Πες μου μια ιστορία
Περιγραφή
Ο τυφλός φαροφύλακας Πιου είναι ένας τεχνίτης της αφήγησης. Οι ιστορίες που διηγείται στην μαθητευόμενή του, την ορφανή Σίλβερ, είναι αυτές που θα την βοηθήσουν να βρει το φως μέσα σε ένα σκοτεινό κόσμο αλλά και στον σκοτεινό φάρο στον οποίο ζουν. Σαν μέσα από μια μαγική σφαίρα παρακολουθούμε τη ζωή της Σίλβερ και του Πιου, και τη βασική ιστορία που αφηγείται ο Πιου, τη διπλή ζωή του Μπέιμπελ Νταρκ, που ξεδιπλώνεται σαν χάρτης που πρέπει να ακολουθήσει η Σίλβερ. Ο Μπέιμπελ Νταρκ, εξαιρετικά προικισμένος, γόνος πλούσιας και αριστοκρατικής οικογένειας, έγινε κληρικός και έζησε μοιρασμένος ανάμεσα σε δύο γυναίκες, μία που λάτρευε αλλά δεν εμπιστευόταν και μία που είχε παντρευτεί χωρίς έρωτα. Η παράνομη ζωή του τροφοδοτούσε την τακτοποιημένη, συμβατική ζωή. Μια ζωή, όμως, αλληλεπιδρά με το σύμπαν και το αποτέλεσμα είναι ακόμη περισσότερες ιστορίες που γεννούν κι άλλες, κι άλλες… Με άξονα τον Μπέιμπελ Νταρκ μαθαίνουμε για την ιστορία του Τριστάνου και της Ιζόλδης, την επίσκεψη του Δαρβίνου στο φάρο, αλλά και ενός άλλου επισκέπτη, του Ρόμπερτ Λούις Στίβενσον, που συνάντησε τον Μπέιμπελ Νταρκ όσο έγραφε το μυθιστόρημά του «Δρ. Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ».
Οι δύο ιστορίες, της Σίλβερ και του Νταρκ, με απόσταση ενός αιώνα, κινούνται παράλληλα, καθώς και οι δύο ψάχνουν τον έρωτα και την ολοκλήρωση, αυτό που διαχωρίζει το ανθρώπινο είδος από το ζωικό βασίλειο του Δαρβίνου. Ωστόσο οι φωνές τους διαφέρουν, της Σίλβερ είναι φωτεινή, μια που ο Πιου της έμαθε να βλέπει τη συνέχεια της ζωής και της ιστορίας, ενώ ο Νταρκ, νιώθοντας αποκομμένος από τη ροή της ιστορίας ζει μέσα στο σκοτάδι.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά, και όχι στο μυαλό. Οι ιστορίες είναι αυτές που μας βοηθούν να βρούμε τη ζωή μας και γεννούν όλο και περισσότερες ιστορίες, αφηγήσεις που δείχνουν πώς όλα σε αυτό το σύμπαν συνδέονται μεταξύ τους με έναν τρόπο υπόγειο, υπαινικτικό, αλλά πάντα δεκτικό στην αγάπη και την αλλαγή.
(Από τον εκδότη)
Κριτική:
Ακολουθώντας τα κελεύσματα της καρδιάς
Γίνεται να συναντήσεις τον Θεό χωρίς να σηκωθείς νωρίς;
Η Βρετανίδα Τζανέτ Γουίντερσον πρωτοεμφανίστηκε το 1985 με το αυτοβιογραφικό «Oranges are not the only fruit» («Δεν υπάρχουν μόνο τα πορτοκάλια»), το οποίο, αφού πυροδότησε συζητήσεις επί συζητήσεων για το αν υπάρχει κάτι που λέγεται λεσβιακή λογοτεχνία και σε τι μπορεί να αναφέρεται, απέσπασε το βραβείο Γουίτμπρεντ και σήμερα διδάσκεται στους πρωτοετείς της Αγγλικής Λογοτεχνίας.
Στο τελευταίο (δέκατο πέμπτο!) βιβλίο της η Γουίντερσον εμμένει με αμείωτη φρεσκάδα στη θεματολογία της, η οποία έχει να κάνει με την παραβατικότητα της καρδιάς, στο πώς αυτό που ρισκάρεις δείχνει σε τι δίνεις αξία. Το «Πες μου μια ιστορία» είναι ένα περίτεχνο εγκώμιο της αφήγησης, ένα περιδέραιο από ιστορίες, όπως είναι οι φάροι στις ακτές του ωκεανού, των οποίων το φως εξασφαλίζει το δύσβατο πέρασμα μέσα από τον θόρυβο και τη ρευστότητα της ζωής.
Ο αγγλικός τίτλος, «Lighthousekeeping» («Φαροφύλαξη»), ήδη εγκαινιάζει την αναλογία ανάμεσα στο νήμα του φωτός και στο νήμα της αφήγησης, στον τρόπο που και τα δύο διασχίζουν τη νοητή επιφάνεια μιας ζωής για ν' ανασύρουν από το ταξίδι (ή ενίοτε και το ναυάγιο) αυτό που αξίζει να διασωθεί.
Κατ' επέκταση, ο τυφλός φαροφύλακας του βιβλίου, ο Πιου, είναι επίσης φύλακας των αφηγήσεων που επί γενεές ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι, «ιστορίες που ταξιδεύουν πάνω στα κύματα σαν σημάδια, οδηγοί, παρηγοριά και προειδοποίηση». Οπως γινόταν στις κοινωνίες με προφορική παράδοση, αυτό το πλέγμα των ιστοριών, χωρίς αρχή και τέλος, είναι χάρτης και παρακαταθήκη της συλλογικής εμπειρίας. Σε αντίθεση όμως με τους ομηρικούς βάρδους, οι οποίοι αυτοσχεδίαζαν μόνο περιστασιακά, ο ιεροφάντης Πιου πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να μάθει κανείς τις ιστορίες που δεν ξέρει, είναι ...να τις διηγηθεί ο ίδιος.
Και αυτό διδάσκει στην αφηγήτρια και νεαρή μαθητευόμενή του, πώς να καταφέρει, μαζί με τα πρώτα μακροβούτια (στη μνήμη της και στη φαντασία), να βρει τις ιστορίες που αργότερα θ' αποκαλέσει «ζωή της». Το πρώτο μάθημα της δεκάχρονης Σίλβερ είναι ότι στον εσωτερικό ωκεανό τα πράγματα δυσκολεύουν, μιας κι εδώ δεν υπάρχουν κατευθυντήρια φώτα. «Δεν είχα ιδέα πού να κοιτάξω, ή για ποιο πράγμα να ψάξω, αλλά τώρα ξέρω πως όλα τα σπουδαία ταξίδια αρχίζουν κατ' αυτό τον τρόπο».
Πρόκειται όμως για ένα ταξίδι χωρίς αρχή, μέση και τέλος, μια και η έννοια της «άφιξης», όπως και του «προορισμού», στερούνται κάθε πειστικότητας. Μιλάμε μάλλον για «μια σειρά από ναυάγια και πανιά που ανοίγουν», μάλλον μια επιστρωμάτωση από ιστορίες οι οποίες, περισσότερο από τον τόπο, αφορούν τον τρόπο του ταξιδιού: την απροκατάληπτη ματιά, τη διαίσθηση και την παρατηρητικότητα, την αναγκαιότητα τόσο της πίστης όσο και της αμφιβολίας...
Οι περιπέτειες της ενηλικίωσης της Σίλβερ περιελίσσονται γύρω από την εγκιβωτισμένη ιστορία μιας παράνομης σχέσης του περασμένου αιώνα ανάμεσα σ' έναν παντρεμένο ιερέα και την πρώτη, και μόνη, γυναίκα που αγάπησε. Πρόκειται για μια ανερυθρίαστα ρομαντική ωδή στην αξία τού ν' ακολουθεί κανείς το κέλευσμα της καρδιάς του, ακόμα και μέχρι το όριο της παραβατικότητας, ακόμα και πέρα απ' αυτό. Αν δεν το το κάνει, το τίμημα είναι η αθόρυβη συντριβή τού να γίνει ξένος στην ίδια του τη ζωή.
Αυτό, θεματικά, είναι από τα κύρια μελήματα του βιβλίου και το αντιλαμβανόμαστε όταν τη σκυτάλη παίρνει η αφηγήτρια και μιλάει για τον έρωτα στο πρώτο πρόσωπο. Εκεί μαθαίνουμε πως αναφέρεται σε κάτι σαν μια δύναμη της φύσης, (όπως είναι η ηλιακή θερμότητα), η οποία, χωρίς να παρέχει καμία εγγύηση ευτυχίας («ότι κι αν σημαίνει αυτό»), είναι ωστόσο η μόνη ικανή να υπερκεράσει την αντίφαση ανάμεσα στην άγρια λαχτάρα για ελευθερία και την επιθυμία κάποιος να μάς εξημερώσει. Είναι θαυμαστή η ορμή του κειμένου, όπου η συγγραφέας αμφιταλαντεύεται πριν ανοιχτεί στην ετερότητα της ερωμένης της, όπως και το αίτημα που αρθρώνει όταν τελικά το κάνει.
Και τους δύο μύθους του βιβλίου, τον συγχρονικό και τον διαχρονικό, τους διακατέχει η εμμονή με την αφήγηση και με το νόημα που οι ίδιες οι ιστορίες δημιουργούν. Για παράδειγμα, η ικανότητα να κάνει κανείς διασυνδέσεις (η «δεύτερη όραση» κατά τον Πιου) εξαίρεται σε κάθε ευκαιρία. Τα απολιθώματα στους βράχους είναι κι αυτά εγκιβωτισμένες ιστορίες, όπως θα μπορούσαν να είναι και τ' αστέρια, αν βλέπαμε τον ουρανό σαν το εσωτερικό τοίχωμα μιας σπηλιάς. «Τίποτα δεν μπορεί να ξεχαστεί. Τίποτα δεν μπορεί να χαθεί. Το ίδιο το Σύμπαν είναι ένα γιγάντιο σύστημα μνήμης».
Τα πρόσωπα, το άγγιγμα, η τρέλα, η κλεπτομανία, όλα κάτι διηγούνται, και συχνά πιο εύγλωττα από τις φραγμένες γλώσσες μας. Από την άλλη, δεν είναι απαραίτητο να φωτιστεί κάθε σκοτεινό μέρος, ούτε να ειπωθούν τα πάντα. Το νόημα έχει την ιδιότητα να επιστρέφει αθόρυβα σαν το φως και η μόνη προϋπόθεση για να υπάρξει είναι η έλλειψη θορύβου. «Οι λέξεις είναι το κομμάτι της σιωπής που μπορεί να εκφραστεί».
Το κείμενο της Γουίντερσον προάγει άψογα την αφήγηση ως εκείνη την υψηλή θεραπευτική τέχνη που δικαιώνει τα ανθρώπινα πάθη (τη νοσταλγία, την εγκατάλειψη, το πάθος μας για το άρρητο), χωρίς να επιλύει απολύτως τίποτα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις