι που τους λαξεύει το φως δίνοντας καινούργιες αναλογίες και όλο κάτι να ξεφεύγει.

Στην Αττική το φως αποκαλύπτει το μυστήριό της, την ομορφιά της, την κρυφή διάθεση ευδαιμονίας, ανέχειας και στεναχώριας ­ ένα κράμα αντιθετικών συναισθημάτων. Μπορεί η σημερινή εικόνα της Αττικής να έχει χάσει την ιστορική της συνέχεια και η φυσιογνωμία της να γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη, ωσάν τα πάντα να συγκλίνουν στη συσκότισή της, ωστόσο το φως που την ακουμπάει ανατρέπει την κατάλληλη στιγμή κάθε ένσταση. Το έργο του Χατζηκυριάκου-Γκίκα στο άνοιγμα του λευκώματος προσθέτει μια βαριά πινελιά στην εικόνα της. Η αξιόλογη αυτή έκδοση κυκλοφορεί με χωρηγία της Περιφέρειας Αττικής.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Το λεύκωμα της Ινδίκτου: Αττική, Αγγελικό και Μαύρο Φως, με φωτογραφίες του Κώστα Ορδόλη και ένθετα κείμενα των Παπαδιαμάντη, Γιαννόπουλου, Σικελιανού, Καΐμη, Πικιώνη, Σεφέρη, Λορεντζάτου, αλλά και νεοτέρων (Ζέρβα, Καμπερίδη, Παναγιωτόπουλου), τυπικά καλείται να «επενδύσει» με καλλιτεχνική χροιά το Περιφερειακό Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αττικής (από το οποίο και χρηματοδοτήθηκε). Το αποτέλεσμα όμως ξεπερνά εμφανώς τις όποιες τυπικές φιλοδοξίες: το λεύκωμα αποτελεί εξαιρετικό φυλάκιο μνήμης της ταλαιπωρημένης αττικής γης.

Στενάζοντας στις υπώρειες της Ακροπόλεως, ο εξ ανάγκης «αθηναϊκός» Παπαδιαμάντης του 1896 πλημμυρίζει από την ερωτική ατμόσφαιρα του αττικού τοπίου: «Το φύσημα της αύρας, οι ψιθυρισμοί εις το σκότος, και των ανθέων το άρωμα, απετέλουν κράμα τι ηδυπαθές, απερίγραπτον, άρρητον, το οποίον μόνον η τουρκική λέξις γκιουζέλ θα ηδύνατο κατά προσέγγισιν να εκφράσει».

Ελάχιστα χρόνια μετά ο Περικλής Γιαννόπουλος, εμπνευσμένος αισθητιστής του αθηναϊκού τοπίου, προσκαλεί τον κάτοικο του τόπου να ανέβει στις ίδιες ακριβώς υπώρειες, στο ξωκλήσι του Αγίου Δημητρίου και εκεί να σταθεί «δύο, τρεις τέσσαρες, πέντε ώρας. Δεν θα πάθετε τίποτε διά μίαν φοράν...»· να σταθεί αγναντεύοντας τον γύρω τόπο ως ότου διακρίνει τη «διαυγεστάτη Γραφή της Γραμμής», αυτή που πηγάζει με άκρα σαφήνεια από το αττικό φως. «Πουθενά μαυρίλα, πουθενά θηριωδία, πουθενά πάλη... Παντού φως, παντού ημέρα, παντού τερπνότης»... αυτό, κατά τον Περικλή Γιαννόπουλο, διαλαλεί στεντορείως η «κοσμική ύλη» της αττικής γραμμής.

Σήμερα βρισκόμαστε στο τέλος και όχι στις αρχές του αιώνος όπου γράφτηκε (1901) αυτή η τολμηρή αναγνώριση πίστης στην ενδελέχεια του αττικού φωτός. Ο Σεφέρης σχεδόν μισό αιώνα αργότερα (1949) ομολογεί την ταύτισή του με τον Γιαννόπουλο: «Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως». Για την Αττική εκείνων των χρόνων αυτή η ομολογία δεν συνιστούσε βεβαίως απλή διαπίστωση... ήταν ακόμη καθημερινό βίωμα όλων των κατοίκων. Στα γαλανά χρόνια της παιδικής μας ηλικίας, ακόμη και το κέντρο της Αθήνας, η πλατεία Συντάγματος, αντανακλούσε μια εκτυφλωτική υγεία. Η διαδρομή από το εργαστήρι του Γιάννη Τσαρούχη στην οδό Καραγεώργη της Σερβίας ως τον Βασιλικό Κήπο, στη λεωφόρο Αμαλίας, ακτινοβολούσε πληθωρικό φως, χειμώνα - καλοκαίρι. Εκείνο το διάχυτο φως άγγιζε κάθε ψυχή στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, ακόμη και στις δυσκολότερες ώρες, ακόμη και τότε που η διαδρομή, από το διεθνές κατώφλι της Μεγάλης Βρεταννίας ως τον δημόσιο κήπο της νηπιακής σχόλης μας, σφραγιζόταν με διεκδικητικά συνθήματα και άδικο αίμα.

Μόλις πέντε χρόνια μετά τον Σεφέρη (1954), ο οξυδερκής και ευαίσθητος Πικιώνης (με αφορμή κάποιο ζήτημα που είχε δημιουργηθεί για τα καταστήματα γύρω από το παλαιό Αρσάκειο) διατυπώνει ήδη μια απαισιόδοξη υπόθεση που ο χρόνος δυστυχώς επιβεβαίωσε: «Αν απολύσουν τον χαλινόν των ενστίκτων του κέρδους και της παραγωγής, θα καταλύσουν τον έρωτά μας προς το κάλλος, την αλήθειαν, την δικαιοσύνην, όπως και την προς τον πλησίον μας αγάπην...».

Σήμερα, όποτε σκύβει κανείς σε εκείνα τα απόμακρα χρόνια, έχει τη γλυκόπικρη αίσθηση ότι το κυανό του νεανικού μας ουρανού έχει αισθητά ξεθωριάσει, ίδια όπως οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες στα οικογενειακά άλμπουμ. Να προσθέσω ­ και ας φανεί προς στιγμή περίεργο ­ ότι αυτή η κοινότοπη παρατήρηση δεν προκύπτει υποχρεωτικώς από όψιμη περιβαλλοντική ευαισθησία ή έστω από νοσταλγία· αντιθέτως, απορρέει από την ανάγκη να σταθεί κανείς στα σημερινά δύσκολα χρόνια με κάποια αξιοπρέπεια και μάλιστα δίχως το δεκανίκι της νοσταλγίας, δίχως επίσης τον τρόμο του φυσικού ολέθρου. Απορρέει, πιο συγκεκριμένα, από τη ζωτικότατη ανάγκη να ζήσει κανείς το υπόλοιπο του βίου του με αυτό που η δική μου γενιά των σημερινών πενηντάρηδων και οι άλλες γενιές καλώς ή κακώς κατόρθωσαν στο δεύτερο μισό αυτού του τελειωμένου αιώνα: το ρυπαρό και το μαύρο που σωρεύσαμε στον αττικό ουρανό και που τώρα δεν ωφελεί να το ξορκίζουμε επειδή ακριβώς δεν ωφελεί να το αγνοούμε...

Μαύρο μαζί αλλά και αγγελικό διέκρινε το αττικό φως και ο Σεφέρης ήδη από το 1946. Πρώτα στις Μέρες του (Ιούνιος): «Αδύνατο να χρησιμοποιήσω ­ δε σημαίνουν τίποτε ­ τη λέξη ομορφιά ή τη λέξη φύση μιλώντας για το πρόσωπο της Αττικής. (...) Η μαύρη και αγγελική αττική μέρα». Λίγο ύστερα (Οκτώβριος) στην Κίχλη του: «Αγγελικό και μαύρο, φως, / γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου... (...) Αγγελική και μαύρη, μέρα· / η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο...».

Αυτό το μαύρο και αγγελικό φως ­ σήμερα περισσότερο μαύρο και περισσότερο δαιμονικό από ποτέ ­ παγώνει τολμηρά στις βαριά «πουσαρισμένες» φωτογραφίες του ο Κώστας Ορδόλης. Ελάχιστες φορές ο ουρανός λάμπει, είναι διαυγής. Ελάχιστες φορές η φύση θάλλει. Το βιομηχανικό τοπίο έχει αλλάξει ανεπανόρθωτα την αντανάκλαση του φωτός και η μαυρόασπρη φωτογραφία ως αψευδής μάρτυς το υπογραμμίζει με δραματικό τρόπο: ο σκληρός κόκκος της φωτογραφίας μοιάζει δακτυλικό αποτύπωμα της μαραμένης αττικής ατμόσφαιρας.

Ο αττικός ουρανός είναι γαλανός μονάχα λίγες φορές τον χρόνο που μετριούνται στα δάκτυλα. Αυτή η ευδία μας καταδέχεται τις λίγες φορές που έχει αεράκι, ιδιαιτέρως όταν είναι χειμωνιάτικος βοριάς (όπως ήταν μερικές ημέρες του εφετεινού Φεβρουαρίου)· μας καταδέχεται και όταν έχει βρέξει γερά ­ ιδιαιτέρως στις αρχές της άνοιξης, εκεί στα τέλη του Μαρτίου. Τα λιγοστά πρωινά που διαβλέπει κανείς έναν παρόμοιο καιρό, η ενδόμυχη επιθυμία του τον φέρνει πολύ κοντά στις παλαιές εκείνες υποδείξεις του Περικλή Γιαννόπουλου. Εκείνες τις καθαρές ημέρες όποιος έχει την τύχη να ανέβει στον Λυκαβηττό, στου Στρέφη, στον Αρδηττό, στα Τουρκοβούνια, στον Υμηττό, στην Πεντέλη, είναι σε θέση να απολαύσει τον κρυστάλλινο ορίζοντα, να οσφρανθεί βαθιά τον διαυγή αέρα ως και να λησμονήσει τα βάσανα της τύρβης και της πόλης. Το «αγγελικό» φως λούζει τότε εξαγνιστικά τη γύρω θέα, παρέχοντας τη στιγμιαία, πλην ενθαρρυντική εντύπωση πως η πόλη ακτινοβολεί την αθωότητα και την ανθρωπιά των αρχών του αιώνα. Κάποιες φορές τον χρόνο συμβαίνει αυτό, εξαιρετικά λίγες. Τόσο λίγες που αυτές οι φορές έχουν τώρα πια αποκτήσει την αξία της σπάνης. Ανάμεσα στο εκτυφλωτικό, αγγελικό φως αυτών των σπάνιων ημερών και στο δαιμονικότατο των κατάμαυρων σκιών της τύρβης, το λεύκωμα της Ινδίκτου καταγράφει με μοναδική ειλικρίνεια μια πορεία αυτογνωσίας και εθνικής μνήμης.



Αρης Μαραγκόπουλος

ΤΟ ΒΗΜΑ, 28-02-1999

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!