0
Your Καλαθι
Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις
Περιγραφή
Ο Ώστιν ανέλυσε πρώτος, στο How to do things with words, ένα κλασικό βιβλίο της φιλοσοφίας του εικοστού αιώνα, την πρακτική διάσταση του ίδιου του λόγου -τους λόγους που οι ίδιοι είναι έργα. Όταν υποσχόμαστε, όταν ορκιζόμαστε, όταν διατάσσουμε, προειδοποιούμε, στοιχηματίζουμε... δεν περιγράφουμε αλλά πράττουμε, δεν αποτυπώνουμε ένα πράγμα, αληθώς ή ψευδώς, αλλά κάνουμε, παράγουμε ένα πράγμα, εύστοχα ή άστοχα.
Η παρούσα σχολιασμένη μετάφραση αποτελεί ένα είδος άθλου όσον αφορά τη μεταφορά στα ελληνικά αναλύσεων της αγγλικής καθομιλουμένης -δεδομένου μάλιστα ότι την ανάλυση της καθημερινής γλώσσας θεωρούσε ο Ώστιν απαραίτητο έργο της φιλοσοφίας- αλλά και όσον αφορά την απόδοση μιας σειράς νεότευκτων όρων.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Οσον κι αν ακούγεται παράξενο, οι φιλόσοφοι του εικοστού αιώνα (είτε προέρχονται από την αναλυτική παράδοση είτε από την ερμηνευτικο-κριτική) αντιμετώπισαν τη γλώσσα όχι ως καθ' αυτό φιλοσοφικό ή θεωρητικό αντικείμενο αλλά στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας θεμελίωσης της φιλοσοφίας σε νέες πραγματολογικές συνθήκες. Ο John Austin (1911-1960) ανήκει στην πρώτη κατηγορία των φιλοσόφων του εικοστού αιώνα, για τους οποίους η γλώσσα μπορεί να είναι το κλειδί για τη λογική αποσαφήνιση ή, ορθότερα, για το διαφωτισμό των φιλοσοφικών προβλημάτων αλλά δεν αποτελεί και τη «λυδία λίθο» της αποδόμησης της μεταφυσικής.
Κατά τον εικοστό αιώνα όλοι οι φιλόσοφοι προτιμούν να εγκαταλείψουν τη μεταφυσική και να στραφούν προς άλλες μεθόδους ή ιδέες του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Ο Austin πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται ότι στην ήπειρο που λέγεται φιλοσοφία δεν μπορεί κανείς να φτάσει εάν προηγουμένως δεν ξεκαθαρίσει τις σχέσεις του με τη γλώσσα, η οποία εκ των πραγμάτων καθίσταται το κεντρικό φιλοσοφικό αντικείμενο των θεωρητικών ερευνών. Ο Austin στο θαυμάσιο βιβλίο του Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις (How to do things with words, 1962) επιχειρεί την επιστημολογική τομή ανάμεσα στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη φιλοσοφία περί γλώσσας και κοινωνίας. Θα πρέπει εξ αρχής να διευκρινιστεί ότι όποιος διαβάσει τον Austin ως φιλόσοφο της γλώσσας, χωρίς αναφορές στην κοινωνία και την κοινωνική πραγματικότητα, ο ίδιος θα χάσει. Ο φιλόσοφος Austin πολύ νωρίς αντιλαμβάνεται ότι η κλασική φιλοσοφία δεν έχει αναστοχαστεί τις γλωσσικές προϋποθέσεις της. Την ίδια διαπίστωση θα κάνει και ο ίδιος, όπως προκύπτει από τις διαλέξεις του, περί το τέλος των ερευνών του και της ζωής του, όταν τονίζει ότι ο περίγυρος των γλωσσικών πράξεων ή των ομιλιακών ενεργημάτων παίζει πρώτιστο ρόλο στην άρθρωση και τη συγκρότησή τους. Ο Austin μέχρι το τέλος των θεωρητικών ερευνών του παραμένει πιστός στο δόγμα της αναλυτικής φιλοσοφίας και δεν μπορεί να αντιληφθεί ότι πίσω από τη γλώσσα, η οποία αρθρώνεται ως παγόβουνο, κρύβεται η ίδια η ανθρώπινη ζωή ως θάλασσα.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή: ο Austin όσο ζούσε δημοσίευσε μόνο επτά άρθρα και ωστόσο έμεινε και μνημονεύεται ως κλασικός φιλόσοφος του εικοστού αιώνα. Τι ακριβώς συμβαίνει; -θα αναρωτιέται κανείς. Ακολούθησε την πανεπιστημιακή πρακτική του Oxford Univeristy, σύμφωνα με την οποία τα θεωρητικά συμπεράσματα μιας έρευνας δεν αποτυπώνονται σε ένα βιβλίο ή ακόμη και σ' ένα χαρτί (paper) αλλά διατυπώνονται στις πανεπιστημιακές διαλέξεις ή στα φιλοσοφικά σεμινάρια. Το βιβλίο για το οποίο μιλάμε δεν είναι βιβλίο του Austin. Είναι οι διαλέξεις του στο πλαίσιο του προγράμματος «William James Lectures» που έδωσε στο Χάρβαρντ το 1955 και τις οποίες συστηματοποίησε σε γραπτή μορφή ο μαθητής του J.O. Urmson.
Ο Austin στο θαυμάσιο αυτό βιβλίο του τονίζει με εξαιρετική οξύνοια ότι οι γλωσικές προτάσεις διακρίνονται σε δύο τύπους: στον τύπο της διαπιστωτικής εκφοράς και στον τύπο της επιτελεστικής εκφοράς. Οι δύο αυτοί τύποι έχουν και διαφορετικές τιμές αξιολόγησης ή αποτίμησης. Ο πρώτος τύπος ελέγχεται όσον αφορά την αλήθεια του ή το ψεύδος του, ενώ ο δεύτερος τύπος κρίνεται με βάση την ευστοχία του ή την αστοχία του στις πραγματολογικές συνθήκες οργάνωσής του.
Η διάκριση αυτή ανάμεσα στη διαπιστωτική και την επιτελεστική εκφορά αποτελεί την πρώτη θεμελιώδη διάκριση που γίνεται υπό τους όρους της αναλυτικής φιλοσοφίας. Ο Austin σκάβει βαθιά, πολύ βαθιά στο παγόβουνο που το λένε γλώσσα, επειδή επιδιώκει να θεμελιώσει τη φιλοσοφία ως αυστηρή επιστήμη με συγκεκριμένη μέθοδο και δεδομένα αντικείμενα (βλ. Husserl). Ο φιλόσοφός μας προχωρεί ένα βήμα παραπέρα: επιμένει να αντικατασταθεί η αναλυτική μέθοδος από τη μέθοδο της «γλωσσικής φαινομενολογίας» Μπροστά μας έχουμε την ίδια τη γλώσσα, για την οποία δεν θα κάνουμε κατασκευές όπως ο λογικός θετικισμός, αλλά με αφετηρία, βάση και άξονα τη φυσική γλώσσα στην καθημερινή χρήση της θα προχωρήσουμε στην επαναδιατύπωση των φιλοσοφικών προβλημάτων. Ο Austin είναι ο φιλόσοφος της καθημερινής γλώσσας ή, ορθότερα, της φυσικής γλώσσας στην καθημερινή χρήση της.
Διακρίνουμε τρεις φάσεις ή, μάλλον, τρία στάδια στη φιλοσοφική και θεωρητική έρευνα του Austin. Το πρώτο στάδιο αναφέρεται στη διάκριση ανάμεσα στις διαπιστωτικές και τις επιτελεστικές εκφορές, εκ των οποίων η κάθε μία επιδέχεται διαφορετικές τιμές αξιολόγησης. Το ζεύγος αλήθεια-ψεύδος αντιστοιχεί στις διαπιστωτικές εκφορές και το ζεύγος ευστοχία-αστοχία αναφέρεται στις επιτελεστικές εκφορές. Ο Austin στις διαλέξεις του στο Χάρβαρντ κάνει ένα βήμα παραπέρα και τονίζει ότι πρόκειται για μια τριμερή διάκριση, η οποία αφορά το σύνολο των λεκτικών πράξεων. Κατά τον Austin κάθε γλωσσική πράξη περιλαμβάνει τρία επίπεδα: πρώτον, το λεκτικό, το οποίο συμπίμπτει με τη συντακτική δομή της εκφοράς, δεύτερον, το ενδολεκτικό, το οποίο συγκροτεί την ίδια τη γλώσσα ως πράξη και, τρίτον, το περιλεκτικό, σύμφωνα με το οποίο η λεκτική ορθότητα της γλωσσικής πράξης κρίνεται από το αποτέλεσμά της. Εάν π.χ. πω σε κάποιον «κλείσε το στόμα σου», σε μια τέτοια περίπτωση έχουμε το λεκτικό επίπεδο που συμπίπτει, όπως τονίστηκε, με το συντακτικό, το ενδολεκτικό, το οποίο συνιστά την πράξη της απειλής: κλείσε το στόμα σου επειδή διαφορετικά... και τρίτον, το αποτέλεσμα της πράξης της απειλής: δηλαδή, ή θα κλείσει το στόμα του ή θα φάει ξύλο.
Αυτό που ο Austin στις διαλέξεις του στο Χάρβαρντ ζητούσε με επιμονή να προσδιορίσει σε τύπους και σε περιγραφές, το έκανε ο Habermas όταν μίλησε για την «ιδεώδη επικοινωνιακή κατάσταση», έξω και πέρα από την οποία δεν μπορεί να λάβει χώρα καμία γλωσσική πράξη.
Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Habermas συμπληρώνει (ή διορθώνει) τον Austin. Στην εξέλιξη του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι τα πράγματα δεν είναι ποτέ απλά. Το γεγονός (factum) και μόνον ότι μπορούμε να μιλάμε για τη γλώσσα μας φιλοσοφικά με την ίδια τη γλώσσα που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας είναι ένα σημαντικό βήμα στις θεωρητικές έρευνές μας.
Η ένταξη της καθημερινής γλώσσας στη θεωρητική προβληματική οδήγησε τον Austin στην ανακάλυψη ενός παγόβουνου που το λένε γλώσσα, που το λένε τελικά ζωή. Θα πρέπει να ειπωθούν κάποια πράγματα για το βιβλίο Πώς να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις, στην ελληνική έκδοσή του. Πρώτον, η μετάφραση ξεπερνάει τα προσδοκώμενα. Δεύτερον, ο σεμνός πρόλογος του μεταφραστή θα μπορούσε να περιλαμβάνει περισσότερα διαφωτιστικά στοιχεία όσον αφορά την αναλυτική φιλοσοφία. Ας σημειωθεί ότι ο Wittgenstein δεν είναι «Γερμανός φιλόσοφος» (σελ. 14) όπως αναφέρεται, εκτός κι εάν οι φιλοσοφικές εθνικότητες έχουν αλλάξει και δεν έχω πληροφορηθεί κάτι τέτοιο! Τρίτον, το επίμετρο είναι αναλυτικό και εμπεριστατωμένο, αλλά ταυτόχρονα είναι εγκλωβισμένο στη γλώσσα της αναλυτικής φιλοσοφίας. Σε μιαν εποχή που όλα αλλάζουν ριζικά, πώς άραγε μπορούν μερικοί και γράφουν με την τυπική γλώσσα μιας φιλοσοφίας η οποία φιλοδόξησε να υπερβεί την κλασική εκδοχή της; Και κάτι ακόμη, το βιβλίο αυτό του Austin δεν πέφτει από τον ουρανό στην ελληνική πνευματική κοινότητα. Εχουν προηγηθεί σοβαρές προσπάθειες για να ενημερωθεί τουλάχιστον ο πνευματικός κόσμος του τόπου μας: αναφέρομαι στη σοβαρή και σημαντική προσπάθεια της έκδοσης Δευκαλίων, η οποία αγνοείται παντελώς στην παρούσα έκδοση. Δεν γίνονται αναφορές ούτε στις ενδεχόμενες μεταφραστικές αποδόσεις των σχετικών όρων. Αγνοούνται επίσης εντελώς τα βιβλία των καθηγητών της φιλοσοφίας: Ι) Κων/νου Βουδούρη, Αναλυτική Φιλοσοφία (1977), ΙΙ) Θεόφιλου Βέικου, Αναλυτική Φιλοσοφία (1990).
Αναφέρονται αυτές οι παραλείψεις επειδή θα πρέπει επιτέλους να εκλείψουν τα φαινόμενα θεωρητικής αλαζονείας στον τόπο μας. Υποτίθεται ότι εδώ και πενήντα χρόνια το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι στον τόπο μας αναζητά τη θεωρητική ταυτότητά του. Μετά τις μεταφράσεις, τα προλεγόμενα, τις θεωρητικές ασκήσεις και τους επιλόγους, άραγε ως φιλοσοφική κοινότητα μπορούμε να περιμένουμε τη γένεση των νέων πραγμάτων και των νέων ιδεών;
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/12/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Υπόσχομαι να εξοφλήσω τα χρέη μου». «Κηρύσσω τον πόλεμο στην Τουρκία». «Στοιχηματίζω ότι ο Παναθηναϊκός θα βγει πρωταθλητής». Οι παραπάνω προτάσεις διακρίνονται καταρχάς (ας συγκρατήσουμε το καταρχάς) ως είδος από την πρόταση του τύπου «η γάτα είναι πάνω στο χαλάκι». H τελευταία περιγράφει μια κατάσταση, οι πρώτες επιτελούν μια πράξη. Προσοχή! Δεν περιγράφουν ότι κάνω κάτι. Εκφέροντάς τις κάνω κάτι. Κατά την ορολογία του Τζων Λ. Ωστιν ονομάζονται επιτελεστικές εκφορές και διακρίνονται από τις διαπιστωτικές. Οι διαπιστωτικές είναι είτε αληθείς είτε ψευδείς. Ας πούμε, η γάτα είτε είναι πράγματι πάνω στο χαλάκι είτε δεν είναι. Αντιθέτως, για τις επιτελεστικές δεν τίθεται θέμα αλήθειας ή ψεύδους, αλλά ευστοχίας ή αστοχίας. Αν περιφέρομαι μεθυσμένος στην περιοχή ενός ναυπηγείου, σπάσω ένα μπουκάλι πάνω σε ένα πλοίο κι εκφέρω την πρόταση «το ονομάζω "Ουίσκι"» έχω αστοχήσει να το βαπτίσω, γιατί δεν πληρούνταν οι απαραίτητες συνθήκες που θα καθιστούσαν έγκυρη την ονοματοδοσία.
H λογική προτεραιότητα
Και λοιπόν; Παρουσιάζει τόσο ενδιαφέρον μια διάκριση που ο καθένας μας γνωρίζει από την εμπειρία του, άσχετα αν δεν την έχει επισημάνει με αυτούς του όρους; Ναι, έχει μεγάλο ενδιαφέρον, τουλάχιστον φιλοσοφικό. Αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό εντάσσοντας το έργο του Ωστιν (1911-1962) στο πλαίσιο της επιλεγόμενης «γλωσσικής στροφής» που εκδηλώνεται στην αγγλοσαξονική φιλοσοφία από τις αρχές του 20ού αιώνα. Οι πρωταγωνιστές της φιλοδοξούσαν να παράσχουν μια ασφαλή, αντικειμενική βάση για τον φιλοσοφικό λόγο και να τον διασώσουν από την κρίση θεμελίων που θεωρούσαν ότι τον χαρακτήριζε. Επικεντρώθηκαν στη λογική ανάλυση της γλώσσας, η οποία, πίστευαν, όχι μόνο θα οριοθετούσε σαφώς το ίδιο το αντικείμενο του φιλοσοφικού στοχασμού, αλλά θα οδηγούσε επιπλέον σε συναίνεση ως προς την ορθή ορολογία. H καθημερινή χρήση της γλώσσας καθίσταται έτσι πεδίο έρευνας, διότι από αυτήν μπορούν να προκύψουν τα εργαλεία του φιλοσοφείν. Δεν θα ήταν απλό λογοπαίγνιο αν λέγαμε ότι το ζητούμενο δεν ήταν τόσο να αναπτυχθεί μια φιλοσοφία της γλώσσας όσο μια γλώσσα της φιλοσοφίας. Κοινή πεποίθηση μεταξύ των στοχαστών της γλωσσικής στροφής ήταν ότι οι περιγραφικές προτάσεις έχουν λογική προτεραιότητα. Επειδή αναφέρονται σε καταστάσεις πραγμάτων και μπορούν να χαρακτηριστούν ως αληθείς ή ψευδείς, είναι προνομιακές για τη φιλοσοφική έρευνα, συνιστώντας τον κεντρικό άξονα ανάλυσης της γλώσσας.
Δύο είδη εκφορών
H συνεισφορά του Ωστιν δεν έγκειται λοιπόν τόσο στην εισήγηση της διάκρισης μεταξύ διαπιστωτικών (περιγραφικών) και επιτελεστικών εκφορών καθεαυτήν, όσο στις προεκτάσεις που της δίνει. Υποστηρίζει ότι αυτή η διχοτομία δεν είναι ετεροβαρής, δεν γέρνει υπέρ των διαπιστωτικών οι οποίες, υποτίθεται, έχουν υποδειγματικό χαρακτήρα, ενώ οι επιτελεστικές είναι παρεκκλίνουσες και προβληματικές. Αντιθέτως, αναβαθμίζει το καθεστώς των επιτελεστικών και αποφαίνεται (καταρχάς) ότι έχουμε δύο ξεχωριστά και μη αναγώγιμα είδη εκφορών που θεμελιώνονται σε διαφορετικές αρχές. Το μισό κείμενο του βιβλίου το οποίο συνολικά αποτελείται από 12 μεταγραμμένες διαλέξεις που έδωσε ο Ωστιν στο Χάρβαρντ το 1955 διερευνά υπό την προοπτική αυτή τις επιτελεστικές. Με σχολαστικότητα εξετάζει τις περιστάσεις ευστοχίας τους, εντοπίζει επί μέρους μορφές και χαρακτηριστικά τους, καταρτίζει τυπολογίες και κυρίως επιχειρεί να εμπεδώσει σαφή και λειτουργικά κριτήρια με βάση τα οποία η διχοτομία επιτελεστικών - διαπιστωτικών θεμελιώνεται κατά τρόπο αναμφίλεκτο. Οσο όμως κινείται βήμα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, τόσο ανακαλύπτει δυσκολίες, π.χ. διαπιστώνει ότι τελικά το κριτήριο ευστοχίας χαρακτηρίζει και τις διαπιστωτικές, ενώ το κριτήριο της αλήθειας αφορά και τις επιτελεστικές. Συμπεραίνει λοιπόν στην 7η διάλεξη ότι η διάκριση παραμένει μετέωρη και πρέπει να γίνει μια «νέα αρχή». Ετσι έχει δίκιο στο εκτενές και κατατοπιστικό επίμετρό του ο Χάρης Χρόνης να χαρακτηρίζει το κείμενο του Ωστιν αυτοϋπονομευόμενο.
Στις υπόλοιπες διαλέξεις του οδηγείται στη θέση ότι τελικά, υπό μια ευρεία έννοια, πάντα κάνουμε πράγματα με τις λέξεις και εισάγει την τριχοτόμηση μεταξύ λεκτικών πράξεων (πράξεις τού να λες κάτι), ενδολεκτικών (πράξεις που επιτελούνται λέγοντας κάτι) και περιλεκτικών (πράξεις που επιτελούνται με το να λες κάτι). H αρχική διάκριση επιτελεστικών - διαπιστωτικών εγκαταλείπεται αφού πρώτα παρήγαγε τα πορίσματα που την αναίρεσαν. Ακριβώς όμως η υπέρβασή της αποδεικνύεται γόνιμη, διότι υποδεικνύει μια μεγαλύτερη ανατροπή. Ο Ωστιν προτείνει πια μια ενιαία διαδικασία αποτίμησης των εκφορών. Μια εκφορά δεν μπορεί να απομονωθεί από τα συμφραζόμενα και το ευρύτερο πλαίσιό της. Το «ολικό ομιλιακό ενέργημα εντός της ολικής ομιλιακής κατάστασης» είναι το πεδίο γλωσσικής ανάλυσης που έχει ενδιαφέρον από φιλοσοφική άποψη. Ενα παράδειγμα του Ωστιν είναι η εκφορά «η Γαλλία είναι εξαγωνική». Για έναν στρατηγό είναι πιθανόν κατάλληλη, για έναν γεωγράφο όχι. Είναι μια «χοντρική» περιγραφή. Επομένως, δεν μπορεί να αποτιμηθεί μόνο σύμφωνα με τη σημασία της αλλά και την ισχύ της (με αναφορά στη χρήση, στις εφαρμογές της). Το έργο του Ωστιν έγινε κλασικό και αποτέλεσε ένα ανοικτό ερευνητικό πρόγραμμα που επηρέασε την αναλυτική φιλοσοφία της γλώσσας. H μετάφραση, που ομολογουμένως ήταν πολύ απαιτητική εργασία, είναι αξιόπιστη. Ισως μπορούν να διατυπωθούν επιφυλάξεις για επιλογές στην απόδοση κάποιων όρων. Οι τελευταίες είναι πάντως ξεκάθαρες και αιτιολογημένες.
ΣΩΤΗΡΗΣ ΒΑΝΔΩΡΟΣ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 04-01-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις