0
Your Καλαθι
Υπόγεια κόρη
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Έργο εξωφύλλου: «Μαρία Πριγκίπισσα του Ηρακλή Φοβάκη».
`
Η ΣΤΗΛΗ ΤΗΣ ΗΔΙΣΤΗΣ
Μοναδικό κόσμημα του ταπεινού αυτού μνημείου
είναι μια ζωγραφιστή κόκκινη ταινία δεμένη σε φιόγκο.
Γύρω στο 400π.Χ.
Τους χώριζαν όροφοι, μάρμαρο
κι εποχές
μα κάθε που άδειαζε η αίθουσα
πέταγε το μύθο και τη χλαίνη
από τους ώμους
κι έτρεχε να τη συναντήσει.
Θα σε κάνω άγαλμα, της έλεγε,
με δικό σου βάθρο, χέρια
και απόσταση.
Να λένε όλοι τους με δέος:
Είναι ίδια Εκείνη –ή μήπως…
Θα σε κάνω άγαλμα, της έλεγε
κι ας γνώριζε πως
ό,τι έμελλε να συμβεί, συνέβη
κι ας γνώριζε πως
ήταν όλα μια παύση
στη γλώσσα των νεκρών αιώνων.
`
*
ΤΥΨΕΙΣ
Σβήνοντας και το τελευταίο τσιγάρο
άνοιξε την πόρτα.
Δεν είχε πάρει κάτι για τον δρόμο
κι έτσι έσφιγγε, όσο ήθελε,
στις παλάμες τον αέρα.
Λίγο πριν φτάσει, το σώμα της πάγωσε.
«Που είναι τα όνειρά μου;» φώναξε
και όρμησε στους περαστικούς.
Κάποιοι σταμάτησαν,
άδειασαν μπροστά της τις τσέπες,
αναποδογύρισαν την ελπίδα… Τίποτα.
Ύστερα, γέλασε και γέρασε.
Όταν, μετά από καιρό, βρήκα τα γάντια της
στο πατάρι μού είπαν την ιστορία.
–Μητέρα, εγώ τα είχα κρύψει;
`
*
ΚΟΚΚΙΝΗ ΛΑΜΠΑ
Όλο το βράδυ έμεινε κάτω απ’ το μπαλκόνι.
Ήθελε να κερδίσει ένα βλέμμα –κάτι για να κρατηθεί.
Εκείνη, άναβε κάθε τόσο τη λάμπα
για να υποδεχθεί ή ν’ αποχαιρετήσει τους μνηστήρες
που κάθε τόσο έρχονταν και έφευγαν.
Εκείνος στην είσοδο, καθισμένος στο σκαλί,
τους έβγαζε το καπέλο και καθώς τον χαιρετούσαν
ανάσαινε βαθειά μήπως και κλέψει λίγο από το άρωμά της
στο ιδρωμένο κορμί τους.
`
*
ΑΓΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ
Την είχα δει κρυφά ανεβασμένος στο παράθυρο.
Ήταν στα γόνατα, μπροστά στο εικονοστάσι.
Δεν έδειχνε δακρυσμένη κι όμως η μεταμέλεια
ήταν χαραγμένη στο βλέμμα της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα χτύπησε την πόρτα.
Ήρθε ο επόμενος, είπε και έφυγε.
Η Παναγία τής χάιδεψε το μάγουλο,
έγνεψε συγκατανευτικά και γύρισε στο εικονοστάσι.
`
Η ΣΤΗΛΗ ΤΗΣ ΗΔΙΣΤΗΣ
Μοναδικό κόσμημα του ταπεινού αυτού μνημείου
είναι μια ζωγραφιστή κόκκινη ταινία δεμένη σε φιόγκο.
Γύρω στο 400π.Χ.
Τους χώριζαν όροφοι, μάρμαρο
κι εποχές
μα κάθε που άδειαζε η αίθουσα
πέταγε το μύθο και τη χλαίνη
από τους ώμους
κι έτρεχε να τη συναντήσει.
Θα σε κάνω άγαλμα, της έλεγε,
με δικό σου βάθρο, χέρια
και απόσταση.
Να λένε όλοι τους με δέος:
Είναι ίδια Εκείνη –ή μήπως…
Θα σε κάνω άγαλμα, της έλεγε
κι ας γνώριζε πως
ό,τι έμελλε να συμβεί, συνέβη
κι ας γνώριζε πως
ήταν όλα μια παύση
στη γλώσσα των νεκρών αιώνων.
`
*
ΤΥΨΕΙΣ
Σβήνοντας και το τελευταίο τσιγάρο
άνοιξε την πόρτα.
Δεν είχε πάρει κάτι για τον δρόμο
κι έτσι έσφιγγε, όσο ήθελε,
στις παλάμες τον αέρα.
Λίγο πριν φτάσει, το σώμα της πάγωσε.
«Που είναι τα όνειρά μου;» φώναξε
και όρμησε στους περαστικούς.
Κάποιοι σταμάτησαν,
άδειασαν μπροστά της τις τσέπες,
αναποδογύρισαν την ελπίδα… Τίποτα.
Ύστερα, γέλασε και γέρασε.
Όταν, μετά από καιρό, βρήκα τα γάντια της
στο πατάρι μού είπαν την ιστορία.
–Μητέρα, εγώ τα είχα κρύψει;
`
*
ΚΟΚΚΙΝΗ ΛΑΜΠΑ
Όλο το βράδυ έμεινε κάτω απ’ το μπαλκόνι.
Ήθελε να κερδίσει ένα βλέμμα –κάτι για να κρατηθεί.
Εκείνη, άναβε κάθε τόσο τη λάμπα
για να υποδεχθεί ή ν’ αποχαιρετήσει τους μνηστήρες
που κάθε τόσο έρχονταν και έφευγαν.
Εκείνος στην είσοδο, καθισμένος στο σκαλί,
τους έβγαζε το καπέλο και καθώς τον χαιρετούσαν
ανάσαινε βαθειά μήπως και κλέψει λίγο από το άρωμά της
στο ιδρωμένο κορμί τους.
`
*
ΑΓΙΑ ΑΜΑΡΤΙΑ
Την είχα δει κρυφά ανεβασμένος στο παράθυρο.
Ήταν στα γόνατα, μπροστά στο εικονοστάσι.
Δεν έδειχνε δακρυσμένη κι όμως η μεταμέλεια
ήταν χαραγμένη στο βλέμμα της.
Η ηλικιωμένη γυναίκα χτύπησε την πόρτα.
Ήρθε ο επόμενος, είπε και έφυγε.
Η Παναγία τής χάιδεψε το μάγουλο,
έγνεψε συγκατανευτικά και γύρισε στο εικονοστάσι.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις